The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020


ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΝΤ ΣΩ (1856-1950)
Μέρος Β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Μετά το Πασχαλινό διάλειμμα, συνεχίζω το αφιέρωμα στον μεγάλο δραματουργό.
Ξεκινώντας να εργάζεται ως δημοσιογράφος(1876), ασχολήθηκε συγχρόνως με μεταφράσεις και επιμέλειες έργων γνωστών συγγραφέων και αργότερα έγραψε κριτικές θεατρικών έργων, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Como di Bassetto, ενώ αργότερα (μετά το 1895) υπέγραφε με τα διάσημα αρχικά του: GBS
Το πρώτο δικό του πεζογράφημα είχε τίτλο «Ανωριμότητα» (Immaturity). Ακολούθησαν «ο παράλογος κόμπος»(The irrational knot), «η αγάπη μεταξύ των καλλιτεχνών»(Love amongst artist), «το επάγγελμα του Κάσελ Μπάιρον»(Cashel Byrons Profession), όλα τους ενδεικτικά της προσχώρησης του στις ιδέες του σοσιαλισμού, έστω και ασυνείδητα. Στο πέμπτο έργο του «Ένας ακοινώνητος σοσιαλιστής» (An Unsocial Socialist) είναι ολοφάνερη η νέ δημιουργική του μεθοδος.
Η περίοδος ανάμεσα στα 1876 και στα 1885 είναι σκληρότατη για τον Μπέρναρντ. Δεν έχει τα μέσα να φροντίσει τη σύζυγο και τα παιδιά του, αλλά επιμένει στον στόχο του- το γράψιμο. Δεν κερδίζει ούτε μια πένα, είναι θλιμμένος, αλλά και θαρραλέος. Αρχίζει να γίνεται εκκεντρικός σε όλες του τις εκδηλώσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί να τον χαρακτηρίζουν παράξενο αν όχι και τρελό.
«Προσπάθησα να ζήσω σύμφωνα με τις οδηγίες ενός βιβλίου-φυλλαδίου με τίτλο πώς να ζείτε με έξι πέννες την ημέρα. Ακολούθησα τις υποδείξεις του και ομολογώ πως κατάφερα με το στρογγυλό αυτό ποσό να ζήσω μία μόνο ημέρα, αλλά μόνο μία», θα  πει αργότερα.
Από τι 1881 γίνεται χορτοφάγος, αρχικά για να καταπολεμήσει τις ημικρανίες του, και στη συνέχεια με φανατισμό, για τρεις λόγους: Για την αγάπη προς τα ζώα, επειδή πίστευε ότι η ανάγκη της κρεατοφαγίας υποδουλώνει τον άνθρωπο και επειδή ήταν προληπτικός για ό,τι αφορούσε την υγεία.
«Σώστε τη ζωή σας και πάψτε να τρώτε κρέας. Σκεφτείτε πως ο Ταύρος, που είναι το δυνατότερο ζώο, είναι χορτοφάγος. Νομίζω ότι αυτό είναι ακαταμάχητο επιχείρημα για τους χορτοφάγους», έγραφε.
Ο κόσμος θεωρούσε ότι η προσωπικότητά του επηρεαζόταν από την χοετοφαγία, ότι αποκτούσε διαύγεια πνεύματος και ακμαιότητα, αλλά εκείνος απαντούσε «στον κόσμο υπάρχουν εκατομμύρια χορτοφάγοι, αλλά ένας Μπέρναρντ Σω».

