The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ
Της  Dimitra Papanastasopoulou


Η Αρχιτεκτονική των Ίνκας είναι η σπουδαιότερη Προ-Κολομβιανή Αρχιτεκτονική της Νότιας Αμερικής. Οι Ίνκας την κληρονόμησαν από τους Τιγουανάκου που την εφάρμοσαν τον 2ο π.Χ. αιώνα στην σημερινή Βολιβία.
Η πρωτεύουσα των ίνκας, το Κούζκο(σημερινό Περού), εξακολουθεί να μας δίνει πολλά και εξαιρετικά παραδείγματα αυτής της τέχνης, αν και πολλά κομμάτια τοίχων έχουν ενσωματωθεί σε κατασκευές του Ισπανικού αποικισμού.
Το φημισμένο παλάτι του Μάτσου Πίτσου είναι ένα ζωντανό δείγμα της αρχιτεκτονικής των Ίνκας, όπως και το Σακσαϊγουάμαν και το Ολλανταϊτάμπο.
Χρησιμοποιούσαν πέτρες ή ημιεπεξεργασμένα κομμάτια τους και πλιθιά- κάτι αρκετά συνηθισμένο. Τα υλικά εξαρτόντουσαν από την περιοχή, π.χ. κοντά στις ακτές χρησιμοποιούσαν τετράγωνα πλιθιά, ενώ ψηλά στις Άνδεις χρησιμοποιούσαν πέτρες. Τα πιο κοινά κτίρια των Ίνκας ήταν ισόγεια τετράγωνα, χωρίς ενδιάμεσα χωρίσματα και στέγη φτιαγμένη από ξύλινα δοκάρια και άχυρα. Τα κτίρια με όροφο δεν συνηθίζονταν, αλλά όποτε φτιαχνόντουσαν, η πρόσβασή τους γινόταν με μια εξωτερική σκάλα. Πόρτες και παράθυρα είχαν το σχήμα του τραπεζίου, προσαρτημένα και διακοσμημένα με διπλές ή τριπλές πλάκες. Μερικοί τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι ή διακοσμημένοι με μεταλλικές πλάκες και σε σπάνιες περιπτώσεις είχαμε γλυπτές αναπαραστάσεις ζώων ή γεωμετρικών σχεδίων πάνω τους.
Η πιο γνωστή σύνθετη φόρμα της αρχιτεκτονικής των Ίνκας ήταν η kancha, μια τετράγωνη κατασκευή που περιείχε τρία ή περισσότερα κτίρια- τετράγωνα κι αυτά- τοποθετημένα συμμετρικά γύρω από μια κεντρική αυλή. Αυτές οι κατασκευές εξυπηρετούσαν διάφορους σκοπούς, καθώς σχημάτιζαν τη βάση απλών κατοικιών, αλλά και παλατιών ή ναών. Μια μαρτυρία της σπουδαιότητας αυτών των ενώσεων στην αρχιτεκτονική των Ίνκας είναι το γεγονός ότι το κεντρικό τμήμα της πρωτεύουσας Κούζκο αποτελούνταν από μεγάλα kancha, συμπεριλαμβανομένου του Κουρικάντσα και των παλατιών. Τα πιο καλά διατηρημένα παραδείγματα kancha διασώζωνται στο Ολλανταϊτάμπο, κοντά στον ποταμό Ουρουμπάμπα.
Η αρχιτεκτονική των Ίνκας είναι διάσημη για την εξαιρετική τοιχοποιία της και την τεχνική κοπής και γυαλίσματος των λίθων, εμπνευσμένη από εκείνη των Τιγουανάκου στην Βολιβία που υπήρξαν αρκετούς αιώνες νωρίτερα από την αυτοκρατορία των Ίνκας.
Εδώ τίθεται ένα θέμα: πώς οι Ίνκας που εμφανίστηκαν τρεις αιώνες μετά την κατάρρευση των Τιγουανάκου κατάφεραν να υιοθετήσουν αυτές τις ήδη θαμένες/ ξεχασμένες τεχνικές;
Μια δεύτερη επιρροή προήλθε από τους Γουάρι, ένα λαό σύγχρονο με τους Τιγουακάκου, οι οποίοι είχαν χτίσει στην περιοχή του Κούσκο και τα κτίριά τους είχαν διασωθεί μέχρι την έλευση των Ίνκας.

Οι Ίνκας έκοβαν τις πέτρες χρησιμοποιώντας εργαλεία από πέτρα, χαλκό και μπρούντζο. Αν σκεφθούμε ότι δεν υπήρχε ο τροχός, τόσο η μετακίνηση όσο και η τοποθέτηση των λίθων πρέπει να απαιτούσαν μεγάλη μυϊκή δύναμη και  συνεργασία ενός πολυάριθμου πλήθους ατόμων.  
Συνήθως οι τοίχοι έκλιναν προς τα μέσα και οι γωνίες ήταν στρογγυλοποιημένες, κάτι που ενίσχυε την στατική τους ικανότητα και την αντοχή των κτιρίων στους σεισμούς.






ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Μέρος Γ΄
Της Dimitra Papanastasopoulou




Συνεχίζουμε την αναφορά μας αυτή την εβδομάδα με τις πόλεις Ορχομενός, Πύλος και Σπάρτη.

Ορχομενός

Σύμφωνα με τον μύθο ήταν πατρίδα του βασιλιά Μινύα. Η τοποθεσία βρίσκεται πάνω σε ένα βραχώδες ύψωμα στην ΒΔ λεκάνη της λίμνης Κωπαϊδας, μιας ρηχής λίμνης που πλημμύριζε ένα μέρος του κάμπου, καθώς τα νερά της ανέβαιναν και κατέβαιναν.
Ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, το 2500π.Χ. ο Ορχομενός ήταν πολύ σημαντικός και υπάρχουν ίχνη μυκηναϊκών κτισμάτων κάτω από την κλασική και την ελληνιστική πόλη. Μια ποικιλία από κομμάτια τοιχογραφιών από πολλές περιοχές παρέχει περαιτέρω αποδείξεις για την ευημερία των κατοίκων του.
Ο πλούτος του άρχοντα του Ορχομενού φαίνεται μέσα από τα ερείπια ενός εξαιρετικά περίτεχνου  θολωτού τάφου, ο οποίος μπορεί άνετα να συγκριθεί με τον Θησαυτρό του Ατρέα στις Μυκήνες.  Αν και έχουν σωθεί μόνον οι χαμηλότεροι τοίχοι και ο παράπλευρος θάλαμος, εφ’ όσον η τοιχοποιία αφαιρέθηκε σε μεγάλο ποσοστό για να χτιστεί ελληνιστικό θέατρο, η ποιότητα του χτισίματος και η εξαιρετική εγχάρακτη διακόσμηση της σκεπής του πλαϊνού θαλάμου εντυπωσιάζουν.
Η τεράστια ακρόπολη, σήμερα γνωστή ως Γλας, περίπου δέκα χιλιόμετρα μακριά στην άλλη πλευρά της λίμνης, ήταν σίγουρα εξαρτώμενη από τον άρχοντα του Ορχομενού. Τα κυκλώπεια τείχη της, μήκους 2,6 χλμ. Κατασκευάστηκαν κατά τον 13ο π.Χ. αι. πάνω σ’ ένα κομμάτι γης που κάποτε ήταν νησίδα.
Είναι, όμως, σαφές ότι ένα μεγάλο μέρος της λίμνης αποξηράνθηκε από Μυκηναίους μηχανικούς την ίδια εποχή για να αυξηθεί η καλλεργήσιμη γη – ένα έργο που χρειάστηκε να περάσουν δεκάδες δεκάδων αιώνων μέχρι να επιχειρηθεί ξανά. 
Εντός των τειχών υπήρχαν μεγάλα κτίρια σε ανακτορικό ρυθμό, σιταποθήκες  και- ίσως- στάβλοι. Μια φωτιά κατέστρεψε τα πάντα στα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα και δεν    ξανακατοικήθηκε.

Πύλος

Η περιοχή του Νέστορα, του γηραιότερου και σοφότερου των Αχαιών ηρώων, είχε το κέντρο της στην αμμώδη Πύλο. Έχουμε τουλάχιστον τρείς περιοχές στην Πελοπόννησο να μοιράζονται αυτό το όνομα κατά την Κλασική Περίοδο, ωστόσο, η ανακάλυψη ενός μυκηναϊκού ανακτόρου στον άνω Εγκλιανό, κοντά στον κόλπο του Ναβαρίνου,κάνει σαφές ότι η Πύλος ήταν πρωτεύουσα της Μεσσηνίας  κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και το ανάκτορο είναι γνωστό ως Ανάκτορο του Νέστορα.
Από την αρχή της Μυκηναϊκής Περιόδου πλούσιες ταφές σε τύμβους και θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή υποδηλώνουν ότι υπήρξε μία από τις πλέον ευημερούσες περιοχές της Πελοποννήσου.
Το ανάκτορο βρίσκεται σχετικά κοντά στη θάλασσα, σε μια τοποθεσία με εύφορο, αλλά ανώμαλο έδαφος, πάνω σε μια κορυφογραμμή ανάμεσα σε δύο ρεματιές που προσφέρουν φυσική προστασία.
Σε μια πρώιμη περίοδο, το ανάκτορο, τοποθετημένο πάνω σ’ έναν χαμηλό λόφο, περιβαλλόταν από ένα οχειρωματικό τείχος, αλλά το μεταγενέστερο κτίσμα-πιο κοντά στη θάλασσα- φαίνεται απροστάτευτο. Πρόκειται για την καλύτερα διατηρημένη μυκηναϊκή τοποθεσία ανακτόρου.
Το ανάκτορο καταστράφηκε από μια μεγάλη και βίαιη φωτιά κατά τη διάρκεια του 13ου π.Χ. αιώνα, πιθανόν πριν την καταστροφή των Μυκηνών.

