The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020


ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
Ένας εναντίον νόλων
Μέρος Γ΄
Η εκτέλεση
Της Dimitra Papanastasopoulou



















Ο Ίων Δραγούμης έφυγε πολύ νωρίς, άγρια και εν ψυχρώ δολοφονημένος, θύμα των πολιτικών αναταραχών- και να πώς έγινε:

Κατακαλόκαιρο του 1920 και ο Ελευθέριος Βενιζέλος δέχεται δολοφονική επίθεση στο Παρίσι, λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Γλυτώνει, αλλά το νέο δεν φθάνει στην ταραγμένη και διχασμένη πολιτικά Αθήνα αμέσως. Φθάνει, ωστόσο, παραποιημένη και δημιουργεί την εντύπωση ότι ο μεγάλος πολιτικός υπέκυψε στο μοιραίο. Το αποτέλεσμα ήταν να εξοργισθούν οι οπαδοί των Φιλελευθέρων ή αλλιώς Φιλοβενιζελικών, να κατεβούν στους δρόμους, να επιτεθούν στα γραφεία των αντιπάλων εφημερίδων ( «Αθηναϊκή», «Αστραπή», «Εσπερινή», «Καθημενρινή», «Νέα Ημέρα», «Πολιτεία», «Ριζοσπάστης», «Σκριπ» κλπ), σε τυπογραφεία, στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, και να λεηλατήσουν τα σπίτια των ηγετικών στελεχών της Αντιπολίτευσης Δ. Ράλλη, Σ. Σκουλούδη και Ν. Στράτου. Άλλα ηγετικά στελέχη συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στις φυλακές Συγγρού για σχεδόν έναν μήνα.
Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης που εκτελούσε χρέη Πρωθυπουργού, λόγω της απουσίας του Ελ. Βενιζέλου, δεν θεώρησε αναγκαίο να κηρύξει την Αθήνα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ισχυριζόμενος ότι μόνον ένα τμήμα της 5ης Μεραρχίας βρισκόταν στην πόλη. Όμως, η 5η Μεραρχία αποτελούνταν από Κρητικούς, όλοι τους οπαδοί του Βενιζέλου..., κάθε άλλο παρά πρόθυμοι να τιθασεύσουν το οργισμένο πλήθος.

Το πρωί της αποφράδας ημέρας ( Παρασκευή, 31 Ιουλίου 1920) ο Ίων Δραγούμης πήγε στο θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη «Νέα Σκηνή» με σκοπό να παρακολουθήσει τις πρόβες του έργου  «η πράσινη κουρτίνα» το οποίο η γνωστή ηθοποιός και σύντροφός του ανέβαζε από τον προηγούμενο μήνα. Η φήμη ότι ο Βενιζέλος ήταν νεκρός κυκλοφόρησε αστραπιαία- ένας από τους ηθοποιούς το ανακοίνωσε - και η Κοτοπούλη, βαθιά αντιβενιζελική, αντιλήφθηκε σωστά την επικείμενη εκδίκηση των αντιπάλων και αποφάσισε να κλείσει το θέατρο. (Το ίδιο απόγευμα, με την Κοτοπούλη απούσα, το θέατρο λεηλατήθηκε).
Το ζευγάρι αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του, στην οδό Ξενίας, μαθαίνοντας όμως για τις ταραχές, άλλαξε γνώμη και όδευσε προς την Κηφισιά, στο σπίτι της αδελφής του Ίωνα Έφης.
Τις ίδιες ώρες η ελληνική κυβέρνηση, θεωρώντας κι εκείνη νεκρό τον Βενιζέλο, μέσω του Υπουργού Εξωτερικών Πολίτη, ζητούσε από την Αγγλία να μεσολαβήσει στην Ελβετία, όπου βρισκόταν εξόριστος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος(και μόνιμος αντίπαλος του Βενιζέλου), για να επιβληθούν μέτρα απομόνωσης και αστυνομικής επιτήρησης, χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις εμπλοκής του στην δολοφονία.