Το 1882 αρχίζει η ενασχόλησή του με την πολιτική. Συχνάζει σε μέρη όπου μαζεύονται και μιλούν οι σοσιαλιστές κι αυτό τον βοηθά να ξεπεράσει το τρακ που του προκαλεί η σκηνή, και κυριότατα το τραύλισμά του. Αναπτύσσει ένα επιθετικό στυλ ομιλίας που γίνεται φανερό και στα γραπτά του. Είναι ο καιρός που διαβάζει «Το κεφάλαιο» του Μάρξ και επηρεάζεται βαθιά, χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να κάνει κριτική, πιστεύοντας ότι το προλεταριάτο εκφράζεται κυρίως μέσα από μια συντηρητική πολιτική που σηκώνει τη σημαία της επανάστασης, αντίθετα με τη μεσαία και ανώτερη τάξη στην οποία ανήκε ο Μάρξ, ο ίδιος και πολλοί ομοϊδεάτες του.
«Μεγάλωνε μέσα μου η απόφαση ν’ αγωνιστώ με όλα μου τα μέσα για την καταπολέμηση της δυστυχίας, για την ανακούφιση της τάξεως των φτωχών και πασχόντων» έλεγε.
Δύο χρόνια αργότερα ιδρύει την Φαβιανή Εταιρία μαζί με τον Σίντνεη Γουέμπ, μια κίνησης διανιούμενων για την έρευνα, την αναζήτηση και την έκδοση των σοσιαλιστικών ιδεών. Το όνομα το εμπνεύσθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Κουίντο Φάβιο Μάξιμο, γνωστόν στην ιστορία ως «Αναβάλλων» (Cunctator),επιλέγοντας μια τακτική φθοράς από μια στάση αντιπαράθεσης εναντίον του Αννίβα. Έτσι, αφιερώθηκε στον αγώνα της μεταμόρφωσης της Βρετανίας σε σοσιαλιστικό κράτος, όχι μέσω επανάστασης, αλλά μέσω συστηματικής προόδου και νομοθεσίας που εγκαθιδρύεται με την πειθώ και τη συστηματική εκπαίδευση. Αξίωμα της Φαβιανής Εταιρίας ήταν η «αναπόφευκτη βαθμιαία επίλυση».
Πίστευε ότι η ατομική διαμόρφωση και ανάπτυξη είναι ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης από την καταπίεση και επιτυγχάνεται με την εκπαίδευση και την καλλιέργεια της ελεύθερης διάκρισης και σκέψης.
Η Φαβιανή Εταιρία αργότερα θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου και του Εργατικού Κόμματος.

Το 1891 γράφει το πρώτο θεατρικό έργο με τίτλο «Widower’s House” μετά από πρόσκληση του Τζ.Τ. Γκρέην, ενός εμπόρου, κριτικού θεάρου και σκηνοθέτη της προοδευτικής θεατρικής ομάδας «Ανεξάρτητο Θέατρο». Τα επόμενα δώδεκα χρόνια θα γράψει άλλα δώδεκα θεατρικά, αν και δεν θα πείσει κανέναν θεατρικό επιχειρηματία να τα ανεβάσει.
Αυτά τα θεατρικά περιέχουν αυτό που θα γινόταν αργότερα το πνεύμα της υπογραφής του, ήταν έργα που δεν θα ήταν εκείνα για τα οποία θα γινόταν διάσημος, αλλά ήταν εκείνα που έθεσαν τα θεμέλια για την καταπληκτική καριέρα του.
Το 1898 γράφει το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», την αρχή της σειράς των διάσημων έργων του. Αρρωσταίνει την ίδια χρονιά βαριά, παραιτείται από κριτικός θεάτρου και μετακομίζει στο σπίτι της μητέρας του. Τότε θα παντρευτεί την Σαρλότ Πέην-Τάουνσεντ, μια Ιρλανδή με ανεξάρτητο χαρακτήρα, και θα εγκατασταθούν σ’ ένα μικρό χωριό του Χέρτφορντσάϊρ, στην οδό Άγιοτ Σαιντ Λόρενς  (σήμερα ονομάζεται Shaws Corner).
Ο εικοστός αιώνας που θα τον ανεβάσει στις απρόσιτες κορυφές έρχεται.




Δευτέρα 6 Απριλίου 2020


ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ (1856-1950)
Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou






Εβδομήντα χρόνια μας λείπει το οξύ ιρλανδικό του πνεύμα. Υπήρξε κριτικός, δραματουργός και θεατρικός συγγραφέας, τιμημένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1925. Το επετειακό αυτό αφιέρωμα είναι ένας προσωπικός φόρος τιμής στο έργο του.

«Δεν ξέρω αν γεννήθηκα τρελός ή ελαφρόμυαλος, η αλήθεια είναι ότι η βασιλεία μου, δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ένοιωθα απόλυτα κύριος και αυτεξούσιος μόνο στο βασίλειο της φαντασίας μου και μόνο κοντά στους μεγάλους νεκρούς γνώρισα αληθινή φιλική ατμόσφαιρα» είπε κάποτε αυτοχαρακτηριζόμενος.
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο από τους προτεστάντες μικροαστούς Τζώρτζ Καρρ Σω, έναν αποτυχημένο έμπορο και αλκοολικό, και Λουσίντα Ελισσάβετ(Μπέσσυ) Γκάρλυ, τραγουδίστρια και δασκάλα φωνητικής.
Ο πατέρας του χαρακτηριζόταν από πηγαίο χιούμορ, κάτι που τον βοηθούσε στις πολλές αντιξοότητες της ζωής του. Όταν η μικρή του επιχείρηση σιτηρών χρεωκόπησε, ο Καρρ βρήκε την ευκαιρία να γελάσει με την καταστροφή, λες και είχε συμβεί κάτι άξιο να διασκεδάσει κανείς. Γενικώς αντιμετώπιζε τα πάντα με σατυρικό τρόπο, ακόμη και τα πλέον σοβαρά. Ίσως, λοιπόν, η κληρονομικότητα προίκισε τον δραματογράφο μας με το ιδιαίτερα οξύ και σαρκαστικό πνεύμα του...
Η μητέρα του πάντα τον αγνοούσε, αφήνοντας για πάντα μια βαθιά πληγή στην καρδιά του. Οι ασχολίες της στον κόσμο της μουσικής, ωστόσο, τον βοήθησαν πολύ, αφού η μουσική έγινε το καταφύγιό του. Από τότε που ήρθε στον κόσμο, η μητέρα του είχε σχέσεις με έναν διάσημο καθηγητή μουσικής, τον Τζωρτζ Τζων Λη, τόσο στενές, ώστε ο μικρός Μπέρναρντ πίστευε ότι εκείνος ήταν ο βιολογικός του πατέρας.
Ο Μπέρναρντ αντιλήφθηκε γρήγορα τα πλεονεκτήματα της μοναξιάς και τα χρησιμοποίησε για την διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η περιορισμένη ζωή, τα οικογενειακά προβλήματα και η παντελής έλλειψη ψυχαγωγίας, αντί να τον πτοήσουν, τον χαλύβδωναν. Η αντιμετώπιση των δυσκολιών με τον τρόπο του πατέρα του έγινε οδηγός, μαθαίνοντας ότι είναι δυνατό να βρει κανείς μια κωμική ή θετική πλευρά ακόμη και σε ένα τραγικό γεγονός και να κρατηθεί μακριά από το βάρος της απογοήτευσης.
Κάτω από αυτό το πρίσμα θα δει αργότερα τους ήρωες των αρχαίων Ελλήνων τραγικών και εκείνους του Σαίξπηρ, και θα αποφύγει το τραγικό βάρος στα δικά του πονήματα.
Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας (είχε δύο μεγαλύτερες αδελφές) και η αρχική του εκπαίδευση δόθηκε από τον θείο του. Με την καθοδήγηση της μητέρας του διερεύνησε τους κόσμους της μουσικής, της τέχνης και της λογοτεχνίας.
Ήταν πέντε εντών όταν διάβασε την πρώτη του εφημερίδα και ήρθε σε επαφή με τον κόσμο πέραν της οικογένειας. Συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία και να παρακολουθεί τα Κυριακάτικα μαθήματα, αλλά γρήγορα το σταμάτησε. Αργότερα θα έγραφε:
«Αν οι εκκλησίες ήθελαν να εκτελούν το προορισμό τους, έπρεπε χωρίς άλλο να μετατραπούν αυτόματα σε κέντρα ψυχαγωγίας των εργαζομένων, που θα προσέφεραν σε κατάλληλες ώρες μουσική, κλασσική ή χορευτική, θα οργάνωναν ακόμα και θεατρικές παραστάσεις και θα είχαν και ευχάριστα παιχνίδια από αυτά που αγαπούν οι νέοι τις ώρες της σχόλης τους. Τώρα, ίσως ο επίσκοπος του Λονδίνου με αφορίσει, είμαι όμως βέβαιος πως αν εφαρμοζόταν το σύστημα που προτείνω, ο μισθός του θα ήταν πάλι ο ίδιος, όπως και τώρα. Δεν θα είχε λοιπόν να πάθει καμία ζημιά».

Στα 1862, οι γονείς του αποφάσισαν να μείνουν σ’ ένα σπίτι μαζί με τον Λή και να μοιράζονται συγχρόνως κι ένα εξοχικό στο Κίλινευ Μπέη. Στο εξοχικό ο μικρός και ευαίσθητος Μπέρναρντ αισθανόταν ευτυχισμένος. Οι μαθητές του Λη τού έδιναν πολύ συχνά βιβλία, τα οποία κυριολεκτικά ρουφούσε.
Τον Ιούνιο του 1873 ο Λη έφυγε για το Λονδίνο και δεν επέστρεψε στο Δουβλίνο ποτέ. Λίγο αργότερα τον ακολούθησε η μητέρα, παίρνοντας μαζί της τις δύο αδελφές του, αφήνοντας τον μοναχογιό της με τον πατέρα του. Το σπίτι μένει σιωπηλό και καταθλιπτικό. Ο Μπέρναρντ αρχίζει να μαθαίνει να παίζει πιάνο μόνος του, αναζητώντας τους αγαπημένους του ήχους.
Τέλειωσε το σχολείο στο Δουβλίνο, καθ’ όλα δυστυχής, πήγε για ένα μικρό διάστημα στο Wesleyan Connexional School που ανήκε στη Methodist New Connexion, μετά σ' ένα ιδιωτικό κοντά στο Dalkey, για να μεταφερθεί κατόπιν στο Dublin's Central Model School και να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Dublin English Scientific & Commercial Day School.
Τα σχολεία, ο τρόπος εκμάθησης και οι καθηγητές τον πίκραναν πολλές φορές, όπως φαίνεται από τα λόγια του: «τα σχολεία δεν είναι οίκοι μόρφωσης τόσο, όσο φυλακές με κλειδοκράτορες τους δασκάλους, αλλά και τους ίδιους τους γονείς, με σκοπό να φυλάξουν εκεί τα βλαστάρια τους».

Τέσσερα χρόνια αργότερα ένα θλιβερό καθήκον τον στέλνει στο Λονδίνο.Έχει μόλις μάθει ότι η αδελφή του Αγνή πέθανε από φυματίωση και ταξιδεύει για να παραστεί στην κηδεία της. Τα επόμενα είκοσι εννέα χρόνια δεν θα πατήσει το πόδι του στην Ιρλανδία.
Μένει στο σπίτι της μητέρας του στο Νότιο Κένσιγκτον και ξεκινά να εργάζεται ως δημοσιογράφος, ενώ ξοδεύει ατελείωτες ώρες στο αναγνωστήριο του βρετανικού μουσείου(προάγγελο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης) και σε άλλες βιβλιοθήκες. Διαβάζει μανιωδώς. Αργότερα (1879-80) θα εργασθεί στην Τηλεφωνική Εταιρία Έντισον.
Στα 1881 αποφασίζει να αφήσει μια μκρή γενειάδα για να κρύψει ένα σημάδι από ευλογιά. Και αρχίζει να γράφει, ανακαλύπτοντας τον προορισμό του.