The world I love:my novels, my favorite themes
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαδρομές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαδρομές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΤΖΙΑ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Η Πλατεία Κοτζιά είναι μια από τις πιο σημαντικές κεντρικές πλατείες της πρωτεύουσας.  Κατά την Τουρκοκρατία στη συμβολή των οδών Ευπόλιδος και Απελλού υπήρχε ένας ναός του Αγ. Δημητρίου, του επονομαζόμενου Τζηρίτη. Αυτό το προσωνύμιο οφειλόταν στο «τζιρίτι» που σήμαινε «έφιππος ακοντισμός». Ήταν ένα πολεμικό τούρκικο αγώνισμα το οποίο ελάμβανε χώρα εκεί ακριβώς, αν και υπήρχαν κι άλλες περιοχές της Αθήνας που το φιλοξενούσαν.
Στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών (1833) οι Στ. Κλεάνθης και Εδ. Σάουμπερτ οραματίζονταν μια μεγάλη πλατεία, τον περίφημο «κήπο του λαού», που θα εκτεινόταν από την Ομόνοια ως την οδό Ευριπίδου.
Η πλατεία αυτή, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, θα περιελάμβανε κτίρια με στοές, όπου θα υπήρχαν κατοικίες στον όροφο και καταστήματα στο ισόγειο, ενώ ο ελεύθερος χώρος θα κοσμούνταν με δενδροστοιχίες και αναβρυτήρια.
Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, λόγω του τεράστιου κόστους της απαλλοτρίωσης των οικοπέδων. Έτσι, το 1851 με Βασιλικό Διάταγμα καταργήθηκε και μέρος της περιοχής οικοπεδοποιήθηκε. Διατηρήθηκε ελεύθερο μόνο το κεντρικό μέρος της, αυτό που σήμερα βρίσκεται μπροστά από το Δημαρχείο και την Εθνική Τράπεζα, επειδή τα ρέματα που το διέσχιζαν δυσκόλευαν την οικοδόμηση.
Εκείνα τα χρόνια, η περιοχή ήταν γνωστή ως «στα Κανόνια» ή «Πλατεία Γυμνασίων», λόγω των πυροβόλων που βρίσκονταν σε υπόστεγο στην ανατολική πλευρά, καθώς και των στρατιωτικών ασκήσεων που εκτελούνταν εκεί. Οι σπουδαστές της Σχολής Ευελπίδων έκαναν επίσης τις ασκήσεις ιππασίας σ’ αυτόν τον χώρο. Λεγόταν ακόμη και «Πλατεία Λουδοβίκου», μια αναφορά στον πατέρα του βασιλιά Όθωνα.
Όταν την δεκαετία του 1870 άρχισε να κατασκευάζεται το Δημοτικό Θέατρο, το όνομα άλλαξε σε «Πλατεία Νέου Θεάτρου». Πληθώρα ονομάτων ακολουθούν λόγω των επιβλητικών κτιρίων που την περικλείουν σιγά-σιγά: «Πλατεία Ταχυδρομείου», «Πλατεία Εθνικής Τραπέζης», «Πλατεία Δημαρχείου».
Επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη πραγματοποιήθηκε ασφαλτόστρωση των δρόμων γύρω από το Δημοτικό Θέατρο, ενώ αναμορφώθηκε ο Κήπος μεταξύ Εθνικής Τραπέζης και Δημοτικού Θεάτρου με φοίνικες και παρτέρια. Τότε τοποθετήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων- όπως έγινε και σε άλλες πλατείες της πόλης- ένα μικρό ξύλινο κιόσκι.
Στον μεσοπόλεμο, γύρω από την πλατεία υπήρχαν υπαίθρια μαγαζάκια προσφύγων μικροπωλητών: τσαγκάρηδων, κουρέων κλπ.  Το 1939 το Δημοτικό Θέατρο κατεδαφίστηκε με πρωτοβουλία του υπουργού-διοικητή πρωτευούσης Κ.Κοτζιά, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες. Ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς είχε χρηματίσει Δήμαρχος Αθηναίων μεταξύ 1934-1936 και έμεινε γνωστός για την κατασκευή των προσφυγικών κατοικιών της οδού Αλεξάνδρας.
Το 1951, μετά δηλαδή τον θάνατο του Κ.Κοτζιά, η πλατεία πήρε το όνομά του. Δύο χρόνια μετά, όταν με την ανακατασκευή της πλατείας Ομονοίας απομακρύνθηκαν από εκεί τα ανθοπωλεία, μεταφέρθηκαν στην Πλατεία Κοτζιά και τα περίπτερα στήθηκαν παράλληλα με την οδό Αιόλου. Στο κέντρο της πλατείας τοποθετήθηκε ένα μαρμάρινο συντριβάνι και γύρω του παρτέρια πρασίνου.
Κατά την μεταπολεμική περίοδο πολυώροφα κτίρια υψώθηκαν γύρω από την πλατεία τόσο από μπετόν όσο και από γυαλί. Εργάτες έκαναν στέκι την πλατεία, αναζητώντας ένα μεροκάματο.
Το 1977 η πλατεία άλλαξε πάλι όνομα και έγινε «Πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως». Τα Κυριακάτικα πρωινά εμφανιζόταν τότε ο Σαμψών επιδεικνύοντας το ρωμαλέο του σώμα.
Αν και έχουν περάσει από τότε σαράντα ακριβώς χρόνια, οι Αθηναίοι δίνουν ραντεβού στην «Πλατεία Κοτζιά»...



Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΤΗΝ
Μέρος γ΄
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Ξυπνήσαμε αργά, έχοντας μείνει αρκετές ώρες στο γλέντι του γάμου, όπου απολαύσαμε-εκτός από το φαγητό- νησιώτικους χορούς, εκτελεσμένους από πολλούς νέους φίλους των νεόνυμφων, αλλά η έκπληξη ήρθε από λίγα ηλικιωμένα ζευγάρια... τι φιγούρες, τι κίνηση, τι σκέρτσο κι εκείνες οι λάμψεις στα μάτια, στο τρεμουλιαστό πιάσιμο των χεριών. Και ο ένας μπάλος να διαδέχεται έναν ικαριώτικο, ένα συρτό και ξανά ένας διαφορετικός μπάλος. Και τα ηλικιωμένα ζευγάρια όρθια, στητά και χαμογελαστά, να αντέχουν, να χορεύουν, να διδάσκουν χωρίς να μιλούν.
Βγαίνουμε για μεσημεριανό, μια Κυριακή χωρίς εφημερίδες, συντροφιά μόνο με τον ασίγαστο αέρα, που ακούραστος συνεχίζει να μας δροσίζει και να μας χαρίζει μια απρόσκοπτη ορατότητα στα γύρω νησιά.
Η σύσταση για φαγητό αφορά το ελάχιστα γνωστό χωριό Αρνάδος. Μια άλλη τεράστια έκπληξη, όχι μόνο γευστική. Η ταβέρνα «Καστανάς» μέσα στο χωριό, και όχι πάνω στον κύριο δρόμο, προσφέρει γρήγορη εξυπηρέτηση, φιλική, ειλικρινή αντιμετώπιση και απόλυτα ευχάριστη για τα στομάχια μας. Πίτες, ντοματοσαλάτα του παλιού καιρού, κοτόπουλο με σάλτσα τυριού, φρέσκιες τηγανητές πατάτες, σε απογειώνουν και δεν πιστεύεις ότι όλα αυτά σού συμβαίνουν σ’ ένα σχεδόν ερημωμένο χωριό (11 κάτοικοι το χειμώνα!)