Ο Ίων Δραγούμης έμεινε για λίγο στο σπίτι της αδελφής του, έμαθε ότι ο Βενιζέλος ήταν ζωντανός, και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα, στα γραφεία του δικού του περιοδικού «Πολιτική Επιθεώρησις» για να γράψει και να στηλιτεύσει την απόπειρα δολοφονίας, μένοντας αδιάφορος στις εκκλήσεις των δύο αγαπημένων του γυναικών.
«Πρέπει να γράψω ένα άρθρο ενντίον της απόπειρας. Πρέπει να πάρω θέση απέναντι σ’ αυτή τη φριχτή πράξη- πρέπει να σταματήσυμε το ποτάμι της βίας»
 είπε και, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο, παρά το μπλόκο των ανδρών του Τάγματος Ασφαλείας του Γύπαρη με το οποίο είχε συναντηθεί ανεβαίνοντας στην Κηφισιά κάποιες ώρες νωρίτερα, πήρε το μονοπάτι του θανάτου.

Εδώ, θα κάνω μια παρένθεση για την ταυτότητα του Γύπαρη.
Ο Παύλος Γύπαρης γεννήθηκε το 1882 στην Ασή Γωνιά Χανίων, πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα από το 1903 με δική του ένοπλη ομάδα, συμμετείχε στην ενέδρα στο Σκλήθρο της Φλώρινας όπου εξοντώθηκαν οι περισσότεροι Βούλγαροι κομιτατζήδες και, εκείνα τα χρόνια, ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τον Ίωνα, ο οποίος συμμετείχε στον Αγώνα. Το 1911 έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση της Σάμου και το 1914 ως επικεφαλής αντάρτικου σώματος πολέμησε στη Βόρεια Ήπειρο. Το 1915 πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο και στα Δαρδανέλια. Το 1916 συντάχθηκε με το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας και πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο.Το 1917, όταν πλέον ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός όλης της Ελλάδας με έδρα την Αθήνα, ο Γύπαρης, ήδη μόνιμος στον Στρατό με τον βαθμό του Λοχαγού, ανέλαβε επικεφαλής του Τάγματος που ήταν επιφορτισμένο με την ασφάλεια της πρωτεύουσας αλλά και του ίδιου του Βενιζέλου προσωπικά, μιας και τού ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Οι αποκαλούμενοι «Γυπαραίοι», περί τα 1.000 ή 4.000 άτομα, όλοι τους νεαροί Κρητικοί, ήταν παραστρατιωτικοί και υπάκουαν στον αρχηγό τους, ενώ τους διέκρινε τυφλή πίστη και αφοσίωση στον Βενιζέλο.

Κόντευε τρεις το απόγευμα της 31ης Ιουλίου, μια ημέρα με αφόρητο καύσωνα, όταν ο Ίων Δραγούμης, οδηγώντας το μαύρο ανοιχτό Ford αυτοκίνητό του, έφθασε στην περιοχή Θων (σήμερα αρχή Λ. Κηφισίας στο ύψος των Αμπελοκήπων). Ένα μπλόκο Γυπαραίων τον σταμάτησαν, τον αναγνώρισαν και τον συνέλαβαν, οδηγώντας τον στο κοντινό στρατηγείο τους(έπαυλη Θων). Εξω από το στρατηγείο υπήρχε συγκεντρωμένο και εξαγριωμένο πλήθος. Κάποιοι κλώτσησαν και έφτυσαν τον λευκοντυμένο Δραγούμη, προκαλώντας του κατάγματα και σπάζοντας το μονόκλ του.
Κουτσαίνοντας από τον πόνο, οδηγήθηκε μπροστά στον Γύπαρη.
«Ξαναπέρασες. Σε σταματήσαμε. Μας είπες ότι ανέβαινες στο σπίτι του πατέρα σου στην Κηφισιά. Γιατί ξαναγύρισες;»
Ο Δραγούμης τον κοίταξε σιωπηλός. Δεν εξήγησε την κίνησή του, βέβαιος ότι ο Γύπαρης θα τον περιγελούσε και δεν θα τον πίστευε, όπως δεν καταλάβαινε την παρουσία του σε μια πόλη που έβραζε. Αλλά ο Ίων διάβαινε πάντα σε μοναχικούς, δύσκολους δρόμους, χωριστά από το πλήθος.

Για τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια υπάρχουν πολλά κενά και διαφορετικές εκδοχές.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Μάζη το στρατηγείο δέχτηκε δύο επισκέπτες:
-τον Πλωτάρχη Πέτρο Βούλγαρη, Γενικό Γραμματέα Υπουργείου Ναυτικών και βενιζελικό, ο οποίος ενημέρωσε τον Γύπαρη για την κατάσταση του Βενιζέλου και τού ζήτησε να προστατεύσει τον Δραγούμη από τον όχλο, και να τον παραδώσει στον στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας. Ο Γύπαρης έκανε κάποια τηλεφωνήματα και συμφώνησε. Η μεταφορά ως το Φρουραρχείο θα γινόταν πεζή, επειδή η απόσταση ήταν μικρή, και
-τον Εμμανουήλ Μπενάκη, πατέρα της Πηνελόπης Δέλτα, πανίσχυρη πολιτική και επιχειρηματική προσωπικότητα, ο οποίος έτρεφε μίσος για τον Ίωνα, λόγω της περιπέτειάς του με την κόρη του.
Ωστόσο, ο Ι. Παπαφλωράτος αμφισβητεί την παρουσία του δεύτερου.
Αν δεχθούμε την άποψη του Γιάννη Μάζη, ότι δηλαδή ο Μπενάκης πήγε στου Θων, για ποιόν λόγο το έκανε; Ήταν πανίσχυρος, βενιζελικός και δεν θεωρούσε τον Γύπαρη άνθρωπο με τον οποίο μπορούσε να έχει οποιασδήποτε μορφής σχέσεις.
Ο Γ. Μάζης γράφει ότι πήγε για να ενημερωθεί εκτενώς για τα τεκταινόμενα στην Αθήνα, ή επειδή ανεβαίνοντας κι εκείνος για την Κηφισιά, είδε να σταματούν και να συλλαμβάνουν τον Δραγούμη. Όπως και να έχει, ο Δραγούμης δεν αντάλλαξε λέξη με τον Μπενάκη, ο Μπενάκης δεν τον πλησίασε, μόνο τον κοίταζε από μακριά, καθώς εκείνος οδηγούνταν έξω από το γραφείο του Γύπαρη.

