The world I love:my novels, my favorite themes

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou





Φίλες και φίλοι,

Οι μύθοι που εξετάσαμε στις προηγούμενες αναρτήσεις  ήταν αρχικά μύθοι
ηρωικοί που εξιστοστορούσαν  τις παράτολμες περιπέτειες ανθρώπων, οι οποίες (προσπάθειες) ξέφευγαν από τα συνηθισμένα.
Ο,τι πέρασαν και ό,τι όριζαν ανήκε σ’ έναν κόσμο υπερφυσικό, με τον οποίο οι θνητοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να ταυτιστούν, ούτε στο ελάχιστο. Γι’ αυτό, οι μυθολόγοι, οι ποιητές και οι φιλόσοφοι πάσχιζαν ανέκαθεν να ανθρωποποιήσουν τους μύθους, να τους φέρουν πιο κοντά στην ανθρώπινη περιπέτεια  και την καθημερινή τους εμπειρία, τονίζοντας την φυσιοκρατική διάσταση ή το συμβολικό τους νόημα.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διήγηση, θαυμαστή και ασύγκριτη που ιστορεί τις περιπέτειες της ψυχής με την παρεμβολή ενός ποιητικού μύθου που έχει αλληγορική σημασία.Αυτός ο μύθος μας παραδίδεται από τον Απουλήιο, έναν Λατίνο συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αιώνα στο εκτεταμένο έργο του «Ο Χρυσός Γάϊδαρος» ή «οι μεταμορφώσεις».  Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο κεντρικός ήρωας, ένας άνθρωπος μεταμορφωμένος σε γάϊδαρο, θύμα των πλέον ευτράπελων και εξόφθαλμα συμβολικών περιπετειών, ακούει από το στόμα μιας γριάς θεραπαινίδας την ιστορία αγάπης του Έρωτα και της Ψυχής.
Η Ψυχή ήταν κόρη βασιλιά και είχε δύο αδελφές∙ ήταν, όμως, η ομορφότερη. Τόσο ωραία και εκθαμβωτική, ώστε οι μνηστήρες κατέφθαναν από όλο τον κόσμο για να την θαυμάσουν.Μόλις την αντίκρυζαν, παρέλυαν, σκεπτόμενοι ότι δεν είχαν καμία πιθανότητα να τους διαλέξει η πεντάμορφη. Και κανείς δεν τολμούσε να τη ζητήσει σε γάμο.
Ο δυστυχής πατέρας τραβούσε τα μαλλιά του από απελπισία και κατέληξε να πάει στο μαντείο των Δελφών και να συμβουλευτεί τον Απόλλωνα. Αλλά, όσα του είπαν του έφεραν μεγαλύτερη απελπισία:

«Θα αφήσεις την κόρη στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου, λαμπρά στολισμένη για υμέναιο θανάτου. Γαμπρό θνητό να κάνεις μην ελπίζεις, μόνο ένα τέρας τρομερό, σκληρό και αδυσώπητο που, καθώς φτερουγίζει στους αιθέρες, σπέρνει την ταραχή όπου πάει, φέρνει παντού σίδερο και φωτιά, κάνει τον ίδιο τον Δία στη θέα του να τρέμει, είναι των θεών το φόβητρο, τόσο που η Στύγα ακόμη, ο ερεβώδης ποταμός, μπροστά του φρικιά και αποτραβιέται».