Ένα χωριό χτισμένο με την πιο αντιπροσωπευτική παραδοσιακή κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, μεσαιωνικές στοές και καμάρες, στενά, ανήλιαγα, πλακόστρωτα καλντερίμια, ένα μέρος που αξίζει τον κόπο να προσεχθεί από την πολιτεία και να μη μείνουν οι προσπάθειες αναστήλωσης στα λόγια.
Το χωριό κρύβει κι άλλον ένα θησαυρό: μια μικροσκοπική εκκλησίτσα, αφιερωμένη στην Παναγία, το Παναϊδάκι, όπως την αποκαλούν, λόγω του μεγέθους της, που κι αυτή μένει αθέατη αν δεν επιμείνεις να την ψάξεις. Από ένστικτο και πείσμα την ανακάλυψα εγώ, ενώ, αν είχαν τοποθετηθεί 2 μικρές, αλλά απαραίτητες ταμπέλες, θα μπορούσαν να την επισκέπτονται πολλοί. Ο τοπικός θρύλος λέει ότι κάτω από τον Ναό λειτουργούσε κρυφό σχολειό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ένας λιλιπούτειος, ονειρικός χώρος, με ένα μοναδικό μικρό κερί να φωτίζει, χωρίς να μπορείς ν’ αφήσεις λίγα ευρώ, χωρίς να μπορείς ν’ ανάψεις κι εσύ ένα κερί.
Ένας χώρος που σ’ αφήνει άναυδο με την μοναδική ατμόσφαιρα δέους που σού προκαλεί.




Αφήσαμε το Αρνάδος με τις καλύτερες εντυπώσεις και πήραμε το δρόμο για τον Πύργο της Κόρης, ή Κόρης Πύργος. Ένας τόπος εγκαταλειμένος, θεόξερος, όπου κατά την αρχαιότητα υπήρχε Ναός της Περσεφόνης, της Κόρης της θεάς Δήμητρας. Η θέα στο τοπίο της Χαλακιάς με τις λιγοστές πέτρινες αγροικίες, χτισμένες κι αυτές πάνω σε ερείπια αρχαίου οικισμού, είναι άγρια, όπως και οι μυτερές πέτρες της.
Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε να δεις- όλα ερείπια, πέτρες πεσμένες και ανεμοδαρμένες. Κάποιες όρθιες σου ψιθυρίζουν ότι εδώ ήταν ο Πύργος, κοιτώντας και ένα γύρω προσεκτικά, εστιάζοντας στις γραπτές πληροφορίες του ταξιδιωτικού μας οδηγού.
Υπάρχει και μια παράδοση, όμως. Σύμφωνα μ’ αυτήν, στον πεσμένο σήμερα Πύργο ζούσε εξόριστη μια βασιλοπούλα, κόρη του αφέντη του τόπου. Περνούσε τις μέρες της υφαίνοντας στον αργαλειό της και κοιτώντας τον ουρανό από το μικρό της παράθυρο.
Μια μέρα πήγε ένας φρουρός να της αναγγείλει ότι ο πατέρας της, ο άρχοντας του Ξώμπουργκου, πέθανε κι ότι έπρεπε να πάει μαζί του, να παρακολουθήσει την κηδεία του δυνάστη της.
Η βασιλοπούλα ντύθηκε, χωρίς να βιάζεται, στα μαύρα, καβαλίκεψε το μαύρο της άλογο και χάθηκε από τα μάτια του φρουρού και όλων των άλλων, για πάντα. Ο πύργος, έπεσε μόνος του και ο φρουρός μεταμορφώθηκε σε πέτρα.




Οι υποτακτικοί χρυσοχόοι έφτιαξαν για χάρη της μια χρυσή γουρούνα με δώδεκα γουρουνάκια. Αυτά θα τα ανακαλύψει τυχαία, όταν έρθει η ώρα, μια άλλη γυναίκα που θα γεννηθεί σ’ αυτόν τον οικισμό πολύ αργότερα. Αν σκεφτείτε ότι σήμερα μόνο πέτρες υπάρχουν και δεν μπορούμε να μιλάμε για οικισμό, τότε, καταλαβαίνετε, φίλοι μου, ότι η ώρα της ανακάλυψης απέχει πολύ ακόμη...
 

