The world I love:my novels, my favorite themes
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018


Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Εδώ και δέκα χρόνια δεν είχα ζωή. Το λάθος μιας στιγμής, ένας ασυγκράτητος θυμός με είχαν σπρώξει ν’ αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου- κάτι αδύνατο να επανορθωθεί, να αναιρεθεί. Στη δίκη δεν τόλμησα να σηκώσω το κεφάλι μου, να μιλήσω, να δικαιολογηθώ. Δεν υπήρχαν δικαιολογίες, ήμουν ένας δολοφόνος. Και η τιμωρία ήταν είκοσι χρόνια φυλακή.
Ποιά τύχη με οδήγησε σε αγροτικές φυλακές δεν ξέρω. Ίσως θέλησαν να χρησιμοποιήσουν το νεανικό μου σώμα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να βρεθώ από τη μια στιγμή στην άλλη να δουλεύω με τα χέρια- εγώ, το παιδί της πόλης, εγώ που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω την ήρα από το σιτάρι. Ο σωματικός πόνος με εξουθένωνε, ο φόβος στα μάτια των άλλων- ήξεραν ότι σκότωσα με ευκολία και αδιαφορούσαν για την μετάνοιά μου- μου έδειχνε κάθε στιγμή σε τι κτήνος είχα  μεταμορφωθεί και η πλήρης απομόνωση με τσάκιζε.
Έμαθα ότι αν έδειχνα καλή διαγωγή θα γλύτωνα τα μισά χρόνια. Εντάξει, θα έβγαινα έξω νέος, αλλά τι παραπάνω θα γινόταν; Ο κόσμος θα με αντιμετώπιζε με χειρότερο τρόπο από τους φυλακισμένους. Τι θα κέρδιζα; Τίποτε. Είχα παίξει και είχα χάσει. Όλη μου τη ζωή, όμως.
Σήμερα άκουσα τους άλλους να λένε ότι θα έρχονταν μια ομάδα, ένα μπουλούκι θεατρίνων να παίξουν για μας, τα αποβράσματα, να δείξουν λίγη ανθρωπιά σε μας που είχαμε σκοτώσει κάποιον δικό τους, είχαμε κλέψει κάποιον συγγενή τους, είχαμε εξαπατήσει κάποιον φίλο τους. Χωρίς χρήματα, έτσι για το καλό. Ποιό καλό; Υπάρχει καλό;
Έτσι κι αλλιώς θα μας μάζευαν όλους μαζί στην αυλή, είχαν αναθέσει κιόλας σε καμμια δεκαριά φυλακισμένους να βάλουν καρέκλες στην αυλή, να φτιάξουν μια εξέδρα για τους ηθοποιούς, να τοποθετήσουν λίγα παραβάν για να αλλάζουν τις φορεσιές τους. Όσο και να μη μ’ ενδιέφερε, δεν γινόταν να λείψω- ήταν υποχρεωτικό.
Όταν ήρθε η ώρα να μας μαζέψουν, κάθισα στην τελευταία σειρά, στο τελευταίο κάθισμα, όσο πιο μακριά γινόταν. Ο διευθυντής απηύθυνε λίγα ευχαριστήρια λόγια στον επι κεφαλής τους, ακούστηκαν τρία μεταλλικά κουδουνίσματα και δύο από τους ηθοποιούς, ντυμένοι με ρούχα άλλης εποχής, εμφανίστηκαν και άρχισαν να μιλούν. Άκουσα γέλια και σήκωσα το κεφάλι μου. Έλεγαν αστεία; Τα εξασκημένα ν’ ακούν συνομιλίες χαμηλής έντασης αυτιά μου τεντώθηκαν, σαν να ήμουν λαγωνικό. Ναι, οι κουβέντες τους ήταν αστείες, κάτι προσπαθούσαν να κάνουν,δεν τα κατάφερναν και χτυπούσαν με αγωνία τα κεφάλια τους να κατεβάσουν ιδέες.
Εμφανίστηκαν κι άλλοι ηθοποιοί και με απορία διαπίστωσα ότι μ’ ενδιέφερε ν’ακούσω τι λένε. Έρριξα μια βιαστική ματιά και εντόπισα μια άδεια θέση κάμποσες σειρές πιο μπροστά. Μετακινήθηκα ταχύτατα, λυγίζοντας τα γόνατά μου, για να μη δώσω στόχο, να μη με δουν οι ηθοποιοί και τους διακόψω- έτσι νόμιζα ο αστοιχείωτος- γιατί, ναι, οι ηθοποιοί μ’ ενδιέφεραν.
Ο χρόνος σταμάτησε στη νέα μου θέση. Ούτε ρουθούνι δεν μετακίνησα, μόνο ανάσες μικρές έπαιρνα, ρουφώντας τα λόγια σαν άγιες μελωδίες, σαν ουράνια μουσική, σαν... δεν ξέρω σαν τι, ποτέ μου δεν τα πήγα καλά με τα γράμματα.
Τα δυνατά χειροκροτήματα των άλλων μ’ έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι η παράσταση- έτσι την αποκάλεσαν- τελείωσε. Χειροκρότητσα κι εγώ, αδιαφορώντας για τα δάκρυα των ματιών μου. Μα, ναι, εγώ έκλαιγα την ώρα που οι άλλοι γελούσαν. Έβλεπα τους ηθοποιούς να μαζεύουν τα πράγματά τους και να φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους και το δικό μου οξυγόνο.
Από την άλλη μέρα μετρούσα τις μέρες που μου απέμειναν, τις μέρες που με χώριζαν από τους θεατρίνους. Τώρα είχα αποκτήσει έναν σκοπό. Να βγώ από τη φυλακή και να πάω στο θέατρο. Να γίνω η σκιά τους. Να κάνω τα θελήματά τους. Αρκεί να μ’ αφήνουν να βλέπω τις παραστάσεις.


Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017


ΤΑ ΚΑΛΛΑΝΤΑ








Στα 1872, ο Νικηφόρος Λύτρας ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα, παραδίδοντας μαθήματα ενότητας και αγάπης, προτάσσοντας τα παιδιά με την αθωότητά τους  να μας δείχνουν τον δρόμο.
Ήταν δύσκολα χρόνια εκείνα για τον τόπο μας, όπως και τα σημερινά, όπως και κάποια μελλοντικά. Η ζωή κύκλους κάνει, αδιάκοπα και ατέρμονα κι εμείς καλούμαστε για άλλη μια φορά να «μάθουμε το μάθημά μας», να εξαλείψουμε κάθε τι που  ευτελίζει την ύπαρξή μας.
Καλά Χριστούγεννα, φίλες και φίλοι! Ακούστε από τα δικά σας παιδιά και εγγόνια τα κάλλαντα, γεμίστε τις καρδιές σας με αγάπη και μήν ξεχνάτε τους κοντινούς σας ανήμπορους.
«Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θεία γέννηση θα πω στ’ αρχοντικό σας».
Η ελπίδα είναι ολοζώντανη, στέκει μπροστά σας και περιμένει να της δώσετε το χέρι για να σας οδηγήσει μπροστά. Τα Χριστούγεννα απλά μας το θυμίζουν!
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε!»


Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΕΝΑ ΦΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Σαν σήμερα γεννήθηκε η Ελένη Παπαδάκη, το φωτεινό πλάσμα που έμελε να φύγει με φρικτό τρόπο, πληρώνοντας το μίσος που κουβαλούσε ο εμφύλιος, στερώντας τον κόσμο από θεϊκές παραστάσεις που θα γίνονταν κοινωνοί όσοι περίμεναν να την ξαναδούν να ερμηνεύει με τον δικό της, εκπληκτικό τρόπο.

Δίνω τον λόγο στον Πολύβιο Μαρσάν για να μας μεταφέρει νοερά στην τελευταία της θεατρική παράσταση «Εκάβη».

Η πανηγυρική έναρξη των παραστάσεων της ΙΓ΄χειμερινής περιόδου 1943-1944 άρχισε στις 13 Δεκεμβρίου 1943 με την Εκάβη. Οι παραστάσεις δόθηκαν στην κεντρική σκηνή και όχι στο Ηρώδειο, όπως εσφαλμένα αναφέρεται σε πολλά συγγράμματα. Παραβρέθηκαν οι Αρχές Κατοχής, ανώτεροι Γερμανοί στρατιωτικοί, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου με επι κεφαλής τον Ιωάννη Ρ’αλλη και πλήθος ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών.
   Η Νέλλη Μαρσέλλου προ ετών μού είχε διηγηθεί ότι την ημέρα της πρώτης πίσω από την αυλαία επικρατούσε εκνευρισμός και αγωνία, και η Ελένη με δυνατό χτυποκάρδι περίμενε τα τελευταία λόγια που έλεγε στο μακρύ πρόλογο το φάντασμα του Πολύδωρου, για να κάμει την εμφάνισή της. Δεν ήταν μόνον ο φόβος και το τρακ της πρεμιέρας που δημιούργησαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα στα παρασκήνια. Ήταν πολλά μυθεύματα, συκοφαντίες και προπάντων εχθρότητες που περιτριγύριζαν τότε την Παπαδάκη, διαδόσεις ότι θα γίνονταν ταραχές στην αίθουσα και ότι η παράσταση θα κατέληγε σ’ ένα μεγάλο φιάσκο.
   Από τις πρώτες σκηνές το παίξιμό της και η απόδοση του κειμένου είχαν μια απίθανη ένταση, ένα συνεχές ανέβασμα, τόσο δυνατό, ώστε ο Σικελιανός που παρακολουθούσε την παράσταση διερωτάτο:
   «Μα, πώς αρχίζει έτσι η Παπαδάκη, πού θα φθάσει;;»
   Γιατί η Ελένη άρχισε την απαγγελία της σε τόνο ψηλό, με φωνή δυνατή και έπρεπε στη συνέχεια του κειμένου όλο και να ανεβαίνει φωνητικά και υποκριτικά. Γοήτεψε το ακροατήριο, όπως και τον Άγγελο Σικελιανό, από την πρώτη στιγμή. «Στην μουσικότητά της οφείλεται ο άθλος που πέτυχε στην Εκάβη», έγραψε ο Στρατής Μυριβήλης. «Ήταν ολόκληρη η ερμηνεία της ένα τραγούδι, μια μουσική ερμηνεία,που σπάνια τις χάρηκε το ελληνικό θέατρο, η δημιουργία της ήταν μια εξαίσια ολοκλήρωση από ηθοποιία, μουσική και όρχηση. Το ζευγάρωμα των τριών τεχνών που ζητούσαν οι αρχαίοι Έλληνες».

Με τα φωνητικά χαρίσματα της Παπαδάκη ασχολήθηκαν στις κριτικές τους και οι δύο κορυφαίες μουσικοκριτικοί του τότε αθηναϊκού τύπου, η Σπανούδη και η Λαλαούνη: «Τον υπέροχο θρήνο της αρχαίας τραγικής ηρωίδας δόξασε η Ελένη Παπαδάκη με όλο το μεγαλείο και την πληρότητα μιας συνειδητοποιημένης, όσο και αυθόρμητης δημιουργίας. Οι μακρόσυρτες τραγικές κραυγές  της στάθηκαν μια αποκάλυψη.Συγκλόνισαν με τις δραματικότατες μεταπτώσεις τους όλους χωρίς εξαίρεση. Η Ελένη Παπαδάκη θάμβωσε τον κόσμο σαν ένας συγκεντρωτικός φακός. Ο λόγος της, λαξευμένος υπέροχα, χρωματισμένος, αντηχούσε σαν φλογερός ορείχαλκος, ένας λόγος πολύρρυθμος, διονυσιακός...»
  