Σπάρτη

Ως μυθική πατρίδα του Μενελάου και της Ελένης, η Σπάρτη πρέπει να υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες μυκηναϊκές πόλεις. Καθώς βρίσκεται στην κοιλάδα του Ευρώτα, απολάμβανε πολλά φυσικά πλεονεκτήματα. Αν και τα ευρήματα είναι λιγοστά, μάλιστα στην περιοχή της κλασικής πόλης δεν έχει βρεθεί κανένα μυκηναϊκό στοιχείο,βρέθηκε ένας θολωτός τάφος στο Βαφειό, μέσα στον οποίο υπήρχαν σφυρήλατα χρυσά κύπελα, διακοσμημένα με σκηνές από κυνήγι ταύρων. Κοντά στο Μενελάειο- ένα μνημείο προς τιμήν του Μενελάου και της Ελένης από την Αρχαϊκή Περίοδο, υπάρχουν θεμέλια μιας σημαντικής έπαυλης, ίσως ενός πρώιμου ανακτόρου.
Η Σπάρτη ήταν μία από τις κύριες κοινωνίες των Δωριέων, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση έφθασαν στην Πελοπόννησο «ογδόντα χρόνια μετά τον Τρωικό Πόλεμο». 


Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Μέρος Β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Συνεχίζουμε την εξερεύνηση των πόλεων του εκπληκτικού μυκηναϊκού πολιτισμού με αναφορές στην σπουδαία Κνωσό και στην πρωτεύουσα των Μυκηνών.

Κνωσός

Ήταν η πιο φημισμένη κρητική πόλη με το ανάκτορο του βασιλιά Μίνωα στο κέντρο της. Κατόρθωσε να επιζήσει από μια σειρά καταστροφών που συνέβησαν γύρω στο 1425 π.Χ., οι οποίες οδήγησαν τον Κρητικό Ανακτορικό Πολιτισμό στο τέλος του. Μπορεί οι Μυκηναίοι να ήταν αυτουργοί, λεηλατώντας τα άλλα ανάκτορα, αλλά διατηρώντας την Κνωσό ως το διοικητικό κέντρο  της νέας τους κατάκτησης, όμως η επιρροή τους   είναι ξεκάθαρη.
Αυτό το μεγαλλειώδες ανάκτορο, με τα κεντρικά και δυτικά προαύλια και τις σειρές των αποθηκευτικών αιθουσών όπου τοποθετούσαν το σιτάρι και το λάδι, συνέχισε να χρησιμοποιείται με κάποιες ελάχιστες αλλαγές και μετατροπές. Η προγενέστερη και ακόμη μη αποκρυπτογραφημένη Γραμμική Α΄γραφή που χρησιμοποιούνταν για τα διοικητικά αρχεία, αντικαταστάθηκε από την Γραμμική Β΄στα ελληνικά. Θαλαμωτοί τάφοι κατασκευασμένοι με την τεχνοτροπία της ηπειρωτικής χώρας εμφανίζονται για πρώτη φορά γύρω από την Κνωσό- στο Σελλόπουλο και σε άλλα μέρη-και περιέχουν πολεμιστές με τα όπλα τους.
Μια μεγάλη καταστροφή, προσδιορισμένη χρονικά στα 1400 π.Χ. από τον Άρθουρ Έβανς, τελικά τοποθετείται στα 1250π.Χ. Ήταν τότε που καταστράφηκε το ανάκτορο και δεν ξαναφτιάχτηκε. Ορισμένα του μέρη που μπορούσαν να επιδιορθωθούν εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται και η ζωή γύρω από το ανάκτορο συνεχίστηκε. Η Κρήτη παρέμεινε ένα χαρακτηριστικό, σημαντικό μέρος του μυκηναϊκού κόσμου.
Αργότερα, στη διάρκεια της Σκοτεινής Υπομυκηναϊκής Περιόδου, η Κνωσός ήταν η πιο ευημερούσα κοινότητα της Ελλάδας, διατηρώντας τακτική επικοινωνία με την Κύπρο και την Αίγυπτο.