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟ
Μέρος α΄
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Με αφορμή ένα γάμο βρέθηκα στο Ιερό Νησί για κάτι παραπάνω από μία εβδομάδα.
Συντροφιά με όλων των ειδών τους αέρηδες το γύρισα, το γεύτηκα, το μύρισα και μαγεύτηκα. Στις ενότητες που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσω να σας παρασύρω, να σας πείσω να πάτε εκεί και να κάνετε τη δική σας εξερεύνηση, αφού τα μάτια της ψυχής μας είναι αλλοιώτικα.

Φτάσαμε με ένα τέταρτο καθυστέρηση, επειδή στο πέλαγος λυσσομανούσαν οι βόρειοι και οι βορειοανατολικοί άνεμοι, δυνατοί, να απειλούν να δέσουν τα πλοία στα λιμάνια και να κυκλοφορούν μόνοι τους, κύριοι κι αφέντες του Αιγαίου. Η δραμαμίνη έκανε το θαύμα που ανέμενα και κατέβηκα στη στεριά χωρίς προβλήματα...
Ήταν πρωί ακόμη, τα δωμάτιά μας δεν ήταν διαθέσιμα και ξεκινήσαμε για μια πρώτη ματιά στη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού, με τον αέρα να σφυρίζει στ’ αυτιά μου, να μού ανακατεύει τα μαλλιά, να με υποχρεώνει να φορέσω ένα τζίν ζακετάκι. Είναι βίαιος και κρύος, αλλά παραδόξως μ’ ευχαριστεί αφού δεν ιδρώνω, κι ας αγκομαχώ, ας δυσκολεύομαι να περπατήσω. Βάδην μετ’ εμποδίων.

Η χάρη Της είναι άδεια- εννοώ τη γνωστή εκκλησία της Παναγίας της Ευαγγελίστριας-τα σκαλοπάτια της ελεύθερα, επιβλητικά και στρωμένα με κατακόκκινα χαλιά-μοκέτες, και καταφέρνουμε να προσκυνήσουμε χωρίς να περιμένουμε στην,συνήθως, ατελείωτη ουρά. Μυρωδιά θυμιάματος γαργαλά τη μύτη μου, θρησκευτικές μελωδίες ακούγονται από το εσωτερικό του ναού. Γίνεται μια ευχαρηστήρια λειτουργία, μοιράζεται άρτος.
Είναι μια σπάνια ευκαιρία να δω με άνεση το εσωτερικό του ναού, χωρίς να νοιώθω χέρια να με σπρώχνουν για να βρεθώ έξω, πριν το καταλάβω. Και το απολαμβάνω πραγματικά.
Κοιτώ την θαυματουργή εικόνα, η οποία βρέθηκε το 1823, κάθε άλλο παρά ευδιάκριτη από τα μυριάδες τάματα που φέρει, αφήνοντας δύο κενά στο πρόσωπό Της και στο πρόσωπο του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Την έχουν τοποθετήσει σ’ ένα επιβλητικό μαρμάρινο προσκυνητάρι, μπαίνοντας αριστερά. Είναι σπασμένη στα δύο από την αξίνα του εργάτη κατά την εύρεσή της και τραυματισμένη από μια παλιά πυρκαγιά. Τίποτε απ’ αυτά δεν μειώνει τη μεγαλοπρέπεια και το δέος που αισθάνεται κάθε πιστός που πλησιάζει. Η παράδοση θέλει να είναι έργο των χειρών του Αποστόλου Λουκά, αλλά για μένα δεν έχει καμία απολύτως σημασία ποιός την δημιούργησε.
Ολόκληρος ο ναός είναι κατάμεστος από τα τάματα, καμιά γωνιά δεν είναι άδεια και το τέμπλο, εκπληκτικής τέχνης ξυλόγλυπτο με χρυσές λεπτομέρειες, σχεδόν δεν φαίνεται, καθώς τα μάτια γυροφέρνουν λαίμαργα ένα γύρο, αδυνατώντας να εστιάσουν κάπου συγκεκριμένα.