Μια μεγάλη «μικρή στιγμή» από την ερμηνεία της περιγράφει παραστατικότατα η Μαρία Αμαριώτου, δείχνοντας την επεξεργασία ως την πιο παραμικρή λεπτομέρεια της Ελένης Παπαδάκη στο στήσιμο του ρόλου:
   «... Μια νοερή ζυγαριά λες και κρατεί μπροστά της και τη γεμίζει από τη μια μεριά με τις χαμένες ευτυχίες..., τι θα βάλει στην άλλη μεριά ή πραγματικότητα; Σ’ αυτήν η Ελένη αφήνει να πέσει του Ευριπίδη η απάντηση, βαριά σαν μολύβι,φορτωμένη την απογοήτευση και την πίκρα όλων των γελασμένων ανθρώπων... Κανένας ρητορισμός και καμιά έμφαση... Μια λέξη, έτσι που την είπε η Ελένη Παπαδάκη, είναι το φοβερό κενό, το απέραντο και απόλυτο μηδέν, το απαρηγόρητο εκείνο «τίποτα», το «μηδέν» του αρχαίου κειμένου. Η κάθε κίνηση των χειλιών, όλη η μιμική του προσώπου, το βλέμμα, της φωνής το άδειο χρώμα,όλα στάζουν την πίκρα τόσο έντονα... Καθώς άκουγες εκείνο το «τίποτα» λεςκαι άδειαζε ο κόσμος του αδύνατου ανθρώπου και βούλιαζε μέσα του συνόνειρος και συνέλπιδος».

Οι διθυρμβικές κριτικές δεν έχουν τελειωμό... ο θρίαμβος υπήρξε μοναδικός, ηχηρός. Τόσος που ξύπνησε όλους τους δαίμονες της ζήλειας, της μικρότητας, του φθόνου και της εκδίκησης. Μιας σκοτεινιάς που μας στέρησε πρώιμα το φως της.  

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Με τις καμπάνες να ηχούν χαρμόσυνα, τη μελωδία των χαιρετισμών να γεμίζει την ατμόσφαιρα από την πρώτη μέρα του μήνα, ο μήνας της Παναγίας φθάνει στη μέση και στην κορύφωση των εορτασμών. Ένας μήνας ξεχωριστός για μένα για πολλούς προσωπικούς λόγους.  
Πολλοί ονομάζουν τον Δεκαπενταύγουστο «Πάσχα του Καλοκαιριού» και είναι, πράγματι τεράστια η λαμπρότητα με την οποία η Χριστιανοσύνη υμνεί και γιορτάζει την μετάσταση της Μητέρας όλων μας στους ουρανούς, την αιώνια Ανάσταση που προσφέρεται στον καθένα και που όλοι μας μπορούμε να βιώσουμε, αρκεί να έχουμε πίστη.

Σύμφωνα με την παράδοσή μας, τρείς μέρες νωρίτερα η Παναγία δέχτηκε την επίσκεψη του Γαβριήλ, ο οποίος της ανήγγειλε ότι «τα ανθρώπινα για σένα τελείωσαν». Η Παναγία έχει χρόνο να ετοιμαστεί για το μεγάλο και παντοτεινό της ταξίδι: διανέμει τα ρούχα της και αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο της στην προσευχή, ετοιμάζεται να αντικρύσει τη δόξα και τη λαμπρότητα του αιώνιου.

Η εικόνα της Κοίμησης που σας παρουσιάζω είναι έργο της νιότης του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και βρίσκεται στο νησί της Σύρου. Ο ζωγράφος ήταν περίπου 25 ετών όταν τη φιλοτέχνησε, ακολουθώντας την παραδοσιακή, αποκαλυπτική εικονογραφία της Ορθοδοξίας, με κάποιες μικρές παραλλαγές. Βλέπουμε, δηλαδή, μια δυναμική σύνθεση με την τοποθέτηση της Παναγίας ελαφρά διαγώνια και όχι σε ορθή γωνία, ταυτόχρονα με την σχεδόν ομόλογη του Ιησού, ο οποίος σκύβει προς εκείνη. Πρόκειται για λεπτομέρειες που δίνουν το στίγμα της εποχής και των ανησυχιών του ζωγράφου.




