The world I love:my novels, my favorite themes
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ομιλίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ομιλίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
(ομιλία από Ιατρικό Συνέδριο στην Δημητσάνα το 2014)





Κυρίες και κύριοι,

Σας καλοσωρίζω στον φιλόξενο τούτο χώρο, τη γη της Δημητσάνας. Αν και η ιστορία της είναι πολύ μεγάλη, θα προσπαθήσω να σας ταξιδέψω στο χρόνο, ξεκινώντας από την αρχή και φθάνοντας στο σήμερα.
Ήδη από την δεύτερη χιλιετία π.Χ. πάνω στον βράχο που βρισκόμαστε όλοι μας υπήρχε ζωή. Τα απομεινάρια των Κυκλώπειων Τειχών στο νότιο μέρος του λόφου του λεγόμενου κάστρου της Δημητσάνας είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Ωστόσο, για πολύ μακρό διάστημα, δεν ήταν γνωστό το όνομα της αρχαίας πόλης. Κάποιοι την ονόμαζαν Θεισόα, άλλοι Ψωφίδα, άλλοι Ερύμανθο και ούτω καθ’ εξής. Έπρεπε να περιμένουμε τον Άγγλο σπουδαίο περιηγητή Ουίλλιαμ Λήκ να περάσει από εδώ τον Μάιο του 1805, και έχοντας οδηγό του τον Παυσανία, να αναγνωρίσει την αρχαία Τεύθιδα στη θέση της Δημητσάνας που επισκέφθηκε. Τα γραπτά του Λήκ έπρεπε να περιμένουν μέχρι να ελευθερθωθεί η Ελλάδα, να γίνουν ανασκαφές και να βρεθούν οι επιγραφές που βεβαίωσαν του λόγου το αληθές.
Ο Παυσανίας, λοιπόν, στο έργο του Αρκαδικά, μας πληροφορεί ότι η Τεύθις ήταν μια πόλη κατοικημένη, περιτοιχισμένη και ασφαλισμένη με ακρόπολη και ναούς αφιερωμένους στην Αθηνά, την Άρτεμη και την Αφροδίτη. Το νόμισμά της              (υπαρκτό από το 194 π.Χ.) είχε χαραγμένη τη φράση «Αχαιών Τευθιδών Γνωσέας». Ο βασιλιάς της Τεύθις ή Όρνυτος πήγε με στρατό μέχρι την Αυλίδα, στο πλευρό του Αγαμέμνονα, με σκοπό να πολεμήσει στην Τροία. Θύμωσε, όμως, με τις καθυστερήσεις, μάλωσε με τον Αγαμέμνονα και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Η θεά Αθηνά είχε άλλη γνώμη, και θέλοντας να εκδικηθεί τον Πάρι που διάλεξε την Αφροδίτη, είχε πάρει το μέρος των Ελλήνων σ’ εκείνο τον πόλεμο. Για να πείσει τον Τεύθι να μείνει στην Αυλίδα, πήρε τη μορφή ενός νέου, ο οποίος  φορτικά προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη. Ο Τεύθις έξαλος τον χτύπησε στο μηρό και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Στην ουσία χτύπησε τη θεά Αθηνά, χωρίς να το ξέρει. Όταν επέστρεψε στον τόπο του, η πληγωμένη θεά εμφανίστηκε μπροστά του και τον τιμώρησε. Ο Τεύθις αρρώστησε βαριά, ενώ μια εποχή ξηρασίας, έλλειψη καρπών και δυστυχίας χτύπησε τον τόπο, μέχρι που πήρε χρησμό από το μαντείο της Δωδώνης και έστησε άγαλμα της Αθηνάς με χτυπημένο μηρό. Αυτό το άγαλμα, με ένα κόκκινο ύφασμα στον πληγωμένο μηρό, το είδε ο Παυσανίας το 170 π.Χ. όταν επισκέφθηκε την Τεύθιδα.
Η μικρή και απομονωμένη πόλη, ένας απότομος βράχος στην ουσία, απλά επιβιώνει στα ρωμαϊκά χρόνια και μένει στην αφάνεια για πολλούς αιώνες. Η παρουσία κάποιων  παλαιοχριστιανικών βασιλικών ναών, όμως, που έχουν αποκαλυφθεί μας δείχνουν ότι ο τόπος είχε εκχριστιανισθεί από τον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα κατεβαίνουν στην Πελοπόννησο διάφορα σλαβικά φύλα από ειρηνικούς νομάδες ποιμένες και γεωργούς, αναζητώντας ορεινά, ασφαλή μέρη. Κάποιοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη γύρω περιοχή, έμαθαν ελληνικά, έγιναν Χριστιανοί και αφομοιώθηκαν πλήρως με τους ντόπιους Έλληνες, χωρίς ποτέ να γίνει λόγος για σλαβική μειονότητα. Μαρτυρία της παρουσίας τους είναι κάποια τοπωνύμια που διατηρούνται μέχρι σήμερα (π.χ. Στεμνίτσα, Ζάτουνα), επεξηγήσεις της μορφολογίας του εδάφους.

Ένα σημαντικό μοναστήρι και ένα άξιο τέκνο της Αρκαδικής γης φέρνει ξανά στην επιφάνεια την Τεύθιδα, αλλά με αλλαγμένο και ανερμήνευτο όνομα: Δημητσάνα. Πρόκειται για ένα Σιγίλλιο του Πατριάρχη Πολύευκτου στα 965, στο οποίο αναφέρεται ότι η παρά την Δημητσάναν Μονή του Φιλοσόφου καθίσταται σταυροπηγική, δηλαδή ανήκει στο Πατριαρχείο. Το μετέπειτα ξακουστό μοναστήρι το είχε κτίσει λίγα χρόνια νωρίτερα ο Ιωάννης Λαμπαρδόπουλος, ένας Δημητσανίτης, με ιταλικές ρίζες, κάτοικος Κωνσταντινούπολης, που είχε αναδειχθεί Φιλόσοφος και είχε το πόστο του Πρωτοσηκρήτη του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.  Να πούμε εδώ ότι εκείνα τα χρόνια ονόμαζαν φιλοσόφους τους άνδρες που, όχι μόνο ήταν μορφωμένοι και είχαν μεγάλη κοινωνική θέση, αλλά ήταν και καθηγητές της φιλοσοφίας στη Σχολή της Μαγναύρας στην Πόλη. Οι Δημητσανίτες, τιμώντας τον συμπατριώτη τους, ονόμασαν τη Μονή, Φιλοσόφου, κάνοντας μνεία στην επωνυμία του Λαμπαρδόπουλου. Πρωτοσηκρήτης ήταν ο επι κεφαλής όλων των υπαλλήλων που υπηρετούσαν τον Αυτοκράτορα.

Κι ύστερα έπεσε πάλι σιωπή. Κανείς δεν ξέρει πώς πορεύτηκε το μοναστήρι στους κατοπινούς αιώνες. Θα ακουστεί ξανά στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα, σαν μεγάλο εκπαιδευτικό κέντρο. Εκείνη την εποχή η Δημητσάνα απολαμβάνει σχετική ελευθερία και διοικείται από Έλληνες Δημογέροντες, χωρίς να ανακατεύονται οι τούρκικες αρχές, αλλά μαστίζεται από πανώλη και διάφορες άλλες επιδημίες που αποδεκατίζουν τους κατοίκους της.
Σ’ εκείνους τους σκοτεινούς και δύσκολους καιρούς, εκείνο το μικρό κτίσμα-είναι ερειπωμένο σήμερα-, αντικατέστησε όλα τα φανερά σχολεία, δέθηκε με τις ψυχές του κόσμου κι έγινε τεράστιο: το κρυφό σχολειό, που με τον κίνδυνο να παραμονεύει εξακολουθούσε να μαθαίνει ανάγνωση και γραφή στα ελληνόπουλα, με δασκάλους που έτρεφαν άσβεστη τη φλόγα της μεταλαμπάδευσης της γνώσης για τη διατήρηση της γλώσσας, της θρησκείας και της πατρίδας.
Η παρουσία της Μονής Φιλοσόφου που υπήρξε απο την κτίση της ένα αξιόλογο εκπαιδευτικό κέντρο για τους κατοίκους  της περιοχής και το δυσπρόσιτο έδαφός της που εμπόδισε ξένους ή βάρβαρους να αναμειχθούν με  τον αμιγώς ελληνικό της πληθυσμό, είχε σαν αποτέλεσμα – που φαίνεται καθαρά από τον τεράστιο αριθμό των Δημητσανιτών που απέκτησαν υψηλότατες θέσεις από τον 17ο αιώνα και μετά, τόσο κοσμικές, όσο και εντός του κλήρου- οι κάτοικοί της να έχουν μια μεγάλη πνευματική ανάπτυξη και να καταφέρουν να κρατήσουν τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις ευκολώτερα από άλλες περιοχές της σκλαβωμένης Ελλάδας.

Η παρένθεση της Ενετοκρατίας σ’ ολόκληρο τον Μοριά από το 1688 μέχρι το 1715, ήταν σκληρή και ανυπόφορη, αφού οι νέοι κύριοι απαιτούσαν την αλλαγή της πίστης των Ελλήνων και η συμπεριφορά τους ήταν, τελικά, χειρότερη των Τούρκων δυναστών, αν και στην αρχή φόρεσαν τον μανδύα των απελευθερωτών. Η πικρή αλήθεια ήταν ότι οι Ενετοί, έχοντας χάσει τις τεράστιες προσόδους τους από την Κρήτη- που την κατέλαβαν οι Τούρκοι- γύρευαν να τις αναπληρώσουν από τον άτυχο Μοριά. Έντεκα χρόνια κράτησε η απατηλή τους καλοσύνη, μέχρι που υπογράφησκε η Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699 και η Πελοπόννησος πέρασε και τυπικά κάτω από την κυριαρχία τους.
Για τη Δημητσάνα ήταν χρόνια ταπείνωσης και απομόνωσης. Δεν επιτρεπόταν να μετακινούνται έξω από την περιοχή, δεν επιτρεπόταν να μορφώνονται. Τα μοναστήρια φορολογήθηκαν βαρύτατα, οι κάτοικοι εξαντλήθηκαν ολοσχερώς, τόσο από τη φορολογία, όσο και από τις συχνές αγγαρείες, στις οποίες υποβάλλονταν.
Οι ξενιτεμένοι τους δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους και να τους βοηθήσουν. Όταν πήγαν βίαια όσοι έμεναν στην Αθήνα, μετά την εκκένωσή της από τους Ενετούς το 1688, πήγαν σαν πρόσφυγες, μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, συνοδευόμενοι και από αρκετούς Αθηναίους φίλους τους, που δεν ήξεραν που να πάνε. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους Αθηναίους, σύμφωνα με τον κώδικα της Μονής Φιλοσόφου, ήταν και ένας Γιάννης Καντηλώρος.
Οι ιερωμένοι πρόσφυγες ήταν πολλοί και η Μονή Φιλοσόφου πολύ μικρή για να τους χωρέσει όλους.  Επιπλέον ήταν κτισμένη σε απότομη και επικίνδυνα γλυστερή τοποθεσία. Με τα χρήματα που έφεραν μαζί τους τρεις από τους ιερωμένους, ανηγέρθηκε η Νέα Μονή, πιο πάνω και βορειότερα της παλιάς, σε έδαφος αρκετά προσβάσιμο και για πεζούς και για ζώα. Τα χρήματα δεν έφταναν και χρειάστηκαν δωρεές από τους πλέον εύπορους Έλληνες των γύρω χωριών για να αποπερατωθεί η Νέα Μονή- πράγμα που έγινε γύρω στα 1700.
Περνάμε, τώρα, στη δεύτερη περίοδο της Τουρκοκρατίας που κράτησε από το 1715 μέχρι το 1820.
Οι ισχυροί Δημητσανίτες που ζούσαν στην Πόλη, βρήκαν τρόπο και πλησίασαν την μητέρα του σουλτάνου Μαχμούτ Α΄, καταφέρνοντας το 1744 να γίνει η Δημητσάνα Βακούφιο- τόπος ιερός και προνομιούχος δηλαδή, έξω από την δικαιοδοσία των τοπικών τουρκικών αρχών. Έκτοτε, η Δημητσάνα έπρεπε απλά να δίνει κάθε χρόνο χίλια γρόσια και να παραμένει ήσυχη στα ειρηνικά διαστήματα. Οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν με ειδικό φιρμάνι να φύγουν από την περιοχή, χάνοντας όλα τους τα υπάρχοντα και τα δικαιώματα. Ο μόνος Τούρκος που έμενε στη Δημητσάνα ήταν ο μουτεβαλή αγάς, ο επόπτης του βακουφίου.
Δεν ήταν πάντα εύκολο να μαζεύονται τα χίλια γρόσια. Υπήρξαν εποχές που τα χρήματα ήταν δυσεύρετα σ’ όλη την Πελοπόννησο. Τότε, και πάλι οι ξενιτεμένοι Δημητσανίτες έκαναν το χρέος τους και πλήρωναν το φόρο, για να μένει η πατρώα γη ελεύθερη. Αυτή η ελευθερία δημιούργησε έχθρες στους Έλληνες κοτζαμπάσηδες της υπόλοιπης Πελοποννήσου, που προσπάθησαν πολλές φορές να πατήσουν τη Δημητσάνα ορμώμενοι από φθόνο, ή να βρουν τρόπο να καταργήσουν τα προνόμιά της.
Αυτά τα προνόμια οδήγησαν τους Δημητσανίτες στην ίδρυση σχολείου μέσα στην πόλη για να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα, χωρίς να υποχρεώνονται πλέον να τα στέλνουν στα μοναστήρια (Φιλοσόφου, Αιμυαλών και Προδρόμου). Η Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων ιδρύθηκε το 1764 χάρη στον Δημητσανίτη έμπορο Γεώργιο Γούνα, που κατοικούσε στη Σμύρνη.
Ο Γούνας κάποια στιγμή έμεινε χωλός εξ αιτίας ενός ατυχήματος και έκτοτε αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην εξυπηρέτηση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Με την προτροπή του, επίσης Δημητσανίτη Πατριάρχη Κυρίλλου, έγινε κι εκείνος μοναχός, παίρνοντας το όνομα Γεράσιμος και γράφτηκε στη Σχολή της Σμύρνης για να εκπαιδευτεί. Μετά το τέλος της εκπαίδευσής του γύρισε στη Δημητσάνα και ίδρυσε τη Σχολή, που από το πρώτο κιόλας έτος είχε σαράντα μαθητές. Για αρχή, ο Γούνας νοίκιασε ένα σπίτι για να στεγάσει τη Σχολή και δίδασκε αφιλοκερδώς ο ίδιος και ο νεαρός γιός του αναδόχου του, ο Ασημάκης Λεονάρδος, που κι εκείνος είχε τελειώσει τη Σχολή της Σμύρνης.
Ο Γούνας πρόσφερε όλη του την περιουσία για να κτισθεί ένα οίκημα για τη Σχολή και την βιβλιοθήκη της, ο δε Λεονάρδος περιόδευσε στη Σμύρνη φέρνοντας πίσω χρήματα και βιβλία. Η Σχολή κτίστηκε στον περίβολη της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής και ήταν τόσο μεγάλη, που μπορούσε να δέχεται τριακόσιους μαθητές.

