The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ 1821

Μέρος β’

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Ο Πέτρος Μέγγος πήρε μέρος στην πολιορκία της Άρτας από τον Καραϊσκάκη και τους Αρβανίτες που συνεργάζονταν με τους Έλληνες όσο βρίσκονταν σε εξέλιξη οι επιχειρήσεις των Οθωμανών εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων.

«Η Άρτα δεν έπεσε» γράφει ο κακώς πληροφορημένος Μέγγος, «επειδή οι Αρβανίτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στους Έλληνες μετά τη φυλάκιση του αρχηγού τους Ταχήρ Αμπάζη όταν εκείνος πήγε στο Μεσολόγγι. Τον υποπτέυονταν οι δικοί μας. Γυρίζοντας κι αυτός στην Άρτα πήρε το τμήμα του και μπήκε στο κάστρο. Έτσι λύθηκε ξαφνικά η πολιορκία. Βγήκαν ύστερα οι Τούρκοι από το φρούριο κι έκαψαν την πόλη».

Πράγματι, μ’ αυτόν τον τρόπο ναυάγησε η επιχείρηση για την κατάληψη της Άρτας, λόγω της δυσπιστίας των συμμαχικών αρβανίτικων τμημάτων. Αλλά κατακράτηση του Ταχήρ Αμπάζη δεν έγινε. Γράφει ο Μακρυγιάννης, συμπολεμιστής τότε του Μέγγου: « Τον Ταϊρ Αμπάζη, έναν αγαπημένον του Αλήπασα, γνωστικόν και πολλά άξιον Τούρκον Αρβανίτη, τον είχαν σταλμένον οι Τούρκοι, το κόμμα του Αλήπασα, εις το Μεσολόγγι και Βραχώρι, σε όλα αυτά τα μέρη να ιδή τα τρέχοντα των Ρωμαίγων αν δουλεύουν διά τον αφέντη τους τον Αλήπασα, όπως έλεγαν. Πηγαίνοντας εκεί, ηύρε τις Τούρκισσες βαφτισμένες, τους ντόπιους Τούρκους σκοτωμένους, τα τζαμιά τους γκρεμισμένα. Τότε αυτός πικράθη πολύ, και Τούρκος θρήσκος- δεν τον βάστηξαν κι αυτ’ηνοι οι προκομένοι στανικώς εκεί τον στείλαν κι ήρθε εις την Άρτα και λέγει των Τούρκων όλα αυτά κι’ ότι χάθη η Τουρκιά και να λάβουν μέτρα»

 

Ο Μέγγος γνώρισε από κοντά τον Καραϊσκάκη. «Ύψος πέντε πόδια κι οχτώ ίντσες. Μέτριες αναλογίες. Ήμουν μπροστά όταν πληγώθηκε, αλλά όχι σοβαρά. Στεκόταν όρθιος και χωρίς κανέναν λόγο ακάλυπτος μπροστά στον εχθρό. Φώναζε στους Τούρκους πως είναι δειλοί και γι’ αυτό δεν τολμούσαν να χτυπηθούν μαζί του. Ένας Τούρκος σήκωσε το ντουφέκι του και πυροβόλησε. Ο Καραϊσκάκης δέχτηκε το βόλι ανάμεσα στα σκέλια του».

Ωστόσο, ο Γ. Γαζής, ο γραμματικός του Καραϊσκάκη, παρουσιάζει το περιστατικό αλλιώς:  «Στις 8 Ιουνίου 1821, κατά τη μάχη στο Κομπότι, ο Καραϊσκάκης ανέβηκε σε μια κοτρώνα κι έβριζε μεγαλόφωνα τους Τούρκους. Για να τους καταφρονέσει μάλιστα περισσότερο κατέβασε τα βρακιά κι έδειξε τα οπίσθιά του. Εκείνη τη στιγμή τον σημάδεψε ένας Γκέκας και τον τραυμάτισε στα μεριά και στα γεννητικά όργανα».

