The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019


ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ
Μέρος β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou


Το 1938 βρίσκει την Φρίντα και τον Ριβέρα στο Μεξικό. Ο Αντρέ Μπρετόν ταξιδεύει εκεί, τους γνωρίζει, εντυπωσιάζεται από τους πίνακε της Φρίντας και την καλεί να λάβει μέρος σε μια έκθεση σουρρεαλιστών στο Παρίσι- την μία από τις τρεις της ζωής της. Οι έντονα χρωματισμένοι πίνακές της, επηρεασμένοι από τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στο Μεξικό,και ανακλώντας τον προσωπικό της πόνο  με ένα απόλυτα ιδιαίτερο στύλ, την κάνουν γνωστή για πρώτη φορά εκτός συνόρων και τα μακριά φουστάνια της που κρύβουν το πρόβλημα του ποδιού της γίνονται σύμβολά της.
Η σχέση με τον Ριβέρα σκοντάφτει ξανά, η παρουσία και  παράλληλη σχέση με τον Νίκολας Μάρεη που γνώρισε στη Νέα Υόρκη οδηγούν στο διαζύγιο,ένα γεγονός που την κάνει να αμφιταλαντεύται για καιρό  και που το εμφανίζει στο έργο της «οι δύο Φρίντες». Τελικά, μόλις το 1940 θα χωρίσει και με τον Μάρεη και θα ξαναπαντρευτεί τον Ριβέρα.

«Το πληγωμένο ελάφι» είναι ένας αριστουργηματικός πίνακας που δημιουργήθηκε μετά από μια αποτυχημένη επέμβαση στη σπονδυλική στήλη της Φρίντας το 1946. Οι πόνοι στη μέση της ήταν αφόρητοι κι έτσι αποφάσισε να μπει άλλη μια φορά στο χειρουργείο( συνολικά χειρουργήθηκε πάνω από τριάντα φορές). Η παταγώδης αποτυχία την καθήλωσε στο κρεβάτι για έναν ολόκληρο χρόνο και ετούτος ο πίνακας αποτελεί την προσωπική της κάθαρση τόσο από τον ψυχολογικό όσο και από τον σωματικό πόνο που αισθάνεται.
Η Φρίντα Κάλο απεικονίζει τον εαυτό της σαν βαριά τραυματισμένο από βέλη ελάφι. Από τις πληγές ρέει αίμα. Τα βέλη συμβολίζουν τις επεμβάσεις που άφησαν ανοιχτές πληγές στο σώμα της. Η επιλογή του ζώου οφείλεται στο αγαπημένο της κατοικίδιο, τον Γκρανίτζο, ένα πραγματικό ελάφι.
Κάτω αριστερά έγραψε τη λέξη «Κάρμα», εκφράζοντας τη βαθιά της λύπη για το ότι δεν μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα της.
Ωστόσο, δν κρατά τον πίνακα, αλλά τον χαρίζει την ίδια χρονιά στους φιλους της Λίνα και Αρκάντι Μπόϊτλερ ως γαμήλιο δώρο, σημειώνοντας :
«Σας χαρίζω ένα πορτρέτο μου για να με έχετε κοντά σας τις μέρες και τις νύχτες που δν θα είμαι εκεί».
Λίγο αργότερα θα χάσει το δεξί της πόδι ως το γόνατο, λόγω γάγγραινας.

Το 1954 αρρωσταίνει με πνευμονία, αγνοεί τους γιατρούς και κατεβαίνει με το αναπηρικό καροτσάκι της σε διαδήλωση εναντίον της ανατροπής του Προέδρου της Γουατεμάλας από τη ΣΙΑ.
Έκλεισε για πάντα τα μάτια της στις 13 Ιουλίου 1954.
Έγραψε :
«Συνήθιζα να πιστεύω ότι ήμουν ο πιο παράξενος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά ύστερα σκέφτηκα ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι στον κόσμο, πρέπει να υπάρχει κάποιος σαν κι εμένα που να νιώθει περίεργος και ατελής με τους ίδιους τρόπους που το νιώθω κι εγώ. Φανταζόμουν εκείνη τη γυναίκα και φαντάζομαι ότι πρέπει να είναι εκεί έξω, σκεπτόμενη εμένα επίσης. Ελπίζω αν είσαι εκεί έξω και διαβάζεις αυτό, να ξέρεις ότι, ναι, είναι αλήθεια πως είμαι εδώ και είμαι το ίδιο περίεργη με εσένα».




ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ (1907-1954)
(Μαγκνταλένα Κάρμεν Φρίδα Κάλο  Καλδερόν)
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ο λόγος για μια απόλυτα ιδιαίτερη και εμβληματική γυναικεία περσόνα, γνωστή τόσο για τη δύναμη της ζωγραφικής της, όσο και την αντίστοιχη απεριόριστη της ψυχής της.
Γεννήθηκε από πατέρα Γερμανοεβραίο φωτογράφο και μητέρα Ισπανομεξικάνα στο Κογιοακάν της πόλης του Μεξικού. Μόλις εξάχρονο παιδάκι προσεβλήθη από πολυομελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο και ημιπαράλυτο. Τα παιδιά της γειτονιάς τη φώναζαν «κουτσοφρίντα».
Παρακολούθησε την Escola Preparatoria όπου είδε για πρώτη φορά τον μετέπειτα σύζυγό της, τον τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα που ζωγράφιζε τότε τους τοίχους της σχολής.
Στα δεκαοχτώ της χρόνια, ενώ επέβαινε σε ένα λεωφορείο, εκείνο συγκρούστηκε με ένα τραμ και η ζωή της άλλαξε για πάντα. Υποχρεώθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων, ο αφόρητος πόνος έγινε μόνιμος σύντροφος και στερήθηκε την δυνατότητα να φέρει στον κόσμο παιδιά.
Αναρρώνοντας από το ατύχημα, ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Με τους γονείς της να αδυνατούν να τη στηρίξουν οικονομικά στις σπουδές της, άρχισε να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής. Τρία χρόνια αργότερα(1929) έδειξε κάποια έργα της στον Ντιέγκο Ριβέρα. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν.
Τα έργα του ζευγαριού ήταν απόλυτα αντίθετα. Ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, ενώ η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην mexicanidad, την μεξικάνικη κουλτούρα που γνώριζε άνθιση εκείνη την εποχή. Πολλοί πίνακές της είναι αφιερωμένοι στην Παναγία, σαν ευχαριστία για την πραγματοποίηση μιας ευχής.
Με τον Ριβέρα να είναι ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος και με ζήτηση στην Αμερική, το ζευγάρι μετακόμισε πρώτα στο Σαν Φρανσίσκο και μετά στο Ντιτρόϊτ. Εκεί η Φρίντα απέβαλε και η θλίψη της αποτυπώνεται έντονα στους πίνακες «Αποβολή στο Ντιτρόϊτ» και «Νοσοκομείο Χένρι Φορντ».
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Φρίντα ήταν κυρίως γνωστή ως σύζυγος του Ριβερα και όχι ως ζωγράφος. Η σχέση του ζευγαριού διαταράσσεται σοβαρά με τον ερχομό του 1937, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι στη Νέα Υόρκη και την επάνοδό τους στο Μεξικό. Και τότε, ο εξόριστος και κυνηγημένος επί δέκα χρόνια από τον Στάλιν Λέον Τρότσκι φθάνει με τη σύζυγό του στο Μεξικό και γίνεται δεκτός από τον Ριβέρα και άλλους τροτσκιστές. Τον φιλοξενούν στο «Γαλάζιο Σπίτι» και οι ζωές τους αναστατώνονται.
Ανάμεσα στη Φρίντα και στον Λέοντα αναπτύσσεται ένας θυελλώδης έρωτας, ένα πάθος ασύλληπτης δύναμης. Ο Λέων δίνει μυστικά ραντεβού στη Φρίντα, κρύβεται μαζί της πίσω από έναν θάμνο, βάζει ραβασάκια στο βιβλίο που εκείνη διαβάζει. Ζουν πυρετικά, αδιαφορώντας για τον περίγυρο και τις φήμες που τους αποκαλούν «εραστές του Κογιοακάν». Τέλος στον έρωτά τους βάζει μετά από έξι μήνες η δολοφονία του Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ.
