The world I love:my novels, my favorite themes

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ- ΟΦΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΝΟ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου




Ο Φεβρουάριος τελειώνει με ένα απόσπασμα του μοναδικού έργου του Καζαντζάκης : Όφις και κρίνο.
Ο έρωτας ρέει και βάζει φωτιά σ’ ένα κείμενο έξω από τα συνηθισμένα του, αφιερωμένο σ’ έναν έρωτα-δολοφόνο, έναν έρωτα αιώνιο, στον οποίο απευθύνεται ως Θεό. Απολάυστε το:


Λουλούδια θέλω να πλέξω στα μαλλιά μου. Και ρόδα και μήλα κι αρώματα να σωριάσω γύρω μου. Και να ξαπλώσω απάνω των όλη μου την αγάπη.
   Ένας κισσός ολοπράσινος ακολασταίνει μέσα μου και πλέκεται γύρω, τριγύρω στο νου μου, και κάποιον κόσμο ζητά ν’ αγκαλιάσει. Κάποια άνθιση μυστική ρόδων και μενεξέδων τελείται μέσα μου και τα μπουμπούκια ακούω να ακούν και τα μάτια των κλάδων ν’ ανοίγουν και τα πουλιά να κελαηδούν, να κελαηδούν...
   Κάποιο μυστήριο τελείται μέσα μου. Και κάποια Λειτουργιά. Σκύβω κι ακούω στα στήθη μου ύμνους και προσευχές και ξεπεταρίσματα φτερών π’ ανοίγουν και καρδιοχτύπια που σαν ήχοι εξωτικής καμπάνας καλούν τις σκέψεις μου στη λειτουργία.
   Νοιώθω κατεβαίνει μέσα μου ένας Θεός. Πνεύμα δημιουργίας φυσάει απάν’ από τις σκέψεις μου κι ένας δάκτυλος που στάζει φως εγγίζει το μέτωπό μου. Ένας Ραφαήλ κι ένας Πραξιτέλης λειτουργούσε μέσα μου. Κι ακούω το πινέλο απαλό και παντοδύναμο να σέρνεται  στην καρδιά μου και νοιώθω ν’ απλώνονται απάνω της και να ζωντανεύουν οι μεγάλες ζωγραφιές. Παναγίες με το γλυκό χαμόγελο και τ’ άφθαστα κάλλη. Αγγελούδια π’ακουμπούν το ξανθό κεφάλι απάνω στα χεράκια των και κυττάζουν με μάτια λουλουδιών τους ουρανούς και σωπάινουν.
   Κάποια σμίλη μυστική νοιώθω λαξεύει μέσα μου κι ένα χέρι θαυμαρουργό ανεβοκατεβαίνει και θεοποιεί όγκους μαρμάρων πίσω από το μέτωπό μου.Και οπτασίες θεών μαρμαρένιες φεγγοβολούν στα βάθη της ψυχής μου- και ζωνατνεύουν όνειρα σαρκών κι έρωτες γεννιούνται και η Κνιδία Αφροδίτη σαν λουλούδι σάρκινο ωμορφήτερων κόσμων ανατέλλει μεσ’ από τα κύματα των πόθων μου ήρεμη και λυσίζωνη- και ο Πραξιτέλης που είναι μέσα μου γονατίζει, βλέπει τη Φρύνη του και χαμογελά...
   Ω, και να γινόταν ο Πόθος μου όλος ένα φιλί νάλθει μια νύχτα να Σε φιλήσει όλη!

Με την άγιαν αίγλη των θαυμάτων και τον φωτοστέφανο του υπερκόσμου λάμπεις οληνυχτίς μεσ’ στην καρδιά μου. Σαν τον Θεό στη φλεγόμενη βάτο του Χωρήβ.
   Η αγάπη Σου σαν ασημένιο χάδι φεγγαριού ντύνει με ηρεμία και με φως την ψυχή μου. Όταν Σε βλέπω κάποιο βάρος λυγίζει τα γόνατά μου, άθελα σμίγουν τα χέρια μου και η ψυχή μου όλη μπροστά Σου ανοίγει- έτσι ανοίγει το λουλούδι όταν το ιδεί ο ήλιος.
   Αναλυούμαι όλος σε προσευχή και σ’ έκσταση και τα χείλη χλωμιάζουν από τους ύμνους. Είνε θρησκεία ο,τι νοιώθω για Σένα και μ’ έρχεται απάνω στα ψηλά βουνά που κουβεντιάζουν μυστικά με τον ουρανό, ν’ ανεβαίνω κάθε πρωί, την ώρα που το ξημέρωμα ωσάν αγάπη ροδίζει τις κορφές- ν’ ανεβαίνω και να γονατίζω και να Σ’ επικαλούμαι.

Μπροστά μου Σ ε βλέπω να υψώνεσαι ωσάν λουλούδι εξωτικό κάποιας πανώρηας σάρκινης άνθισης. Ξέρει το λυγερό κορμί Σου το μυστικό που ξέρουν οι κισσοί και περιπλέκονται. Και όταν βαδίζεις και όταν γέρνεις απάνω μου κι όταν ανοίγεις τα χείλη και όταν κλείνεις τα μάτια και όταν παραδίνεσαι είνε άσμα και είνε μουσική το σύμπλεγμα των γραμμών Σου. Στην αγκαλιά Σου κρύβονται τα μυστήρια των αιωνίων Πόθων και στα μάτια Σου αρμενίζει το αίνιγμα των θαλασσών.
   Κι από τα χείλη Σου στάσσει, στάσσει το Φαρμάκι των μεγάλων φιλιών. Πετιέται αποπάνω Σου και χύνεται από το κορμί Σου όλο ο μυστηριώδης ίμερος των Μαγνητών.
   Σε βλέπω μπροστά μου, μέσα στην ερημιά της ζωής μου, να υψώνεσαι σαν φοίνικας θρεμμένος από την θερμότητα των επιθυμιών μου.
   Είσαι ώμορφη. Ώμορφη σαν την αμαρτία κι ωσάν τον Θάνατο ώμορφη. Σε ντύνει από τα λευκά λαιμά Σου και κατεβαίνει στα στήθη Σου και πλέκεται σφιχτά στις λαγόνες Σου κι αιχμαλωτίζει τα μεριά Σου και κατεβαίνει κάτω ποδήρης, ω Ελκεσίπεπλος Αγάπη, ο Πόθος μου.
      


Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ
Χαμίνι ή σαδιστής και δικτάτορας;
Της Δήμητρας Παπανασατσοπούλου




Κάθε άνθρωπος που κατφέρνει να αναδυθεί από τον πάτο μιας κοινωνίας και να γίνει διάσημος και πλούσιος έχει τους θαυμαστές, αλλά και τους πολέμιούς του. Το ίδιο συνέβη και στον γνωστότατο σε μας τους Έλληνες ως «Σαρλώ».

Ο Σερ Τσάρλς (Τσάρλι) Σπένσερ Τσάπλιν, αν και ποτέ δεν βρέθηκε το πιστοποιητικό γέννησής του, θεωρείται ότι γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1889 στο Λονδίνο από γονείς (Τσάρλς Τσάπλιν και Χάνα Χάριετ Πέντλιγκχαμ Χιλ) καλλιτέχνες του μιούζικ χόλ. Ο Τσάρλι μεγάλωσε μέσα σε άθλιες συνθήκες και χωρίς την παρουσία του αλκοολικού πατέρα του, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία ένα χρόνο μετά τη γέννηση του Τσάρλι. Η Χάνα υποχρεώθηκε να ζήσει μόνη με τα δύο μικρά παιδιά της, να εγκαταλείψει την καριέρα της και να δουλέψει ως ράφτρα, μετακομίζοντας σε όλο και πιο άθλια διαμερίσματα.
Το 1895 η Χάνα μπήκε ένα άσυλο φτωχών στο Λάμπεθ και ο Τσάρλι με τον αδελφό του Σίντνεϋ μεταφέρθηκαν σε σχολείο για ορφανά και εγκαταλειμένα παιδιά, μεγαλώνοντας σε φρικτές συνθήκες.
Η Χάνα δεν άντεξε και τρία χρόνια αργότερα κατέληξε στο άσυλο φρενοβλαβών του Κέϊν Χιλ. Ο πατέρας τους έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση και κέρδισε δικαστικά την επιμέλεια των γιών του.
Η ζωή των παιδών δεν καλυτέρεψε. Ο πατέρας τους ψωμοζούσε με την ερωμένη του, επίσης αλκοολική, αδιαφορώντας για την τύχη των παιδιών του. Η Χάνα βγήκε για λίγο από το άσυλο, μετά ξαναμπήκε, τα παιδιά σέρνονταν μια στον έναν και μια στον άλλον γονιό τους, μέχρι που ο πατέρας τους πέθανε  στα 37 του χρόνια, η μητέρα τους μπήκε ξανά στο άσυλο το 1903 και τα παιδιά έμειναν μόνα τους σε ένα φθηνό διαμέρισμα.