Συνέχεια έχει μια πρώτη εξερεύνηση στο κέντρο της Χώρας και στις γειτονιές της λεγόμενης «παλιάς πόλης», που δεν με ικανοποιεί- δεν βλέπω τίποτε το ιδιαίτερο.
Καθόμαστε για μεσημεριανό σ’ ένα ταβερνάκι που ο ταξιδιωτικός οδηγός μας συστήνει ως το καλύτερο. Μόνο γραφικό είναι, στην αρχή ενός υπερβολικά στενού, πλακόστρωτου δρομίσκου, γεμάτου ταβερνάκια, που κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να στήσουν κάποια λιλιπούτεια τραπεζάκια έξω, στο δρόμο.
Ακόμη και σ’ αυτό το στενάκι ο αέρας ορμά με φόρα και έχει αντιρρήσεις ως προς το αν η σερβιτόρα πρέπει ή όχι να στρώσει εκείνο το χάρτινο τραπεζομάντηλο. Της το παίρνει και το κάνει σημαία για λίγο. Εκείνη αγανακτεί κι εμείς γελάμε...
Διαλέξαμε όλοι κάτι διαφορετικό, αλλά κανείς δεν έμεινε ενθουσιασμένος ( αχ, αυτή η μετριότητα...).

Επιστροφή στο ξενοδοχείο για ύπνο κατά βούληση και ραντεβού το απόγευμα, χαλαρά, χωρίς να πούμε συγκεκριμένη ώρα.
Εγώ ετοιμάζομαι ν’ανοίξω το λάπτοπ. Ο αέρας μ’εκδικείται που τον αψηφώ και το «σήμα» είναι τόσο αδύναμο, ώστε αναγκάζομαι να το κλείσω. Μισοξαπλώνω, παίρνω στα χέρια μου το βιβλίο που έφερα μαζί μου(Κονφιτεόρ, του Ζάουμε Καμπρέ) και το ανοίγω:
«Μέχρι χθές το βράδυ, περπατώντας στους βρεγμένους δρόμους της Βαλκάρκα, δεν είχα καταλάβει ότι το να γεννηθώ σ’ εκείνη την οικογένεια ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος».
Η πρώτη πρόταση, η πρώτη τελεία. Υπακούοντας σε δικές μου, ανεξερεύνητες συνήθειες, έβαλα τον σελιδοδείκτη εκεί, στην πρώτη σελίδα, έκλεισα το βιβλίο και μετά τα μάτια μου. Ναι, εγώ που δεν κοιμάμαι ποτέ τα μεσημέρια, εγώ που πάντα δουλεύω τα μεσημέρια- όπως και τώρα- κοιμήθηκα και ξύπνησα από τις φωνές του φίλου μας που ήρθε να μας πει ότι ένας άλλος φίλος ήταν καθ’ όδόν να μας συναντήσει. Ποτέ μη λες ποτέ. Το ξέρω, δεν το ξέρω;

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

ΜΟΝΗ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
Μια επίσκεψη-προσκύνημα
Της Dimitra Papanastasopoulou






Με λιακάδα και ένα δροσερό αεράκι να φυσά,  μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με προορισμό το φημισμένο μοναστήρι της Καισαριανής- τώρα αρχαιολογικό χώρο, με μόνη εξαίρεση, όπως μας είπαν οι φύλακες, την Μεγάλη Παρασκευή που λαμβάνει χώρα ολόκληρη η λειτουργία της ημέρας, με τεράστιο πλήθος να κατακλύζει τον φιλικό και, σήμερα ξανά καταπράσινο Υμηττό.