  

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

ΔΕΥΤΕΡΑ, 28 ΜΑΙΟΥ 1453
Η Τελευταία ελεύθερη μέρα της Βασιλεύουσας
Της  Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Γνωρίζω πολύ καλά ότι  για την θλιβερή επέτειο της 29ης Μαϊου 1453 θα γίνουν πλήθος αναφορές. Επιλέγω, λοιπόν, να αναφερθώ στην ακριβώς προηγούμενη, την τελευταία ελεύθερη μέρα, την ημέρα που οι πολιορκημένοι ανάσαναν τον αέρα της και τη μυρωδιά της θάλασσας, την ημέρα που τελέστηκε και η τελευταία χριστιανική λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας του Θεού Σοφίας. Την λειτουργία που η παράδοση θέλει ατελείωτη, και που περιμένει «ξάγρυπνη» να έρθει η ιερή στιγμή που θα συνεχιστεί και θα ακουστεί η απόλυση από έναν χριστιανό ιερέα. Την μέρα την αξημέρωτη.

Είχαν κιόλας συμβεί πολλά και αποκαρδιωτικά. Ωστόσο, όλοι οι ηρωικοί υπερασπιστές της Πόλης, γνώριζαν ότι κάποια στιγμή ο Μωάμεθ θα έδινε το σύνθημα της τελευταίας εφόδου- της εφόδου του θανάτου και της καταστροφής. Κι όπως ετοιμαζόντουσαν οι Τούρκοι, ετοιμαζόντουσαν και οι Ρωμαίοι με τους δύο θεόσταλτους και τραγικούς αρχηγούς τους:
Πρώτον, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, έναν άλλο Λεωνίδα που μήνυσε στον Μωάμεθ ότι «το δε την Πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ αλλου των κατοικούντων εν ταύτη∙ κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», με άλλα λόγια ένα άλλο «μολών λαβέ». Το ίδιο ακριβώς. Με το ίδιο τίμημα. Με το ίδιο στεφάνι της δόξας.
Δεύτερον, τον αρχιστράτηγο Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόγγο- το ατρόμητο παλικάρι από τη Χίο που έλκυε την καταγωγή του από την πλούσια οικογένια των Ιουστινιάνι της Γένουας∙ ένα παλικάρι που αποφάσισε μόνο του να θέσει τον εαυτό του και τους άριστα εκπαιδευμένους άνδρες του στη διάθεση του Παλαιολόγου και της ξακουστής Πόλης του.
Μου θυμίζει σε πολλά τον κατοπινό μας ήρωα Παύλο Μελά. Και οι δύο, από πλούσιες οικογένειες και έχοντας μπροστά τους μια λαμπρή καριέρα και ζωή, τα άφησαν όλα για την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας. Έδωσαν το αγνό, νεανικό τους αίμα και τα ονόματά τους έμειναν για πάντα χαραγμένα με το ανεξίτηλο μελάνι της ανιδιοτέλειας του πραγματικού ήρωα, του πραγματικού πατριώτη.

Οι πολιορκημένοι προσεύχονται και κάνουν λιτανείες με περιφορές ιερών εικόνων μπροστά στα κατεστραμένα τείχη. Έγινε η τελευταία λειτουργία κι ο κόσμος έτρεξε, λησμονώντας τους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς, όλοι όμοιοι μπροστά στον επικείμενο θάνατο, έτοιμοι να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων δίπλα στον αυτοκράτορά τους που πολεμά μαζί τους, που ξενυχτά μαζί τους, που τους εμψυχώνει ακόμη μια φορά, εκείνη την τελευταία νύχτα που τα πέπλα της έμελαν να μην αποσυρθούν με την εμφάνιση του ήλιου. Γιατί ο ήλιος της 29ης Μαϊου ήταν ψεύτικος, γιατί έλαμπε για τον εχθρό.
«Με θάρρος κι ακλόνητη πίστη χτυπάτε τους εχθρούς κι ο Κύριος και θεός μας θα μας βοηθήσει». Μ’ αυτά τα λόγια  τέλειωσε την ομιλία του ο Παλαιολόγος, κοινώνησε και πήρε μόνος το δρόμο για το παλάτι του- για τελευταία φορά.
"Ω, υπεραγία Δέσποινα, άπλωσε το χέρι ενώπιον του υιού σου και Θεού μας, προστάτεψέ μας Δέσποινα, από την οργή του Θεού κι από τον όλεθρο μας, γιατί αύτη τη στιγμή, Πάναγνη και Υπεράμωμη, είμαστε μπροστά στου άδη το στόμα: έλα, φιλέσπλαχνη και φιλάνθρωπη, και σώσε μας, πάρε μας στη δεξιά σου προτού μας καταβροχθίσει ο άδης κι όλοι θα δοξάζουν, και θα ευχαριστούν το υπεράγιο κι υπέρλαμπρο όνομα σου". Ήταν τα λόγια του Πατριάρχη που κρατούσε στα χέρια του τις άγιες εικόνες και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.

