The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

 

Η ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Διαδικασία της Μύησης και Όρκος

Μέρος Β΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Από την μυητική βαθμίδα των Συστημένων αναδεικνύονταν όσοι επρόκειτο να περάσουν στην επόμενη, εκείνη των Ιερέων. Προηγουμένως παρακολουθούσαν λεπτομερώς τον χαρακτήρα τους και δοκίμαζαν τον βαθμό αφοσίωσής τους στην υπόθεση της ελευθερίας. Όποιος κρινόταν ώριμος να προχωρήσει στο βαθμό του Ιερέα, τον αναλάμβανε ο μυητής. Διεξαγόταν ένας σημαντικός διάλογος ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο μυητής έθετε καίριες ερωτήσεις για τη σχέση του με την Εταιρία, για την πιθανότητα να χάσει και τη ζωή του ακόμη για τα ιδεώδη της, για το πόσο έτοιμος και ικανός αισθανόταν να προχωρήσει. Αν οι απαντήσεις ήταν ικανοποιητικές, του ανακοίνωνε ότι επρόκειτο να περάσει στη βαθμίδα των Ιερέων και χώριζαν για να ξανασυναντηθούν την επόμενη νύχτα.

Ο υποψήφιος έφερνε ένα μικρό κίτρινο κερί- του είχε ζητηθεί από πριν- και πήγαιναν σ’ έναν ασφαλή χώρο. Εκεί ο μυητής έστηνε ένα εικόνισμα πάνω σ’ ένα τραπέζι. Μπροστά από το εικόνισμα άναβε το κερί. Μέσα στην επιβλητική ατμόσφαιρα του μισοσκόταδου ο μυητής τον ρωτούσε με επισημότητα για τελευταία φορά:

«Μήπως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου εις αρκετήν δύναμην; Έχεις ακόμη καιρό να παραιτηθείς… Από τον δεσμόν όπου εμβαίνεις μόνον o θάνατος θα ημπορεί να σε λυτρώσει! Σε ολίγoν κάθε μεταμέλειά σου θα είναι ασυγχώρητος!»

«Το εστοχάστηκα και στέργω», έπρεπε να απαντήσει ο υποψήφιος, και τότε συνεχιζόταν η μυητική διαδικασία.

Ο μυητής έπαιρνε το κερί και το έδινε στον υποψήφιο που το κρατούσε με το αριστερό χέρι, ενώ γονάτιζαν και οι δύο, έκαναν το σταυρό τους και ασπάζονταν την εικόνα. Σ’ αυτή τη θέση ο μυητής διάβαζε «τον μεγάλο όρκο» και ο μυούμενος τον επαναλάμβανε με κάθε σεβασμό της ιερής εκείνης στιγμής.

«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.

Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.

Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.

Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.

Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.

Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.

Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.

Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να υποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.

Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.

Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής Σύ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά Σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».

 

Με το πέρας του όρκου ο μυητής ακουμπούσε το δεξί του χέρι στον ώμο του μυούμενου και δήλωνε με κάθε επισημότητα:

«Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού,. του καθ' αυτό δικαίου, του εκδικούντος την παράβασιν και παιδεύοντος την κακίαν, καθιερώνω κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας τον (ονοματεπώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος καταγωγής), ετών (ηλικία) και επαγγέλματος (τάδε) και δέχομαι τούτον Ιερέα, καθώς εδέχθην τούτον εις την Εταιρείαν των Φιλικών».

 

Το κερί έσβηνε και φυλασσόταν ευλαβικά, ενώ από εκείνη την στιγμή ο μυημένος ήταν Ιερέας της Φιλικής. Την επόμενη μέρα του έδειχναν τα σημάδια αναγνώρισης. Την τρίτη ημέρα έπρεπε να αποστηθίσει τον μυστικό κώδικα της οργάνωσης, ενώ την τέταρτη απαντούσε σ’ ένα προκαθορισμένο ερωτηματολόγιο. Τέλος, ο νέος Ιερέας συνεισέφερε ένα χρηματικό ποσό για τους σκοπούς της οργάνωσης, που συνοδευόταν από ένα γράμμα, το οποίο στη συνθηματική γλώσσα απεκαλείτο αφιερωτικό. Σ’ αυτό το γράμμα ο μυητής χάραζε στην κορυφή το δικό του μυστικό σήμα αφιέρωσης και δίπλα το μυστικό σήμα καθιέρωσης του ως Ιερέα, που στο εξής αποτελούσε την συμβολική του υπογραφή. Παραδινόταν, επίσης, στον Ιερέα ένα γράμμα που το έφερε πάντα μαζί του και το οποίο ονομαζόταν γράμμα υπεροχής. Όταν ένας Ιερέας συναντούσε κάποιον Συστημένον και έκαναν τα σημεία αναγνώρισης, ο δεύτερος ήταν υποχρεωμένος να δείξει το συστατικό του γράμμα εάν το ζητούσε ο πρώτος, αρκεί αυτός να έδειχνε από μακριά το γράμμα υπεροχής. Προκειμένου να διαφυλάσσονται τα στεγανά της «Αόρατης Αρχής», κανείς νεοφώτιστος Ιερέας δεν μπορούσε να επικοινωνήσει απευθείας με αυτήν, παρά μόνο μέσω του μυητή του. Αυτή η πυραμιδοειδής δομή διαφύλαξε μέχρι τέλους και διατήρησε αλώβητη την Φιλική Εταιρία.