Ανεβαίνοντας στην δυτική πλευρά τού Υμηττού, με τη φωτογραφική μηχανή να αναπαύεται ακόμη μέσα στην τσάντα μου, άφησα τον εαυτό μου να απολαύσει το πραγματικά ειδυλλιακό περιβάλον: πουρνάρια, πεύκα και ένα ολόκληρο τείχος από ψηλά κυπαρίσια μας υποδέχονταν, όλο και πυκνότερα, όσο πλησιάζαμε στο παλιό μοναστήρι. Τοπίο ελβερικό, γεμάτο οξυγόνο, με τους τολμηρούς να τρέχουν ή να περπατούν στον φιδογυριστό δρόμο.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τα κυπαρίσια τα έχω συνδέσει με ωραίες τοποθεσίες, αν και τα τελευταία χρόνια έχουν υποσκελιστεί από άλλα δέντρα. Η φύση, όμως, εκεί, ψηλά στον Υμηττό με τα μυστικά και τα βάσανά του, δεν έπαψε να τα θέλει παρόντα, υπερήφανα και καταπράσινα, ψηλότερα από τα πεύκα.
Τα παλιά χρόνια η περιοχή ήταν γεμάτη ελιές, και κοντά στο μοναστήρι ανέβλυζε πηγή με άφθονο, κρύο νερό, και ταυτίζεται με εκείνη των αρχαίων χρόνων που οι ποιητές ονόμαζαν Καλλία. Η περιοχή που βρίσκεται λίγο πιο πάνω ήταν αφιερωμένη στην θεά Αφροδίτη και λεγόταν Κυλλού Πήρα(η σημερινή Καλλοπούλα).

Το μοναστήρι, αφιερωμένο στην Παναγία, είναι αναστηλωμένο, καθαρό, κουκλίστικο σε μέγεθος, σχεδόν άδειο. Από όλα τα κελιά, μόνο σε ένα έχουν τοποθετηθεί τα ελάχιστα έπιπλα που είχε στη διάθεσή του ο μοναχός. Ο μικρός ναός, με μία εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου και τις σωζόμενες τοιχογραφίες, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηριακή, έξω από τη συνηθισμένη ενός εκκλησιαστικού, ζωντανού χώρου.
Έχοντας επισκεφθεί πολλές φορές το υπόγειο του Ναού του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη, τον χώρο όπου μαρτύρησε ο πολιούχος της συμπρωτεύουσας, μπορώ να πω ότι τελικά, η έλλειψη των πολλών εικόνων, των αναμένων κεριών και της μυρωδιάς του θυμιάματος, δεν στέκονται ικανά να άρουν την θρησκευτικότητα του χώρου. Το κενό του χώρου σε αγκαλιάζει, σε ηρεμεί.

Δεν είναι κτισμένο πολύ ψηλά, το υψόμετρο είναι περίπου 350 μ., αλλά το δάσος το περιβάλλει και το δροσίζει. Οι εκδοχές για την ονομασία του είναι αρκετές:
-ή από κάποιον ηγούμενο που ονομαζόταν Καισάριος και ήταν ο ιδρυτής του μοναστηριού,
-ή από την εικόνα των Εισδίων της Θεοτόκου, η οποία λέγεται ότι μεταφέρθηκε από την Κιασάρεια της Μ.Ασίας,
-ή από κάποιον  Καίσαρα που ανακαίνισε την εκκλησία στα βυζαντινά χρόνια,
-ή από την Συριανή/Σαισάρια, κόρη του αρχαίου βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και ιέρεια στους αρχαίους ναούς του Υμηττού προς τιμήν της Σελασφόρου Αρτέμιδος, 
-ή από το σεργιάνισμα(περπάτημα) του κόσμου στην περιοχή, που λίγο-λίγο μετεβλήθη από Σεργιανή σε Συριανή και τελικά Καισαριανή,
-ή από τον Ιούλιο Καίσαρα, ο οποίος είχε έπαυλη στην ευρύτερη περιοχή,
-ή επειδή η δωρήτια του ναού ονομαζόταν Καισαριανή,
-ή, τέλος, από τα άνομα έργα της Αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας. Η Ειρήνη, αφού δηλητηρίασε τον σύζυγό της Λέοντα Δ΄, ακρωτηρίασε και δολοφόνησε αρκετούς στρατιωτικούς, τους 6 γιούς του Κωνσταντίνου Ε΄, τύφλωσε το μοναχογιό της και συμβασιλέα Κωσνταντίνο ΣΤ΄, εξόρισε δύο ετεροθαλή αδέλφια του γιού της σε ένα μοναστήρι του Υμηττού. Οι εξόριστοι είχαν τον τίτλο του Καίσαρα και το μοναστήρι ονομάστηκε από τον τίτλο τους Καισαριανή.
Διαλέγετε και παίρνετε...