Ο βασιλιάς/πατέρας δεν είχε επιλογές και αποφάσισε να υπακούσει. Η θυγατέρα του ντύθηκε με τη βοήθεια της μητέρας της και οδηγήθηκε στον μοιραίο βράχο, όπου έμεινε μόνη της. Η Ψυχή, ενήμερη για τον άθλιο χρησμό, περίμενε το τέρας, αλλά κανείς δεν φάνηκε. Ένοιωσε μόνο μια ανάλαφρη αύρα να τη σηκώνει στον αέρα, πάνω από το μακρύ τείχος των βράχων και να την απιθώνει σε μια σκιερή κοιλάδα, όπου βρισκόταν ένα θεσπέσιο παλάτι.
Η Ψυχή κοιτούσε απορημένη, θαυμάζοντάς το. Ποιός θεός μπορούσε να κατοικεί εκεί; Μπήκε μέσα, αλλά οι αίθουσες ήταν έρημες. Μια φωνή από το πουθενά ψιθύρισε στο αυτί της:
«Τούτο το παλάτι είναι δικό σου. Η κάμαρά σου σε περιμένει. Όλες οι επιθυμίες σου θα εισακουστούν. Δεν έχεις παρά να διατάξεις κι εγώ θα τις εκτελέσω».
Όσο προχωρεί η Ψυχή μέσα στο παλάτι, οι πόρτες ανοίγουν, ενώ μια γλυκειά μουσική ακούγεται παντού. Βρίσκει την κάμαρά της και υποθέτει ότι το τέρας θα την επισκεφθεί εκεί. Αναριγά, φοβάται και αγωνιά, καθώς δεν γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι...
Όταν νυχτώνει, η Ψυχή νοιώθει πάνω της το βάρος ενός αόρατου όντος. Ενώνεται ερωτικά μαζί του και εκείνο της λέει πριν φύγει:
«Κάθε βράδυ θα έρχομαι και κάθε αυγή θα φεύγω.  Μην προσπαθήσεις ποτέ να μάθεις ποιός είμαι, ποτέ μην προσπαθήσεις να με δεις. Ποτέ μην προσπαθήσεις να δεις τους γονείς και τις αδελφές σου, γιατί τότε η δυστυχία και ο χαλασμός θα μας χωρίσουν για πάντα».
Πέρασε καιρός. Κάθε βράδυ ο αόρατος εραστής εμφανιζόταν για να εξαφανιστεί την αυγή. Η Ψυχή μαράζωνε στην χρυσή φυλακή της, μέχρι που μια νύχτα κατάφερε να του αποσπάσει την υπόσχεση να την αφήσει να ξαναδεί τις αδελφές της.
Όταν, όμως, εκείνες είδαν που έμενε, η ζήλεια τις κατάφαγε. Χάρη στις πονηρές τους ερωτήσεις κατάλαβαν ότι η όμορφη Ψυχή έκρυβε ένα μυστήριο. Μαθαίνοντας ότι περίμενε το παιδί του, της είπαν:
«Εμείς σ΄αγαπούμε και δεν σου κρύβουμε τις σκέψεις μας. Εσύ, όμως, καλύπτεις ένα μυστικό. Πρέπει να μάθεις ποιός είναι ο πατέρας του παιδιού σου. Να προσπαθήσεις με το φως του λυχναριού να δεις το πρόσωπό του. Κι, αν είναι το τέρας που περίμενες, σκότωσέ το μόλις κοιμηθεί».
Η αθώα Ψυχή τις πίστεψε και ακολούθησε τις συμβουλές τους. Αντί, όμως, για το τέρας που περίμενε τρέμοντας να αντικρύσει, είδε το ωραιότερο πλάσμα του κόσμου.




«Η Ψυχή θαυμάζει τούτο το εκθαμβωτικό κεφάλι, την πλούσια κόμη από όπου ρέει η αμβροσία, τον κάτασπρο σαν γάλα λαιμό, τα άλικα μάγουλα, τους ανακατεμένους βοστρύχους που πέφτουεν ανέμελα άλλοι στο μέτωπο και άλλοι πίσω. Η λάμψη τους είναι τόσο εκτυφλωτική που κάνει ακόμη και το φως του λυχναριού να τρεμοπαίζει. Στους ώμους του φτερωτού θεού αστραφτοβολούν οι τριανταφυλλιές φτερούγες και, αν και αναπαύονται, τα ανάλφρα πούπουλα στις άκρες τους σαλεύουν με ένα ηδονικό σκίρτημα. Το υπόλοιπο κορμί είναι λείο και εράσμιο. Κοντολογίς, η Αφροδίτη πρέπει να καμαρώνει που τον έφερε στον κόσμο. Στα πόδια του κρεβατιού είανι ακουμπισμένα ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη, τα αγαπημένα όπλα του κραταιού Θεού».