Είναι περίεργο που ο αυτόπτης Μέγγος δεν αναφέρει αυτό το γεγονός. Δεν αποκλείεται, βέβαια, η αφήγηση του Γαζή να αν’ηκει στη μυθολογία των γνωστών χωρατών του γενναίου, αλλά αθυρόστομου καπετάνιου. Όμως, αυτόν τον τραυματισμό τον αναφέρει και ο βιογράφος του Καραϊσκάκη Δ. Αινιάν: «εις Κομπότι επληγώθη εις τα αιδοία καταφρονήσας περισσότερον από ό,τι έπρεπε τον κίνδυνον».

Ο Καραϊσκάκης συνήθιζε να λέει πως ο Έλληνας στρατιώτης δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ φτωχός ούτε πολύ πλούσιος. «Αν έχει στο κεμέρι πάνω από τέσσερα-πέντε τάλληρα δύσκολα γίνεται χρήσιμος».

 

Εκεί στο Κομπότι ο Μέγγος, κάνοντας χρέη διερμηνέα, γνώρισε και τον Γερμανό συνταγματάρχη Von Stahl, 40 ετών τότε,ενταγμένος ήδη στο σώμα του Καραϊσκάκη.

Σε κάποια αναμέτρηση με τους Τούρκους πληγώθηκε και πέθανε μετά από οκτώ ημέρες. Ο Μέγγος γράφει ότι, λίγο πριν ξεψυχήσει, τού χάρισε τις πιστόλες του και όλα του τα χρήματα- τρία τάληρα.

Δεν έπαιρναν μισθό ούτε ρούχα ούτε παπούτσια. Και υπήρχε πείνα. Το σιτηρέσιο δυο χούφτες αλεύρι για τον καθένα. Κι έπρεπε να το ψήσεις ο ίδιος. Γράφει ο Ιωάν. Φιλήμων: « Οσάκις δ’ οι κλίβανοι ουκ επήρκουν, οι στρατιώται έμασσον (ζύμωναν) επί δέρματος ή επί πλακός ή επί τμήματος σανίδος, τον χορηγούμενον αυτοίς, συμμιγή πάντοτε και ως επί το πλείστον εξ ελύμου (καλαμποκιού) και εντός πεπυρακτωμένοης τέφρας εκ φρυγάνων, ημίοπτον δια τούτο ή ένωμον γινόμενον».

  

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

 

ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ  ΤΟΥ 1821

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Το 1830 κυκλοφόρησε στην Νέα Υόρκη ένα βιβλίο με τον πελώριο τίτλο  «Αφήγηση ενός Έλληνα στρατιώτη με ανέκδοτα και περιστατικά που απεικονίζουν τον χαρακτήρα και τα έθμα των Ελλήνων και Τούρκων της Μ. Ασίας και λεπτομερής εξιστόρηση γεγονότων του πρόσφατου πολέμου στην Ελλάδα, όπου ο συγγραφέας είχε σημαντική δράση και στη στεριά και στη θάλασσα από την αρχή ως το τέλος του ξεσηκωμού».

Αυτός ο αγωνιστής λεγόταν Πέτρος Μέγγος και καταγόταν από τη Σμύρνη. Το χρονικό του Μέγγου ξεχωρίζει για την απλότητα της αφηγησης και για την ειλικρίνειά του. Είναι το ημερολόγιο ενός στρατιώτη, ανεπιτήδευτο, με πλήθος σκηνές και λεπτομέρειες του πολεμικού βίου.

Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση και άρχισαν οι διωγμοί του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο Πέτρος ήταν 19 ετών. Εξασφάλισε διαβατήριο από το προξενείο και κατέφυγε στην Τεργέστη. Εκεί συνάντησε πολλούς ‘Ελληνες από την Βλαχία που είχαν πολεμήσει υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και προσπαθούσαν να κατεβούν στον Μοριά. Οι Αυστριακές Αρχές, όμως, στα πλαίσια της φιλοτουρκικής πολιτικής του ανακτοβουλίου της Βιέννης, απαγόρευαν την έξοδο των Ελλήνων και ξένων εθελοντών με προορισμό την Ελλάδα. Έτσι, όλοι εκείνοι αναγκάζονταν να κατευθυνθούν στην Ανκόνα.