Η πλήρης αποτυχία της εξέγερσης του 1769, με υποκινητή τον Δημητσανίτη Μητροπολίτη Λακεδαίμονος Ανανία-τον άνθρωπο που έφτιαξε τους πρώτους δύο πυριτοδόμυλους στη Δημητσάνα- και τους φιλικά διακείμενους Ρώσσους επί Αικατερίνης Β΄, είχε τρομακτικά αποτελέσματα για τους κατοίκους της Δημητσάνας. Πρώτα, οι Τούρκοι στράφηκαν στον ίδιο τον Ανανία και τον σκότωσαν. Ύστερα, κυνήγησαν την οικογένεια και τους συγγενείς του. Αχόρταγοι από το αίμα που έχυσαν, όρμησαν πάνω στους Δημητσανίτες και τους βασάνισαν φρικτά, με ανεκδιήγητους τρόπους και μια νοσηρή φαντασία που κόβει την ανάσα, επί μια ολόκληρη δεκαετία. Τα στίφη των Τουρκαλβανών διέλυαν ό,τι είχαν αφήσει απείραχτο οι Τούρκοι. Οι άνθρωποι αναζήτησαν απάτητες βουνοκορφές να ζήσουν σαν άγρια ζώα, ή εκπατρίστηκαν, η γη έμεινε έρημη και ακαλλιέργητη, οι περισσότεροι Δημητσανίτες σκορπίστηκαν στα πέρατα της γης.
Όταν η ζωή επέστρεψε, η Σχολή ξανάνοιξε. Αυτή τη φορά, οι τρόφιμοί της θα γίνονταν κήρυκες της Μεγάλης Ιδέας του Ξεσηκωμού, με πρωτοστάτη τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, επίσης Δημητσανίτη.

Τον Μάιο του 1805, όπως ανέφερα πιο πάνω, πέρασε από τη Δημητσάνα ο Άγγλος περιηγητής Ουίλλιαμ Λήκ. Βρήκε την πόλη να έχει τριακόσιες οικογένειες, όλες ελληνικές, και επισκέφτηκε την φημισμένη Σχολή, που είχε αρχίσει να επαναλειτουργεί από το 1779. Βρήκε τον σχολάρχη μοναχό Αγάπιο-κατά κόσμον Αντώνιο Παπαδόπουλο ή Αντωνόπουλο- στην βιβλιοθήκη. Ο Λήκ δεν βρήκε παλιά χειρόγραφα. Εκείνο τον καιρό η βιβλιοθήκη είχε περίπου 5000 τόμους, αλλά μετά τον Αγώνα διασώθηκαν μόνο 500. Οι υπόλοιποι έγινα φυσέκια.
Ο Άγγλος περιηγητής βρήκε λίγους μαθητές να μαθαίνουν αρχαία ελληνικά από κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας και του Λουκιανού, παρατηρώντας ότι το ίδιο συνέβαινε και σε  άλλα σχολεία. «Η Σχολή της Δημητσάνας», γράφει ο Λήκ, «μ’ όλο που θεωρείται η καλύτερη του Μωριά, έχει περιπέσει τώρα τελευταία σε παρακμή. Η εξαθλίωση που όλο μεγαλώνει και η αραίωση του πληθυσμού με τη μετανάστευση περιόρισε αντίστοιχα και το ενδιαφέρον για τα Γράμματα. Η μελέτη των αρχαίων ελληνικών δεν ενθαρρύνεται γιατί δεν οδηγεί πουθενά. Στο μεταξύ, ιδρύθηκαν μικρότερα σχολεία στο Μυστρά, στο Άργος, στη Βυτίνα και στα Καλάβρυτα, όπου προσφέρονται γνώσεις πρόχειρες αρχαίας ελληνικής, όσες κρίνονται απαραίτητες για τα παιδιά που θα ακολουθήσουν το εκκλησιαστικό στάδιο. Οι φτωχοί δάσκαλοι παραπονούνται θλιβερά γι’ αυτές τις αλλαγές που οδηγούν από το κακό στο χειρότερο. Το αποτέλεσμα είναι να καταντούν σιγά-σιγά άχρηστοι και να μη βρίσκουν έναν άνθρωπο να συζητήσουν πάνω στα θέματα που τους ενδιαφέρουν. Ο σχολάρχης είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος, ευχάριστος, με αρκετή γνώση των αρχαίων συγγραφέων και λαμπρή μνήμη. Αλλά, όπως συμβαίνει με τους σύγχρονους Έλληνες, του λείπει η βαθιά κριτική σκέψη και σπάνια εκφράζει μια δική του άποψη για τους συγγραφείς που διαβάζει».
Ένας άνθρωπος σαν τον σχολάρχη είχε κριτική σκέψη, χωρίς αμφιβολία. Αυτό που δεν πέρασε από το νου του ισχυρού Άγγλου ήταν το ενδεχόμενο μιας επιφυλακτικότητας στο άτομό του από την πλευρά του Αγαπίου.

Η Επανάσταση είναι προ των πυλών. Η Δημητσάνα έχει τον κυρίαρχο ρόλο, αφού είναι εκείνη που παρασκευάζει την πυρίτιδα. Οι προηγούμενοι, λιγότερο εμφανείς, αλλά εξ ίσου σημαντικοί ρόλοι που διαδραμάτισε, έρχονται τώρα στο προσκήνιο: μορφωμένοι άντρες, Φιλικοί σαν τους αδελφούς Σπηλιωτόπουλους, σπουδαίοι ιερωμένοι-αρχηγοί, σαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και αμέτρητους άλλους, έχουν ήδη αφυπνίσει τους Έλληνες, τους έχουν προετοιμάσει, και τώρα καθοδηγούν με την επέμβασή τους τους επαναστάτες. Είναι η ψυχή και η καρδιά του μεγάλου ξεσηκωμού.
Οι αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι, έμποροι στην Ύδρα, αποφάσισαν να μετατρέψουν όλη τους την περιουσία σε νίτρο και θείο- τα σπουδαία υλικά για την παρασκευή της πυρίτιδας, να τα στείλουν στη Δημητσάνα- τόπο μακριά από τα βλέμματα των Τούρκων, να φτιάξουν δύο πυριτιδόμυλους και να αρχίσουν να παράγουν πυρίτιδα σε μεγάλες ποσότητες, αναμένοντας την έκρηξη της επανάστασης. Και επειδή δεν είχαν όσο αποθηκευτικό χώρο χρειάζονταν, νοίκιασαν δύο εργαστήρια της εκκλησίας των Ταξιαρχών. Όλοι μας αντιλαμβανόμστε τη σπουδαιότητα της πράξης τους. Αν δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μεγάλες ποσότητες, δεν θα μπορούσε η Δημητσάνα να παρέχει την πυρίτιδα που χρειάζονταν οι  επαναστατημένοι Έλληνες. Και χωρίς πολεμοφόδια, δεν θα υπήρχε επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγραψε στα απομνημονεύματά του «του μπαρουτιού την υπόθεση είχαν πάρει απάνω τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι».
‘Ομως, η ζήλεια και ο φθόνος από την πλευρά των προκρίτων εισχώρησαν σαν δηλητήριο στις ψυχές τους. Πρώτα, άναψαν την έχθρα των μικροκατασκευαστών, και δεύτερο και χειρότερο, κάποιοι ενημέρωσαν τους Τούρκους της Τρίπολης για τα δρώμενα των Σπηλιωτοπουλαίων, λέγοντας ότι προφανώς τα δύο αδέλφια έφτιαχναν μπαρούτι για να το πουλήσουν στον αντάρτη Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Η πληροφορία είχε άμεσα αποτελέσματα. Ένας Τούρκος ανακριτής, ο Μεχμέτ Σαλήχ, με συνοδεία ενόπλων ανδρών, πήγε αμέσως στο σπίτι των Σληλιωτοπουλαίων για να διαπιστώσει τι συνέβαινε. Οι Δημητσανίτες θορυβήθηκαν στη θέα των Τούρκων μέσα στην πόλη τους και τους ακολουθούσαν. Οι Σπηλιωτόπουλοι εξαφανίστηκαν, δίνοντας συγκεκριμένες οδηγίες στους οικείους τους, που έμειναν να περιμένουν τους Τούρκους.