Τα λεπτά έχουν τη διάρκεια αιώνων για τον Ίωνα Δραγούμη. Ο Γύπαρης σήκωσε το τηλέφωνο και μίλησε με κάποιον που ως σήμερα σκεπάζει πυκνό και απόλυτο σκοτάδι. Αμέσως μετά, έδωσε εντολή να οδηγηθεί ο Δραγούμης στο Φρουραρχείο. Ο Δραγούμης εν μέσω του αποσπάσματος προχωρεί στον σχεδόν έρημο δρόμο, με τον ήλιο να καίει, αλλά στο ύψος όπου σήμερα υψώνεται το ξενοδοχείο Hilton αναγκάζεται να σταματήσει. Ένας λοχίας ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος τους. Κάτι ψιθύρισε στο αυτί του επικεφαλής του αποσπάσματος λοχία Κίτσου, ακούστηκε να λέει «εδώ, εδώ», δείχοντας ένα σημείο, και έφυγε.
Γύρω υπάρχουν κάμποσες μάντρες με υλικά οικοδομών, ένα-δύο υπαίθρια καφέ και οι στρατώνες του Πυροβολικού. Οι διερχόμενοι είναι ελάχιστοι, αλλά ένας από αυτούς, ο Ίγκορ Λεμπέντιεφ, Συνταγματάρχης του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού, που υπηρετούσε στη ρωσική διπλωματική αποστολή στην Αθήνα, έδωσε την ακριβή και λεπτομερή του κατάθεση ως αυτόπτης μάρτυς, καταγεγραμμένη και στην «Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους, 1826-1974» του Γεωργίου Ρούσσου:
«Την 31ην Ιουλίου, ημέραν καθ' ην εγνώσθη η κατά του Βενιζέλου απόπειρα, υπήρξα, τυχαίως μάρτυς τών ακολούθων. Περί την 4ην απογευματινήν ανέμενον μεθ' ομάδος εκ τριών ή τεσσάρων προσώπων την άφιξιν του τραμ παρά την γωνίαν της Λεωφόρου Κηφισίας και της οδού Ι. Παπαδιαμαντοπούλου πλησίον του υπ. αριθμ. 907 στύλου των ηλεκτρικών συρμάτων. Την προσοχή μου επέσυρεν ομάς στρατιωτών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτη καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντα μετά πολλής αξιοπρεπείας.
Δεξιόθεν και αριστερόθεν εβάδιζον δύο στρατιώται, δεκάς δε ετέρων ηκολούθει εκ του σύνεγγυς. Πάντες έφερον τυφέκια. Μόλις το απόσπασμα επλησίασεν εις τον υπ. αριθμ. 905 στύλον, μετέβαλε κατεύθυνσιν προς τα αριστερά και εσταμάτησε παρά το πεζοδρόμιον, αφήσαν τον αιχμάλωτον πολίτη επί του πεζοδρομίου, εις απόστασιν τεσσάρων περίπου βημάτων. Οι στρατιώται αφού εσταμάτησαν, επυροβόλησαν. Ερρίφθησαν περί τους δέκα πυροβολισμούς. Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους, χωρίς να βγάλει κραυγήν, χωρίς να είπη τι. Εν αυτοκίνητον επλησίασεν. Οι στρατιώται επέβησαν αυτού και ανεχώρησαν. Αργότερα διέβην και πάλιν εκ του αυτού σημείου. Δεν υπήρχεν όμως πλέον ίχνος του δράματος, το οποίο είχε προ ολίγου διαδραματισθή εκεί».

Το νήμα της ζωής του Ίωνα Δραγούμη κόπηκε ξαφνικά με εννέα πυροβολισμούς. Το λευκό του κοστούμι βάφτηκε κόκκινο από το τελευταίο αίμα.
Ο Κωστής Παλαμάς γράφει την «Νεκρική Ωδή» συγκλονισμένος:
«Λευκή, ας βαλθή όπου έπεσες, κολώνα. Πώς έπεσες γραφή να μην το λέει. Λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα. Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίει, βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει».


Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020


ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ (1878-1920)
Ένας εναντίον όλων
Μέρος β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ο Ίων Δραγούμης ήταν ένας εξαιρετικά γοητευτικός άνδρας που δεν περνούσε απαρατήρητος από τον γυναικείο πληθυσμό. Σχετίστηκε με πολλές γυναίκες. Οι περισσότερες ήταν αλλοδαπές, σύζυγοι και πάντα εντυπωσιακές. Ωστόσο, δύο ήταν αυτές που έμειναν γνωστές στο ευρύ κοινό: η γνωστή σε όλους συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα και η πασίγνωστη ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη.

