The world I love:my novels, my favorite themes

Σάββατο 31 Μαρτίου 2018


ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ομηρικά έπη: Μύθος ή μνήμη;
Της Dimitra Papanastasopoulou



Με τη σημερινή ανάρτηση και την αναφορά στα αθάνατα έπη του Ομήρου τελειώνει το μεγάλο αφιέρωμα στον εκπληκτικό και αστραφτερό μυκηναϊκό πολιτισμό.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να χρονολογηθεί η δημιουργία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αλλά η ευρύτερη γενική συναίνεση τοποθετεί τα τελευταία μεγάλα στάδια της συγγραφής στα τέλη του 8ου π.Χ. αι. Οποιαδήποτε εκτίμηση της σχέσης των Ομηρικών επών με τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό είναι ελλιπής αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν ο χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων πεντακοσίων ετών, μια περίοδος κατά την οποία μεταδόθηκε ή αναπτύχθηκε η παραδοσιακή προφορική ποίηση που οδήγησε στα έπη του Ομήρου. Η προφορική παράδοση μπορεί να θεωρηθεί σαν παράγωγο είτε της Μυκηναϊκής Περιόδου είτε της Σκοτεινής Εποχής που ακολούθησε.
Το υπόβαθρο της κοινωνίας των δύο παραπάνω περιόδων μπορεί σήμερα να ιδωθεί ευκρινέστερα. Ουσιαστικά, ο όρος Σκοτεινή Εποχή δεν κυριολεκτεί, αν και δεν έχει βρεθεί ένας καλύτερος ορος. Πιο σημαντική για την κατανόηση της Κλασικής Ελλάδας είναι η ιστορική συνέχεια που τώρα μπορεί να ανιχνευθεί χρονικά προς τα πίσω, από την Αρχαϊκή Περίοδο στα μηκυναϊκά ανάκτορα και μετά. Υπήρχαν σταδιακές και αθροιστικές αλλαγές, όχι αιφνίδιες και ριζοσπαστικές, καθώς δεν υπάρχει ασυνέπεια στα αρχαιολογικά αρχεία.
Η μόνη ξαφνική και εκτεταμένη αλλαγή, εντοπισμένη στα υλικά υπολείμματα, είναι η εξαφάνιση των ανακτόρων και του διοικητικού συστήματος που αυτά υποστήριζαν. Δεν υπάρχουν καινοτομίες στο υλικό αρχείο, δεν υπάρχουν νέοι τύποι κεραμικής ή μεταλλουργίας τέτοιοι που να επιβάλλουν την πίστη στον ερχομό οποιασδήποτε μεγάλης ομάδας στη νότια Ελλάδα στα τέλη του 13ου π.Χ.αι. ή μετά.