Η Ψυχή κοιτά τον πανέμορφο σύζυγό της, τον Έρωτα, και δεν μπορί να πάρει τα μάτια της από  πάνω του. Ξεχνιέται, μέχρι που μια σταγόνα λάδι τρέχει από το λυχνάρι πάνω στο σώμα του κι εκείνος ξυπνά. Προδομένος, ξεγυμνωμένος, φτερουγίζει ευθύς και χάνεται.
Από εκείνη την ημέρα άρχισαν οι περιπλανήσεις της Ψυχής για να τον βρει.
Η Αφροδίτη είχε διατάξει τον Έρωτα να σαϊτέψει την Ψυχή, ώστε να ερωτευτεί ένα τέρας, αλλά εκείνος την παράκουσε- ερωτεύτηκε την Ψυχή μόλις την είδε. Τώρα, όμως, έπρεπε να φύγει. Η Αφροδίτη, χολωμένη, καταδιώκει την Ψυχή, που καταφέρνει να την πλησιάσει και να την παρακαλέσει. Η Αφροδίτη την έκανε δούλα της, αναγκάζοντάς την να κάνει τις χειρότερες και πιο επικίνδυνες δουλειές- ο κατήφορος της Ψυχής όταν μένει προσκολλημένη στα επίγεια αγαθά, έρμαιο της περιέργειας, που παραβιάζει τη θέληση των θεών.
Η πρώτη δουλειά ήταν να ξεδιαλέξει χιλιάδες σπόρους που γέμιζαν ένα τεράστιο πιάτο, να τους χωρίσει κατά είδος. Αν τα μηρμύγκια δεν την βοηθούσαν δεν θα τα κατάφερνε ποτέ.
Ύστερα έπρεπε να φέρει λίγο χρυσό μαλλί από μια ποικιλία προβάτων. Ήταν η σειρά των καλαμιών να τη βοηθήσουν, συμβουλεύοντάς την με ποιό τρόπο θα το έπαιρνε χωρίς κίνδυνο.
Τρίτη δοκιμασία ήταν να φέρει νερό από τη Στύγα, τον υποχθόνιο ποταμό, του οποίου οι πηγές βρίσκονταν κοντά σ’ έναν απόκρημνο βράχο, που τον φύλαγαν δράκοντες. Κι αυτή τη φορά ήταν ο αητός του Δία που τη λυπήθηκε και της το έφερε εκείνος, ενώ η Ψυχή ήθελε να τα παρατήσει.
Η Αφροδίτη, αμείλικτη, αντιλαμβανόμενη ότι η Ψυχή έχει τη βοήθεια των θεών, της έδωσε την τρομερότερη δοκμασία. Να πάει στον Άδη και να της φέρει μια αλοιφή από την Περσεφόνη.  Η Ψυχή ήταν απελπισμένη, φοβούμενη ότι, ακόμη κι αν κατάφερνε να πάει στο βασίλειο του σκότους, δεν θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει πίσω ζωντανή. Γι’ αυτό αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Ανέβηκε σ΄έναν πύργο με σκοπό να γκρεμιστεί από το ψηλότερο σημείο του. Αλλά, ω του θαύματος, ο ίδιος ο πύργος τη βοήθησε, εξηγώντας της πώς θα κατέβαινε στον Άδη, εξουδετερώνοντας όλα τα τέρατα που θα την εμπόδιζαν.
Η Ψυχή για άλλη μια φορά τα κατάφερε, και για άλλη μια φορά η περιέργεια φούντωσε, Ήθελε να ανοίξει το κουτί και να δει την αλοιφή. Ένας μοιραίος ύπνος την κυρίευσε και σωριάστηκε κάτω, ξέπνοη.




Ο ερωτευμένος Έρωτας την έψαχνε. Τη βρήκε κατάχαμα, είδε το κουτί και κατάλαβε. Έφυγε τρέχοντας να βρει τον Ύπνο και να τον ξανακλείσει στο κουτί. Όταν το κατάφερε, η Ψυχή συνήλθε και αντίκρυσε τον Έρωτα. Κι εκείνος, έτρεξε στον Δία να του ζητήσει να τον αφήσει να ζήσει με την Ψυχή.

Ο άνθρωπος αποζητά πάντοτε το θεϊκό κομμάτι που κρύβεται μέσα του, εκείνο το κομμάτι που έχασε από την περιέργειά του, από την παραβίαση των κανόνων της θέλησης του θεού. Έτσι περιγράφουν οι μύθοι την περιπέτεια του ανθρώπου, που καθηλωμένος από δικό του σφάλμα στη γη, με την αθάνατη ψυχή του φυλακισμένη, θα χρειάζεται πάντοτε να υπερνικά τις δοκιμασίες που θα βρίσκει στο διάβα της ζωής του, ώστε να καταφέρει να εξαγνιστεί.
Μόνο μαθαίνοντας να νικά τον εαυτό του, μπορεί ο άνθρωπος να ελπίζει ότι στο τέλος θα νικήσει το θάνατο και θα κερδίσει την αθανασία.

Μήπως, όλα τα τέρατα των δοκιμασιών είναι τελικά φίλοι και όχι εχθροί μας, αφού δίχως αυτά θα ήταν αδύνατον να κάνουμε κτήμα μας τις υπέρτατες αρετές που θα μας επιτρέψουν να ξαναβρούμε τον χαμένο ουρανό, τη χαμένη ευτυχία; αναρωτιέται ο ανθρωπολόγος φιλέλληνας Ζακ Λακαριέρ.
Ό,τι και να ισχύει, είναι φανερό, φίλες και φίλοι, ότι η προσπάθεια για το «ανέβασμα» του εαυτού μας, έχει πάντα βοηθό το θεό(ή όποια ανώτερη δύναμη ταιριάζει στον καθένα), όσο δύσκολη και αν είναι η συνέχιση της πορείας. Η θέα από ψηλά πάντα δικαιώνει!   


  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου