The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Μέρος γ΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Οι φθινοπωρινές καταιγίδες είχαν αρχίσει, δεν υπήρχαν καταφύγια, εμφανίστηκαν αρρώστιες, αλλά οι Έλληνες όλο και πλήθαιναν, όλο κι έσφιγγαν τον κλοιό, δυσκολεύοντας τους Τούρκους.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1821 ο Κεχαγιάμπεης, ο στρατιωτικός διοικητής της Τρίπολης, έστειλε δύο παπάδες στο ελληνικό στρατόπεδο, κάνοντας μια προσπάθεια να πείσει τους Έλληνες να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν. Η πρόταση προκάλεσε γέλια, αλλά το θέαμα των απεσταλμένων Ελλήνων ιερέων αναστάτωσε τους πάντες, τους εξαγρίωσε. Οι απεσταλμένοι ήταν εξαθλιωμένοι από την πείνα και τον πυρετό, σχεδόν ετοιμοθάνατοι. Έκαναν μεγάλη προσπάθεια να αρθρώσουν μια λέξη. Στα χέρια και τα πόδια τους ήταν ορατά τα σημάδια από τις αλυσίδες της αιχμαλωσίας.

Όπως μας πληροφορεί ο Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος στο έργο του «Οι Αρχιερείς και οι προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής εν έτει 1821» (εκδ.1926), είχαν αποκλεισθεί στην Τρίπολη πολλοί Έλληνες μετά τα επαναστατικά γεγονότα (περίπου διακόσια άτομα) και χρησιμοποιούνταν από τους Τούρκους στις οχυρώσεις του κάστρου. Υπάρχουν, ως συνήθως. και άλλοι που γράφουν ότι δεν είχε μείνει ούτε ένας Έλληνας στην πολιορκημένη πόλη, αλλά ο Γάλλος Raybaud είδε τους απεσταλμένους ιερείς.

Συγχρόνως, οι Τούρκοι ζήτησαν να συναντηθούν οι εκατέρωθεν αντιπροσωπείες για να διαπραγματευθούν, και μ’αυτή την ευκαιρία, κηρύχθηκε ανακωχή. Μια τέντα ετοιμάστηκε για τις αντιπροσωπείες, στη μέση ακριβώς της απόστασης (κάστρο- ελληνικό στρατόπεδο), ενώ γυναικόπαιδα σε άθλια κατάσταση ξεχύθηκαν από το κάστρο, κουβαλώντας όσα πολύτιμα κατείχαν, «για να ημερώσουν την οργή των εχθρών τους». Οι Έλληνες βρέθηκαν σε δίλημμα και αποφάσισαν να αποκρούσουν αυτό το άτακτο και άναρχο πλήθος, διαβλέποντας μόνο προβλήματα. Έτσι, πυροβόλησαν εναντίον τους για να τους εξαναγκάσουν να ξαναμπούν στα τείχη. Το ίδιο, όμως, έκαναν και οι Τούρκοι, θεωρώντας το γεγονός έναν τρόπο να γλυτώσουν από κάμποσα στόματα που γύρευαν άδικα τροφή. Το πλήθος στάθηκε λίγες στιγμές ακίνητο, αποσβολωμένο, διπλά παγιδευμένο. Τελικά, το φρικτό φάσμα της πείνας το έσπρωξε προς τις γραμμές των Ελλήνων.

Περιγράφει δραματικά ο Ι. Φιλήμων: «ότε απωθούμενα τα γυναικόπαιδα εις τα έσω παρά των Ελλήνων ανταπωθούντο δια του πυροβολισμού εις τα έξω, παρά των Τούρκων. Και ήδη σύζυγοι κατά συζύγων, πατέρες κατά τέκνων, τέκνα κατά πατέρων και μητέρων, αδελφοί κατά αδελφών και ομόπιστοι κατά ομοπίστων τον θάνατον εκσφενδόνιζον λόγω σκληράς ανάγκης  και επί ελπίδι ατομικής σωτηρίας. Ο ουρανός επληρώθη των γοερωτέρων οιμωγών των θυμάτων αυτών, επικαλουμένων εν ονόματι του θεού έλεος: Αμάν! Αλλάχ ιστούν! Εις τα κακά της ημέρας ταύτης ουδεμία ευαίσθητος καρδία αντείχε».

Οι Έλληνες, τελικά, οδήγησαν τα γυναικόπαιδα σε μια θέση στα μετόπισθεν, στον δρόμο προς τα Καλάβρυτα. Τρόφιμα δεν υπήρχαν στην ελληνική πλευρά, οι στρατιώτες λιμοκτονούσαν. Αδυνατούσαν να βοηθήσουν το λεφούσι των πεινασμένων, που έπεσαν πάνω σε πεταμένες φλούδες σταφυλιών που είχαν φτύσει οι στρατιώτες…

 

Στις 10 το πρωί βγήκαν από τα τείχη οι αντιπρόσωποι των πολιορκημένων, ακολουθούμενοι από τους σκλάβους και μια πολυάριθμη φρουρά, ενώ μέγα πλήθος τους παρακολουθούσε από ψηλά. Γύρω από την τέντα δημιουργήθηκε ένας κύκλος φρουρών για να απομακρύνει τους περίεργους. Οι Τούρκοι κάθισαν και περίμεναν μια ώρα περίπου ώσπου να παρουσιασθούν ο Μαυρομιχάλης, ο Γερμανός, ο Κολοκοτρώνης, ο Γιατράκος, ο Αναγνωσταράς, ο Δεληγιάννης και ο Αναγνωστόπουλος, ως εκπρόσωπος του Υψηλάντη. Δίπλα του στεκόταν ο Raybaud. Χαιρετίστηκαν όλοι με το χέρι στην καρδιά, εκτός από τον Κολοκοτρώνη.

Ψήθηκαν καφέδες και προσφέρθηκαν σε όλους, τα τσιμπούκια άναψαν. Όσο απολάμβαναν τον καφέ και τον καπνό, κανείς δεν μιλούσε. Πέρασε μισή ώρα, εκνευρίστηκε ο Κολοκοτρώνης.

   «Αρκετά χάσαμε τον καιρό μας με τη βουβαμάρα και το φουμάρισμα!» φώναξε.

Οι Τούρκοι ρώτησαν τότε ποιοι ήταν οι όροι των Ελλήνων. Μια στιγμή δισταγμού επικράτησε, και η φωνή του Κολοκοτρώνη ήχησε ξανά:

   «Θα δώσετε σαράντα εκατομμύρια γρόσια, τα άρματα και τα μισά από τα πράγματά σας. Θα σας οδηγήσουμε στην Καλαμάτα και από κει θα μπαρκάρετε για την Αφρική».

Οι Τούρκοι έμειναν ενεοί. Είπαν ότι οι όροι ήταν σκληροί, προσπάθησαν να τους απαλύνουν. Το ποσό υπήρχε, αλλά πώς να το συγκεντρώσουν; Οι κάτοικοι είχαν καταχωνιάσει τους θησαυρούς τους. Η δική τους αποστολή ήταν μόνο ν’ ακούσουν τις προτάσεις και να τις μεταφέρουν στον Κεχαγιάμπεη. Θα επέστρεφαν την επομένη.

Οι Έλληνες συμφώνησαν και αποφασίστηκε να συνεχισθεί η ανακωχή.

Δύο ημέρες αργότερα βγήκε από το κάστρο ο αρχηγός των Αλβανών Ελμάζ μπέης με το επιτελείο του. Συγκεντρώθηκαν πάλι στην τέντα και ο Αλβανός πρότεινε να εγκαταλείψει την Τρίπολη στην τύχη της, με εξασφάλιση της ελεύθερης διάβασης των Αλβανών του ως την Ήπειρο με τα όπλα και τα υπάρχοντά τους, και να φύγουν μαζί τους οι γυναίκες του χαρεμιού του Χουρσίτ ( εκείνος έλειπε στην Ήπειρο πολεμώντας τον Αλή Πασά) με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του γιού του Μαυρομιχάλη και των άλλων Ελλήνων ομήρων.

Οι Έλληνες ούτε δέχτηκαν ούτε απέρριψαν τις προτάσεις τους και αποφάσισαν να γίνει νέα συνάντηση.

Ο Κεχαγιάμπεης δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη σ’ αυτές τις προσπάθειες, μάλιστα ήταν αντίθετος, γιατί πίστευε ότι θα έμενε εκτεθειμένος. Ήταν τόσο μεγάλος ο τρόμος που προκαλούσε στους Έλληνες, ώστε όλοι τους θα προτιμούσαν να τον σκοτώσουν, παρά να πάρουν λάφυρα. Η δική του πρόταση ήταν να διώξουν όλους τους αμάχους και να πέσουν ως τον τελευταίο ή να επιχειρήσουν έξοδο απελπισίας.

Διχόνοια έπεσε ανάμεσα στους πολιορκημένους, Άλλοι επιζητούσαν συνθηκολόγηση, άλλοι συνέχιση του πολέμου. Δύο ημέρες πέρασαν χωρίς να συμβεί κάτι, και οι Έλληνες ξανάρχισαν τις εχθροπραξίες. Αυτή τη φορά, η αντίσταση των Τούρκων ήταν αδύναμη, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν περισσότερη ορμή οι Έλληνες, που είχαν κατέβει πλέον ως τα ριζά του κάστρου.

  

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

 

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Μέρος β΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Την 5η Σεπτεμβρίου 1821 πεντακόσιοι Έλληνες, βλέποντας την απραξία των πολιορκημένων Τούρκων, πλησίασαν στην πλευρά όπου βρισκόταν η Ακρόπολη της πόλης, κι έπιασαν θέσεις στα ερείπια κάποιων ήδη πυρπολημένων σπιτιών. Άντεξαν δύο ώρες κάτω από τα σφοδρά τουρκικά πυρά, όταν ξάφνου από μια άλλη πύλη ξεχύθηκε ένα σώμα ιππικού. Οι Έλληνες κινήθηκαν προς τα πίσω με αταξία, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ωστόσο, δεν αποθαρρύνθηκαν, αλλά πλησίαζαν όλο και περισσότερο, κυκλώνοντας σταδιακά τη μισή περίμετρο της Τριπολιτσάς, και φθάνοντας τόσο κοντά, ώστε οι Τούρκοι άρχισαν να τους βρίζουν και να σαρκάζουν. Μόλις οι Τούρκοι έβλεπαν ένα φέσι πυροβολούσαν, και το ίδιο έκαναν και οι Έλληνες όταν παρουσιαζόταν ένα σαρίκι. Οι εξαπατήσεις έδιναν κι έπαιρναν, όπως και οι κοροϊδίες που ακολουθούσαν.

Ο Raybaud σημειώνει ότι οι Έλληνες πολεμούσαν χωρίς να πληρώνονται, χωρίς να έχουν χειρουργούς, χωρίς φάρμακα: «Είδα έναν νεαρό Έλληνα λαβωμένον στο κεφάλι. Το βόλι μπήκε από τον κρόταφο και βγήκε από το μάτι. Ένας κουρελιάρης εμπειρικός γιατρός, χωρίς εργαλεία, χωρίς γνώσεις, ξερίζωσε με ένα ψαλίδι τον βολβό του ματιού που κρατιόταν ακόμη στην κόγχη, και πέρασε μέσα στη φριχτή πληγή ένα είδος γάζας. Ο τραυματίας από θαύμα δεν ανέβασε πυρετό και η πληγή έκλεισε σιγά-σιγά. Παρουσίασε, όμως, πρόβλημα, με το άλλο μάτι, κι έμεινε σχεδόν τυφλός».

Ο Ι. Φιλήμων γράφει: «Ελλείποντος οιουδήποτε νοσοκομείου στρατιωτικού, οι τραυματίαι και ασθενείς παρεπέμποντο εις τας οικίας αυτών ή εις την πλησιεστέραν πόλιν ή μονήν ή χωρίον, άλλως οι στρατιώται ενοσοκόμουν τούτους, τυγχάνονας αλλοδαπούς μάλιστα, όπου και όπως ηδύναντο. Γραία δε τις, ή κουρεύς ή μοναχός ή εμπειρικός επισκέπτοντο αυτούς, πολλάκις στερούμενοι και αυτών των προχειροτέρων οργάνων και μέσων, οίον μήλης ή φλεβοτόμου, αλοιφής ή κηρωτής, τιλτού και των τοιούτων…  Τα βότανα ήταν το καθιερωμένο φάρμακο για την επούλωση των κάθε λογής πληγών».

 

Κάθε βράδυ οι στρατιώτες χόρευαν υπό τους ήχους ζουρνά και νταουλιού ή συγκεντρωμένοι γύρω από έναν τραγουδιστή που συνόδευε το τραγούδι του μ’ ένα «ασιατικό μαντολίνο», άκουγαν κάποιον θούριο του Θεσσαλού Ρήγα και τις περισσότερες φορές ένα επίκαιρο πατριωτικό τραγούδι. Την ημέρα δεν υπήρχαν ούτε φρουροί ούτε προχωρημένα φυλάκια. Κάθε στρατιώτης μπορούσε να πλησιάσει τα τείχη, αρκεί να το επέτρεπαν οι Τούρκοι.

Κατά τη διάρκεια των ζεστών μεσημεριανών ωρών, κατά τις οποίες σταματούσαν οι εχθροπραξίες, παρουσιαζόταν το εξής παράξενο: ισάριθμοι Έλληνες και Τούρκοι πλησίαζαν, έδιναν τον λόγο τους ότι δεν έχουν κακό σκοπό, κάθονταν σε δυο αντικριστές γραμμές και άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις, καπνίζοντας τα τσιμπούκια τους. Μάταια οι αρχηγοί έδιναν εντολή να σταματήσουν αυτές οι συναντήσεις, αντίθετα πολλαπλασιάζονταν. Μάλιστα, στήνονταν σκανδαλώδεις αγοραπωλησίες, που μπορούσαν να παρατείνουν την άμυνα των πολιορκημένων. Κι αυτό το τελευταίο, το ξεκίνησαν οι Μανιάτες, γράφει ο Φωτάκος: «Και, καθώς λατρεύουν το χρήμα περισσότερο από όσο μισούν τους Τούρκους, έφθασαν στο σημείο να εγκαταστήσουν υπαίθρια παζάρια υπό την προστασία των τουρκικών κανονιών».

 

Η είδηση ότι οι Τούρκοι ετοίμαζαν εισβολή στον Μωριά ανησύχησε το στρατηγείο των πολιορκητών και ο Υψηλάντης αποφάσισε να γίνει έφοδος. Τα μέσα ήταν πενιχρά, αλλά η μανία για εκδίκηση μεγάλη.

Ο Raybaud ανέλαβε να προκαλέσει ένα ρείγμα στο τείχος. Ανέβασε τα βαρύτερα κανόνια σ’ ένα ύψωμα όπου βρίσκονταν οχτακόσιοι άνδρες του Γιατράκου κι άρχισε τις βολές. Σύντομα, όμως, λόγω έλλειψης βλημάτων, αναγκάστηκε να σταματήσει.

Κάποιος πρότεινε ν’ ανατινάξουν νύχτα τις τρεις πύλες του κάστρου και να βάλουν συγχρόνως φωτιά, μιας και η φύλαξή τους ήταν υποτονική. Αλλά ο Κολοκοτρώνης δεν ήθελε να καταλάβουν την Τριπολιτσά μετά από έφοδο…

Ξαφνικά, στις 8 Σεπτεμβρίου, φάνηκε οθωμανικός στόλος στον Μωριά. Αδυνατώντας να αποβιβαστεί στην Καλαμάτα, επειδή ο συνταγματάρχης Baleste κινητοποίησε δυνάμεις στις ακτές, ο στόλος κατευθύνθηκε προς την Πάτρα. Στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς εκδηλώθηκε ανησυχία, καθώς επιβαλλόταν να προωθηθούν κάποιοι στην Πάτρα, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να φύγει.

Έτσι, ο κλήρος έπεσε στον Υψηλάντη. Τού είπαν ότι ήταν απαραίτητο να πάει στην Πάτρα, να ανεβάσει το ηθικό του κόσμου και να ξαναρχίσει την πολιορκία της πόλης, κι εκείνος πείσθηκε κι αποφάσισε να ξεκινήσει στις 13 Σεπτεμβρίου.

Στο μεταξύ, η κατάσταση των πολιορκημένων είχε φθάσει στο απροχώρητο. Γυναίκες, παιδιά, γέροι, όλοι εξουθενωμένοι από την πείνα, έβγαιναν από το κάστρο και παραδίνονταν στους Έλληνες. Όλα έδειχναν ότι το τέλος πλησίαζε. Ένα από τα προμηνύματα ήταν η ξαφνική κάθοδος των Μανιατών στον κάμπο. Εγκατέλειψαν τις θέσεις τους ψηλά στην πλαγιά κι εγκαταστάθηκαν στην πρώτη γραμμή, σχεδόν κάτω από τα τείχη, έτοιμοι να βρεθούν πρώτοι μέσα σην πόλη, μόλις δινόταν το σύνθημα της σφαγής και της λεηλασίας. Ένα γεγονός που προκάλεσε την οργή των υπολοίπων Ελλήνων.

Ο Υψηλάντης έφυγε για την Πάτρα, ακολουθούμενος από όλους τους ξένους. Μόνον ο Raybaud έμεινε, ως υπεύθυνος για τους βομβαρδισμούς, και ο λόχος του Gordon που αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει τον Υψηλάντη. Η αρχιστρατηγία πέρασε στα χέρια του Πέτρου Μαυρομιχάλη και ως τοποτηρητής ορίστηκε ο Αναγνωστόπουλος.

 

 

 

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

 

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ, Σεπτέμβριος 1821

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Η τόσο συζητημένη μάχη της Τριπολιτσάς δεν είναι δυνατόν να περιληφθεί σε ένα και μόνο άρθρο. Θα προσπαθήσω να δώσω κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες, χωρίς να πλατιάζω χωρίς ουσιαστικό λόγο, με στόχο μια πολύπλευρη ματιά, τόσο από Έλληνες, όσο και από ξένους. Μεταξύ των ξένων κυριαρχεί το δίτομο χρονικό του Γάλλου λοχαγού Maxime Raybaud( Mémoires sur la Grèce pour servir à l’ histoire de la guerre de lIndépendance, accompagnés de plans topographiques, Paris 1824) που καλύπτει τα δύο πρώτα έτη της εξέγερσης. Ο Raybaud έφθασε στο Μεσολόγγι μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και άλλους στρατιωτικούς και πολεμοφόδια, με το μπρίκι «Μιχαήλ Στρογγανώφ» στις 3 Αυγούστου 1821 και ονομάστηκε ταγματάρχης, σύμφωνα με τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγεννεσίας.

Στις 11 Αυγούστου πέρασαν στην Πελοπόννησο και τρεις ημέρες αργότερα, διαβαίνοντας τα Τρίκορφα, μπήκαν στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς. Βλέποντας την πόλη από ψηλά, το θέαμα, ανάμεσα στον πυρπολημένο κάμπο, ήταν απερίγραπτο. Μικρά αλσύλια και μιναρέδες, πράσινες τέντες και θόλοι των τζαμιών, μπερδεμένοι, με τον καλοκαιρινό ήλιο να φλογώνει τον τόπο και τους ανθρώπους. Δεν υπήρχε ούτε ένας θάμνος ούτε μια πηγή. Η πόλη ήταν οχυρωμένη με τείχος 14 πόδια ψηλό, πύργους με κανόνια και περίμετρο 1.900 οργιές.