Εκείνες τις ημέρες άραξε στην Τεργέστη ένα ελληνικό καράβι με ρωσική σημαία. Ο Σαντορινιός καπετάνιος προσφέρθηκε να μεταφέρει χωρίς ναύλο τους Έλληνες εθελοντές, που αριθμούσαν τους σαράντα. Όλοι τους φρόντιζαν ν’ αγοράσουν όπλα με κάθε μυστικότητα, αποφεύγοντας τα αυστριακά κρατητήρια. Ο Πέτρος Μέγγος αγόρασε ένα σπαθί και δύο πιστόλες, τα έκρυψε κάτω από τον μανδύα του και προχώρησε προς το λιμάνι για να μπαρκάρει. Ένας μυστικός τον είδε και άρχισε να τον τραβά στην Αστυνομία. Ευτυχώς, με μισό τάληρο πείσθηκε να τον αφήσει…

Αρχές Νοεμβρίου 1821 ο Μέγγος βγήκε στο Μεσολόγγι. Κατά την εκεί παραμονή του πρόσεξε ότι μόλις έφθαναν στην πόλη χαρμόσυνες ειδήσεις από τα πεδία των μαχών,έβγαινε ο ντελάλης στους δρόμους και καλούσε τον κόσμο στην εκκλησία, φωνάζοντας: «Να δοξολογήσουμε τον Ύψιστο!»

Μετά από περίπου μία εβδομάδα ο Μέγγος πέρασε στην Πάτρα με ένα ρουμελιώτικο σώμα. Η πολιορκία του κάστρου συνεχιζόταν, αλλά όχι συστηματικά. Οι στρατιώτες γύριζαν στα χωριά για να μαζέψουν ελιές, γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσουν οι οικογένειές τους.

 

Το «βάπτισμα του πυρός» το πήρε σε μια αιφνιδιαστική έξοδο των Τούρκων. Παραλίγο να αιχμαλωτισθεί ο Μαυροκορδάτος. Εκείνος γλύτωσε, αλλά έπεσαν στα χέρια των Τούρκων ένας Γάλλος και ο γιατρός του Μαυροκορδάτου, ενώ σκοτώθηκαν γύρω στους σαράντα Έλληνες. Ο Μέγγος γλύτωσε πηδώντας πάνω σ’ ένα επτανησιακό καράβι που τον οδήγησε ξανά στο Μεσολόγγι.

Πρόκειται για την μοιραία τουρκική αιφνιδιαστική επιχείρηση της 22ης Νοεμβρίου 1821, μια συνδυασμένη επίθεση αποβατικών τμημάτων του Γιουσούφ Πασά από τη Ναύπακτο και έξοδο των Τούρκων από το κάστρο, που οδήγησε στην οριστική λύση της τρίτης πολιορκίας του φρουρίου. Λόγω των σφαλμάτων της ηγεσίας των πολιορκητών η Πάτρα θα παρέμενε στα χέρια των Τούρκων σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Η διάλυση του στρατοπέδου ήταν αξιοθρήνητη. Γράφει ο Ι.Φιλήμων: «Επί τοσούτον δε συνέβη έμφοβος η φυγή αύτη, ώστε οι πλείστοι μεν έφερον ό,τι εφόρουν, οι δ’ αρχηγοί, πατά την αποσκευήν άπασαν, άφησαν και τους ίππους αυτών. Τα ίδια έπαθον δυστυχήματα, τυχόντες εκεί, ό,τε Μαυροκορδάτος, Καρατζάς και οι δια την εθνικήν συνέλευσιν μεταβαίνοντες εις το Άργος παραστάται της Δυτικής Ελλάδος».