Η θεατρική σκηνή δέχτηκε τον μικρό Τσάρλι σε ηλικία μόλις πέντε ετών, μια βραδιά που η μητέρα του ήταν άρρωστη. Εμφανίστηκε στη θέση της, εκτελώντας με κωμικτό τρόπο ένα πολύ γνωστό τραγούδι, κάτω από καταιγισμό χειροκροτημάτων.
Με μεσολάβηση του πατέρα του, λίγο αργότερα, έγινε μέλος του παιδικού θιάσου Οι οκτώ λεβέντες του Λάνκασάϊρ, με μισθό μισή κορώνα την εβδομάδα. Τον Ιούλιο του 1903, λίγο μετά τον εγκλεισμό της μητέρας του στο άσυλο, έγινε μέλος ενός θιάσου και έπαιξε στο έργο Τζίμ, το μυθιστόρημα ενός Λονδρέζου. Υποδυόταν ένα χαμίνι στους δρόμους του Λονδίνου- βασικά τον εαυτό του...
Στη συνέχεια έπαιξε στην αστυνομική κωμωδία Σέρλοκ Χόλμς, η οποία είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Ο θίασος έφυγε για τουρνέ στην Αμερική τον Σεπτέμβριο του 1905, αλλά ο Τσάρλι δεν ακολούθησε. Την επόμενη χρονιά, ο Σίντνεϋ προσελήφθη να παίξει σε μιούζικ χολ και ο Τσάρλι στο θίασο Casey's Court Circus. Δύο χρόνια αργότερα(1908), ο Τσάρλι μπήκε στο καστ του μιούζικ χόλ, στο οποίο συνέχιζε να παίζει ο Σίντνεϋ, στο ρόλο ενός μεθύστακα σε μια παράσταση παντομίμας στο Mumming Birds.

To φθινόπωρο του 1910, ο Τσάρλι ταξίδεψε με αυτόν τον θίασο στην Αμερική, όπου έμεινε σχεδόν ένα χρόνο. Επέστρεψε στην Αγγλία, μετέφερε την μητέρα του σε ένα  καλύτερο ίδρυμα, και επέστρεψε με τον ίδιο θίασο στην Αμερική, όπου και παρέμεινε για πολλά χρόνια.
Τέσσερα χρόνια μετά(1914) υπέγραφε το πρώτο του συμβόλαιο με την εταιρία Κιστόουν του Μακ Σένετ, με αμοιβή 150 δολλάρια την εβδομάδα και πρωταγωνίστησε στην πρώτη του κινηματογραφική ταινία Για να κερδίσει το ψωμί του, υποδυόμενος έναν απατεώνα που φορά κοστούμι λόρδου.
Στην Κιστόουν γύρισε συνολικά 35 ταινίες μικρού μήκους, σε ρόλους παραβάτη των κανόνων, έτοιμου πάντα για καυγά και ερωτύλου έως αηδίας, ενώ έκανε και μια απόπειρα σκηνοθεσίας στην ταινία Πιασμένος σε καμπαρέ.
Είναι η εποχή που ο Τσάρλι αρχίζει να διαμορφώνει τη φιγούρα που θα τον κάνει γνωστό σε όλο τον κόσμο: στενό σακάκι, μικρό καπέλο, το μουστάκι-βούρτσα, τεράστια παπούτσια και βάδισμα πιγκουϊνου...
Μόλις ένα χρόνο αργότερα(1915), ο Τσάρλι υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Εσανέϊ. Ο μισθός του ήταν 1.250 δολλάρια την εβδομάδα, είχε πριμ 10.000 δολλαρίων και κατοχύρωση της απόλυτης καλλιτεχνικής του ελευθερίας. Μαζί τους γύρισε 15 ταινίες, μεταξύ των οποίων ο Αλήτης, με την οποία καθιέρωσε το στύλ του περιπλανώμενου άνεργου και εισήγαγε ένα στοιχείο, το οποίο έμελε να το επαναλάβει πολλές φορές: ο ήρωας παρεξηγεί τη φιλία της «αγαπημένης» του, πιστεύοντας ότι τον αγαπά ερωτικά, για να εξαφανιστεί διακριτικά στο τέλος, όταν εμφανίζεται ο άνδρας που εκείνη πράγματι αγαπά.
Παρτενέρ του όσο εργάζεται για την Εσανέϊ είναι η δεκαεννιάχρονη Edna Purviance, πρώτη μούσα και ερωμένη του Τσάρλι Τσάπλιν.
Η απογείωση είχε συντελεστεί. Εκείνη τη χρονιά, ο 26χρονος Τσάρλι Τσάπλιν  ήταν ο πιό διάσημος άνθρωπος στον κόσμο. Ο ουρανός τον περίμενε ανοιχτός και καταγάλανος. Εκείνος, σαν ένα πραγματικό χαμίνι που μεγάλωσε στους δρόμους, θα φρόντιζε να τον βάψει με σκουρότερες αποχρώσεις, που οφείλονταν στη συμπεριφορά του στις γυναίκες της ζωής του και στα παιδιά του.
Σύμφωνα με τον Πήτερ Άκροϋντ, ο οποίος έγραψε μια βιογραφία του Τσάπλιν το 2014, με τίτλο: Τσάρλι Τσάπλιν, Μια σύντομη ζωή, η Έντνα ήταν η πρώτη που βίωσε την άσχημη πλευρά του χαρακτήρα του, καθώς και την αδιαφορία του στο πρόσωπό της, όταν δεν τού ήταν πλέον απαραίτητη.

Τον Φεβρουάριο του 1916 υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρία Μιούτσουαλ για 12 ταινίες, αμοιβή 10.000 δολλάρια την εβδομάδα και πριμ 150.000 δολλάρια. Σ’ αυτή του την συνεργασία (ο μετανάστης, ο ενεχειροδανειστής, ο τυχοδιώκτης κλπ) οι ρόλοι του χαρακτηρίζονται από τρελές καταδιώξεις σε περιορισμένο χώρο, τελειοποιεί την τεχνική της παντομίμας, τις χορευτικές του ικανότητες και τα διάφορα γκαγκ, ενώ εισέρχεται και ο σχολιασμός κοινωνικών προσβλημάτων( στην ταινία ο μετανάστης θίγεται το θέμα των άθλιων συνθηκών μετακίνησης των μεταναστών).
Τον Ιούνιο του 1917 υπογράφει με την Φέρστ Νάσιοναλ ένα συμβόλαιο 1 εκ. δολλαρίων (Σκυλίσια ζωή, ο Σαρλό στρατιώτης, η μέρα πληρωμής, Προσκυνητής).

Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, το Χαμίνι, ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1920. Στην αρχή δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των διανομέων στην Αμερική, αλλά σημείωσε τεράστια επιτυχία στην Ευρώπη. Σ’αυτήν την ταινία, που συνδυάζει τη σάτυρα με το τραγικό στοιχείο, βρίθουν οι μνήμες της δύσκολης παιδικής ηλικίας του Τσάρλι Τσάπλιν.
Το 1925, η ταινία Χρυσοθήρας, η οποία συγκαταλέγεται στις καλύτερες όλων των εποχών, έσπασε τα ταμεία, αποφέροντας κέρδη πάνω από 5εκ. δολλάρια. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με πρωταγωνίστρια την ανήλικη Λολίτα Μακ Μάρεϋ, αλλά τελικά αντικαταστάθηκε από την Τζόρτζια Χέϊλ.
Ο δρόμος της τεράστιας προβολής και απόλυτης επαγγελματικής καταξίωσης ήταν λαμπερός: το Τσίρκο, τα φώτα της πόλης, Μοντέρνοι καιροί, ο μεγάλος δικτάτωρ- η πρώτη του ομιλούσα ταινία-, ο κύριος Βερντού(μια μεγάλη αποτυχία), τα φώτα της ράμπας, ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη, η κόμισσα του Χόνγκ Κόνγκ ακολουθούν.
Το 1975, η βασίλισσα Ελισσάβετ τον ανακηρύσσει ιππότη.

Ο κοντούλης Τσάρλι Τσάπλιν χώρεσε στη ζωή του έναν σημαντικό αριθμό γυναικών: παντρεύτηκε 4 φορές και είχε πολλαπλάσιες εξωσυζυγικές σχέσεις( ό ίδος ανέφερε ότι κοιμήθηκε με 2.000 γυναίκες!) Απέκτησε συνολικά 11 παιδιά ( 2 από τον δεύτερο γάμο, 8 από τον τέταρτο και 1 από τον πρώτο, που πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννησή του). Ο επικρατέστερος γάμος του ήταν ο τέταρτος, που κράτησε 34 χρόνια, με την Όνα Ο’ Νήλ (κόρη του Ευγένιου Ο’Νήλ), με την οποία είχε τεράστια διαφορά ηλικίας(36 χρόνια!)

Ο πρώτος σύνττομος και, σχεδόν υποχρεωτικός, γάμος έγινε εσπευσμένα τον Οκτώβριο του 1918. Νύφη η 16χρονη στάρλετ Mildred Harris που νόμιζε ότι είχε μείνει έγκυος. Ο Τσάπλιν την παντρεύτηκε για να αποφύγει το σκάνδαλο, αλλά δεν είχε καμία διάθεση για οικογενειακές ευθύνες. Γρήγορα, απεδείχθη ότι δεν υπήρχε παιδί κι αυτό εξαγρίωσε τον Τσάπλιν. Έγινε απότομος και κυκλοθυμικός, εξαφανιζόταν για μέρες από το σπίτι. Τελικά, η Μίλντρεντ έμεινε έγκυος, το μωρό πέθανε μετά πό λίγες ημέρες κι εκείνη έπαθε νευρικό κλονισμό. Το 1920 πήραν διαζύγιο.
Την ίδια χρονιά (1920) ο Τσάπλιν γνώρισε ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι, την Lolita ή Lilita Mac Murray, η οποία θα εξελισσόταν στην γνωστή ως ηθοποιός με το όνομα Lita Grey. Ο Τσάπλιν υποχρεώθηκε να την περιμένει τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέχρι να γίνει 16 χρονών. Το 1924, η Λίτα, έχοντας και ένα μικρό ρόλο στην ταινία ο χρυσοθήρας, έμεινε έγκυος. Παντρεύτηκαν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας τον Νοέμβριο του 1924, για να αποφύγει ο Τσάπλιν τις όποιες ποινικές διώξεις. Στα τρία χρόνια που κράτησε ο γάμος τους απέκτησαν δύο παιδιά. Το διαζύγιο έγινε ευρέως γνωστό, ακούστηκαν πολλά άσχημα για τον Τσάπλιν και η Λίτα πήρε ως αποζημείωση το τεράστιο ποσό, για την εποχή, των 800.000 δολλαρίων.

Το 1932, ο Τσάπλιν άρχισε μια σχέση με την 22χρονη ηθοποιό Paulette Goddard, με την οποία συνεργάστηκε και επαγγελματικά μέχρι το 1942. Θεωρείται τρίτος γάμος, αν και κανείς δεν φαίνεται να είναι σίγουρος. Η ερωτική σχέση άρχισε να έχει προβλήματα μετά το γύρισμα της ταινίας ο μεγάλος δικτάτορας.
Δεκαετίες αργότερα, όταν η Πωλέτ πληροφορήθηκε τηλεφωνικά τον θάνατο του Τσάπλιν, απάντησε: Και τι μ’ αυτό; Κλείνοντας απότομα το ακουστικό και αποδεικνύοντας ότι δεν τον είχε συγχωρήσει...

Το 1943, κι ενώ ο Τσάπλιν αντιμετώπιζε προβλήματα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, με κατηγορίες ότι ήταν φιλοκομμουνιστής και ταυτόχρονα υπέρμαχος του πολέμου, η ερωτική του ζωή άνθισε ξανά. Γνώρισε και παντρεύτηκε την 18χρονη Όνα, την κόρη του γνωστού Ιρλανδού συγγραφέα Ευγένιου Ο’Νήλ. Ο σχεδόν συνομήλικος του Τσάπλιν, μέλλων πεθερός, έγινε έξαλος και αποκλήρωσε την ατίθαση κόρη του.
Κανείς δεν πίστευε ότι αυτός ο γάμος θα στέριωνε και θα διαρκούσε μέχρι τον θάνατο του Τσάπλιν. Το ζευγάρι που βίωνε την απόλυτη ευτυχία , όπως έλεγε, απέκτησε 8 παιδιά.
Σε αρκετές βιογραφίες που γράφηκαν για τον Τσάρλι Τσάπλιν, αναφέρεται ότι μ’ αυτόν τον γάμο μεταμορφώθηκε σε πιστό και αφοσιωμένο σύζυγο. Ωστόσο, ακόμη κι αν γίνει πιστευτό ότι η συμπεριφορά του στην Όνα ήταν άψογη, όλα δείχνουν ότι ήταν απαράδεκτα σκληρός και κακότροπος σε όλα τα παιδιά του...

Ο Μάρλον Μπράντο, στην αυτοβιογραφία του, αναφέρει την σκληρή συμπεριφορά και τους δημόσιους εξευτελισμούς  του Σίντνεϋ, ενός από τους γιούς του Τσάπλιν, με τον οποίο έπαιζαν μαζί στην ταινία η κόμισσα του Χόνγκ-Κόνγκ (1967). Ήταν το ίδιο παιδί που εξομολογήθηκε στον Μπράντο ότι ο πατέρας του συμπεριφερόταν πανομοιότυπα σε όλα του τα παιδιά. Και ο γνωστός ηθοποιός βαθαίνει το μαχαίρι, όταν αναφέρει ότι ακόμη και στον ίδιο ο Τσάπλιν φερόταν το ίδιο άσχημα:
«Μπροστά σε όλο το καστ, ο Τσάπλιν με επέπληξε και με ρεζίλεψε λέγοντάς μου ότι δεν είχα καμία αίσθηση επαγγελματικής δεοντολογίας και ότι ήμουν ντροπή του επαγγέλματός μου», γράφει, «επειδή είχα αργήσει 15 λεπτά στο γύρισμα. Ήταν, ίσως, ο μεγαλύτερος σαδιστής που είχα γνωρίσει ποτέ!»






ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ-ΣΟΥΝΙΟ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Το αφιέρωμα στους πιο σημαντικούς ναούς της αρχαιότητας, κλείνει με το αριστούργημα  που ατενίζει το Αιγαίο, από την απόκρημνη και βραχώδη άκρη του Σουνίου, ένα μεγαλειώδες αφιέρωμα στο ναό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα, τον διεκδικητή της προστασίας της αρχαίας Αθήνας.
Ένας βράχος ύψους 60 μέτρων στο νοτιότερο άκρο της αττικής χερσονήσου, εκεί από όπου φεύγουν τα πλοία ή αυτό που βλέπουν όταν πλησιάζουν. Είναι ο βράχος όπου στεκόταν ο Αιγέας, αναμένοντας με αγωνία την επιστροφή του Θησέα από την μινωική δοκιμασία, ο βράχος από τον οποίο έπεσε απελπισμένος αντικρίζοντας τα πλανερά μαύρα πανιά, δίνοντας το όνομά του στο πέλαγος.