Μυκήνες

Ήταν η πιο σημαντική μυκηναϊκή πόλη από πλευράς πλούτου και μεγέθους, μια ταιριαστή πρωτεύουσα για τον Αγαμέμνονα...
Η ακρόπολη βρίσκεται σε ένα βραχώδες ύψωμα, στο βορειότερο άκρο του Αργείου κάμπου, διατηρώντας έναν από τους κύριους δρόμους προς την Κορινθία με μια κοινότητα  γύρω της που καταλάμβανε περίπου τριακόσια είκοσι στρέμματα. Η διάνυση των τειχών έφθανε το ένα χιλιόμετρο μήκος και είχε ένα μικρό παραπόρτι και δύο κύριες εισόδους: τη μνημειώδη Πύλη των Λεόντων και την Βορειοανατολική Πύλη. Μια υπόγεια δίοδος κάτω από το βόρειο τείχος παρείχε πρόσβαση σε μια δεξαμενή νερού, κατασκευασμένη το 1200π.Χ. που γέμιζε από έναν κρυμμένο αγωγό, ώστε να υπάρχει παροχή σε περίπτωση πολιορκίας. Ερείπια του κυρίως ανακτόρου έχουν απομείνει στην κορυφή του λόφου, αν και μέρος του έχει καταρρεύσει μέσα στη ρεματιά, λίγο πιο κάτω.
Η ακρόπολη είναι γεμάτη από κτίρια του 13ου π.Χ. αι. με πιο επιβλητικά την Σιταποθήκη κοντά στην Πύλη των Λεόντων, την Οικία του Αγγείου του Πολεμιστή και την Νότια Οικία  στην περιοχή των βασιλικών τάφων (κυκλικοί), καθώς και την Οικία των Κιόνων στο νοτιότερο σημείο κάτω από το ανάκτορο.
Μέρος της δυτικής πλευράς της ακρόπολης περιείχε έναν αριθμό μικρών ιερών, συμπεριλαμβανομένου του Ναού και του Δωματίου με την Τοιχογραφία. Ένας αριθμός σπιτιών εκτός των τειχών έχει ήδη ερευνηθεί, όπως η Οικία του Λαδεμπόρου, η Οικία των Σφιγγών και η Οικία των Ασπίδων, όλα προφανώς πλούσια αστικά σπίτια, προστατευμένα από τα ανάκτορα. Ένα σημαντικό οδικό δίκτυο συνέδεε τις Μυκήνες με άλλες περιοχές και ίχνη επιστρωμένων δρόμων, γεφυρών και αποχετευτικών αγωγών βρέθηκαν στην περιοχή γύρω από την πόλη.
Οι πιο γνωστοί τάφοι είναι οι λακκοειδείς, βυθισμένοι κάτω από τον περίβολο των βασιλικών ανακτόρων, εκεί που ο Σλήμαν έφερε στο φως κτερίσματα τα οποία υποδήλωναν εξαιρετικό πλούτο. Έχουν βρεθεί εννέα θολωτοί τάφοι, συμπεριλαμβανομένου  του μεγαλειώδους Θησαυρού του Ατρέα και του λίγο μικρότερου Τάφου της Κλυταιμνήστρας, ενώ γύρω από την πόλη των Μυκηνών ανακαλύφθηκαν νεκροταφεία με πάνω από διακόσιους απλούς θαλαμωτούς τάφους.
Γύρω στα 1200π.Χ. τα ανάκτορα και πολλά άλλα κτίρια καταστράφηκαν και μόνο μια μικρή κοινότητα παρέμεινε εντός των τειχών. Τελικά, στα τέλη της Μυκηναϊκής Περιόδου, αυτή η κοινότητα ήταν τόσο συρικνωμένη, ώστε οι τάφοι τοποθετούνταν εντός των τειχών. Οι Μυκήνες έχασαν την αίγλη τους και δεν κατάφεραν να ανακάμψουν.






Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

ΑΡΧΑΙΑ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Η αρχαία Κινεζική αρχιτεκτονική αποτελεί ένα μικρό κομμάτι της μακραίωνης ιστορίας και της κουλτούρας της Κίνας. Χαρακτηρίζεται από την περιοχή, την εποχή και την θρησκεία. Η αρχαία αυτή αρχιτεκτονική που έχει διακριτά γνωρίσματα στα απλά κτίρια, στα αρχιτεκτονικά σύνολα και στην διακοσμητική τέχνη, αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα των ανατολικών αρχιτεκτονικών στύλ.



Από τον καιρό των  πρωτόγονων  κοινωνιών, τις πρώτες δυναστείες (όπως των Σάνγκ του 16ου π.Χ.αι.) ως την δυναστεία των Χάν, η τεχνική της κατασκευής των κτιρίων με ξύλο βελτιώθηκε σταδιακά και τελειοποιήθηκε. Οι χτίστες απέκτησαν δεξιότητες και με τον καιρό έμαθαν να χτίζουν με τούβλα και πέτρες, ενώ άρχισαν να προσθέτουν πίνακες και γλυπτά για να τα κάνουν πιο εντυπωσιακά. Την εποχή των Βέι και Τσιν δυναστειών χτίστηκαν πολλά ξύλινα βουδιστικά κτίρια, ενώ κατά τις δυναστείες Σούι και Τάνγκ η χρήση των τούβλων είχε γίνει της μόδας. Συγχρόνως σημειώθηκε πρόοδος στο ψήσιμο του γυαλιού.

Η περίοδος της δυναστείας Σονγκ ήταν σπουδαία για την κινεζική αρχιτεκτονική. Μεγάλες βελτιώσεις σημειώθηκαν, αν και το μέγεθος των κτιρίων ήταν γενικότερα μικρότερο σε σύγκριση με εκείνα της δυναστείας Τάνγκ. Ωστόσο, ήταν ωραιότερα, φανταχτερά και με μεγάλη γκάμα στα σχήματα. Επιπλέον υπήρχαν πολλά είδη κτιρίων: παλάτια, επαύλεις, πολυώροφα κτίρια και πολλές ταράτσες.
Κατά την εποχή της δυναστείας Χουάν χτίστηκαν πολλοί Θιβετιανοί Βουδιστικοί ναοί και Ισλαμικά τεμένη. Τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό όλο το κινεζικό έθνος.