Αφού το κλειδί στην ιστορία είναι η ένωση του μεγαλύτερου μέρους της Ελλάδας σε μια μεγάλη εκστρατεία, η μοναδική πιθανή περίοδος για την πολιορκία της Τροίας είναι αυτή του 13ου π.Χ. αι. όταν η μυκηναϊκή ισχύς ήταν στο απόγειό της.Οι τοποθεσίες που καταγράφονται στον ομηρικό Νηών Κατάλογο έχουν εξαιρετική ομοιότητα με τις μυκηναϊκές αρχαιολογικές θέσεις της περιόδου – γνωστές από τις ανασκαφές. Τα κράνη από δόντια αγριόχοιρων χρησιμοποιούνταν ακόμη. Θραύσματα τοιχογραφίας από τις Μυκληνες δείχνουν έναν στρατιώτη να πέφτει από το τείχο μιας πόλης και στην Πύλο οι μυκηναϊκές δυνάμεις πολέμησαν εναντίον ξένων με δερμάτινα ενδύματα.
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν ανακλούν, απαραίτητα, τις ίδιες εποχές στον ίδιο βαθμό. Το θέμα των ηρώων που επιστρέφουν ίσως να είναι μυκηναϊκό, αλλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την επιστροφή τους υποδηλώνουν την περίοδο που ακολούθησε την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων. Οι πεποιθήσεις της Ηρωικής Εποχής έχουν πλέον εξαφανιστεί, όταν ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του. Για τον ίδιο λόγο, μοιάζει λιγότερο πιθανό η ιστορία της πολιορκίας της Τροίας να προέρχεται από αυτήν την περίοδο.
Ορισμένα στοιχεία, δευτερεύοντα ως προς τις κύριες ιστορίες, προέρχονται με βεβαιότητα από την Σκοτεινή Εποχή. Αναφορές σε φοινικικά ασημένια δοχεία ανήκουν στον 9ο π.Χ.αι.(υπάρχει ένα στην Κνωσσό). Όχι μόνο η χρήση του σιδήρου είναι συχνή, αλλά η ίδια η τεχνολογία του Ηφαίστου όταν δημιουργεί την χάλκινη πανοπλία του Αχιλλέα στην Ιλιάδα είναι δουλειά σιδηρουργού, όχι χαλκουργού!
Το άλλο κύριο θέμα της Οδύσσειας, τα δέκα χρόνια της περιπέτειας, θεωρείται πρωτίστως προϊόν μεταγενέστερης εποχής, αφού ανήκει στο είδος των «ιστοριών των ταξιδευτών», δηλαδή των υπερβολών. Ίδια κι απαράλλαχτα με τις περιπέτειες του Σεβάχ του Θαλασσινού, που απηχούν τις πρώτες περιπέτειες των Αράβων ανάμεσα στους κινδύνους του Ινδικού Ωκεανού και με τις παρόμοιες του Κολόμβου που ανακλούν την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, η ιστορία του Οδυσσέα ανακλά με βεβαιότητα μια περίοδο εξερεύνησης.
Μήπως θα πρέπει λοιπόν να τοποθετηθεί τόσο νωρίς όσο οι λακκοειδείς τάφοι, όταν οι Μυκηναίοι συναντούν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη στα ρεύματα των στενών της Μεσσήνης, ανάμεσα στην Ιταλία και στην Σικελία; Ή είναι προϊόν του 9ου π.Χ.αι. όταν οι Έλληνες ναυτικοί εξορμούσαν δυτικά προς την Αδριατική, διηγούμενοι ιστορίες με κινδύνους για να αποτρέψουν τους ανταγωνιστές τους;
Δεν μπορεί να εκκληφθεί ως σύμπτωση ότι η Ιθάκη, με τους προστατευμένους της όρμους, το φυσικό πρώτο και τελευταίο λιμάνι προσέγγισης σ’ αυτό το άλμα στο άγνωστο, ήταν η θρυλική πατρίδα του ατρόμητου Οδυσσέα ή ότι στους επόμενους αιώνες οι ταξιδιώτες θα αφιέρωναν αναθήματα προς τιμήν του, για να εξασφαλίσουν την προστασία του, στα ιερά της πόλης στην Ιθάκη.
Η Οδύσσεια μας παρέχει πολλά περισσότερα στοιχεία σχετικά με την σύγχρονη κοινωνία, παρά η Ιλιάδα. Άρα γε, ο Οδυσσέας αντιπροσωπεύει τον παντοδύναμο βασιλιά της Ιθάκης ή, όπως συνέβη συχνότατα στους επόμενους αιώνες, μια ομάδα αντίπαλαων αριστοκρατών που διατηρούσαν την εξουσία επισφαλώς με την δύναμη των όπλων και της ευφυϊας;
   

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018


Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΥΑΤΙΕ (732 μ.Χ.)
Η αναχαίτηση των Αράβων από την Ευρώπη
Της Dimitra Papanastasopoulou



Είναι κάποια γεγονότα που από τη φύση τους κρίνονται σπουδαιότερα από άλλα, επειδή αν δεν είχαν την συγκεκριμένη κατάληξη ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός. Ένα από αυτά είναι η καθοριστική μάχη που δόθηκε ανάμεσα στο Πουατιέ και στην Τουρ της Γαλλίας, από τις ενωμένες δυνάμεις Φράγκων και Βουργουνδών εναντίον των Αράβων που είχαν κιόλας κατακτήσει την Ισπανία. Αν είχαν νικήσει οι Άραβες, θα είχε επικρατήσει ο ισλαμισμός σε όλη την Ευρώπη.