Πρώτη αναφορά του ονόματος και της τοποθεσίας  έχουμε από τον Όμηρο στην Οδύσσεια(Γ, 278), όπου μιλώντας για τον Μενέλαο, στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής από την Τροία, σταμάτησε εκεί στο Σούνιον ιερόν, για να θάψει τον καπετάνιο του πλοίου του, τον Φρόντη.
Η ύπαρξη των γιγαντιαίων κούρων που βρέθηκαν (τρείς εξ αυτών βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), μαρτυρά την ύπαρξη ιερού από την αρχαϊκή περίοδο. Την ίδια εποχή εκτιμάται ότι χτίστηκε, χαμηλότερα και σε γειτονικό λόφο, ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδας.
Ο πρώτος ναός του Ποσειδώνα ήταν πώρινος και άρχισε να κατασκευάζεται στις αρχές του 5ου π.Χ. αι. Δεν έμελε να τελειώσει, αλλά να καταστραφεί εντελώς από τους Πέρσες, στους Μηδικούς Πολέμους. Το 444 π.Χ. οι Αθηναίοι άρχισαν να χτίζουν έναν νέο ναό, ενώ φρόντισαν για την οχύρωση του βράχου όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Τα τείχη περιέκλειαν κυκλικά τον χώρο σε περιφέρεια 500 μέτρων και σε αποστάσεις 20 μέτρων υπήρχαν πύργοι.

Η κορυφή του λόφου ισοπεδώθηκε για να χτιστεί ο ναός που ήταν δωρικός περίπτερος, με έξι κίονες στις στενές πλευρές και δεκατρείς στις μακριές, δύο κίονες μεταξύ παραστάδων σε πρόδομο και οσπισθόδομο, κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από κατάλευκο μάρμαρο. Το μήκος του ναού ήταν 31,12 και το πλάτος 13,47 μέτρα.Είχε πρόναο και σηκό, όπου βρισκόταν και το άγαλμα του θεού, ενώ στον οπισθόδομο φυλάσονταν τα αφιερώματα και το ποσειδωνιακό χρήμα από τα μεταλλεία του Λαυρίου.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ναού είναι η έλλειψη εσωτερικής κιονοστοιχίας στον σηκό. Το ύψος των κιόνων είναι 6,12 μέτρα και φέρουν μόνο 16 ραβδώσεις, αντί για το σύνηθες 20(με τον ίδιο τρόπο είναι κατασκευασμένοι και οι κίονες στο ναό της Αφαίας). Αυτό συνέβη λόγω της μαλακής υφής του μαρμάρου και τις αντίξοες συνθήκες της περιοχής.
Πάνω στα κιονόκρανα στηριζόταν το επιστήλιο, οι μετόπες και τα τρίγλυφα. Καμία από τις μετόπες  δεν έφερε διακόσμηση. Ανάγλυφες παραστάσεις υπήρχαν μόνον στον εσωτερικό χώρο, ο οποίος σχηματιζόταν ανάμεσα στην είσοδο του προνάου και την εξωτερική κιονοστοιχία, καταλαβάνοντας και τους τέσσερις τοίχους. Τα γλυπτά ήταν κατασκευασμένα από παριανό μάρμαρο και τα θέματά τους ήταν η Γιγαντομαχία, η Κενταυρομαχία και οι άθλοι του Θησέα (Τα σωζόμενα ανάγλυφα μπορεί κανείς να τα δει στο μουσείο του Λαυρίου).
Γλυπτή διακόσμηση έφεραν και τα αετώματα, από τα οποία σώζεται μόνον μια ακέφαλη γυναικεία, καθιστή μορφή.
Η κατασκευαστική του ομοιότητα με τον ναό του Ηφαίστου(Θησείο) στην Αγορά των Αθηνών δηλώνει ότι οι δύο ναοί φτιάχτηκαν από τον ίδιο, άγνωστο αρχιτέκτονα.

Ο αρχαίος οικισμός ήταν παράλιος στα δυτικά και οι Σουνιείς ανήκαν στην Λεοντίδα φυλή (μετά το 200π.Χ. ανήκαν στην Ατταλίδα). Γύρω στα 265 π.Χ. ο Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου, οχύρωσε και την σημερινή νησίσα Πάτροκλος με ισχυρό φρούριο. Αυτό, αποδόθηκε αργότερα(229π.Χ.) στους Αθηναίους.
Περνώντας ο Παυσανίας τον 2ομ.Χ. αι., τότε που το ιερό είχε παρακμάσει, θεώρησε εσφαλμένα ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά. Κι αυτή η πλάνη συνεχίστηκε μέχρι το 1900, όταν η ανεύρεση επιγραφών οδήγησε στο σωστό συμπέρασμα: ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα.
Ήταν πολλοί οι περιηγητές του 17ου αιώνα που επισκέφθηκαν τον ναό του Ποσειδώνα, μένοντας εκστατικοί με τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και τους ορθούς ακόμη κίονες. Το ακρωτήριο του Σουνίου εκείνη την εποχή, ακριβώς, λόγω της ύπαρξης του ναού, αποκαλούνταν :Καβοκολώνες.

Το 1762 ναυάγησε στην περιοχή του Σουνίου ο Άγγλος ποιητής Ουίλλιαμ Φάλκονερ,  ταξιδεύοντας από τη Βενετία προς την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Την εμπειρία του την κατέγραψε στην γνωστότατη τριλογία με τίτλο Το ναυάγιο που έτυχε μεγάλης αναγνώρισης και επιτυχίας στην εποχή της.
Η πρώτη επιστημονική ανασκαφή έγινε το 1884 από τον αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα Ντόρπφελντ, ο οποίος εργαζόταν για το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο- πανίσχυρο οικονομικά τότε. Συνέχισε συστηματικά ο Έλληνας Βαλέριος Στάης(1897-1913) με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρίας, ανασκάπτοντας το ιερό, το τείχος και τον αρχαίο οικισμό, ενώ είχαν προηγηθεί επεμβάσεις για την αναστύλωση του ναού.

Η εικόνα που αντικρίζουμε σήμερα διαμορφώθηκε την δεκαετία του 1950 υπό τον αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο. Μια πιο ολοκληρωμένη διαμόρφωση του ευρύτερου χώρου έγινε στα 2011-2013, με τρόπο που να γίνεται αντιληπτός στον κάθε επισκέπτη ο σύνθετος και σημαντικός ρόλος του Σουνίου για την αρχαία πόλη των Αθηνών.

Το μνημείο, έστω και με πολλούς από τους κίονές του  πεσμένους, έστω και λεηλατημένο, όπως  τόσα άλλα, εξακολουθεί και υψώνει στον καταγάλανο ουρανό μας την ανυπέρβλητη λευκότητά του, την ενεργειακή του ιερότητα και γαλήνη, γεμίζοντας τις ψυχές μας με δέος. Η ενατένιση στο Αιγαίο είναι πάντα η ίδια, η μορφή της περιπλάνησης, της εξερεύνησης και της μάθησης, του πλατιάσματος του νου στα μυστικά που περιμένουν πέρα από εκεί που σταματά να βλέπει το γυμνό μας μάτι.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ, ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου



Άλλο ένα δυνατό απόσπασμα από το βαθυστόχαστο έργο του μεγάλου μας Κρητικού:


Η λάμπα είχε χαμηλώσει, δε θα’χε πια πετρέλαιο, η κάφτρα του φιτιλιού τσίριξε.Το κελί σκοτείνιασε∙ μονάχα το καντήλι έκαιγε ακόμα ομπρός στο κόνισμα του Αγίου Κωσταντίνου του Πυροβάτη, και φώτιζε τα πόδια που χόρευαν κι από κάτω τ’ αναμμένα κάρβουνα.
   Ο παπα-Γιάνναρος το κοίταξε, στερελωθηκε η καρδιά του∙ ξαφνικά, εκεί που το κοίταζε, ένα βάρος σηκώθηκε από το στήθος του∙ αλάφρωσε∙ γέλασε:
   -Πυροβάτης είσαι και του λόγου σου, αδελφέ Νικόδημε, είπε και του’δειξε το κόνισμα∙ καβούρια είμαστε όλοι μας απάνω στη θράκα και τραγουδούμε. Τραγουδούμε ή κλαίμε; Δεν καταλαβαίνω. Εσύ το λες φως, εγώ το λέω κάρβουνο αναμμένο∙ το ίδιο κάνει.
   Μα ο νέος μάζεψε τα φρύδια∙ περίμενε απάντηση, κι ο παπα-Γιάνναρος, έτσι τού φάνηκε, έπαιζε μαζί του.
   -Δεν είσαι καλός, γελάστηκε ο καλόγερος, δεν είσαι καλός, παπα-Γιάνναρε, δε λυπάσαι τους ανθρώπους.
   Ο παπα-Γιάνναρος θύμωσε.
   -Έ, νεαρέ, ποιό θαρρείς πώς είναι το ανώτατο αγαθό- η καλοσύνη;
   -Ναι, η καλοσύνη.
   -Όχι, η λευτεριά. Ή, πιο σωστά: ο αγώνας για τη λευτεριά.
   -Όχι η αγάπη;
   Ο παπα-Γιάνναρος κόμπιασε.
   -Όχι, έκαμε τέλος∙ ο αγώνας για τη λευτεριά.
   -Γιατί λοιπόν κηρύχνεις: Αγάπη! Αγάπη!
   -Η αγάπη είναι η αρχή, δεν είναι το τέλος. Φωνάζω: Αγάπη! Αγάπη! Γιατί ο λαός από κει πρέπει να κινήσει∙ μα όταν μιλώ μονάχος μου ή με το Θεό, δε λέω Αγάπη! Λέω: Αγώνας για τη λευτεριά!
   -Να λευτερωθείς κι από την αγάπη;
   Ο παπα-Γιάνναρος δίστασε πάλι∙ το αίμα ανέβηκε στα μελίγγια του
   -Μη με ρωτάς! Φώναξε.
   Μα ντράπηκε που δεν τολμούσε ν’αποκριθεί, αποκρίθηκε:
   -Κι από την αγάπη... είπε σιγά.
   Ο καλόγερος ανατρίχιασε, τρόμαξε.
   -Μα τότε, τι τη θες τη λευτεριά; Τι σκοπό;
   -Η λευτεριά, αποκρίθηκε ο παπα-Γιάνναρος κι η φωνή του έτρεμε, η λευτεριά δεν έχει σκοπό. Μήτε βρίσκεται στη γης ετούτη∙ στη γης βρίσκεται μονάχα ο αγώνας για τη λευτεριά. Αγωνιζόμαστε για τ’ άφταστα, και γι’ αυτό ο άνθρωπος έπαψε να’ ναι ζώο. Μα φτάνει πιά! Είπες, είπες, φτάνει!  Παράκλητος, Λένιν, Χριστός ξυπόλητος, Χριστός αρχηγός στους αντάρτες, μπερδεμένα πράματα, δε βρίσκει άκρα ο νους μου.
   -Μήτε η καρδιά;
   -Άσ’ την καρδιά τη σουσουράδα, μην την ανακατεύεις στις δύσκολες δουλειές∙ αυτή πάντα πάει κόντρα στο νου, κι όποιος την ακολουθάει πρέπει να’χει κότσια γερά, κι εγώ δεν έχω.
   Σώπασε. Και σε λίγο:
   -Όλα αυτά, είπε τέλος, θα τ’αναφέρω στο Θεό∙ να δούμε τι θα πει κι αυτός.
   -Εγώ, έκαμε ο καλόγερος, τού τ’ανάφερα∙ είναι σύμφωνος.
   -Ο Θεός ζυγιάζει ξέχωρα την κάθε ψυχή και σε καθεμιά δίνει την απόκριση που θα τη σώσει∙ να δούμε τι θα πει και σε μένα, τον παπα-Γιάνναρο. Όταν θα βρω κι εγώ το δρόμο μου, ορκίζομαι, θα τον πάω ως την άκρα.
   -Ως τη λευτεριά! Είπε ο καλόγερος πειραχτικά.
   -Ως τη λευτεριά, έκανε ο παπα-Γιάνναρος κι ένιωσε πάλι τον ιδρώτα να τρέχει από το κούτελό του. Θέλω να πω: ως το θάνατο!
   Ο καλόγερος βλεφάρισε κατά την πόρτα.
   -Θα φύγω, είπε.
   Ο παπα-Γιάνναρος τον κοίταξε∙ τα μάτια του γυάλιζαν μεγάλα, κατάμπλαβα, στο μεσόφωτο∙ είχε απιθώσει το ζερβό χέρι του στην πληγή, θα πονούσε. Ο παπα-Γιάνναρος ένιωσε πάλι τρυφεράδα, συμπόνοια, θαυμασμό για τον νεαρό μπροστά του πυροβάτη. «Ετούτος, ετούτος» συλλογίστηκε «έπρεπε να’ναι ο γιός μου, όχι  άλλος». 
   -Πού θα πας;
   -Δεν ξέρω∙ όπου με βγάλει η στράτα.
   -Σε διώχνουν απ’ τα μοναστήρια, σε διώχνουν από τα βουνά, σε κυνηγούν στον κάμπο- πού θα πας;
   - Έχω ένα κάστρο άπαρτο, γέροντα∙ εκεί μέσα κατοικώ.
   -Ποιό κάστρο;
   -Το Χριστό.
   Ο παπα-Γιάνναρος κοκκίνησε∙ ντράπηκε που ρώτησε ποιό’ταν το κάστρο∙ σα να’χε ξεχάσει το Χριστό.
   -Πρέπει, λοιπόν, να φοβούμαι; Έκαμε ο καλόγερος γελαστός κι άπλωσε το χέρι στο μάνταλο της πόρτας.
   -Όχι, αποκρίθηκε ο παπα-Γιάνναρος.

   Έσκυψε ο νέος, φίλησε το χέρι του παπα-Γιάνναρου, άνοιξε την πόρτα κι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.
ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΑΙΑΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Σήμερα θα επισκεφθούμε ένα άλλο αριστούργημα: τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Έναν μεγαλοπρεπή ναό, μεγάλων διαστάσεων που δεσπόζει στο μικρό νησί και τραβάει το βλέμμα του επσικέπτη σαν μαγνήτης.

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Δίας απέκτησε με την Κάρμη μια κόρη, την Βριτόμαρτη. Η νεαρή αγαπούσε το κυνήγι και γι’ αυτό η θεά Άρτεμις της έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση. Ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνως την ερωτεύθηκε κι εκείνη, στην προσπάθειά της να τον αποφύγει, ρίχτηκε στη θάλασσα. Μπλέχτηκε στα δίχτυα ενός ψαρά, ο οποίος την ανέβασε στη βάρκα του, αλλά ένας από τους ναύτες του είχε τις ίδιες διαθέσεις με τον Μίνωα. Η Βριτόμαρτις δε δίστασε. Έπεσε ξανά στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι την Αίγινα. Πίσω της βρισκόταν η βάρκα με τον ερωτευμένο ναύτη, που συνέχισε να κυνηγά τη νεαρή και πάνω στο αιγινίτικο έδαφος. Η Βριτόμαρτις ζήτησε τη βοήθεια της Αρτέμιδος, κατέφυγε για προστασία στο δάσος της και η θεά παρενέβη και την εξαφάνισε.
Οι διώκτες της έψαχναν μάταια να βρουν την κόρη, μα το μόνο που βρήκαν ήταν ένα άγαλμα. Έτσι, την ονόμασαν Αφαία, δηλαδή, άφαντη. Αργότερα, ίδρυσαν στην θέση που βρήκαν το άγαλμα ένα ιερό και στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, και μάλιστα μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην οποία μετείχαν, έχτισαν έναν ναό.
Κάποιοι άλλοι μύθοι αναφέρουν την Βριτόμαρτη ως νύμφη της  Άρτεμης, άλλοι ως κόρη της, ενώ η ίδια η θεά του κυνηγιού αναφέρεται και ως Αφαία, Βριτόμαρτις και Δίκτυνα.