Η αρχαία κινεζική αρχιτεκτονική έφτασε στο ζενίθ της κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αυτοκρατορικών δυναστειών των Μίνγκ και των Τσίνγκ. Η παραγωγή των τούβλων είχε αυξηθεί σημαντικά, η ποιότητα και η ποσότητα του γυάλινων πλακιδίων ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και τα δημόσια κτίρια απέκτησαν πολύ υψηλά στάνταρντς.
Οι εσωτερικοί τοίχοι χρησιμεύουν στον διαχωρισμό των δωματίων, αλλά δεν έχουν βάρος- ένα μοναδικό τοπικό χαρακτηριστικό.

ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ

Α. Ευέλικτη κατασκευή: Στα αρχαία κτίρια χρησιμοποιούσαν το ξύλο ως κύριο υλικό και για τα εξαρτήματα προτιμούσαν τις στήλες, τα δοκάρια και κεραίες, συνδεδεμένα με  τόρνους και εγκοπές στα ίδια τα ξύλα. Υπάρχει επίσης ένα μοναδικό σχέδιο που ονομάζεται Ντουγκόνγκ- ένα σύστημα παρενθέσεων που εισχωρούν ανάμεσα στην κορυφή μιας στήλης και στην τραβέρσα- και αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό της αρχαίας κινεζικής αρχιτεκτονικής.
Β. Υπέροχη και κομψή εμφάνιση: Τα αρχαία αρχιτεκτονικά κινεζικά στυλ υμνούνται συνήθως για τις κομψές τους γραμμές και τις ξεχωριστές δομές, για παράδειγμα, τις κρεμαστές μαρκίζες, τις ανασηκωμένες γωνίες στις στέγες, καθώς και τα διάφορα είδη των στεγών. Τους ενδιέφερε να παράγουν κτίρια πρακτικής εφαρμογής, τα οποία συγχρόνως εξυπηρετούσαν και την ομορφιά.
Γ. Κανονική διάταξη: στην Κίνα, κτίρια όπως παλάτια, ναοί και απλές οικίες είναι σύνθετα συνδυασμένα. Ένας κτιριακός συνδυασμός μπορεί να διαιρείται  σε κτίρια που έχουν ως κέντρο διαφορετκές αυλές και κατόπιν σε απλά δωμάτια. Τα περισσότερα κτίρια ακολουθούν αυστηρά την αρχή που στηρίζεται σ’ ένα άξονα που έχει συμμετρικές προεκτάσεις, δίνοντας έτσι την αίσθηση της συμμετρίας στην αριστερή και στην δεξιά πλευρά τους, χαρίζοντας το μέτρο της αρμονίας και της συμμετρίας που διέπει την αρχαία εποχή.
Δ. Υπέροχα διακοσμητικά στολίδια: Οι αρχιτέκτονες έδιναν μεγάλη σημασία στα στολίδια, άλλοτε σε μέρος και άλλοτε στο σύνολο του κτιρίου, χρησιμοποιώντας διαφορετικά χρώματα βαφής, ανάλογα με τα τοπικά έθιμα και τις ανάγκες. Σε αρκετά κτίρια έχουν χρησιμοποιηθεί πολλά χρώματα για να δημιουργηθεί αντίθεση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν απλά και κομψά χρώματα.


Εκτός από τα χρώματα, στα αρχαία κτίρια υπάρχει ισορροπία στην εσωτερική διακόσμηση, στα έπιπλα και στα εξωτερικά στολίδια.


ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou




Ο κατάλογος Νεών στο Β΄βιβλίο της Ιλιάδας, με τις λεπτομέρειες για τους αριθμούς και την προέλευση των πλοίων, τα οποία είχαν συγκεντρωθεί για την εκστρατεία εναντίον της Τροίας, ταιριάζει με την κατανομή των κυρίων μυκηναϊκών  τοποθεσιών στην νότια Ελλάδα.
Κάποιες από αυτές, όπως η Μεσσηνία, δεν αποτελούσαν πλέον σημαντικά κέντρα όταν ο Όμηρος δημιούργησε τα έπη του. Ο αριθμός των πλοίων και των ανδρών που παραχωρήθηκαν από τους συμμάχους του Αγαμέμνονα αντιστοιχεί επαρκώς με τη δυνατότητα κάθε περιοχής, απέχοντας άπό την ποιητική άδεια. Ή, λοιπόν, ο Όμηρος διέθετε εξαιρετική γνώση γεωγραφίας, μαζί με πηγές ή είχαν καταφέρει να διασωθούν εξαιρετικά μνήμες εκείνης της εποχής ως τις μέρες του ποιητή.
Κάθε μια πόλη επικεντρώνεται γύρω από μια οχυρωμένη ακρόπολη σε στρατηγικό σημείο, κοντά στο πολύτιμο νερό και σε εύφορη αγροτική περιοχή, πολύ συχνά κοντά στη θάλασσα. Η ιστορία της καθεμιάς ποικίλλει: ορισμένα μέρη, όπως οι Μυκήνες, απλά εξελίχθηκαν σε χωριά ή κάτι παραπάνω, ενώ στην Αθήνα η οικοδόμηση κατά την Αρχαϊκή και Κλασσική Περίοδο απομάκρυνε τα περισσότερα ίχνη της Ηρωϊκής Εποχής.
Η αρχαιολογική έρευνα και η περίπτωση της ανακάλυψης είναι τόσο άνισα μεταξύ τους, ώστε κάθε τοποθεσία/πόλη παρουσιάζει ένα διαφορετικό, μερικές φορές ασύνδετο τμήμα της μυκηναϊκής κοινότητας και των επιτευγμάτων της.
Ας δούμε, τώρα, τις πόλεις:

 Άργος

Υπήρξε ένα έλασσον κέντρο που πθανόν ήλεγχε τους δρόμους από τον Αργείο κάμπο ως τα βουνά της Αρκαδίας. Τα ερείπια περιλαμβάνουν σημαντικά κτίσματα και πολυάριθμους θαλαμωτούς τάφους, καθώς και έναν θολωτό.
Στο τέλος της μυκηναϊκής περιόδου το Άργος εξελίχθηκε και παρέμεινε ως το τέλος η πιο σημαντική πόλη της Αργολίδας. Ο Αισχύλος μας το δείχνει όταν αποκαλεί τους Μυκηναίους «Αργείους».

Αθήνα

Τα Κυκλώπεια τείχη της γύρω από την Ακρόπολη πιθανόν να διασώθηκαν μέχρι την Περσική λεηλασία το 480π.Χ. Ελάχιστοι μυκηναϊκοί θαλαμωτοί τάφοι και ένας θολωτός στο Μενίδι, στις νότιες παρυφές της σύγχρονης Αθήνας έχουν σωθεί μέσα στους αιώνες, λόγω της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας.
Δεν γνωρίζουμε τίποτε για την τύχη της Αθήνας κατά τις καταστροφές του 1200π.Χ., ωστόσο η πόλη άκμαζε και ήταν μία από τις πλέον ευημερούσες κοινότητες της Σκοτεινής Υπομηκυναϊκής Περιόδου.  Η παράδοση υποστηρίζει ότι οι κάτοικοι της Αθήνας ήταν αυτόχθονες και όχι νεοφερμένοι.

Ιθάκη

Παρά τις προσπάθειες για τον εντοπισμό της Ιθάκης του Οδυσσέα, ελάχιστα έχουν βρεθεί που να υποδεικνύουν με βεβαιότητα το θρυλικό βασίλειο. Πάνω στο νησί της σημερινής Ιθάκης υπάρχουν μυκηναϊκές τοποθεσίες, μαζί και με την σπηλιά του όρμου της Πόλης, η οποία εντοπίστηκε ακριβώς στη θέση της Ομηρικής περιγραφής, αλλά δεν βρέθηκε κανένα σημαντικό κτίσμα ή τάφος.
Η Κεφαλλονιά, που ήταν μέρος της επικράτιας του Οδυσσέα, έχει κοιμητήρια με μεγάλους θαλαμωτούς τάφους του 12ου π.Χ. αι. και κάποια κομμάτια από χάλκινους τρίποδες, σαν εκείνους που είχε κρύψει ο Οδυσσέας, αλλά, πάλι, τίποτε άλλο σημαντικό.

Ιωλκός

Ήταν το λιμάνι του βασιλείου  του Ιάσονα, στον μυχό του Παγασητικού Κόλπου. Βρέθηκαν ουσιαστικά μυκηναϊκά ερείπια- κάτω από την σύγχρονη πόλη του Βόλου- και ένας αξιόλογος αριθμός τάφων στην περιοχή. Οι αρχαιολόγοι εξετάζουν και την περίπτωση, η αρχαία Ιωλκός να βρισκόταν στο σημερινό Διμήνι, μόλις λίγα χιλιόμετρα παραμέσα, όπου βρέθηκαν σύο εντυπωσιακοί θολωτοί τάφοι και μια μυκηναϊκή πόλη. Η αρχαία πόλη ήταν σημαντική κατά τη διάρκεια της Σκοτεινής Περιόδου.

  

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

ΑΡΧΑΙΑ ΑΣΙΑΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Τα πρώτα γραπτά πάνω στην αρχιτεκτονική περιλαμβάνουν το Kao Gong Ji  από την Κίνα του 7ου-5ου π.Χ. αι., το Shilpa Shastras της αρχαίας Ινδίας και το Manjusri Vasthu Vidya Sastra της Σρι Λάνκα.
Η αρχιτεκτονική των διαφόρων περιοχών της Ασίας αναπτύχθηκε με εντελώς διαφορετικές γραμμές από εκείνη της Ευρώπης. Βουδιστική, Χιντού και Σιχ αρχιτεκτονικές, η κάθε μία παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η βουδιστική αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα, παρουσίασε μεγάλες διαφορές ανά περιοχή. Οι ναοί Χιντού που αναπτύχθηκαν γύρω στον 3ο π.Χ. αι. χαρακτηρίζονται από ιδέες και θέματα πάνω στα sastras και εκφράζουν τόσο τον μακρόκοσμο όσο  και τον μικρόκοσμο.
Σε πολλές ασιατικές χώρες, οι πανθεϊστικές θρησκείες οδήγησαν σε αρχιτεκτονικές φόρμες που σχεδιάστηκαν ειδικά για να επιτείνουν το φυσικό τοπίο που τις περιβάλλουν.
Η ισλαμική αρχιτεκτονική εμφανίστηκε τον 7ο αι. μ.Χ., επηρεασμένη από τις φόρμες της Μέσης Ανατολής και του Βυζαντίου, αλλά λαμβάνοντας υπ’ όψιν της τις θρησκευτικές  και τις κοινωνικές ανάγκες της κοινωνίας των λαών της.