Ας δούμε συνοπτικά την εξάπλωση των Αράβων πριν περάσουμε στην πολύκροτη μάχη.
Ο 7ος αιώνας ήταν η αρχή της επέκτασης των Αράβων. Προελαύνοντας ανίκητοι, κατάφεραν από το 634 ως το 646 να καταλάβουν την Δαμασκό, την Ιερουσαλήμ και την Αίγυπτο, αποκτώντας πλήρη έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων της Μεσογείου. Στη συνέχεια(649-654) κατέλαβαν την Κύπρο, την Κρήτη, τη Ρόδο και τη Σικελία, ενώ η κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής(Λιβύη, Τυνησία, Μαρόκο, Αλγερία) υπήρξε καταιγιστική.
Βασικό ρόλο έπαιξε η στάση των βερβερικών φυλών- αυτόνομες ως τότε- που ασπάστηκαν το Ισλάμ, έστω και με κάποιες επαναστάσεις. Το 710 ο στρατηγός Μούσα Ιμπν Νουσαϊρ που ήταν διοικητής του Μακρέμπ(των δυτικών αφρικανικών κτήσεων) έστειλε την πρώτη ερευνητική αποστολή στην Ισπανία, για να ακολουθήσει δεύτερη την επόμενη χρονιά, υπό τον Γκίμπρ αλ Ταρίκ Ζιγιάντ. Ήταν μια επιτυχημένη εκστρατεία που επέτρεψε στους Άραβες να περάσουν το Γιβραλτάρ ( από τότε πήρε το όνομα αυτό από τον στρατηγό Γκίμπρ αλ Ταρίκ∙το όνομα σημαίνει ο βράχος του Ταρίκ) και να πατήσουν σε ισπανικό έδαφος. Οι εσωτερικές διενέξεις που ταλαιπωρούσαν το βησιγοτθικό βασίλειο της Ισπανίας δεν είχαν τη δύναμη να αμυνθούν. Η Γρανάδα, η Κόρδοβα, το Τολέδο και ένα σωρό ισπανικές πόλεις έπεφταν η μία πίσω από την άλλη, γινόμενες μέρος του χαλιφάτου της Ανδαλουσίας.
Όσοι Χριστιανοί κατάφεραν να γλυτώσουν, κατέφυγαν στην Αστούρια, στα βορειοδυτικά της Ισπανίας, ενώ η αραβική επέλαση συνεχίζεται ανεβαίνοντας όλο και πιο βόρεια. Ωστόσο, το σαράκι της αρχηγίας, εκφρασμένης μέσω της αυτονομίας, «χτύπησε» τους Άραβες. Η καταστολή του φαινομένου ανατέθηκε από τον χαλίφη Χισάμ Άμπντ αλ Μαλίκ στον κυβερνήτη της ανατολικής Ανδαλουσίας Άμπντ αρ Ραχμάν, μαζί με την αποστολή να βάλει τέλος στις προσπάθειες του Φράγκου πρίγκιπα της Ακουϊτανίας για επικράτηση.

Οι Άραβες με τους Βερβερίνους συνέχιζαν επικρατώντας λιγότερο ή περισσότερο εύκολα την επιδρομή τους, φτάνοντας στα Πυρηναία και βαδίζοντας προς την Γαλατία. Οι γείτονες της περιοχής, οι Φράγκοι, με αρχηγό τους τον Κάρολο, έναν άνδρα που είχε περάσει από φωτιά και σίδερο μέχρι να πάρει τον τίτλο, ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Άραβες, αποφασισμένοι να τους σταματήσουν, να νικήσουν ή να πεθάνουν, έχοντας πλήρη επίγνωση της ιστορικής στιγμής.
Η αναμέτρηση των δύο αντίπαλων και άνισων στρατών (οι Άραβες ήταν περισσότεροι) έγινε σε μια πλαγιά, ανάμεσα στο Πουατιέ και στην Τουρ, στα βόρεια σύνορα του φραγκικού βασιλείου της Ακουιταίνης (σημερινή κεντρική-δυτική Γαλλία), εκεί όπου ο Κλέν και ο Βιεν ενώνουν τα νερά τους, μια τοποθεσία διαλεγμένη από τον Κάρολο.
Οι Άραβες, υπό τον Ραχμάν, γεμάτοι λάφυρα, υποχρεώθηκαν να στρατοπεδεύσουν σε χαμηλότερο σημείο της πλαγιάς, σε σχέση με τον Κάρολο, ο οποίος παρέταξε τις δυνάμεις του(Φράγκοι, Γερμανοί, Αλαμανοί, Σάξονες, Γαλάτες)σε αμυντική και κυκλική φάλαγγα.
Δύο διαφορετικοί πολιτισμοί, δύο διαφορετικοί κόσμοι ετοιμάστηκαν να εξουδετερώσουν ο ένας τον άλλον. Από τη μια οι πολυπληθείς μικρόσωμοι Άραβες, με τα λευκά τουρμπάνια και το ιππικό τους, από την άλλη οι μεγαλόσωμοι, αλλά πεζοί, Φράγκοι με τα στρογγυλά καπέλα, τα μακριά τους κοντάρια, παρατεταγμένοι σ’ ένα αδιαπέραστο τείχος- το τείχος του πάγου όπως έμεινε γνωστό.
Για έξι ολόκληρες μέρες, με τον Ραχμάν να ελπίζει σε κάποιες περαιτέρω ενισχύσεις, από ομάδες του που πλιατσικολογούσαν στην ευρύτερη περιοχή, οι δύο στρατοί περιορίστηκαν σε κάποιες ασήμαντες αψιμαχίες. Ο Ραχμάν παρατηρώντας όλο και καλύτερα την μειονεκτική θέση του στρατού του, αισθανόταν άβολα. Επι πλέον, δεν είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει τη δύναμη των αντιπάλων με τα τεχνάσματα που σκαρφιζόταν ο Κάρολος ( το δάσος πίσω τού πρόσφερε άριστη κάλυψη).
Το κρύο ήταν τσουχτερό. Οι Φράγκοι ήταν συνηθισμένοι, ενώ οι Άραβες όχι, και επί πλέον δεν διέθεταν τα απαραίτητα ζεστά ρούχα.
Τελικά, την 25η Οκτωβρίου ο Ραχμάν έδωσε τη διαταγή της επίθεσης, προσδοκώντας άλλη μια φορά στην δυνατότητα του ιππικού του να διεισδύει στις εχθρικές γραμμές, να προκαλεί υπερφαλάγγιση και να διασπά την εχθρική παράταξη.
Η μία επέλαση διαδεχόταν την άλλη, αλλά εις μάτην. Το έδαφος και τα δέντρα ανέκοπαν την ορμή του, ενώ οι Φράγκοι έμεναν απόλυτα πειθαρχημένοι στις θέσεις τους, θρυμματίζοντας τα πλευρά και τα πόδια των αραβικών αλόγων με τα ξίφη, τα σφυριά και τα καρφιά τους, αποτελειώνοντας εύκολα τους πεσμένους στο έδαφος Άραβες.
Η μάχη τελείωσε με το πέσιμο της νύχτας, με τον Ραχμάν νεκρό και τους Άραβες να εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης αργά το βράδυ. Οι Φράγκοι το ανακάλυψαν την επομένη το πρωί.
Ο Κάρολος απέκτησε το προσωνύμιο «Μαρτέλος» που σημαίνει «σφυρί», με αφορμή το χαρακτηριστικό φραγκικό πέλεκυ που κράδαινε.
Ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Οι Άραβες είχαν υποχωρήσει για πάντα και τέθηκαν οι βάσεις μιας ισχυρής δύναμης στην Δυτική Ευρώπη, για πρώτη φορά μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476.
  


Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018


CONSTANTINO BRUMIDI (1805-1880)
Ο Μιχαήλ Άγγελος της Αμερικής
Της Dimitra Papanastasopoulou




Ένας εξαιρετικός ζωγράφος, ελληνικής καταγωγής που έφτασε να ζωγραφίσει το αμερικανικό Καπιτώλιο, ξοδεύοντας για το μεγαλειώδες αυτό έργο είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια!
Μια περιπετειώδης ζωή, ένας αφανής καλλιτέχνης, με τη μοίρα των πολλών εξ αυτών να πεθαίνουν άσημοι και πάμπτωχοι, τελευταία, και χάρη στην επιμονή μιας Αμερικανίδας ξεναγού, ήρθε ξανά στο προσκήνιο και αποθεώνεται η τεχνική του δεινότητα.

Ο Κωνσταντίνος Μπρουμίδης γεννήθηκε στη Ρώμη από τον Σταύρο Μπρουμίδη εκ Φιλιατρών και την Ιταλίδα Άννα Μπιανκίνι. Η οικογένεια του πατέρα του είχε ρίζες από το 1652 και πολεμούσε τους Τούρκους. Πρόγονοι του Κωνσταντίνου πολέμησαν στα Ορλωφικά, κάποιοι ήταν ηγετικά στελέχη. Κυνηγημένοι από τους Τούρκους, αναγκάστηκαν να διαφύγουν στη Ζάκυνθο στα 1774 και από εκεί στη Ρώμη.
Η κλίση στη ζωγραφική εκδηλώθηκε πολύ νωρίς στον Κωνσταντίνο που αρχίζει να φιλοτεχνεί τοιχογραφίες στα αριστοκρατικά παλάτσο της Ρώμης. Όταν φθάνει στην ηλικία των δεκατριών ετών, σπουδάζει ζωγραφική στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη, με δασκάλους μεγάλα ονόματα της ιταλικής τέχνης(Αντόνιο Κάνοβα, Μπερτέλ Τόρβαλντσεν). Γρήγορα γίνεται αντιληπτό το ταλέντο του στις αναγεννησιακές τοιχογραφίες, αλλά και στην γλυπτική. Δεν θ’ αργήσει να γίνει ένας από τους καλύτερους ζωγράφους της Ρώμης.
Στα 1840 ο Πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ΄τού ανέθεσε την αποκατάσταση των κατεστραμμένων τοιχογραφιών του Ραφαήλ στο Βατικανό, ενώ αργότερα ανέλαβε τη δημιουργία του πορτρέτου του Πάπα Πίου Θ΄. Ενθουσιασμένος ο Πίος τον παρασημοφόρησε και τον προσέλαβε στη φρουρά του Βατικανού. Η τιμή αυτή μετά από λίγα χρόνια θα φέρει τη ρήξη μεταξύ τους, αφού ο Μπρουμίδης θα αρνηθεί να πάρει όπλο και να πολεμήσει τον Γαριβάλδη. Η άρνησή του έχει ως αποτέλεσμα να βρεθεί φυλακισμένος στα μπουντρούμια του Βατικανού, αφήνοντας τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του σε απόγνωση. Δέκα τέσσερις μήνες αργότερα, ο Πάπας τον ελευθέρωσε, αλλά ο Μπρουμίδης δεν αισθανόταν ασφαλής. Η έλευση του γαλλικού στρατού στη Ρώμη το 1849, τον έπεισε ότι ήταν ώρα να σαλπάρει για την Αμερική- τη χώρα της ευκαιρίας για όλους, τη χώρα που ήδη του προσέφερε δουλειές και συμβόλαια.
Ο Μπρουμίδης πάτησε το πόδι του στο φιλόξενο για εκείνον αμερικανικό έδαφος το 1852 και πήρε την αμερικανική υπηκοότητα το 1857. Πήγε μόνος, αφήνοντας για πάντα πίσω την οικογένειά του, διατηρώντας μόνον αλληλογραφία με την κόρη του.
Δεν προλαβαίνει να φιλοτεχνεί πορτρέτα, να διακοσμεί εκκλησίες και η φήμη του μεγαλώνει: όλοι μιλούν για τον Ιταλό που ζωγραφίζει σαν τον Μιχαήλ Άγγελο.
Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στο Μεξικό, όπου φιλοτέχνησε μια αναπαράσταση της Αγίας Τριάδας στον καθεδρικό της πόλης του Μεξικού, επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον και το Καπιτώλιο. Οι λευκοί του τοίχοι τού μιλούν, παραστάσεις γεννιούνται αμέσως στο γόνιμο μυαλό του. Δεν διστάζει στιγμή και προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Φρούραρχο του Καπιτωλίου, τον επιστάτη των έργων επέκτασης του κτιρίου, δηλαδή.
Και άρχισε το έργο του από την Αίθουσα Συνεδριάσεων της Επιτροπής Γεωργίας.
Όλοι εντυπωσιάζονται και μέσα σε λίγα χρόνια γίνεται γνωστός ως «κυβερνητικός ζωγράφος». Όσες ώρες ζωγραφίζει ανεβασμένος πάνω στις σκαλωσιές, ένα σταθερό κοινό τον παρακολουθεί και τον θαυμάζει...
Το σημαντικότερο έργο του Μπρουμίδη στο Καπιτώλιο είναι ο θόλος του∙ περιλαμβάνει την κολοσσιαία Αποθέωση του Ουάσιγκτον και την ζωφόρο της Αμερικανικής Ιστορίας, με αλληγορικές παραστάσεις από την ιστορία του αμερικανικού έθνους. Οι διάδρομοι της Συγκλήτου θα μείνουν γνωστοί ως Διάδρομοι Μπρουμίδη, ενώ οι παραστάσεις του για την Ελευθερία και την Ένωση στον προθάλαμο του Λευκού Οίκου είναι μνημειώδεις.
Τα πορτρέτα όλων των πατέρων του αμερικανικού έθνους με τις περιβόητες αλληγορίες είναι δικά του έργα, έργα που τον οδήγησαν στο πάνθεον της αμερικανικής τέχνης.

Ζωγράφιζε μέχρι τέλους, χωρίς να κάμπτεται από το πέσιμο από τη σκαλωσιά και τις αρρώστιες που τον βρήκαν αργότερα, περνώντας τον περισσότερο χρόνο του μέσα στο Καπιτώλιο. Συνολικά, ζωγράφισε περισσότερα από 1.500 τ.μ. στο Καπιτώλιο.
Αν και τάφηκε στο νεκροταφείο των διασημοτήτων (Κοιμητήριο Γκλένγουντ) το μνήμα του παρέμεινε χωρίς επιγραφή. Και θα έμενε λησμονημένος για τα επόμενα εβδομήνα δύο χρόνια. Παραμένει μυστήριος ο λόγος που πέρασε τα τελευταία του χρόνια φτωχός, παρά την παχυλή αμοιβή που λάμβανε όλα του τα χρόνια.

Το 2008 ο πρόεδρος Τζόρτζ Μπούς υπέγραψε διάταγμα που απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου στον Έλληνα ζωγράφο.

Επιλέγω να μη σας δείξω τον ίδιο τον μεγάλο καλλιτέχνη, αλλά το έργο του Ελευθερία.


Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018


ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θρησκεία
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια» οι θεοί παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο  στα θέματα που αφορούν τους ανθρώπους. Βέβαια, όπως έχει συχνά παρατηρηθεί,  στα έπη του Ομήρου  συχνά οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ως θεοί και οι θεοί ως άνθρωποι.
Με τους Έλληνες νεοαφιχθέντες μετά το τέλος της Εποχής του Χαλκού, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι και οι θεοί τους ήταν κι εκείνοι νεοφερμένοι, και ότι κάποια ίχνη του σφετερισμού τους μιας παλιότερης γενιάς διατηρήθηκαν στους μύθους του Κρόνου και της Ρέας.
Σήμερα, με το μυστήριο των πινακίδων της Γραμμικής Β λυμένο, είναι βέβαιον ότι οι θεότητες που έχουν το ίδιο όνομα- αν όχι και τα ίδια χαρακτηριστικά- λατρεύονταν στη διάρκεια της Μυκηναϊκής Περιόδου. Τα ονόματα του Διός και της Ήρας, του Ποσειδώνα και της Αθηνάς, του Ερμή και του Ηφαίστου, αναγνωρίζονται μεταξύ των υπλοίπων, ενώ υπάρχουν και οικείοι τίτλοι όπως πότνια (= έντιμη, σεβαστή,ιερή).
Σημειώνω εδώ ότι με τον όρο πότνια απευθύνονταν κυρίως στη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Υπάρχει επίσης η Πότνια Θηρών, μια πρώιμη τοπική θεότητα που ταυτίζεται με τη θεά Αθηνά. Αλλά, όταν αυτή η θεότητα απεικονίζεται να κρατά πουλιά και ζώα, είναι θεότητα με δικαιοδοσία στη γέννηση και στον θάνατο των ζώων.
Η απουσία γραμματείας ή γραπτής ιστορίας αυτής της περιόδου μας στερεί από στοιχεία σχετικά με την σημασία εκείνων των θεών για τους ανθρώπους. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής φαίνεται να κατέχουν τη γη, όπως και στις κατοπινές περιόδους, και να έχουν υπηρέτες. Σε μια πινακίδα καταγράφεται ένα αρχείο προσφορών προς έναν θεό.