Η ύπαρξη της θεότητας Αφα- όπως ήταν το αρχικό της όνομα- ανακαλύφθηκε μόνον όταν βρέθηκε μια αρχαϊκή επιγραφή στα 1911 από τον αρχαιολόγο Φουρτβάγκλερ. Η επιγραφή, που εκτίθεται στο μουσείο της Αίγινας, γράφει ότι ο οίκος είναι αφιερωμένος στην θεά Άφα και θεμελιώθηκε επί ιερέως Κλεοίτα. Μέχρι τότε, ο ναός θεωρούνταν ότι ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά ή στον Ηρακλή.

Στον χώρο του ναού υπάρχουν ίχνη λατρείας μιας γυναικείας θεότητας της γονιμότητας που τοποθετούνται στην ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο( γύρω στα 1300 π.Χ.). Μέσα στη σπηλιά που κρύφτηκε η Βριτόμαρτις(κοντά στον περίβολο του ναού) για να σωθεί, βρέθηκαν εδώλια της προελληνικής γυναικείας θεότητας Ευγονίας, η οποία αργότερα ταυτίστηκε με την Αθηνά- προκύπτοντας έτσι η ονομασία Αφαία Αθηνά.

Ο πρώτος ναός κατασκευάστηκε γύρω στα 570-560π.Χ. και καταστράφηκε από φωτιά το 510π.Χ.
Ο ναός που σώζεται ως τις μέρες μας τοποθετείται γύρω στα 500-490π.Χ. και θεωρείται κορυφαίο δείγμα αρχαϊκής αρχιτεκτονικής. Λέγεται ότι ο Ικτίνος το χρησιμοποίησε ως πρότυπο για να φτιάξει τον Παρθενώνα.
Είναι δωρικού ρυθμού, περίπτερος, με δώδεκα μονολιθικούς κίονες στις μακρύτερες πλευρές και έξι στις στενότερες, κατασκευασμένος από τοπικό πωρόλιθο. Στηρίζεται σε κρηπίδα με τρεις βαθμίδες, υπάρχει πρόδομος και οπισθόδομος με δύο κίονες εν παραστάσει και σηκός που χωρίζεται σε τρία κλίτη, σχηματιζόμενα από δύο δίτονες κιονοστοιχίες. Η στέγη ήταν καλυμένη με πήλινα κεραμίδια κορινθιακού τύπου, τα πέτρινα πατώματα ήταν ερυθρά και οι διαστάσεις του ναού είναι 13,77μ. Χ 28.81μ.
Ήταν ιδιαίτερα γνωστός από την αρχαιότητα για τα αετώματα, απαράμιλλης πλαστικότητας που κοσμούσαν τις δύο στενές του πλευρές. Τα γλυπτά, λαξεμένα σε παριανό μάρμαρο, ήταν πολύχρωμα και η θεματολογία τους εμπνευσμένη τόσο από τον Τρωικό πόλεμο, στον οποίο συμμετείχαν τοπικοί ήρωες, απόγονοι του βασιλιά του νησιού Αιακού, όσο και από την πρώτη εκστρατεία εναντίον του Λαομέδοντα της Τροίας με αρχηγό τον Ηρακλή, στην οποία μετείχε ο γιός του Αιακού, ο Τελαμών.
Υποστηρίζεται ότι τα αρχικά σχέδια ήταν άλλα, όμως οι Αιγινήτες κατέληξαν σ’ αυτά για να τονίσουν την καταγωγή τους από τον Αιακό.
Κεντρική φιγούρα  είναι η θεά Αθηνά, της οποίας ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα κοσμούσε τον σηκό και ήταν προστατευμένο με κιγκλιδώματα, ενώ η μορφή της δέσποζε και στα αετώματα.

Βαθμιαία, το ιερό της Αφαίας παρήκμασε μετά την αθηναϊκή κυριαρχία στην Αίγινα και μέχρι τον 2ο μ.Χ. αιώνα ήταν πια εγκαταλειμένο. Τον 3ο μ.Χ. αιώνα αφαιρέθηκαν οι μεταλλικοί σύνδεσμοι που συγκρατούσαν τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού και κάποια τμήματά του κατέρρευσαν.

Το 1811, ο Άγγλος αρχιτέκτονας Κοκερέλ και ο Γερμανός βαρώνος Φον Χαλερστάϊν επισκέφθηκαν το νησί, ανέσκαψαν τον χώρο, βρήκαν τα γλυπτά των αετωμάτων, τα έκλεψαν και τα μετέφεραν στην Ιταλία( κατ’ άλλη πηγή πρώτα στην Αθήνα και μετά στη Ζάκυνθο). Κατόπιν τα πούλησαν στον Λουδοβίκο Α΄της Βαυαρίας(στον φιλέλληνα και λάτρη της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, πατέρα του πρώτου βασιλιά της ελεύθερης πατρίδας μας, Όθωνα).
Από το 1828 τα γλυπτά βρίσκονται στο Μόναχο (εκτίθενται στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου).
Συστηματικές ανασκαφές του ναού πραγματοποιήθηκαν από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στα 1901 και 1964-1981, ενώ στα 1956-1957 έγιναν αναστηλωτικές εργασίες από Έλληνες.
Τον Μάρτιο 2011 το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε μελέτη για «την αναβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου και για τον φωτισμό ανάδειξης των ναών Αφαίας και Ελλανίου Διός στην Αίγινα». Αναμένεται η συνέχεια ...








ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ(1885-1961)
Μια άσβεστη φλόγα
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Τελειώνοντας το αφιέρωμα στην Τραπεζούντα, επέλεξα  να σας μιλήσω για έναν πραγματικά αξιόλογο άνθρωπο που έφτασε να θεωρείται ως «μεγάλο τέκνο του Πόντου» και είναι συνώνυμο της ανώτερης Ελληνικής ψυχής.

Γεννήθηκε στο χωριό Τσίτη της Αργυρούπολης, αλλά έχασε τη μητέρα του πολύ μικρός. Έτσι, Μεγάλωσε με τη φροντίδα της γιαγιάς του, τελείωσε με άριστα το γυμνάσιο της Τραπεζούντας και στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Χειρουργός και Μαιευτικός πλέον, συνέχισε στο Παρίσι, ειδικεύτηκε στην Ωτορινολαρυγγολογία και στην Οφθαλμολογία και επέστρεψε στην πατρίδα του το 1910.
Ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα της Φιλοπτώχου Αδελφότητος (εκείνα τα χρόνια οι Αδελφότητες είχαν σπουδαία δράση για τους αδύναμους), συμμετέχοντας  συγχρόνως  άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Με το ξέσπασμα του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου έφυγε με την σύζυγο και το πρώτο τους παιδί από τη Τραπεζούντα και, περνώντας τα σύνορα, κατέφυγε στο παραλιακό λιμάνι Βατούμ της Ρωσίας για να αποφύγει την τουρκική στράτευση και εργάστηκε ως στρατιωτικός ιατρός. Επέστρεψε για λίγο, όταν οι Ρώσοι εισέβαλαν στον Πόντο, εξακολουθώντας να έχει την θέση του στρατιωτικού ιατρού, αλλά το 1918, όταν οι Ρώσοι αποχώρησαν από την Τραπεζούντα, υποχρεώθηκε να επιστρέψει και πάλι στο Βατούμ. Εκεί, πρωτοεξέδωσε την εφημερίδα «Ελεύθερος Πόντος», κάτι που επανέλαβε αρκετά αργότερα στη Θεσσαλονίκη, συγκροτώντας μαζί με άλλους (Βασίλειος Ιωαννίδης, Ν. Λεοντίδης κλπ) το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου και παίρνοντας τη θέση του Αντιπροέδρου. Αναφέρει ο ίδιος :
«Όταν εγκαθιδρύσαμε την Πολιτική Οργάνωση της Ανεξαρτησίας του Πόντου, υπήρχε απόλυτη ανάγκη εφημερίδας. Ο «Αργοναύτης» διέκοψε την έκδοσή του προ πολλού. Αγοράσαμε τυπογραφείο και εκδώσαμε την εφημερίδα «Ελεύθερος Πόντος», όργανο των Ποντιακών Οργανώσεων».