 

 

 

Τρίτη 4 Μαΐου 2021

 

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ της Nina George

(εκδόσεις Κλειδάριθμος)

Της Dimitra Papanastasopoulou

 


Έκλεισα το βιβλίο ευτυχισμένη, ναι, ευτυχισμένη μετά κι εγώ δεν ξέρω από πόσα χρόνια! Να είναι ευλογημένη η Νίνα Γκεόργκε και να γράφει, μοιράζοντας χαρά και ψυχική πληρότητα στους αναγνώστες της ανά τον κόσμο ( και σε μένα που θα ψάξω τα υπόλοιπα βιβλία της!)

Το ενδιαφέρον είναι ότι έπεσα πάνω σε μια κριτική του Μιχάλη Πιτένη, δημοσιογράφου, συγγραφέα και «συναδέλφου» στο αγαπημένο διαδικτυακό περιοδικό iporta.gr, στο οποίο αναρτώ ιστορικά θέματα συνήθως.

Η κριτική του Μιχάλη Πιτένη ήταν μια αποκάλυψη, μια τεράστια, όμορφη έκπληξη. Πρώτη φορά δεν νιώθω την ανάγκη να συμπληρώσω μια λέξη ή φράση. Είναι σαν να έγραψα εγώ όσα εκείνος άφησε στο χαρτί πριν πέντε χρόνια- όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο στην Ελλάδα.

Με την άδειά του, σας την παραθέτω, με τη σημείωση ότι τα υπογραμισμένα είναι δικά μου σχόλια):

 

Ύμνος στα βιβλία και τις λέξεις

Του Μιχάλη Πιτένη

 

“…ένα μυθιστόρημα μοιάζει με κήπο στον οποίο ο αναγνώστης πρέπει να αφιερώσει χρόνο προκειμένου να ανθίσει”.

Ο βιβλιοπώλης Ζαν Περντί (Περντί σημαίνει χαμένος και ο ήρωας νιώθει πράγματι χαμένος), πρωταγωνιστής του βιβλίου της Nina George «ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ», εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ, δεν πουλάει βιβλία αλλά… συνταγογραφεί το κατάλληλο για την περίπτωση του κάθε πελάτη που διαβαίνει τη ράμπα για να βρεθεί από την αποβάθρα του Σηκουάνα στο πλωτό του βιβλιοπωλείο που παραμένει για είκοσι και πλέον χρόνια δεμένο στην ίδια θέση. Το «Λογοτεχνικό φαρμακείο», όπως ονομάζει το βιβλιοπωλείο που έχει στήσει πάνω σε μια παλιά ποταμίσια φορτηγίδα, είναι ουσιαστικά ο δικός του κόσμος που εγκαταλείπει μόνο τα βράδια για να ξημερώσει στο σχεδόν άδειο διαμέρισμα του στην οδό Μοντανιάρ. Ένας κόσμος περιστοιχισμένος και περίκλειστος από βιβλία, που ο ίδιος διαβάζει μανιωδώς και αχόρταγα για να ΄ναι σίγουρος πως στον κάθε πελάτη του θα προτείνει το κατάλληλο καθώς πιστεύει ότι είναι εσφαλμένη «η κοινή αντίληψη ότι οι βιβλιοπώλες φροντίζουν τα βιβλία. Τους ανθρώπους φροντίζουν».

Διαβάζει μέρα νύχτα χωρίς όμως να τολμήσει να ανοίξει και να διαβάσει το γράμμα που μένει σφραγισμένο και κλεισμένο σ΄ ένα συρτάρι τραπεζιού ενός δωματίου που δεν χρησιμοποιείται ποτέ. Το γράμμα που είναι τελικά το σημαντικότερο κείμενο για τη δική του ζωή, αφού αποστολέας του ήταν ο μεγάλος και ανολοκλήρωτος έρωτας της ζωής του, η Μανόν, που φεύγοντας ξαφνικά πριν είκοσι ένα χρόνια δεν έκλεισε απλώς την πόρτα πίσω της αλλά και τον ίδιο τον Περντί σ΄ ένα αδιέξοδο απ΄ το οποίο δεν θέλει ο ίδιος να βγει.