Το ελληνικό στρατόπεδο, 900 οργιές μακρύτερα στα ριζά των βουνών, είχε διάταξη ημισελήνου. Το επαναστατικό στράτευμα ήταν χωρισμένο σε τέσσερα σώματα με διοικητές τον Κολοκοτρώνη(2.500 άνδρες), τον Γιατράκο (600 άνδρες), τον Αναγνωσταρά (1.000 άνδρες) και τον Πέτρο Μαυρομιχάλη (1.500 Μανιάτες). Το ισχυρότερο ήταν του Κολοκοτρώνη στο αριστερό τμήμα του στρατοπέδου. Ο Γιατράκος βρισκόταν στο δεξιό, ο Αναγνωσταράς στο κέντρο και ο Μαυρομιχάλης στα κορφοβούνια, πίσω από τη γραμμή του μετώπου. Από την άλλη πλευρά του κάμπου, ο Μανωλάκης του Πραστού με 300 άνδρες φρουρούσε τα περάσματα προς το Άργος και το Ναύπλιο (Ανάπλι), ενώ άλλοι 150 είχαν αποκλείσει τον δρόμο για το Λοντάρι.

Όλοι μαζί δεν υπερέβαιναν τους 7.000 και δεν ήταν επαρκώς οπλισμένοι. Είχαν ένα παμπάλαιο μπρούτζινο κανόνι των 18, δύο άλλα των 16, δύο καρονάδες των 12 και 5-6 ορειβατικά, όλα σε κακή κατάσταση. Διέθεταν ακόμη τρία βομβοβόλα από την Μονεμβασιά, που τα πηγαινόφερναν με κόπο, σέρνοντάς τα σε φρικτούς δρόμους, εκ των οποίων τα δύο ήταν ήδη αχρηστευμένα.

Οι Τούρκοι ήταν διπλάσιοι σε αριθμό, πολύ καλά εξοπλισμένοι με 60 κανόνια και αρχηγό τον Κεχαγιάμπεη, έναν άντρα που προκαλούσε τρόμο. Διέθεταν ακόμη ένα πολύ ισχυρό ιππικό. Ο συνολικός πληθυσμός της πόλης ήταν, πριν την πολιορκία, 34.000 ψυχές.

Οι νεοαφιχθέντες κατευθύνθηκαν αμέσως στο αρχηγείο του Δημητρίου Υψηλάντη, ανώτατου διοικητή των Ελλήνων (στον τομέα του Αναγνωσταρά), πατώντας πάνω σε σκορπισμένα εδώ κι εκεί τούρκικα κεφάλια σε αποσύνθεση. Η μπόχα ήταν αφόρητη. Το αρχηγείο δεν ήταν παρά μια καλύβα – ένα ξεροτείχι τετράγωνο και δίπλα μια σκηνή με πολλαπλές εσόδους-εξόδους και κανένα κάθισμα, όπου συναντούσε τους υπόλοιπους καπεταναίους όταν ο ήλιος μεσουρανούσε καυτός.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν κοντός, με σώμα εύθραυστο και φαλακρό κεφάλι. Τού έλειπε η θέρμη της επικοινωνίας που συναρπάζει τα πλήθη, αρετή τόσο απαραίτητη σε καιρό ξεσηκωμού, έδινε την εντύπωση ότι αυτό το καθήκον της ηγεσίας ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Είχε, ωστόσο, μεγάλες ψυχικές αντοχές και απύθμενο θάρρος.

Έμαθαν ότι οι Έλληνες είχαν κόψει το υδραγωγείο της πόλης, ακριβώς πάνω στην πηγή του. Ήταν μεγάλο λάθος, αφού θα μπορούσαν να το κόψουν πιο κοντά στις θέσεις τους και να μην ταλαιπωρούνται και οι ίδιοι, κουβαλώντας νερό από μακριά, ενώ οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς υδρεύονταν από τα πηγάδια τους.

Η στρατηγική τους ως εκείνη τη στιγμή ήταν οι παρενοχλήσεις όσων Τούρκων έβγαιναν από τα τείχη και η παρεμπόδιση των ανεφοδιασμών τους, στοχεύοντας στον χρόνο που θα έφερνε πείνα και επιδημίες στους πολιορκημένους.

 

Φίλες και φίλοι, την επόμενη εβδομάδα θα παρακολουθήσουμε τις μάχες. Ως τότε, να είστε όλες και όλοι καλά!