Το 1920 τον βρήκε στην Κωνσταντινούπολη να εργάζεται σε διάφορα νοσοκομεία.
Στα πλαίσια του συνεχούς του αγώνα για την ανεξαρτησία του Πόντου, ταξίδεψε από την Κωσνταντινούπολη στην Αθήνα ως επίσημος απεσταλμένος του Εθνικού Συμβουλίου του Πόντου και συναντά τον Ελευθ. Βενιζέλο. Έφυγε με την πικρή γεύση της απογοήτευσης που είχαν τα λόγια του συνομιλητή του: «ο πόθος των Ποντίων δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί».
Δεν έμελε να μείνει για πολύ στην πολυφίλητη Πόλη. Το 1922, με τον ξεριζωμό, παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει στην Θεσσαλονίκη. Ρίχνεται αμέσως στον αγώνα της κοινωνικής προσφοράς, εργαζόμενος στο προσφυγικό νοσοκομείο και συνεραζόμενους με διάφορους φορείς για την παροχή βοήθειας στους χιλιάδες των προσφύγων που ζήτησαν καταφύγιο στη Νύφη του Βορρά μας.
Στις Δημοτικές εκλογές του 1925 βγήκε δημοτικός σύμβουλος, πρώτος σε ψήφους, και στην πρώτη συνεδρίαση εκλέγεται Πρόεδρός του.
Το 1927 ιδρύθηκε στην Αθήνα η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, ένα επιστημονικό σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, από ομάδα Ποντίων διανοουμένων, παραγόντων της δημόσιας ζωής και υπό την αποφσιστική σκέπη και ηγεσία του τελευταίου Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χύσανθου Φιλιππίδη (μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος), εμπνευστής της οποίας ήταν ο Θεοφυλάκτου.

Το 1928, ο Πρωθυπουργός Ελευθ. Βενιζέλος πρότεινε στον Λεωνίδα Ιασωνίδη να αναλάβει το Υπουργείο Θράκης, που τότε περιλάμβανε τον Έβρο, τη Ροδόπη, την Ξάνθη, την Καβάλα και τη Δράμα. Ο Ιασωνίδης πρότεινε τον Θεοφυλάκτου, επειδή γνώριζε πολλά για τον προσφυγικό ελληνισμό, και ο Βενιζέλος δέχτηκε.
Εμεινε στον υπουργικό θώκο για δέκα μήνες ( 13/7/1928-7/6/1929), περιμένοντας, αφού έχει εκθέσει γραπτώς τις προτάσεις του στον Πρωθυπουργό για:  ανάγκη εκλογής εκπροσώπων των νομών, ενοποίηση των κρατικών εξουσιών, δημόσια εκπαίδευση, πρόνοια και περίθαλψη υπό την τοπική αυτοδιοίκηση, ανάπτυξη παραμεθορίων περιοχών με τη δημιουργία σχολείων, εκκλησιών, νοσοκομείων και συγκοινωνιακών έργων. Ο Βενιζέλος τον απογοητεύει για δεύτερη φορά και όταν η υπομονή του εξαντλείται, υποβάλλει την παραίτησή του, ζητώντας από την κυβέρνηση ή να δώσει αρμοδιότητες στο υπουργείο ή να το κλείσει. Εκείνος δεν επιθυμούσε να είναι αργόμισθος...
Την επόμενη χρονιά έβαλε υποψηφιότητα για Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, χωρίς να ενταχθεί σε κάποιο κόμμα. Τις έχασε.
Το 1933 ίδρυσε την «Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης». Σύμφωνα με τα πρακτικά της, στα τέλη Νοεμβρίου 1936 ο Θεοφυλάκτου κατέθεσε πρόταση να γίνονται στη Λέσχη οργανωμένες διαλέξεις, εν είδη Λαϊκού Πανεπιστημίου. Η άσβεστη πνευματική και μορφωτική της δράση είχε ως αποτέλεσμα να συμπορεύεται η Λέσχη με το πρωτοπόρο, ανήσυχο και προοδευτικό Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Όπως ανέφερε ο Πρόεδρος της Ευξείνου Λέσχης Κώστας Αποστολίδης, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν και μνήμην του Θεοφυλάκτου(πενήντα χρόνια από τον θάνατό του) το 2011, «Πρυτάνεις, Αντιπρυτάνεις, εμβληματικές μορφές της επιστήμης, σφυρηλάτησαν μια ισότιμη, δημιουργική σχέση με την Εύξεινο Λέσχη».

Στην κατοχή, ακάματος και με άσβεστη τη φλόγα της καρδιάς του, μετέτρεψε την Εύξεινο Λέσχη σε κέντρο προστασίας των αναξιοπαθούντων Ποντίων, περιέτρεχε στις συνοικίες παρέχοντας ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, βοήθησε με συσσίτια τους πρόσφυγες και τα εγκαταλειμένα παιδιά της Καλαμαριάς, ενισχύοντας το έργο του Ερυθρού Σταυρού.
Στα «Χρονικά του Πόντου», τεύχος Μαϊου-Ιουνίου 1946, από τις εκδόσεις Αργοναύται-Κομνηνοί της Αθήνας υπάρχει το παρακάτω κείμενο:
«Το 1944 είναι η χρονιά των ωδίνων. Είναι το έτος της Εθνικής Αντίστασης της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης και της φιλοτιμότερης ψυχικής ανάτασης, που φτάνει στις κορυφές της αυτοθυσίας. Ο Κισαμπατζάκ επισκέπτεται τον πρόεδρο της Οργάνωσης (Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου) σπίτι του και του θέτει το ερώτημα, αν έκαμε καλά που μπήκε στα τάγματα ασφαλείας, προβάλλοντας το περίστροφο στο μέτωπο του Προέδρου. Ο Θεοφυλάκτου διατήρησε την ολύμπια αταραξία λέγοντάς του πως «δεν βλέπει τίποτε το καλό σε μια αδελφοκτονία».
Τελευταίο το έργο, πρωτοβουλία και εισήγηση, η ίδρυση της Στέγης Απόρου Φοιτητού το 1958, ένα έργο πνοής, βοήθεια στην απόκτηση της Γνώσης.

Συνέγραψε αρκετά έργα, με σπουδαιότερο το βιογραφικό του «Γύρω από την άσβεστη φλόγα».
 «Ο πατέρας μου ανήκε στη γενιά που έμαθε να δημιουργεί μόνη της. Δεν μιλούσε πολύ. Όπως μου έλεγε, σε κάθε μετακίνηση κοιτούσε να παίρνουν πάντοτε μαζί τους τα κοσμήματα της μητέρας μου και τα ιατρικά του εργαλεία», αναφέρει σε συνέντευξή της η ενενηντάχρονη κόρη του Άννα Θεοφυλάκτου.

Κι εγώ, ζώντας στους χαλεπούς καιρούς μας, ταράζομαι βαθιά όταν σκέπτομαι: Εμείς, μέσα από τα δικά τους έργα, βλέπουμε ήρωες, άντρες που λείπουν σήμερα. Στα δικά τους μάτια, όλα όσα έκαναν με άσβεστη φλόγα, ήταν απλά το καθήκον τους.






Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου απαντά, στο «κουτσομπολιό»… της αυλής!!!





Η αλήθεια είναι ότι αναγκαστήκαμε να την απαγάγουμε, μιας και...
αυτές τις μέρες καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα, λόγω της έκδοσης του βιβλίου της, για να την φέρουμε στην αυλή μας κι εκεί να μιλήσουμε για το χθες, το σήμερα και το αύριο… ενός ανθρώπου που λατρεύει αυτό που κάνει και το στηρίζει με όλη τη δύναμη της ψυχής της.

Τι σας έχει λείψει από τα παιδικά σας χρόνια;
Είχα την τύχη να περάσω όμορφα παιδικά χρόνια, με πολύ παιγνίδι και πολλούς φίλους. Αυτό που μού λείπει είναι εκείνο το μοίρασμα, η γνώση ότι ο διπλανός νοιάζεται για σένα, το ελεύθερο μπες-βγες στα σπίτια της γειτονιάς. 