Έτσι, ο νέος Ιερέας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το έργο της διαφώτισης και της στρατολόγησης νέων μελών, εφόσον έδινε έναν τελικό όρκο, στον οποίο ορκιζόταν ότι πάντοτε θα διακήρυσσε τα ιδεώδη της οργάνωσης.

Η ανώτατη βαθμίδα μύησης στη Φιλική Εταιρεία ήταν οι Ποιμένες, οι οποίοι στρατολογούνταν από τις τάξεις των Ιερέων. Κατά την τελετή μύησής τους οι υποψήφιοι Ποιμένες έφερναν μαζί το κερί της προηγούμενης μύησής τους και για άλλη μια φορά έδιναν μέγα όρκο μπροστά στο εικόνισμα ότι θα τηρούν αυστηρά τα καθήκοντά τους, ότι δεν θα δέχονται στις τάξεις τους άσωτους ή φιλάργυρους και ότι δεν πρόκειται για κανένα λόγο να μαρτυρούν το βαθμό τους. Συνέτασσαν και αυτοί ένα αφιερωτικό γράμμα προς την «Αόρατο Αρχή», στο οποίο χαράσσονταν διαφορετικά σύμβολα. Επίσης, διαφορετικό κώδικα είχε και το γράμμα που έφεραν μαζί τους. Σε καμιά βαθμίδα δεν υπήρχε δυνατότητα λήψης αποφάσεων, ούτε επιτρεπόταν να συσκέπτονται και να συνεδριάζουν. Υπάκουαν πάντα ασυζητητί στις εντολές της ηγεσίας.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

 

Η ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Της Dimitra Papanastasopoulou

Μέρος α΄

 



 

Εφέτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την επίσημη έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία του Έθνους μας. Από εδώ, θα σας παρουσιάζω εν είδει επετείου διάφορα γεγονότα, όλα σχετικά με τον αγώνα. Η αρχή δεν μπορεί, παρά να είναι αφιερωμένη στην Φιλική Εταιρία, τον προπομπό της Επανάστασης του 1821.

Οι κυριότεροι μυστικοί προπομποί της υπήρξαν το «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο» (το 1809 στο Παρίσι από τον λόγιο Γρηγόριο Ζαλύκη), η «Φιλόμουσος Εταιρία» (1813 στην Αθήνα, μεταξύ λογίων και διπλωματών, έχοντας την έμμεση υποστήριξη της Αγγλίας) και η «Εταιρία του Φοίνικος», μέλη της οποίας ήταν ο Ε. Ξάνθος και ο Ν. Σκουφάς. Στην ουσία από αυτή προέκυψε τελικά η «Φιλική Εταιρία». Οι βάσεις της τέθηκαν από μορφωμένους Έλληνες που ζούσαν στην Ευρώπη, στη Βλαχία και στη Ρωσία.

Η Φιλική Εταιρία ιδρύθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, μια συμβολική ημέρα λόγω της θρησκευτικής εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στην Οδησσό από τους πολυταξιδεμένους εμπόρυς Εμμανουήλ Ξάνθο( 42 ετών από την Πάτμο), τον Νικόλαο Σκουφά( 35 ετών από το Κομπότι της Άρτας) και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ( 26 ετών από τα Ιωάννινα).

Η οργάνωση είναι αυστηρά μυστική και συνωμοτική, αφ΄ενός λόγω του κυρίαρχου απολυταρχικού πνεύματος που επικρατεί στην Ευρώπη και αφ΄ετέρου λόγω των μέτρων ελέγχου των οθωμανικών Αρχών. Η μυστικότητα επέβαλε, τουλάχιστον στην αρχή, έναν μικρό αριθμό μελών, κυρίως εμπόρων οι οποίοι είχαν την δυνατότητα της μετκίνησης και περιόρισε τη δράση της. Χρειάστηκε να περάσει καιρός μέχρις ότου η Εταιρία αποκτήσει μια στοιχειώδη οργανωτική δομή και να συντάξει τους όρκους μύησης των μελών της.