Όλο αυτό το διάστημα, με κυρίαρχο τον έρωτα, η Φρίντα ζωγραφίζει, περνά μια γόνιμη και σημαντική για την τέχνη και τη ζωή της περίοδο. Μετά τις ατελείωτες εγχειρήσεις και τους αφόρητους πόνους, η νέα γυναικα διψά για ζωή, δημιουργία και έρωτα, και η ζωή της τα παρέχει όλα μαζί.
Ο Λεονάρδο Παδούρα στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», περιγράφει υπέροχα τον έρωτά του με τη Φρίντα Κάλο:
«Η δίνη των αισθήσεων, στην οποία είχε πέσει, απαιτούσε μια διέξοδο την οποία άρχισε να κυνηγάει με σφοδρότητα. Αν και η σωματική κατάσταση της ζωγράφου επέβαλλε τον φραγμό της παραμόρφωσης που απαιτούσε από αυτήν να χρησιμοποιεί ορθοπεδικούς κορσέδες κι ένα μπαστούνι για να βοηθάει το πιο προβληματικό από τα πόδια της, ίσως ακριβώς εξαιτίας εκείνων των περιορισμών η γυναίκα αυτή βίωνε το σεξ και την αισθησιακότητα με τρόπο επιθετικό, εκρηκτικό, και, όταν ο Λίεφ Νταβίντοβιτς έμαθε ότι η ελεύθερη ηθική της τής είχε επιτρέψει να ικανοποιήσει τον πόθο της ακόμα και σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το διαστραμμένο ζιζάνιο του ανδρισμού είχε ξεχυθεί σε ωμές σκέψεις και σε μια λαχτάρα πιο ασυγκράτητη από όσες είχε νιώσει στα νιάτα του ή την εποχή που ήταν ο παντοδύναμος κομισάριος, όταν τόσες συντρόφισσές τους στον αγώνα του είχαν προσφέρει μια αλληλέγγυα διέξοδο στις συσσωρευμένες εντάσεις και θέρμες του.
Μέσα από τα ερωτικά ποιήματα και γράμματα που έκρυβε στις σελίδες των βιβλίων που συνήθιζε να συστήνει στη Φρίντα, οι εκκλήσεις του Λίεφ Νταβίντοβιτς απαιτούσαν ήδη την κορύφωση σε κάτι συγκεκριμένο. Η φωτιά που τον έσπρωχνε έκαιγε με τόσο ένταση που είχε καταφέρει να τον κάνει να ξεπεράσει τον φόβο ότι η Ναταλία θα υποπτευόταν τις ερωτοτροπίες του. 
Κι εκείνη τη νύχτα του γλεντιού, όταν ο Ντιέγκο, η Ναταλία, οι φίλοι που είχαν ακολουθήσει στον περίπατο και οι γραμματείς μπήκαν στο κτίριο όπου βρισκόταν κάποια από τις τοιχογραφίες του Ριβέρα, αυτός έκανε πως έμεινε λίγο πίσω και, χωρίς να μεσολαβήσουν λόγια, έσπρωξε τη Φρίντα πάνω στον τοίχο της πρόσοψης και τη φίλησε στα χείλη, ενώ ταυτόχρονα από ανάσα σε ανάσα της επαναλάμβανε πόσο την ήθελε.
Εκείνη τη στιγμή ο Λίεφ Νταβίντοβιτς ριχνόταν με πλήρη επίγνωση στο πηγάδι της τρέλας και έθετε σε κίνδυνο ό,τι ήταν σημαντικό στη ζωή του: όμως το έπραξε ευτυχισμένος, περήφανος, παράτολμος και χωρίς το παραμικρό αίσθημα ενοχής, θα έλεγε στον εαυτό του μετά, πεισμένος ότι στο κάτω κάτω άξιζε τον κόπο να ξοδέψει σε εκείνο το όργιο των αισθήσεων τα καλύτερα φυσίγγια των τελευταίων πυρομαχικών του ανδρισμού του».

Η Φρίντα θεωρήθηκε ύποπτη για τη δολοφονία του Τρότσκι και ανακρίθηκε επί διήμερον. Ο Τρότσκι τής είχε ζητήσει όλα του τα γράμματα και τα σημειώματα, και τα έκαψε, εξαφανίζοντας κάθε πειστήριο του έρωτά τους.