Την Πηνελόπη Δέλτα, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη, ήδη σύζυγο του Στέφανου Δέλτα και μητέρα τριών θυγατέρων, τη γνώρισε σε μια δεξίωση το 1905 όταν υπηρετούσε ως υποπρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ο Ίων ήταν εικοσιεπτά ετών και η Πηνελόπη τριάντα ένα. Η έλξη ανάμεσά τους ήταν αμοιβαία και ένας έρωτας κεραυνοβόλος και φλογερός έφερε τα πάνω κάτω στις ζωές τους, αν και παρέμεινε ανολοκλήρωτος και καταπιεσμένος, λόγω των κοινωνικών συνθηκών της εποχής και της συγκεκριμένης αυστηρής ηθικής με την οποία είχε γαλουχηθεί και μεγαλώσει η Πηνελόπη.
Το έμαθαν όλοι, περιλαμβανομένου του αυστηρού πατριάρχη πατέρα της. Και τελικά η Πηνελόπη υποχώρησε, επέλεξε να παραμείνει δίπλα στον Στέφανο Δέλτα και τα παιδιά της, φορώντας από εκείνη τη στιγμή πάντοτε μαύρα.
Σε ένα γράμμα της προς τον Ίωνα (καλοκαίρι 1906) διαβάζουμε:
«Ξέρω μόνο πως σ’ αγαπώ, τ’ ακούς, Ίων; Σ’ αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ’ έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω «σ’ αγαπώ», μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ώσπου να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει».




Την Μαρίκα Κοτοπούλη την πρωτοείδε επίσης το 1905 σε μια θεατρική παράσταση στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μόλις δεκάξι ετών και υποδυόταν την Ηλέκτρα στην τραγωδία του Αισχύλου «Ορέστεια». Ο έρωτάς τους, όμως, άνθισε τρία χρόνια αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο Ιων ήταν Α΄Γραμματέας της Πρεσβείας της Ελλάδς στην Κωνσταντινούπολη, σε μια άλλη θεατρική παράσταση, αυτή τη φορά του θιάσου της Κοτοπούλη. Ήταν ένας έρωτας αντισυμβατικός, σφοδρός και παθιασμένος, έξω από κάθε είδους κανόνες.
Η Κοτοπούλη ήταν αρραβωνιασμένη, αλλά διέλυσε τον αρραβώνα. Αν και ήταν βαθιά ερωτευμένη με τον Ίωνα, κοιμόταν συγχρόνως και με άλλους άνδρες, έκανε φοβερές σκηνές ζηλοτυπίας και δεν άντεχε στη σκέψη ότι θα τον έχανε. Ο Ίων, παρά τις ταπεινώσεις, επέστρεφε πάντα κοντά της, δεν άντεχε την απουσία της από τη ζωή του, επίσης παρά τις απιστίες του. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ και δεν απέκτησαν παιδιά.
Η σχέση τους έλαβε τέλος με τον θάνατο του Ίωνα.

Μια τρίτη γυναίκα μπήκε στη ζωή του Ιωνα Δραγούμη όταν τον εξόρισαν στην Κορσική τον Ιούνιο του 1917, μετά την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι κρατούντες τον θεώρησαν επικίνδυνο και η απομονωμένη και μακρινή νήσος φαινόταν κατάλληλη. Μια γραπτή του διαφωνία σε σχέση με τους χειρισμούς του Βενιζέλου στην Αντάντ στάθηκε η αφορμή. Μαζί του ήταν κι άλλοι επιφανείς πολιτικοί και στρατιωτικοί, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, ο Γ. Πεσματζόγλου και ο στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς.
Πρόκειται για μια νεαρή γυναίκα, σύζυγο ενός άλλου εξορίστου. Η «άτακτη» νεαρή επέστρεψε στην Αθήνα με τον σύζυγό της, αφήνοντας στη λήθη όσα συνέβηκαν στο μακρυνό νησί. Έτσι κι αλλιώς, λίγοι γνώριζαν ( οι λοιποί εξόριστοι).



Κάμποσες γυναίκες υπήρξαν και στην Σκόπελο, την επόμενη εξορία του, μετά από είκοσι τρεις μήνες στην Κορσική, από την οποία επέστρεψε στην Αθήνα για να συνεχίσει τον μοναχικό του αγώνα τον Νοέμβριο του 1919. Το νησί ήταν επίσης απομονωμένο, χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό. Ο έλεγχος των «επικινδύνων» σαφώς ευκολότερος. Τα νεύρα του δοκιμάστηκαν με την υποχρεωτική απραξία και την επίγνωση της περιθωριοποίησής του από τα κοινά.






Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020


ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ( 1878-1920)
Ένας εναντίον όλων
Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou





Συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την στυγνή και μυστηριώδη δολοφονία αυτής της ξεχωριστής μορφής, του ανθρώπου που είχε την ψυχική δύναμη να ορθώνει πάντα το ανάστημά του χωρίς να μετρά το «πολιτικό κόστος». Την τόλμη του αυτή την πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, αλλά το αιμάτινο στίγμα του θα μείνει πάντα λαμπερό στο μέλλον.
Ας ξετυλίξουμε μαζί το νήμα της ολιγόχρονης ζωής του, προσπαθώντας να τον γνωρίσουμε μέσα από τα έργα και τα λόγια του...

Γονείς του υπήρξαν ο πολιτικός και πρωθυπουργός Στέφανος Δραγούμης, με καταγωγή το Βογατσικό Καστοριάς, και η Ελισάβετ Κοντογιαννάκη, κόρη του τραπεζίτη και επίτιμου Γενικού Προξένου της Ελλάδας στην Αγία Πετρούπολη Ιωάννη Κοντογιαννάκη.
Ο Ιωάννης (Ίων) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1878 και ήταν το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας. Σπούδασε νομική στο Παρίσι, υπηρέτησε ως εθελοντής στο Μηχανικό το 1897 και συμπλήρωσε τη θητεία του στο Πεζικό.
Από το 1899 εισήλθε στο Διπλωματικό Σώμα και υπηρέτησε διαδοχικά ως Υποπρόξενος στο Μοναστήρι- με δική του απαίτηση- και στη συνέχεια στην Ανατολική Μακεδονία στο Προξενείο Σερρών (1903), στην Ανατολική Ρωμυλία στο Προξενείο του Πύργου και στη Θράκη στο Προξενείο της Φιλιππούπολης (1904), ενώ από τον Μάιο του 1904 συμμετείχε ως έφεδρος δεκανέας στα γυμνάσια του ελληνικού στρατού. Το 1905 βρέθηκε υποπρόξενος στην Πρεσβεία μας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Όπου πήγαινε οργάνωνε τις ελληνορθοδοξες κοινότητες εναντίον των βουλγαρικών εξαρχικών κομιτάτων, κινητοποιούσε τις Ελληνικές Δυνάμεις και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Μακεδονικού Αγώνα, πείθοντας και τον σύζυγο της αδελφής του Ναταλίας, τον γνωστό μας Παύλο Μελά να πάρει μέρος.
Ο αγώνας του δεν σταματούσε, παρά τις δυσκολίες. Συνεχίστηκε και από την Κωνσταντινούπολη (1907-1909) υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία. Από την Πόλη, το 1908, με τη συνεργασία του Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαϊδη, ίδρυσε την «Οργάνωση της Κωνσταντινουπόλεως» με σκοπό την συνεννοηση όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για ισοπολιτεία.
Το 1909 οργάνωσε στο Υπουργείο Εξωτερικών το Β΄ Πολιτικό Τμήμα Ανατολικών Υποθέσεων. Το 1910 συνέπραξε στην ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», και έγινε γνωστός στο χώρο των γραμμάτων, καθώς συνεργάστηκε με το γνωστό τότε περιοδικό «Νουμάς» του Δημητρίου Ταγκόπουλου, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ίδας».
Το 1911, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα, ο Ίων Δραγούμης συγκρότησε στην Πάτμο πανδωδεκανησιακό συνέδριο, στο οποίο διακήρυξε το αίτημα της Ένωσης των νησιών με την Ελλάδα.
Στη συνέχια υπηρέτησε στο επιτελείο του Αρχιστράτηγου και Διαδόχου Κωνσταντίνου ως δεκανέας. Μαζί με το Βίκτορα Δούσμανη και τον Ιωάννη Μεταξά στάλθηκε να διαπραγματευτεί με τον Ταχσίν Πασά την παράδοση της Θεσσαλονίκης, γράφοντας δίπλα-δίπλα με τον γιο του Ταχσίν Πασά την Συμφωνία Παράδοσης.
Το 1914 εστάλη ως πρεσβευτής στην Αγία Πετρούπολη, όπου και διαχειρίστηκε το ζήτημα του Αγίου Όρους, φροντίζοντας παράλληλα να οργανώσει τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας.
Το 1915 εξελέγη βουλευτής Φλωρίνης και το 1916 εξέδωσε το περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρησις».
Στα Νοεμβριανά του 1916, όταν οι Επίστρατοι δολοφόνησαν δεκάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες ως Βενιζελικούς και συνέλαβαν τον Μπενάκη (πατέρα της Πηνελόπης Δέλτα) ο Δραγούμης φάνηκε να επικροτεί την βία των Επίστρατων. Την επόμενη χρονιά, με την κατάρρευση της Μοναρχίας και την επιστροφή της Κυβέρνησης Βενιζέλου, εξορίστηκε στην Κορσική μαζί με άλλους (Ιωάννη Μεταξά, Δημήτρη Γούναρη, Γεώργιο Πεζματζόγλου). Επέστρεψε δύο χρόνια αργότερα στη Σκόπελο(1919) για να αφεθεί ελεύθερος τον Νοέμβριο (1919).