Ένα απρόσμενο γεγονός φέρνει στα χέρια του το γράμμα και βρίσκοντας το κουράγιο να το διαβάσει, λύνει τους κάβους για να ξεκολλήσει η φορτηγίδα-βιβλιοπωλείο απ΄ την αποβάθρα και μαζί της και η ζωή του απ΄ το τέλμα.

Προορισμός του ο γαλλικός Νότος, ο τόπος στον οποίο ανήκε η Μανόν, και πυξίδα του το βιβλίο που τον σημάδεψε περισσότερο απ΄ όσα διάβασε μέχρι τότε, «Τα φώτα του Νότου»( ένα άλλο βιβλίο της συγγραφέα).

 Το βιβλίο της Nina George, πολυδιαβασμένο ήδη σε πολλές χώρες και μεταφρασμένο σε 33 γλώσσες, δεν εκπλήσσει με την πρωτοτυπία του θέματος του. Εκπλήσσει με την αισιοδοξία που αποπνέει. Σε μια εποχή που ο δείκτης της απογοήτευσης είναι κολλημένος στο κόκκινο και το βιβλίο φαίνεται να χάνει καθημερινά έδαφος, ιδιαίτερα στον τόπο μας, έρχεται ένα μυθιστόρημα όπως αυτό να μας εξηγήσει, ή να μας υπενθυμίσει, πως οι λέξεις είναι πάντα ικανές να μας οδηγήσουν στο να βιώσουμε μια μικρή ευτυχία, όπως ακριβώς συμβαίνει με μια πελάτισσα του παριζιάνου βιβλιοπώλη.

«…Οι σφιγμένοι ώμοι της χαλάρωσαν, οι αντίχειρες της ξεδιπλώθηκαν από τις κλειστές γροθιές της. Το πρόσωπο της μαλάκωσε. Διάβαζε. Ο κύριος Περντί παρατηρούσε πως οι λέξεις που διάβαζε διαμόρφωναν την εμφάνιση της. Έβλεπε ότι η Αννά ανακάλυπτε μέσα της ένα αντηχείο που αντιδρούσε στις λέξεις. Ήταν πλέον ένα βιολί που μάθαινε να παίζει μόνο του. Ο κύριος Περντί αναγνώρισε τη μικρή ευτυχία που βίωνε η Αννά εκείνη τη στιγμή…»

Η George ξεδιπλώνει την ιστορία της με μικρά ήρεμα βήματα, χωρίς να εκβιάζει την εξέλιξη της με άσκοπες ανατροπές και ανούσιες εκπλήξεις, καθώς φαίνεται να επιδιώκει να κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι μέσω της αγωνίας για το τι πρόκειται να συμβεί, αλλά πώς πρόκειται να συμβεί αυτό που έχει ήδη πολύ καλά καταλάβει. Η γραφή της λειτουργώντας ως ένα αξιόπιστο μικροσκόπιο που οι φακοί του είναι οι λέξεις, μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τη μετάλλαξη και τη μετεξέλιξη των ηρώων της, τόσο του βασικού Περντί όσο και εκείνων που τον συνοδεύουν και τον συνδράμουν.

Το ταξίδι που περιγράφει διασχίζει «τον ενδιάμεσο κόσμο που υπάρχει ανάμεσα σε κάθε τέλος και σε κάθε καινούργια αρχή» και καταφέρνει να μην παρασυρθεί σε μελοδραματισμούς ή αδιέξοδες αναλύσεις ακόμα και όταν μιλά για πράγματα που πονάνε. Και τον Περντί πονά πάντα ο έρωτας του για τη Μανόν που αναπολεί τις κοινές τους στιγμές λέγοντας πως «Τις νύχτες, μόνο η αναπνοή της γέμιζε την απόλυτη σιωπή κάτω από τον έναστρο ουρανό. Η γλυκιά, κανονική, βαθιά αναπνοή της Μανόν. Η Μανόν ήταν η ανάσα του κόσμου».