Ο αγαπημένος ήρωας των παραμυθιών, ποιος ήταν;
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, που μού ράγισε την καρδιά.

Ο κάθε ήρωας των βιβλίων σας, «προδίδει» μικρά μυστικά του εαυτού σας;
Δεν θα το έλεγα. Οι ήρωές μου είναι γεννήματα της φαντασίας μου, με στοιχεία ή μυστικά ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή μου, άσχετα με τη σχέση που είχα μαζί τους, ή ανθρώπων για τους οποίους απλά άκουσα κάποια πράγματα. Προς το παρόν, δεν με απασχολεί να μιλήσω για μένα, αλλά να «βγάλω» όσα έχω συλλέξει μέχρι τώρα.

Ποιο θεωρείτε ως Θείο δώρο στο χαρακτήρα σας;
Θείο δώρο είναι η ίδια μας η ζωή, αλλά θα μπορούσα να αναφέρω το νοιάξιμο για τους ανθρώπους και το ότι τους ακούω πρόθυμα.

Ποιο είναι το βασικό σας ελάττωμα;
Δεν λέω ψέμματα και δεν προσποιούμαι. Μπορεί αυτά τα δύο να φαίνονται ως προτερήματα, αλλά, πιστέψτε με, είναι ελαττώματα.

Την μοίρα, την θεωρείτε γραφιά της ζωής σας;
Όχι. Πιστεύω ότι έχουμε πάντα επιλογή, και είναι οι επιλογές μας που μας οδηγούν στα όποια αποτελέσματα. Λέμε ότι «έρχεται μια στιγμή που πρέπει να πεις το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Στην ουσία, κάθε μέρα, τα μικρά ναι και όχι είναι καθοριστικά για το μέλλον μας, για τη διαδρομή μας.

Πως εκδηλώνετε την αγάπη σας;
Με την παρουσία μου και με τις πράξεις μου.

Η αισιοδοξία, υπάρχει στο λεξικό της ζωής σας;
Οχι μόνο υπάρχει, αλλά κατέχει σπουδαία και κυρίαρχη θέση. Στο κάτω-κάτω, είναι τόσο όμορφη, τόσο λαμπερή και χαρούμενη, που μπορεί να εξαφανίσει πολλά «δύσκολα».

Με τι ασχολείστε αυτό τον καιρό;
Έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα το νέο μου βιβλίο ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ ΠΑΘΟΣ από την ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ του ομίλου ΝΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ και βρίσκομαι στον υπέροχο πυρετό της ετοιμασίας των παρουσιάσεων και της προώθησής του, κάτι που μου δίνει και πολλή χαρά. Συγχρόνως, ερευνώ, διαβάζω και γράφω- πάντα κάτι γράφω.

Ποια είναι η αγαπημένη σας ελληνική ταινία ή ποια πιστεύετε ότι είναι συνοδοιπόρος στη ζωή σας;
Η παλιά κωμωδία ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Την έχω δει άπειρες φορές και πάντα με κάνει να γελώ, ενώ απολαμβάνω τις ερμηνείες των πολλών και σημαντικών ηθοποιών που συμμετέχουν. Βλέπετε, το χιούμορ είναι απαραίτητο, γιατί μπορεί να λειάνει περίπλοκες καταστάσεις, να τις απλουστεύσει και να βρεθεί η λύση ευκολότερα. Μόνιμος συνοδοιπόρος στην πορεία μου είναι, επομένως, το χιούμορ∙ πότε πικρό πότε μαύρο πότε σαρκαστικό πότε λυτρωτικό, ανάλογα με την περίπτωση.

Ποιο είναι το αγαπημένος σας αντικείμενο, το «γούρι» σας;
Δεν έχω γούρι, αλλά αγαπώ όλα τα αντικείμενα του σπιτιού μου. Τα έχω διαλέξει ένα-ένα με αγάπη και το καθένα τους μού θυμίζει κάτι.

Ποια είναι η αγαπημένης σας ατάκα;
Άδραξε τη μέρα.

Πως φαντάζεστε το μέλλον των ΜΜΕ μέσα από την κρίση που βιώνουμε;
Αυτή η κρίση θα αλλάξει τον τρόπο της ζωής μας, επομένως, όπως και κάθε άλλος τομέας, τα ΜΜΕ θα πρέπει να βρουν τον τρόπο να εξελιχθούν και να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα. Τα μάτια μας είναι ανάγκη να μένουν ανοιχτά και να διακρίνουν τα νέα μονοπάτια.

Η εξουσία πιστεύετε, φιμώνει τις τέχνες από φόβο ή από ανικανότητα να τις στηρίξει;
Η μορφή της εξουσίας που δεν στηρίζει τις τέχνες και τα γράμματα είναι καταδυναστική, απομονωμένη και στειρωτική. Ψάχνει τρόπους να διατηρηθεί στο σάπιο βάθρο της και, ναι, φοβάται να στηρίξει ο,τιδήποτε εμπεριέχει φως και γνώση. Η άγνοια την βολεύει και την επιδιώκει. Χρέος του καθενός είναι να αντισταθεί, με όποιον τρόπο μπορεί. Η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι μόνον έτσι προχωρούμε μπροστά, όσο κι αν κοστίζει.

Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο λόγος που ο Έλληνας αφήνει την τύχη του στα χέρια των άλλων;
Πολλοί μας χαρακτηρίζουν ως τα κακομαθημένα παιδιά της Ευρώπης και ίσως να έχουν δίκιο. Από τον 19ο αιώνα που δημιουργήσαμε το Νέο Ελληνικό Κράτος, οι τύχες μας ήταν δεμένες με τα χρήματα(δάνεια) των μεγάλων και δυνατών. Δυστυχώς, ισχύουν ακόμη τα ίδια. Πάντα οι δανειστές ορίζουν και ο Έλληνας ακολουθεί τις οδηγίες. Γνωρίζει καλά- κι ας τον ενοχλεί βαθιά- ότι άλλοι αποφασίζουν. Έχουμε μπροστά μας πολύ δρόμο, μέχρι να καταφέρουμε να πάρουμε τις τύχες στα δικά μας χέρια, μέχρι να ενηλικιωθούμε.

Αν σας όριζαν για λίγα λεπτά της ώρας «νομοθέτη», ποιο νόμο θα θέτατε σε εφαρμογή;
Θα επέλεγα να νομοθετήσω από την αρχή τα της Παιδείας. Χωρίς Παιδεία είμαστε τυφλοί.

Αν μια κακιά μάγισσα σαν έκανε με το ραβδί της ζώο, τι θα θέλατε να είστε;
Αητός.

Πιστεύετε στα όνειρα;
Ναι, γιατί όσα καταφέρνω να θυμάμαι και να ερμηνεύω, βγαίνουν αληθινά. Ο Φρόϋντ ονομάζει τα όνειρα «ξεχασμένη γλώσσα», άρα τα δέχεται με την προϋπόθεση το ξεκλείδωμα των μηνυμάτων τους.

Αν σας ζητούσε ένα παιδί μια συμβουλή, τι θα του λέγατε;
Να πιστέψει στον εαυτό του και να κυνηγήσει τα όνειρά του. Να μη χάσει τους στόχους του, αλλά να επιμένει μέχρι να τους κάνει πραγματικότητα. Και το κυριότερο: να ψάξει και να βρει τι ακριβώς θέλει να κάνει.



Η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα. Σπούδασε ξενοδοχειακά στην Ρόδο (ΑΣΤΕΡ) και οικονομικά στη Θεσσαλονίκη(Ανωτάτη Βιομηχανική), όπου έμεινε και εργάστηκε για 20 χρόνια.
Είναι παντρεμένη και ζει στην Αθήνα.
Έργα της:
ΣΑΝ ΣΤΑΧΥΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ (2012)
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ (2013)
ΑΠΟ ΞΥΛΟ ΚΑΙ ΑΣΗΜΙ (2015)
ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ ΠΑΘΟΣ (2017)


(Για τον ΑΥΛΟΓΥΡΟ και τον Παύλο Ανδριά)