Εκτός από αυτό το επίπεδο πρέπει να δούμε ερείπια ναών, λείψανα λατρευτικών αντικειμένων,υπολείμματα ταφικών συνηθειών ή απεικονίσεις της θρησκευτικής δραστηριότητας στην τέχνη.
Μελετώντας αυτά τα άηχα ίχνη των αρχαίων δοξασιών αναγνωρίζουμε ότι, περισσότερο από κάθε άλλη πτυχή του Ελληνικού Προϊστορικού Πολιτισμού, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί, να μην επιβάλουμε τις δικές μας απόψεις ή όποιες ταιριάζουν σε άλλες εποχές και άλλες περιοχές.
Ο ανθρωπολόγος μπορεί να παρατηρήσει τα ζωντανά παραδείγματα των λατρευικών συνηθειών, συμπεριλαμβανομένης της εκμετάλλευσης της εκφραστικής δραστηριότητας, της φραστικής διατύπωσης ή των συμβολικών αντικειμένων.
Αντίθετα, ο αρχαιολόγος  περιορίζεται συχνότατα στην εξέταση των παραφερνάλια που σώζονται από όσα θεωρούνται ότι ανακλούν την θρησκευτική δραστηριότητα, σαν βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη χρήση τους ή την συμβολική τους σημασία. Οποιαδήποτε άλη σχολαστικότερη προσέγγιση έναντι των υποκειμέων δοξασιών δεν μπορεί παρά να είναι υποθετική.

Είναι πολύ πιθανό να υπήρχαν πολλές θεότητες, συχνά με τοπικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες και ότι οι λατρευτικές συνήθειες ποίκιλλαν από τόπο σε τόπο, ακόμη κι όταν λατρευόταν ο ίδιος θεός ή θεά. Ακόμη, είναι πιθανή η ύπαρξη στοιχείων δανεισμένων από τις δοξασίες και τις συνήθειες των κοινωνιών της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου, με τις οποίες υπήρχε επαφή εξ αιτίας του εμπορίου, με τον ίδιο τρόπο που συνέβη στις μεταγενέστερες περιόδους.
Ίσως είναι αυτή η πηγή από την οποία οι Μυκηναίοι αντλούν τα μυθικά πλάσματα όπως ο γρύπας ή η σφίγγα, τα οποία βλέπουμε συχνά να έχουν θρησκευτική συνάφεια στη μυκηναϊκή τέχνη.
Αναπόφευκτα, στην έρευνα για λατρευτκές διαδικασίες που πραγματοποιούνταν σε ναούς ή στα σπίτια,για ενδείξεις θυσιών ή άλλων προσφορών, ή για την ύπαρξη συγκεκριμένων τελετουργιών και λατρευτικών αντικειμένων, πρέπει να επιστρατευθούν κριτήρια που προέρχονται από άλλες περιοχές και περιόδους.
Αυτά τα κριτήρια ίσως βασίζονται σε τεκμηριωμένα θρησκευτικά σύνολα και δομές ιδιαίτερου χαρακτήρα, βοηθώντας στην αναγνώριση τόπων ή αντικειμένων που συνδέονταν με τις συνήθειες της λατρείας ή της ιεροτελεστίας.