Μετρημένη, μα δυνατή δόση λυρισμού που αποδεικνύει πως το εύρος και το βάθος του έρωτα μπορεί να εκφραστεί χωρίς κραυγές και υπερβολές. Στοιχεία που διακρίνουν και χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα της Nina George από την αρχή μέχρι το τέλος, με τη συγγραφέα να καταφέρνει να υφάνει μια ιστορία με χαμηλούς τόνους που σε κερδίζει αμέσως, αναγκάζοντας σε να σκύψεις όσο περισσότερο γίνεται για να μη χάσεις ούτε λέξη. Γιατί μπορεί το θέμα να μην είναι ό,τι πιο πρωτότυπο θα μπορούσε να διαβάσει κάποιος, το κείμενο όμως ξεχωρίζει χάρη στον τρόπο με τον οποίο έχουν κτιστεί οι φράσεις του και οι συλλογισμοί της συγγραφέως γύρω από μια σειρά ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα μας και την καθορίζουν σε μεγάλο ή μικρό βαθμό. Έτσι που σε πολλά σημεία αισθάνεσαι πως συνομιλεί απ΄ ευθείας μαζί σου, καθισμένη απέναντι σου σαν να είστε δύο φίλοι που μοιράζεστε τους προβληματισμούς σας.

Η Nina George έχει γράψει πάρα πολλά βιβλία μέχρι σήμερα. Τη γνώρισα με «ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ». Επηρεασμένος απ΄ το θόρυβο των εξελίξεων μιας ρευστής και δύσκολης καθημερινότητας που βιώνουμε όλοι μας, εξ αιτίας των οποίων πολλές φορές επιλέγουμε και ανάλογα αναγνώσματα, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο και το ξεφύλλισα με διάθεση να το αφήσω στην άκρη για μια άλλη φορά. Ευτυχώς δεν το έκανα. Απ΄ τη μια πρόταση στην άλλη, περνώντας απ΄ τη μια σελίδα στην επόμενη, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πόσο ανάγκη είχα, όπως όλοι μας φαντάζομαι, να χωθώ και να χαθώ μες αυτό τον ήσυχο και πολύχρωμο «κήπο» που η συγγραφέας έφτιαξε με απλά υλικά, για να μας υπενθυμίσει πως ένα καλό βιβλίο μπορεί πραγματικά να μας κάνει να χαμογελάμε, για όσο τουλάχιστον το κρατάμε στα χέρια μας.

Η κ. Χριστίνα Σωτηροπούλου πρόσθεσε μια επιτυχημένη και πάλι μετάφραση στο ενεργητικό της και οι εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ μια ακόμα προσεγμένη έκδοση.

 

 

 

 

ΑΓΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 1821

Μέρος γ΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Το Πάσχα του 1821 έπεφτε στις 22 Απριλίου. Η πρωινή λειτουργία ελάμβανε χώρα χαράματα, με τον ήλιο να μην έχει ανατείλει ακόμη. Μετά το τέλος εκείνης της τραγικής λειτουργίας, στον ναό του Πατριαρχείου, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ διάβασε τους αφορισμούς των επαναστατών. Είχαν προηγηθεί οι λεγόμενοι «συνοδικοί αφορισμοί» την 23η Μαρτίου, μέσα στη Μεγάλη Εκκλησία (Αγία του Θεού Σοφία) ανάμεσα στους οποίους ακούστηκαν τα ονόματα του Μιχάλη Σούτσου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Ο κόσμος, θορυβημένος και ανήσυχος, άρχισε να διαλύεται. Δεν πρόλαβε να βγει από την εκκλησία. Μέσα στο Πατριαρχείο εισέβαλαν με βία αρκετοί τσαούσηδες. Σπρώχνωντας το πλήθος ν’ ανοίξουν δρόμο, έφθασαν ως τον Πατριάρχη, τον άρπαξαν από το πετραχήλι και άρχισαν να τον σέρνουν ως σφάγιο μέχρι έξω στην αυλή. Το ίδιο έκαναν και στους μητροπολίτες που είχαν χοροστατήσει στην αναστάσιμη Θεία Λειτουργία. Ο φρουρός του Πατριαρχείου έτρεξε να τους εμποδίσει, να προστατεύσει τον Πατριάρχη. Ένα χτύπημα με γιαταγάνι τον άφησε νεκρό. Στη συνέχεια, κι αφού έσυραν τον Πατριάρχη ως την Πύλη,πέρασαν μια θηλιά στον λαιμό του, το πέρασαν από τον σιδερένιο σύρτη που μαντάλωνε ψηλά την πτυσσόμενη πόρτα και τον κρέμασαν.