Ο Ιουστινιάνης πήγε πάλι πίσω στην Πύλη του Ρωμανού, την τραγική πύλη της πολιορκίας. Για άλλη μια φορά έστησε με τους άντρες του, όπως μπόρεσε, τα πεσμένα τείχη. Και περίμενε άγρυπνος φρουρός τον εχθρό. Πιο κεί στάθηκε ο Παλαιολόγος- ο τελευταίος αυτοκράτωρ. Θα πολεμούσαν όλοι μαζί ανδρεία και παράτολμα, όπως είχαν κάνει τόσες και τόσες φορές. Αλλά ετούτη θα ήταν η τελευταία.  
Ο ήλιος έδυσε. Το τελευταίο φως χάθηκε.
Μέσα στην ασέλληνη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα άρχισε η πιο άγρια αντιπαράθεση που κατέληξε στην νίκη του Μωάμεθ που ονομάστηκε Πορθητής και στον θάνατο των δύο αρχηγών.




Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Η ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Η σημερινή ημέρα είναι μία από τις πλέον λαοφιλείς της  Μεγάλης Εβδομάδας που διανύουμε. Ο λόγος είναι το περίφημο τροπάριο «της Κασσιανής» που ψάλλεται στην απογευματινή λειτουργία του Νυμφίου, αφιερωμένο στην πόρνη που έχυσε μύρο στα πόδια του Ιησού, εκλιπαρώντας την σωτηρία της ψυχής της.
Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, αυτή την υπέροχη γυναίκα που πολλοί θεώρησαν θύμα της εποχής της, αλλά εγώ θεωρώ ότι πρόκειται για μια ανεξάρτητη γυναίκα με γνώση, η οποία επέλεξε να μην την κρύψει, να μην παραστήσει ότι είναι κάποια άλλη. Αυτή της η απόφαση μπορεί να της στέρησε το στέμμα της Αυτοκράτειρας του Βυζαντίου, που θα την άφηνε άσημη, να φέρεται απλά ως η σύζυγος του Θεοφίλου, αλλά της χάρισε την αιωνιότητα με την αναγόρευσή της ως Οσία και με τα μελωδικά τροπάρια που συνέθεσε και μελοποίησε, ζώντας αποτραβηγμένη σε μοναστήρι.

Η Κασσιανή ή Κασσία ή Εικασία γεννήθηκε ανάμεσα στο 805 και 810 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Κάσο περί το 890, αφού ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Κρήτη. Ο πατέρας της ήταν μέλος επιφανούς φεουδαρχικής οικογένειας και φέρεται να του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυτοκρατορική αυλή.
Η ζωή και το έργο της καλύπτονται από ασάφειες. Αρχικά, το όνομά της, το οποίο απαντάται στις πηγές με τις αναφερόμενες παραλλαγές. Το πρώτο, Κασσιανή, ίσως να προέκυψε επειδή δεν ήταν συνηθισμένο και της δόθηκε ως καλογερικό το γνωστό Κασσιανός. Το δεύτερο, Κασ(σ)ία, χρησιμοποιείται από την ίδια στην ακροστιχίδα του μοναδικού σωζόμενου κανόνα της. Τέλος η παραλλαγή Εικασία (ή Ικασία), προέκυψαν από λάθος ενός αντιγραφέα που προσέθεσε το «ΕΙ» ή το «Ι».

Πρώτος βυζαντινός χρονογράφος που μας παρέχει στοιχεία για τη ζωή της είναι ο Συμεών ο Μάγιστρος, τον οποίο και ακολουθούν πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων ο Λέων ο Γραμματικός, ο Ιωάννης Ζωναράς, ο Γεώργιος Αμαρωλός κ.ά. Σύμφωνα με αυτούς η Κασσιανή ήταν ωραιότατη, σεμνή, αγνή, σοφή, παρθένος, φιλοσοφούσα και τω θεώ μένον ζώσαν, με αρχοντική καταγωγή, ενώ είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα γράμματα.
Ο Κρουμπάχερ, ο οποίος θεωρείται πατέρας της ιστορίας της βυζαντινής λογοτεχνίας, γράφει για την Κασσιανή: «Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια. Προσωπικότητα ενδιαφέρουσα και σαν άτομο και σαν λογοτέχνης. Παρουσιάζεται στη ζωή της με απλότητα, αξιοπρέπεια και θάρρος στο να διατυπώνει τις απόψεις της. Ήταν άλλωστε πολύ μορφωμένη».
Και ήταν, πράγματι, αυτά τα χαρίσματα που ώθησαν την Ευφροσύνη, την μητριά του Θεόφιλου, να την περιλάβει ως υποψήφια νύφη του γιού της.
Τρεις από τους παραπάνω χρονικογράφους επιβεβαιώνουν ότι η Κασσιανή έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης  για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Η τελετή της επιλογής τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830, κατά την οποία ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο.

Σύμφωνα με την παράδοση, θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσιανής, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε:  «ς ρα διά γυναικός ἐῤῥρύη τ φαλα» (Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά), αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα.
Η Κασσιανή, ετοιμόλογη, του απάντησε: «λλά κα διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» (Και από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα καλά), αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας.

Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε, απέρριψε την Κασσιανή και επέλεξε τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του. Ωστόσο, ο διάλογος αυτός δεν είναι πρωτότυπος ενώ και η σκηνή είναι μάλλον μύθος. Ο διάλογος ευρίσκεται σε λόγο Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου που αποδίδεται στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ή τον Γρηγόριο τον Θαυματουργό, αλλά ίσως και να προέρχεται από τον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατ’ άλλους, οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αργότερα από την εποχή που έζησε η Κασσιανή, το διήγημα περιέχει μοτίβα από την περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης, η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους, ως αντίδραση ενάντια στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Η Κασσιανή, πάντως, όταν έχασε τον θρόνο, υπερασπιζόμενη ουσιαστικά την Παναγία, κλείστηκε σε μοναστήρι και αφοσιώθηκε στον Χριστό.

Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για εκείνη είναι ότι το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. 
Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου της αποδίδει διαφορετικά κίνητρα. Η Κασσιανή διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της.
Στον μοναχικό βίο της, στο μοναστήρι που η ίδια ίδρυσε, είχε την ευκαιρία να καλλιεργήσει το ποιητικό της ταλέντο και να δημιουργήσει θαυμάσιους εκκλησιαστικούς ύμνους. Αναδείχθηκε με την πίστη της, με την ασκητική της ζωή και το Θείο Χάρισμα της ποίησης, αθάνατη υμνωδός της εκκλησίας. Κατά τις ώρες της προσευχής και της κατάνυξης εμπνεύστηκε θαυμάσιους εκκλησιαστικούς ύμνους, τροπάρια ιδιόμελα και ειρμούς.

Η Κασσιανή είναι μία από τους πρώτους μεσαιωνικούς συνθέτες τα έργα των οποίων σώζονται αλλά και μπορούν να ερμηνευτούν από σύγχρονους ειδικούς και μουσικούς. Περίπου 50 από τους ύμνους έχουν διασωθεί και 23 από αυτούς περιλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ακριβής αριθμός τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί, καθώς πολλοί ύμνοι αποδίδονται σε διαφορετικά πρόσωπα, σε διάφορα χειρόγραφα, ενώ το φαινόμενο να μη σώζεται το όνομα του υμνογράφου είναι πολύ συχνό.
Επιπλέον, σώζονται 789 μη λειτουργικοί της στίχοι. Πρόκειται κυρίως για «γνωμικά», όπως για παράδειγμα το παρακάτω:
«Απεχθάνομαι τον πλούσιο άντρα που γκρινιάζει σαν να ήταν φτωχός».
Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, αν και καμιά βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.