Από τα τρία παραπάνω αναφερόμενα αρχαία χειρόγραφα θα ασχοληθούμε με το τρίτο, επειδή παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Το Manjusri Vasthu Vidya Sastra είναι ένα χειρόγραφο του 5ου ή 6ου αι. που παρέχει τις βάσεις πάνω στις οποίες οικοδομούνται τα βουδιστικά μοναστήρια της Σρι Λάνκα και περιλαμβάνει λεπτομερειακές πληροφορίες πάνω σε σχέδια, δομές και τις πλέον ευοίωνες τοποθεσίες για την εύρεση των υλικών.
Ο E.W. Marasinghe, ο μεταφραστής του κειμένου, θεωρεί ότι το κείμενο αφορά μόνο την περιοχή της Σρι Λάνκα, αλλά στην ουσία είναι περισσότερο γενικευμένο σε ό,τι ονομάζεται Vaastu Shastras. Τα Vaastu Shastras είναι κείμενα που αφορούν σε χτίσιμο μικρών και μεγάλων σπιτιών, κάστρων, ναών, καλυβιών, στάβλων και οποιοδήποτε έιδος κτιρίου. Αυτό, όμως, το συγκεκριμένο επικεντρώνεται στα βουδιστικά μοναστήρια, αν και οι κανόνες του εφαρμόζονται και σε άλλου είδους κτίρια. Χρησιμοποιήθηκε στα αρχαία χρόνια για να χτιστούν με μαθηματική ακρίβεια ενεργά κτίρια σε όλον τον κόσμο. Αν και εξωτερικά μπορεί να διαφέρουν, οι βασικές τους αρχές χρησιμοποιήθηκαν από τα χρόνια του βασιλιά Σολομώντα.
Το κείμενο δίνει 12 διαφορετικά arama(=σχέδια), το καθένα με δύο εναλλακτικές, δηλαδή 24 σε σύνολο.Τα σχέδια φέρουν ονόματα όπως hastiarama ή padmarama και είναι διαφορετικά, ανάλογα με το αν το μοναστήρι βρίσκεται μέσα σε πόλη, σε χωριό, σε βασιλικό πάρκο, κοντά σε ποτάμι, κοντά σε θάλασσα, μέσα σε δάσος κ.ο.κ. Υπάρχει πρόβλεψη για εισόδους στον βορρά, στο νότο, στην ανατολή και στη δύση, αλλά όλα αυτά εξαρτώνται από διάφορες προϋποθέσεις. Όλοι οι χώροι έχουν συγκεκριμένες θέσεις που εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες.
Το κείμενο του Manjusri έδινε συμβουλές για την τοποθεσία, το είδος του εδάφους, καθώς και τις διαδικασίες για τον έλεγχο του εδάφους. Επίσης, συμβούλευε για το είδος των δένδρων που έπρεπε να φυτευθούν και το είδος των ζωγραφικών θεμάτων των πινάκων που θα τοποθετούνταν σε ανάλογες πάλι θέσεις. Όλα έπρεπε να λάβουν την πιο ευοίωνη θέση!
Συγκεκριμένοι ύμνοι ψάλλονταν σε κάθε φάση της ανέγερσης του ναού. Ο πρώτος λίθος έπρεπε να τοποθετηθεί από τον ίδιο τον αρχιτέκτονα, ειδικά ντυμένον και κοιτώντας την ανατολή. Οι πόρτες έπρεπε να ανοίγουν προς το εσωτερικό για καλύτερα αποτελέσματα κι αν οι πίνακες δεν τοποθετούνταν στα σωστά σημεία, κινδύνευε η υγεία και η ζωή του υπεύθυνου του ναού.



ΜΥΚΗΝΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ




ΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (14Ος-13Ος π.Χ. αι.)

Το χτίσιμο των τελευταίων και μεγαλύτερων θολωτών τάφων πραγματοποιήθηκε στις αρχές αυτής της περιόδου (Θησαυρός του Ατρέα στις Μυκήνες, Θησαυρός του Μινύα στον Ορχομενό της Βοιωτίας). Δυστυχώς, και τα δύο συλλήθηκαν από την αρχαιότητα και δεν έμειναν πολλά από το περιεχόμενό τους για παρατήρηση και μελέτη.

