The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018


ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Θέατρο Σκιών
Μέρος β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou




Οι τολμηρές παραστάσεις του «ανατολικού θεάτρου» προκάλεσαν στα μέσα του 19ου αιώνα την αγανάκτηση του αστικού πληθυσμού. Μόνο με την εφεύρεση νέων διαλεκτικών τύπων, ξεκινώντας από την Πάτρα γύρω στα 1890, το θέατρο σκιών έγινε το πιο δημοφιλές θέαμα των ελληνικών πόλεων, κρατώντας τα πρωτεία ως το 1930.
Το νέο κοινωνικό περιβάλλον καθρεφτίζεται στις εξής φιγούρες: εκτός από τον Καραγκιόζη (χωρίς τον τεράστιο φαλλό πλέον, αλλά με μακρύ χέρι) και τον φίλο του Χατζηαβάτη, εμφανίζονται κυρίως ο μπαστουνόβλαχος Μπάρμπα-Γιώργος από τη Ρούμελη, απροσάρμοστος επαρχιώτης στην πρωτεύουσα και ταυτόχρονα ενσάρκωση του παραδοσιακού ιδανικού του λεβέντη, ο φοβιτσιάρης ψευτόμαγκας Σταύρακας από τον υπόκοσμο της Αθήνας, ο Σιορ Διονύσιος ή Νιόνιος από τα Επτάνησα, ο Τούρκος Δερβέναγας, η Αγλαϊα, γυναίκα του Καραγκιόζη και τα τρία τους παιδιά, τα Κολλητήρια. Δευτερεύουσες φιγούρες είναι ο Εβραίος, ο Κρητικός Καπετάν Μανούσος, ο βουτυρομπεμπές Ομορφονιός με τη μεγάλη μύτη, και άλλοι.
Το στερεότυπο σκηνικό εξακολουθεί να είναι το σαράι της Τουρκοκρατίας από τη μια πλευρά και η παράγκα του Καραγκιόζη από την άλλη. Ο πασάς και ο βεζύρης ήταν σοβαροί και δίκαιοι χαρακτήρες. Μόνο στις «ηρωικές» παραστάσεις για πραγματικούς και φανταστικούς αρχηγούς του 1821 οι Τούρκοι αποκτούν τα γνωρίσματα του εχθρού και του καταπιεστή. Σ’ αυτές τις παραστάσεις η κωμική υπόθεση γύρω από τον Καραγκιόζη αποτελεί μόνο μια αντιθετική πλοκή προς την κύρια και σοβαρή, επειδή ης η δομή μιμείται το δραματικό θέατρο.
Πολλά έργα είναι παρμένα από το οθωμανικό ρεπερτόριο, ενώ δημιουργούνται και νέα, ενταγμένα στην επικαιρότητα, όπως η εμφάνιση του Κομήτη του Χάλεϋ στα 1911, τα πρόσωπα του Μουσολίνι και του Χίτλερ ή ο Καραγκιόζης στο ρόλο του αστροναύτη.
Τα επαγγέλματα του Καραγκιόζη με το πέρασμα του χρόνου γίνονται όλο και περισσότερο ειδικευμένα και εξεζητημένα. Ο Β΄Π.Π. φέρνει συρρίκνωση των παραστάσεων και η σταδιακή αλλαγή του παραδοσιακού κοινού με την επικράτηση των παιδιών, των αστών και των τουριστών οδηγεί στις αλλαγές των προδιαγραφών της και σε θεματολογικά πειράγματα.
Στο κέντρο του παραδοσιακού ελληνικού ρεπερτορίου βρίσκεται το έργο «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι», το οποίο ως μεταφορά του ανατολικού θέματος του περσικού Φερχάντ και της Σηρίν, ενώνει τρεις διαφορετικές λαϊκές παραδόσεις: τις γραπτές και προφορικές παραδόσεις για τον Μεγαλέξανδρο σε παμβαλκανική διάδοση, το παραμύθι για τον δρακοντοκτόνο ήρωα και το τραγούδι του Αγίου Γεωργίου, καθώς και την εικόνα του, όπου παρουσιάζεται η δρακοντοκτονία.
Το έργο με τη γραμμική δομή επεισοδίων επικεντρώνεται στον δράκο που κόβει την τροφοδότηση της περιοχής με νερό (το θηρίο παριστάνεται ως φίδι με πολλές αρθρώσεις και μια ποικιλία μορφολιγικών παραλλαγών, σύμφωνα με το γεγονός ότι ο δράκος στην ελληνική δαιμονολογία είναι επηρεασμένος από τη βυζαντινή εικονογραφία του φιδιού στον παράδεισο και συμφύρεται και με τον «δράκο» και με την τερατολογική μορφή εν γένει.
Ο καμβάς της υπόθεσης έχει ως εξής: Ο πασάς βάζει τον Χατζηαβάτη ως τελάλη να διακηρύξει παντού ότι όποιος σκοτώσει το θηρίο θα πάρι γυναίκα την κόρη του. Στο στόμα του τέρατος εξαφανίζονται με τη σειρά όλες οι γνωστές φιγούρες – μόνο τον μπάρμπα του ειδοποιεί ο Καραγκιόζης, πως δεν μπορεί να πατήσει απλώς το φίδι με την μπότα του. Το δραματικό αποκορύφωμα αποτελεί η εμφάνιση του Μακεδόνα ήρωα, του οποίου το κεφάλι βρίσκεται ήδη στα σαγόνια του δράκου. Ο ήρωας τραγουδάει ζητώντας βοήθεια από την Παναγία, όταν έρχεται ο Καραγκιόζης και ραντίζει το θηρίο με νερό, με σκοπό να το καταπραϋνει. Τελικά, ο Καραγκιόζης ανακηρύσσει τον εαυτό του δρακοντοκτόνο και τρώει και πίνει στο συμπόσιο που παρατίθεται στο σαράι, ώσπου να εμφανιστί ο πραγματικός ήρωας, που, όμως, συγχωρεί τον Καραγκιόζη για την απάτη του.
Αυτή η παράσταση, ιδιαίτερα αγαπητή και χιλιοπαιγμένη, αποτελεί μια αυτίχθονη ελληνική δημιουργία που συνδυάζει διάφορες λαϊκές παραδόσεις, οι οποίες ανήκουν τόσο στον αγροτικό πολιτισμό, όσο και στον αστικό.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018


ΝΑΝΑ
Της Dimitra Papanastasopoulou





Η Νανά είναι η κόρη της Ζερβέζ και του Κουπώ. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο L’ Assommoir, Το Ρόπαλο, και η γέννησή της τοποθετείται από τον Αιμίλιο Ζολά στα 1852. Η αφήγηση της σύντομης ύπαρξής της- πεθαίνει από ευλογιά το 1870, μόλις δεκαοχτώ ετών- αποτελεί το θέμα του πολύκροτου μυθιστορήματος που δημοσιεύτηκε το 1880, σημειώνοντας σημαντική επιτυχία, σε σημείο ώστε, όχι μόνο να κυκλοφορήσει σε εκατό χιλιάδες αντίτυπα τα οποία πουλήθηκαν την ίδια χρονιά(1880), αλλά και το όνομα της ηρωίδας- υποκοριστικό του Άννα, να περάσει στο χρηστικό λεξικό σημαίνοντας – στον καθημερινό λόγο- την γυναίκα ελαφρών ηθών.
Η Νανά, ως μυθιστόρημα, περιγράφει τη διαδρομή μιας νεαρής, ενός αντικειμένου του πόθου των ανδρών και μιας αλληγορίας του έρωτα. Στην αρχή του κειμένου εμφανίζεται στον «φυσικό» ρόλο της Αφροδίτης- θεάς του έρωτα- που τρελαίνει τους εραστές της, εξωθώντας τους στην καταστροφή ή την αυτοκτονία. Ο Ζολά, φτάνει στο σημείο να δώσει το όνομα της πρωταγωνίστριάς του σε μια φοράδα που κερδίζει μια κούρσα κι όλος ο ιππόδρομος φωνάζει ενθουσιασμένος:Νανά! μπροστά στον ίδιο τον Αυτοκράτορα, συνδέοντας το όνομά της με την Δεύτερη Αυτοκρατορία, την οποία καταλήγει να την αντιπροσωπεύει, πεθαίνοντας άδοξα (ευλογιά) με την κήρυξη του πολέμου στην Πρωσία.
Πολύ συχνά η φαντασία ξεπερνά την πραγματικότητα και το μοντέλο εξαφανίζεται πίσω από μια οικεία προσωπικότητα, της οποίας το τέλος συνήθως λησμονούμε.
Ο θάνατος της Νανάς αποκαλύπτει στην ουσία την πραγματικότητα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, δηλαδή την διαφθορά, κάτι που ο μέσος αναγνώστης, παρασυρμένος από την υπέροχη γραφίδα του Ζολά, ούτε που προσέχει (ή δεν τον ενδιαφέρει). Από το ζουμερό κορμί της Νανάς, με το οποίο ξεκινά το μυθιστόρημα, δεν απομένει παρά ένα φθαρμένο πρόσωπο στο τέλος.  
«Ήταν μια οστεοθήκη, ένας σωρός λέμφους και αίματος, μια μάζα τεμαχισμένου κρέατος, πεταμένη εκεί, σ’ ένα μαξιλάρι. Οι πυώδεις φλύκταινες είχαν σκεπάσει ολόκληρο το πρόσωπο, με τη μία να ακουμπάει στην άλλη, και, καθώς αυτές ήταν μαραμένες, βουλιαγμένες, μοιάζοντας με γκρίζα λάσπη, έμοιαζε ήδη με μουχλιασμένη γη, πάνω σ’ αυτό τον άμορφο πολτό, όπου δεν διακρινόταν πια κανένα χαρακτηριστικό. Ήταν λες και ο ιός που την είχε ποτίσει μέσα από τις χυδαίες καταστάσεις από τα πτώματα που είχε ανεχθεί, αυτή η ζύμωση με την οποία είχε δηλητηριάσει έναν κόσμο, ερχόταν τώρα να ανεβεί στο πρόσωπό της και να το σαπίσει»
(Εμίλ Ζολά, Νανά)

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018


ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Θέατρο σκιών
(μέρος Α΄)
Της Dimitra Papanastasopoulou




Σύμφωνα με παλιότερες θεωρίες, το θέατρο σκιών μας ήρθε από την Άπω Ανατολή, ακολουθώντας κι αυτό τον περίφημο Δρόμο του Μεταξιού. Την εποχή της πολιτισμικής άνθησης των Αράβων στην Αίγυπτο, υπήρξε ένα επεξεργασμένο θέατρο σκιών υψηλής αισθητικής, του οποίου τα έργα και οι φιγούρες διαφέρουν σημαντικά από το μεταγενέστερο οθωμανικό θέαμα.
Νεώτερες θεωρίες υποστηρίζουν ότι είναι πιο πιθανή η μεταφορά μέσω θαλάσσης από την Ινδία στον αραβικό κόσμο. Από εκεί φαίνεται πως μεταδόθηκε στα χρόνια της επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βόρεια Αφρική και στην Κωνσταντινούπολη, όπου ως τον 17ο αιώνα διαμορφώθηκαν τόσο οι στερεότυπες φιγούρες όσο και το παραδοσιακό ρεπερτόριο.
Αυτό το αναφέρουν και οι τουρκικές προφορικές παραδόσεις για την καταγωγή του θεάτου σκιών. Με βάση τις νεώτερες πηγές, το οθωμανικό θέατρο σκιών μπορεί να τεκμηριωθεί σε όλες σχεδόν τις μεγαλύτερες βαλκανικές πόλεις με βεβαιότητα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, σε μερικές περιπτώσεις και μέχρι τις παραμονές του Β΄Π.Π., πρώτα με τη μορφή διασκέδασης στις αυλές των τοπικών πασάδων, ύστερα ως θεάματα στα παραδοσιακά καφενεία.
Οι κουκλοπαίχτες ήταν πάντα Αρμένιοι,Εβραίοι, τσιγγάνοι και Έλληνες- ποτέ μουσουλμάνοι. Η γλώσσα των παραστάσεων δεν ήταν μόνο τα τουρκικά, αλλά και ρουμανικά και ελληνικά. Η τοπική πολυγλωσσία ενισχύεται με τους διαλεκτικούς τύπους και τους «ξένους». Κάτι παρεμφερές ισχύει και στην ανατολική Μεσόγειο και τις βορειοαφρικανικές ακτές (Maghrib), ενώ στην Αίγυπτο, στην Τρίπολη της Λιβύης, στην Τυνησία και στην Αλγερία παίζεται το οθωμανικό θέατρο σκιών ως τα 1900.
Εξαιτίας της προσαρμοστικότητας στα τοπικά κοινωνικά δεδομένα, το θέαμα συρρικνώνεται και εξαφανίζεται σταδιακά, με εξαίρεση την Ελλάδα. Μετά την νεοτουρκική επανάσταση στα 1908 και την ίδρυση του κεμαλικού εθνικού κράτους, η σχετική δραστηριότητα υποχώρησε και στην Τουρκία. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι διαλεκτικοί τύποι της παράστασης ταυτίζονται ουσιαστικά με τον πολυεθνικό πληθυσμό του παραδοσιακού μαχαλά της Πόλης και πολλές υποθέσεις έργων βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα.
Οι κύριοι χαρακτήρες κάθε έργου είναι ο πειναλέος, κουτοπόνηρος, φαλακρός και καμπούρης, αποκρουστικά άσχημος Καραγκιόζ (μαυρομάτης), ο φίλος του Χατζιαβάτ (ως συνεργάτης των Αρχών και δήθεν μορφωμένος), ο μεθυσμένος φύλακας της Τάξης Τουσκούζ Ντελή Μπεκίρ (οι βάναυσες επεμβάσεις του αποτελούν το τέλος της παράστασης), η πονηρή πόρνη Ζενέ, ο δυτικά ντυμένος τσελεμπής, ο ηλίθιος νάνος Τιριάκι(καπνίζει όπιο), ο Μπαμπά Χιμέτ από την Ανατολία(κρατά πάντα ένα τσεκούρι), ο Λαζός από τη Μαύρη Θάλασσα, ο Ρουμελίλι από τα Βαλκάνια, ο Κούρδος, ο Τάταρος, ο τσιγγάνος, ο Πέρσης, ο Αρμένης και πάει λέγοντας.
Κάθε παράσταση χωρίζεται σε έναν πρόλογο, ένα διάλογο και το κυρίως έργο. Το παραδοσιακό ρεπερτόριο χωρίζεται σε δυο ομάδες έργων: στη μια ο Καραγκιόζ εξασκεί ένα επάγγελμα, εξαπατά τους πάντες και τιμωρείται στο τέλος με άγριο ξυλοδαρμό, στην άλλη έχουμε μυθολογικά θέματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχει καταγραφεί από τον Γάλλο περιηγητή Gerard de Nerval που παρακολούθησε μια παράσταση στην Πόλη στα 1851:
Ο Χατζηαβάτ εμπιστεύεται την γυναίκα του στον φίλο του Καραγκιόζ όσο λείπει για δουλειές. Αυτός αποφασίζει να καμουφλαριστεί, γιατί θεωρεί ότι μόλις η γυναίκα τον αντικρίσει, θα τον ερωτευθεί. Ξαπλώνει μπροστά στο σπίτι του φίλου του, πάνω σ’ ένα ποτάμι, και παριστάνει τη γέφυρα. Στον τεράστιο φαλλό του δένουν τις καμήλες οι καμηλιέρηδες και νεαρά κορίτσια τα σκοινιά για το στέγνωμα των ρούχων.
Ο Καραγκιόζ τα υπομένει , αν και υποφέρει, ώσπου ακούει να πλησιάζει ένα βαρύ όχημα. Τρομαγμένος, σηκώνεται και τρέχει μακριά. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα του σπιτιού του Χατζηαβάτ και η γυναίκα του βγαίνει για να πάει στο χαμάμ. Μόλις βλέπει τον Καραγκιόζ, η θέα του ασκεί μια ακαταμάχητη γοητεία πάνω της, ορμά να τον φιλήσει και μόνον ο Γάλλος Πρέσβυς με τη βαριά του άμαξα μπορεί να σώσει τον Καραγκιόζ από τη δύσκολη θέση στην οποία περιήλθε...
Η έξοδος των γυναικών για το χαμάμ ήταν μια στερότυπη κατάσταση. Ο Καραγκιόζ σε πολλά έργα προσφέρει τις υπηρεσίες του στις γυναίκες, καταλήγοντας πάντα ξυλοφορτωμένος και κυνηγημένος.