Το πιο γνωστό της τροπάριο είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται στην ανώνυμη αμαρτωλή του Ευαγγελίου, το «Τροπάριο της Κασσιανής».
Η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα που αφού την έσωσε από το λιθοβολισμό ο Χριστός της είπε: «πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» συνάντησε το Χριστό στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου. Είναι πια σεμνή και ηθική και πλησιάζει το Χριστό μ’ ευγνωμοσύνη, πλένει τα πόδια του με μύρο και με δάκρυα και τα σκουπίζει με τα ξέμπλεκα μαλλιά της, κλαίγοντας και ζητώντας θεϊκό έλεος.
Αυτό το κομμάτι του ευαγγελίου, αυτή η απλή και συγχρόνως πολύπλευρα βαθιά περιγραφή, συγκλόνισε την Κασσιανή και δημιούργησε αυτό το αριστούργημα.
Επιστρέφοντας στα της παράδοσης, ο Θεόφιλος, παρά την επιλογή του, παρέμεινε ερωτευμένος με την Κασσιανή σε όλη του τη ζωή. Επιθυμώντας να την δει για  τελευταία φορά πριν πεθάνει, πήγε στο μοναστήρι όπου εκείνη εμόναζε.
Η Κασσιανή, μόνη στο κελί της γράφει το συγκεκριμένο τροπάριο,  όταν αντιλαμβάνεται την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Για να αποφύγει τη συνάντηση, που προφανώς θα την τάραζε συναισθηματικά, άφησε το κελί της και κρύφτηκε μέσα σ’ ένα ντουλάπι, αφήνοντας το μισοτελειωμένο τροπάριο πάνω στο μικρό της τραπέζι.
Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί και μπήκε σ’ αυτό ολομόναχος. Ο αυτοκράτορας έκλαψε, μετανοιώνοντας για εκείνη τη μοιραία στιγμή υπερηφάνειας, εξ αιτίας της οποίας έχασε τη συμβίωση με μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια είδε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι,  τα διάβασε και αποφάσισε να προσθέσει κι εκείνος έναν στίχο. Αντελήφθηκε την κρυμένη Κασσιανή, σεβάστηκε την επιθυμία της και έγραψε:
 «ν ν τ παραδείσ Εα τ δειλινόν, κρότον τος σν χηθεσα, τ φόβ κρύβη».

Η Κασσιανή βγήκε από το ντουλάπι μετά την απομάκρυνση του Θεόφιλου, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον υπέροχο ύμνο.

Κριε, ν πολλας μαρταις περιπεσοσα γυν,                      
      Κύριε, η γυναίκα που έπεσε    σε   πολλές αμαρτίες,
τν σν ασθομνη θετητα, μυροφρου ναλαβοσα τξιν,
   σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
δυρομνη, μρα σοι, πρ το νταφιασμο κομζει.
   και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
Ομοι! λγουσα, τι νξ μοι πρχει, οστρος κολασας,
   κι έλεγε οδυρόμενη:  Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα  μου είναι   νύχτα κατασκότεινη
ζοφδης τε κα σληνος ρως τς μαρτας.
   και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της  αμαρτίας.
Δξαι μου τς πηγς τν δακρων,
   Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
νεφλαις διεξγων τς θαλσσης τ δωρ·
   εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
κμφθητ μοι πρς τος στεναγμος τς καρδας,
  Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
κλνας τος ορανος τ φτ σου κενσει.
   εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Καταφιλσω τος χρντους σου πδας,
   Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
ποσμξω τοτους δ πλιν τος τς κεφαλς μου βοστρχοις·
   και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
ν ν τ παραδεσ Εα τ δειλινν,
  αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
κρτον τος σν χηθεσα, τ φβ κρβη.
   τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
μαρτιν μου τ πλθη κα κριμτων σου βσσους
   Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
τς ξιχνισει, ψυχοσστα Σωτρ μου;
   ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μ με τν σν δολην παρδς, μτρητον χων τ λεος.
   Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.