Ενώ στην αρχή συμφωνούσε με τον Βενιζέλο (ερχόμενος σε σύγκρουση με τον αντιβενιζελικό πατέρα του), στη συνέχεια βρέθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο, διαφωνώντας πλήρως με την πολιτική της ενσωμάτωσης της Ιωνίας στην Ελλάδα, επειδή θεωρούσε ότι το όλο εγχείρημα ήταν στρατιωτικά ανέφικτο, ότι ήταν προτιμότερο να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες μιας ειρηνικής πορείας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή. Από την εξορία του τον Φεβρουάριο του 1919, όταν η Ελλάδα βρισκόταν ανάμεσα στους νικητές, κατήγγειλε την «ελπίδα του κοινού κέρδους των Αγγλογάλλων ιμπεριαλιστών και του Βενιζέλου».

Γράφει ο Αγτζίδης για την συγκεκριμένη στάση του Ίωνα Δραγούμη:
«Ενώ η γενοκτονία στην Ανατολή από τον τουρκικό εθνικισμό έχει ξεκινήσει από το 1914, πλήθη προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, την Ιωνία και τον Πόντο έχουν κατακλύσει το ελληνικό κράτος και υπάρχει το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα αντικατασταθεί η πολυεθνική μουσουλμανική Αυτοκρατορία -που πλέον εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο- για τον Δραγούμη και τη μοναρχική παράταξή του, δεν υπάρχουν εθνικά ζητήματα, ούτε υπάρχει ανάγκη εθνικής απελευθέρωσης των Ελλήνων ή των Αρμενίων της Ανατολής. Η αποστροφή για τους δυτικούς ευρωπαίους ιμπεριαλιστές τον οδηγεί σε μια προσέγγιση των Μπολσεβίκων και της επανάστασης τους».

Εκτός από τα άρθρα του στον «Νουμά», και στην «Πολιτική Επιθεώρηση» έγραψε τα εξής βιβλία-μελέτες:
Το Μονοπάτι (1902), Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα(1907, εμπνευσμένο από τον Μακεδονικό Αγώνα και αφιερωμένο στον Παύλο Μελά), Σαμοθράκη (1908), Όσοι ζωντανοί (1911), Ελληνικός Πολιτισμός (1914), Σταμάτημα (1918) και Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες ( που εκδόθηκε το 1927 με επιμέλεια του αδελφού του Φίλιππου).