Το ισχνό από τα χρόνια και τη νηστεία κορμί, το εξαντλημένο από την αρρώστεια, παρέτεινε το μαρτύριο του θανάτου. «Βασανιζόταν ώρα πολλή κι ούτε βρισκόταν ένα φιλικό χέρι να τον αποτελειώσει. Έτσι έφτασε η νύχτα πριν σταματήσουν οι σπασμοί του ψυχομαχητού του».

Οι δύο διάκοι του κρεμάστηκαν με τον ίδιο τρόπο σε άλλες πόρτες. Τον Νικομηδείας Αθανάσιο και τους επισκόπους Εφέσου και Αγχιάλου τους έσυραν στους δρόμους αλαλάζοντας, με τα σχοινιά να γδέρνουν τους λαιμούς τους, πριν τους κρεμάσουν σε διάφορα σημεία του Φαναρίου. Οι μητροπολίτες Δέρκων, Θεσσαλονίκης, Τυρνάβου και Αδριανουπόλεως, μαζί με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ρίχτηκαν στο μπουντρούμι του μποστατζήμπεη.

 

Η εκτέλεση, σύμφωνα με κάποιους Έλληνες ιστοριογράφους, είχε ήδη αποφασιστεί εδώ και αρκετές ημέρες, αλλά οι Τούρκοι περίμεναν ώσπου να αναγορευθεί ο νέος Πατριάρχης. Ο νέος δραγουμάνος Σταυράκης Αριστάρχης με συνοδεία πενήντα επισήμων Τούρκων, πήγε στην αίθουσα της Συνόδου του Πατριαρχείου, και παρουσία δεσποτάδων, προεστών και αρχηγών συντεχνιών της Πόλης, διάβασε το φιρμάνι για την καθαίρεση του Γρηγορίου Ε΄. Αμέσως μετά τον αιχμαλώτισαν και τον φυλάκισαν στο μπουντρούμι του μποστατζήμπεη.

Συγχρόνως, στο Συνοδικό γινόταν η εκλογή του νέου Πατριάρχη. Ο Ευγένιος έφυγε αμέσως για το σεράι, πήρε το χρίσμα από την Πύλη και επέστρεψε στο Πατριαρχείο για την πανηγυρική δοξολογία. Και όταν η δοξολογία τελείωσε, μετέφεραν τον Γρηγόριο εκεί για να τον εκτελέσουν.

Κατά τους Τούρκους ιστορικούς, σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα μετέφεραν τον Γρηγόριο στην Πύλη, μπροστά στον Μέγα Βεζύρη, ο οποίος τον ρώτησε: «Συ δεν είχες προηγουμένως γνώσιν της Επαναστάσεως ώστε να μη ειδοποιήσεις καθόλου;» «Εγώ, Εξοχότατε, είμαι γέρων αδύνατος στον νουν, ενενήκοντα και πλέον ετών. Αν γνωρίζει κανείς αυτό, θα το ήξευρεν η Δωδεκάς».