Το 1208 ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, σε επιστολή του προς τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Αθηνών Βεράρδο, αναφέρει το μοναστήρι ως Sancta Syriani, μια ονομασία ιδιαίτερα αποδεκτή από τον λαό, αφού εξακολουθεί να αναφέρει την περιοχή ως Συριανή και σε γραπτά κείμενα του 13ου αιώνα και σε λαϊκά δίστιχα («στη Συριανή σεργιάνι και στην Πεντέλη μέλι, και στο Δαφνί κρύο νερό που πίνουν οι αγγγέλοι»).
Ως Καισαριανή την αναφέρει πρώτος ο Μητροπολίτης Αθηνών και Αιγίνης Μιχαήλ Χωνιάτης ( ήταν Μητροπολίτης από το 1182 έως το 1204, όταν οι Φράγκοι υπό τον Βονιφάτιο Μομφερατικό κατέλαβαν την Αθήνα), σε επιστολή του προς τον ηγούμενο της μονής, εν όσω βρισκόταν πλέον αυτοεξόριστος στην Κέα (πέθανε στο νησί το 1222).





Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ιδρύθηκε ένας χριστιανικός ναός κοντά στην Καλλία πηγή, τα δομικά υλικά του οποίου χρησιμοποιήθηκαν μεταγενέστερα για να κατασκευαστούν τα γύρω κτίρια.
Ο κύριος ναός ανάγεται στις αρχές του 12ου αιώνα και είναι σταυροειδής μετά τρούλου (ένας τρούλος μικρός και ψηλός, εντελώς διαφορετικός από τους συνηθισμένους κυκλικούς, με τοιχογραφία του Παντοκράτορα). Ο νάρθηκας προστέθηκε αρκετά αργότερα, όπως και το διπλανό και κολλητό παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου, στη νότια πλευρά της εκκλησίας.
Μετά το 1204 και την ερήμωση της Αθήνας, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ενέταξε τη μονή στην πλήρη δικαιοδοσία του Λατίνου αρχιεπισκόπου Αθηνών. Ο ηγούμενος, όμως, έκανε δήλωση υποταγής στον πάπα και κατάφερε να παραμείνει το μοναστήρι αφορολόγητο.
Στα 1458, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αττική και έφτασε στο μοναστήρι ο Μωάμεθ ο Πολιορκητής, ο τότε ηγούμενος τον υποδέχτηκε και τού παρέδωσε τα κλειδιά, εξασφαλίζοντας μ΄αυτόν τον τρόπο πλήρη φορολογική ατέλεια.
Η μονή ακολούθησε φθίνουσα πορεία στο τέλος του 18ου αιώνα, λόγω της κακοδιαχείρησης των ηγουμένων και έφθασε να χάσει την αυτονομία της. Στα 1790, τα υπέρογκα χρέη της κόντεψε να χάσει όλη την ακίνητη πειουσία της, που την εποφθαλμιούσε ο Χασεκής. Η Κοινότητα των Αθηναίων παρενέβη και πήρε απόφαση να παραχωρηθεί η μονή στον εκάστοτε Μητοπολίτη Αθηνών, με τον όρο να μη μπορεί εκείνος να εκποιεί την ακίνητη περιουσία της. Έτσι, και μόνον έτσι η μονή διέφυγε τον κίνδυνο, αλλά η υπαγωγή της στην Μητρόπολη των Αθηνών δεν την ωφέλησε.
Ο Μητροπολίτης Βενέδικτος (1782-1785 και 1787-1796) έκανε κάποιες προσπάθειες να διορθώσει τα αδιόρθωτα, αλλά βρέθηκε κατηγορούμενος ότι «κατέτρωγεν τα εισοδήματά της». Οι διάδοχοί του χειροτέρεψαν την κατάσταση και η μονή οδηγήθηκε με γρήγορα βήματα στην πλήρη παρακμή.
Στους αιώνες που είχαν προηγηθεί, η μονή είχε δημιουργήσει μια αξιόλογη βιβλιοθήκη που, κατ ενώ απετέλεσε κέντρο φιλοσοφίας, με φημισμένους διδασκάλους, που θεωρείται ότι διέθετε αρχεία βιβλιοθηκών της αρχαιότητας, ενώ δίδαξε εκεί μεταξύ άλλων και ο νεωτεριστής Πλήθων Γεμιστός. Λόγω παρακμής και για λόγους ασφαλείας, στις αρχές της Επανάστασης του 1821, η βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στην κατοικία του τότε Μητροπολίτη Διονυσίου Β΄, ανηψιό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄.