Σκοπό έχει την ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδος μας… δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Ε. Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του.

Τα δύο πρώτα χρόνια τα μέλη ανέρχονται στα 20, μέχρι το 1817 με κίνηση κυρίως μεταξύ Ελλήνων της Ρωσίας και Μολδοβλαχίας πλησιάζουν απλώς τα 30, αλλά από το 1818, οι μυήσεις είναι αθρόες. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια εξαπλώνεται σ’ όλες τις περιοχές της σκλαβωμένης Ελλάδας και στις περισσότερες παροικίες του εξωτερικού. Οι μυημένοι είναι χιλιάδες, αν και έμειναν γνωστά γύρω στα 1100 ονόματα. Μυούνται έμποροι και μικροαστοί, Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες, κληρικοί, δίπλα σ’ εκείνες τις μορφές που θα διαδραμματίσουν αγωνιστικό ρόλο στον αγώνα (Θ. Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, Γρηγόριος Δικαίος, Παλαιών Πατρών Γερμανός κλπ). Ορόσημο για την ουσιαστική ενίσχυση της Εταιρίας στάθηκε η μύηση του μεγαλεμπόρου Παναγιώτη Σέκερη, που έγινε μέλος της Ανώτατης Αρχής στα τέλη του 1818 και πρόσφερε μια γενναία οικονομική υποστήριξη.

Όσο για τη διάρθρωσή της, αυτή στηρίχθηκε στα πρότυπα των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων. Η ηγετική της ομάδα, η λεγόμενη «Αόρατος Αρχή» ήταν περιβεβλημένη με μυστική αίγλη, δίνοντας την εντύπωση ότι συμμετείχαν σημαντικές προσωπικότητες της Ευρώπης, όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄. Η πραγματατικότητα, πάντα μυστική, ήταν ότι οι αρχικές κεφαλές ήταν των παραπάνω ιδρυτών της, ενώ αργότερα προστέθηκαν άλλοι πέντε, και μετά τον θάνατο του Σκουφά άλλοι τρεις.

Η δομή ήταν πυραμιδοειδής με κεφαλή την «Αόρατη Αρχή». Κανείς δεν γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει. Οι εντολές της έπρεπε να εκτελούνται άμεσα, ενώ τα μέλη δεν είχαν δυνατότητα λήψης αποφάσεων. Αρχικά υπήρχαν τέσσερις βαθμίδες μύησης (Αδελφοποιητοί ή Βλάμηδες, Συστημένοι, Ιερείς και Ποιμένες). Οι Ιερείς μπορούσαν να μυήσουν μόνο τους δύο πρώτους βαθμούς. Τόσο οι Βλάμηδες όσο και οι Συστημένοι αγνοούσαν τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης. Γνώριζαν μόνο ότι η εν λόγω Εταιρεία προσπαθούσε για το γενικό καλό του έθνους και ότι μέλη της ήταν και σημαντικά πρόσωπα. Αυτό διαδιδόταν σκόπιμα, για να τονώνεται το ηθικό των μελών και να μυούνται ευκολότερα.

Το 1818, όταν η έδρα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, προστέθηκαν άλλες δύο βαθμίδες (Αφιερωμένοι και οι Αρχηγοί των αφιερωμένων). Η τελευταία βαθμίδα δινόταν αποκλειστικά σε στρατιωτικούς. Αρκετά αργότερα, το σύνολο συμπληρώθηκε με άλλες δύο βαθμίδες, τους Αποστόλους και του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής( δόθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη το 1820, όταν δέχτηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρίας).

Το 1817 η «Αόρατος Αρχή» μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και ο καθένας από αυτούς ανέλαβε την ευθύνη μιας περιφέρειας. Αυτοί ήταν: Γεωργάκης Ολύμπιος, υπεύθυνος για την Σερβία, Βατικιώτης για την Βουλγαρία, Πεντεδέκας για τη Ρουμανία, Λουριώτης για την Ιταλία, Αναγνωσταράς για τα νησιά του Σαρωνικού, Χρυσοσπάθης για τη Μεσσηνία, Φαρμάκης για τη Μακεδονία και τη Θράκη, Κροκίδας για την Ήπειρο, Πελοπίδας για την Πελοπόννησο, Ίπατρος για την Αίγυπτο, Κατακάζης για τη Νότια Ρωσία και Καμαρηνός για τη Μάνη.

Κυρίως μετά τον θάνατο του Σκουφά, όλοι τους διασκορπίστηκαν στις περιφέρειές τους και άρχισαν να μυούν Έλληνες.