Ο Στ. Βουτυράς, όμως, όπως και ο «Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως» της 6ης Απριλίου 1898, αναφέρουν ότι ο Δραγουμάνος Σταυράκης Αριστάρχης μπήκε στο Πατριαρχείο την ημέρα της Λαμπρής και διάβασε το φιρμάνι της καθαίρεσης στις 10 το πρωί. Αμέσως μετά οδήγησαν τον Γρηγόριο στη φυλακή. Η ανάρρηση του Ευγενίου είχε τελειώσει ως τις δύο το μεσημέρι, και επακολούθησαν τα υπόλοιπα.

 

Το σώμα του Γρηγορίου Ε΄έμεινε κρεμασμένο στην Πύλη κι όποιος ήθελε να μπει στο Πατριαρχείο ή να βγει στον δρόμο, έπρεπε να το σπρώξει προς τη μία πλευρά. Το ίδιο έκανε και ο διάδοχος του Πατριάρχη, ο Πισιδίας Ευγένιος, που οδηγήθηκε ως εκεί από έναν τσαούση που τον κρατούσε από το χέρι. Όταν έφτασαν στον κρεμασμένο, ο Τούρκος υποχρέωσε τον νέο Πατριάρχη να τον κοιτάξει.

«Ήταν ένας έμφοβος νευρωτικός ιεράρχης και δεν έζησε πολύ καιρό μετά την ανάρρησή του στον πατριαρχικό θρόνο. Λένε πως ο κλονισμός από αυτή τη βάρβαρη επίδειξη συντόμεψε το τέλος του», γράφει ο Στ. Ξένος. «Αναβάς εις τα πατριαρχεία και εκ των παραθύρων αυτών κατοπτεύσας τον ως σταφυλήν κρεμάμενον με οπισθοδεμένας χείρας Γρηγόριον, εκ τοιούτου σπασμωδικού ρίγους εκυριεύθη, ώστε έκτοτε υπέφερεν εξ ενός είδους περιοδικής φρενοβλαβίας».

Το πτώμα έπρεπε να παραμείνει τρεις ημέρες σε κοινή θέα. Ζήτησαν οι Έλληνες να το παραλάβουν για να το θάψουν, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, αλλά οι Τούρκοι αρνήθηκαν και φώναξαν μερικούς εξαθλιωμένους Εβραίους να το πετάξουν στη θάλασσα, όπως έκαναν κάθε φορά που ήθελαν να προσβάλουν τους Έλληνες. Ακόμη κι αυτό το στάδιο (το σύρσιμο από την κρεμάλα ως τη θάλασσα) ήταν απείρως εξευτελιστικό. Οι Εβραίοι έσυραν την σορό του Γρηγορίου Ε΄μέσα από ένα στενό σοκάκι που περνούσε μέσα από ένα παζάρι, γεμάτο από κάθε λογής δυσώδη και αποκρουστικά απορρίμματα.

Από φόβο μήπως το ελαφρύ σώμα επιπλεύσει και οι Έλληνες σπεύσουν αν το πάρουν, το τρύπησαν στο ύψος της κοιλιάς, έδεσαν και μια μεγάλη πέτρα και το πέταξαν.  Το βράδυ, όμως, ζηλωτές χριστιανοί το ανέσυραν και το μετέφεραν στην Οδησσό, όπου και το έθαψαν. Η μεταφορά έγινε από τον πλοίαρχο Ιωάννη Σκλάβο, όπως γράφει ο ίδιος ο Ιωάννης Καποδίστριας: «Ευρεθείς εις Κωνσταντινούπολιν τω αωκα(1821)…, χρέος λογισάμενος παν άλλο τι την τού ιερού λειψάνου περιστολήν μετεκόμισα. Από τούτο εν καιρώ μεγίστης καταδρομής κατά των ορθοδόξων μεθ’ ετέρων 79 οικογενειών δυστυχών, εις Οδησσόν εν διαστήματι 33 ημερών…»