Όταν η Αθήνα καταλήφθηκε από τον Ομέρ Βρυώνη, ο χώρος λεηλατήθηκε και ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης καταστράφηκε. Ό,τι διασώθηκε, μαζί και με τις βιβλιοθήκες της Μονής Πεντέλης και της Σχολής Ντέκα, μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη και εκεί αποτελειώθηκε η καταστροφή.
Από το 1824 και έπειτα, η μονή «υπεβλήθη σε άθλια μεταχείριση. Ό,τι είχε στο παρελθόν σημαντικό ρόλο στο διαφωτισμό της ανθρωπότητας και στην ασφάλεια των ψυχών, ήταν τώρα ένα παλάτι για αγελάδες, πουλερικά και άλογα».
Σύμφωνα με τους Δημογέροντες της εποχής, «τα χειρόγραφα πωλήθηκαν σε Άγγλους ως μεμβράνες, ενώ τα υπόλοιπα αρχεία χρησιμοποιήθηκαν στις κουζίνες της Μητρόπολης».
Τέλος στη λειτουργία του μοναστηριού- και όσων άλλων είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς- έθεσε μια απόφαση του βασιλιά Όθωνα το 1833.
Από το 1922 χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικό μνημείο και περιήλθε στην δικαιοδοσία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Η μονή αναπτύσσεται μέσα σε ένα τετράπλευρο, καταπράσινο περίβολο, κλεισμένη μέσα σε τείχος, με ένα σωρό αρχαίους κίονες και σπασμένες αρχαίες κολώνες, πολλές από τις οποίες φέρουν εγχάρακτους σταυρούς.
Γύρω-γύρω υψώνονται τα κτίσματα του καθολικού, της τράπεζας, του λουτρώνα (κατά την Τουρκοκρατία λειτούργησε ως ελαιοτριβείο), ο ναός, τα κελιά και ο Πύργος των Μπενιζέλων. Ο λόγιος Μπενιζέλος, μαζί με τις αδελφές και τη συνοδεία του, είχε καταφύγει στο μοναστήρι για να προστατευθούν από την επιδημία που έπληττε την Αθήνα. Από ευγνωμοσύνη για τη χάρη και την προστασία της Παναγίας, έδωσε τα απαιτούμενα χρήματα για να γίνει η εικονογράφηση του νάρθηκα  από τον Πελοποννήσιο ζωγράφο Ιωάννη Ύπατο.
Οι τοιχογραφίες είναι του 18ου αιώνα, με πολύ ωραία χρώματα και συνθέσεις, και είναι κρίμα που οι περισσότερες έχουν καταστραφεί εντελώς. Η Πλατυτέρα, που απεικονίζεται ενθρονισμένη με τους αγγέλους στα πλαϊνά της και στολίζει τον φεγγίτη του παρεκκλησίου, βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση.

Όταν φύγαμε, ανεβήκαμε αρκετά ψηλότερα, στα παρατηρητήρια, και παρ’ όλη τη θολή ατμόσφαιρα του απομεσήμερου, η θέα της Αθήνας και του Πειραιά ήταν μοναδική!