Στα τέλη του 13ου π.Χ. αι. οι μεγάλες πόλεις των Μυκηνών, δηλαδή η Τίρυνθα και η Μιδέα στην Αργολίδα, η πόλη των Αθηνών και η Γλάς στην Βοιωτία, είχαν τεράστια κυκλώπεια οχυρωματικά τείχη, χτισμένα από τόσο μεγάλες πέτρες, ώστε οι απλοί άνθρωποι πίστευαν ότι είχαν χτιστεί από γίγαντες- από τους Κύκλωπες(εξ ου κυκλώπεια). Ανάκτορα έχουν ανακαλυφθεί στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα και στην Πύλο( της Πύλου χωρίς οχύρωση), ενώ υπάρχουν υποψίες ύπαρξης τειχών στην Αθήνα πάνω στην Ακρόπολη, καθώς και στην Θήβα κάτω από την σύγχρονη πόλη. Οι τοιχογραφίες είναι συνηθισμένες στις ανακτορικές τοποθεσίες, αλλά κομμάτια τοιχογραφιών έχουν βρεθεί και σε οικιακό ή ταφικό πλαίσιο.
Ενα αρχείο πινακίδων Γραμμικής Β από την Πύλο ρίχνει φως σε πολλά θέματα που αφορούν στη διοίκηση των μυκηναϊκών ανακτόρων. Επιπλέον, πινακίδες έχουν βρεθεί στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα και στη Θήβα. Υπάρχουν περισσότερα στοιχεία για πόλεις και συνηθισμένα σπίτια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν εξερευνηθεί ώστε να γίνει δυνατή η σύγκριση με τις ήδη ανασκαμένες πόλεις(Γουρνιά και Παλαίκαστρο στην Κρήτη).
Τουλάχιστον, τα μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα ήταν απόλυτα αναμεμιγμένα με το μεσογειακό εμπόριο, εισάγοντας πρώτες ύλες (π.χ. χαλκός, κασσίτερος, ελεφαντόδοντο) και εξάγοντας αρώματα, μάλλινα υφάσματα και ανθρώπινο δυναμικό.
Οι σαφέστερες ενδείξεις αυτού του εμπορίου φαίνονται στα άφθονα προϊόντα μυκηναϊκής αγγειοπλαστικής που βρέθηκαν στην αιγυπτιακή πόλη Τελ-ελ-Αμάρνα, την πρωτεύουσα του αιρετικού φαραώ Ακενατών ( βασίλεψε στα μ΄σα του 14ου π.Χ.αι.).


Η ΝΕΟΤΕΡΗ (ΥΣΤΕΡΟΕΛΛΑΔΙΚΗ ΙΙΙ) ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (12Ος-11Ος π.Χ.αι)

Γύρω στα 1200 τα ανάκτορα καταστράφηκαν και δεν ξαναχτίστηκαν. Η ανακτορική διοίκηση εξαφανίστηκε μαζί με τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ανακτόρων. Για παράδειγμα, δεν υπάρχεουν ενδείξεις για τοιχογραφίες ή περίτεχνη αριτεκτονική, ενώ η παραγωγή πολυτελών αντικειμένων μειώθηκε σημαντικά.
Η αιτία αποτελεί γρίφο ανάλογο με των προγενέστερων καταστροφών  των μινωικών ανακτόρων. Αυτά τα γεγονότα συνέπεσαν με μεγάλες αναταραχές στην ανατολική Μεσόγειο, όπως η αιφνίδια εισβολή των Λαών της Θάλασσας στην Αίγυπτο και η μερική κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων.
Στην Ελλάδα, δεν αρκεί πλέον η απόδοση ευθυνών στους Δωρειείς της κλασικής παράδοσης, με την κατηγορία των εισβολέων από τον βορρά, διότι δεν υπάρχει τίποτε το απτό που να σηματοδοτεί την κάθοδό τους.

Μετά την καταστροφή των ανακτόρων, η ομοιομορφία του Μυκηναϊκού Πολιτισμού άρισε να διασπάται, παρ’ όλο που υπήρξε μερική ανάκαμψη της ευημερίας. Περιφερειακές τεχνοτροπίες της κεραμικής και τοπικές προτιμήσεις στις ταφικές συνήθειες έγιναν όλο και πιο χαρακτηριστικές, αλλά και οι δύο συνέχισαν τις καθιερωμένες παραδόσεις.
Τα μεγάλα τείχη της ακρόπολης εξακολούθησαν να προσφέρουν προστασία σε πολλές τοποθεσίες. Πλούσιες ταφικές προσφορές εξακολούθησαν να γίνονται και η περίτεχνη αγγειοπλαστική εξακολούθησε να παράγεται, αν και μειωμένη. Ωστόσο, αυτού του είδους η ανάκαμψη ήταν βραχυπρόσθεσμη.  Η οικονομική παρακμή εδραιώθηκε και στα μέσα του 11ου π.Χ. αι. είχαν απομείνει ελάχιστα που θα μπορούσαν  να θεωρούνται «μυκηναϊκά».

Η Ηρωϊκή Εποχή είχε τελειώσει, αλλά η ανάμνηση του πλούτου και των επιτευγμάτων της διατηρήθηκε με την προφορική ποίηση και παράδοση σε όλη τη διάρκεια της Σκοτεινής Υπομυκηναϊκής Εποχής, ώστε ο Όμηρος να καταφέρει να την απαθανατίσει στα δύο έπη του.