Ένα πλουσιοπάροχο δείπνο περίμενε τον Τούρκο ανακριτή και τους άνδρες του, που, κατάκοποι μετά από τόσες ώρες ιππασίας, δεν είχαν το κουράγιο να αρνηθούν, σκεπτόμενοι ότι θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους μετά το φαγητό. Λίγο πριν τελειώσουν το φαγητό τους, μπήκε στο σπίτι ο πρακτικός γιατρός Ευθύμιος Νικολάου ή Μπόκας- ένας αστείος, αλλά ευφυής τύπος. Άρχισε να τους λέει στη γλώσσα τους διάφορα αστεία και ανέκδοτα και τους κράτησε μέχρι που έπεσε η νύχτα. Η κούραση, το πολύ φαγητό και το ποτό, έφεραν νύστα στους Τούρκους, που πήγαν να κοιμηθούν, αφήνοντας για την επομένη την έρευνα.
Οι Σπηλιωτόπουλοι περίμεναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να αδειάσουν το υπόγειο του σπιτιού τους, που ήταν γεμάτο νίτρο και θείο, και τους πυριτιδόμυλους  που είχαν μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας. Ολα αυτά τα πειστήρια του εγκλήματος, έπρεπε να εξαφανιστούν μέσα στη νύχτα. Μερικοί καλοί φίλοι βοήθησαν τους αδελφούς να κρύψουν σε διάφορα άγνωστα μέρη το πλείστον των ποσοτήτων, αφήνοντας στους δύο πυριτιδόμυλους υλικό ανάξιο λόγου. Οι Τούρκοι δεν βρήκαν τίποτε επιλήψιμο. Χωρίς να διατάξει κατεδάφιση των μύλων, ο ανακριτής σφράγισε το υπόγειο του σπιτιού, κατάσχεσε κάποια εργαλεία, έλαβε την παχυλή του αμοιβή από τους κατηγορούμενους, όπως όριζε ο νόμος, και έφυγε ευχαριστημένος, υποβάλλοντας και την έκθεσή του στα αρμόδια όργανα της Τρίπολης. Οι Τούρκοι διέταξαν, καλού-κακού, την καταστροφή των πυριτιδόμυλων, αλλά οι Δημητσανίτες φέρθηκαν έξυπνα μπροστά στη συμφορά που απειλούσε όλους. Απομάκρυναν τα εργαλεία τους και μετέτρεψαν προσωρινά τους μύλους σε σταύλους, πριν πάνε οι Τούρκοι να τους κατεδαφίσουν. Και όταν η ώρα ήρθε, οι σταύλοι ξανάγιναν πυριτιδόμυλοι.
Βλέποντας οι Τούρκοι τι έγινε, πονηροί κι εκείνοι, ζήτησαν από τους Δημητσανίτες προκρίτους να τους στείλουν επτά πυριτιδοτεχνίτες, για να φτιάχνουν πυρίτιδα στην Τρίπολη για λογαριασμό τους. Στη Δημητσάνα έπεσαν σε σκέψεις. Δεν θα τους έλειπαν επτά άνθρωποι, αφού όλοι ήξεραν πώς να φτιάχνουν πυρίτιδα, αλλά δεν τους άρεσε η ιδέα, επτά δικοί τους να φτιάχνουν πυρίτιδα που θα σκότωνε κάποιους Έλληνες. Και κατέληξαν να στείλουν τους επτά γενναίους, με εντολή να νοθεύουν την πυρίτιδα, αχρηστεύοντάς την και προκαλώντας συγχρόνως εμπλοκή στα τουφέκια. Όταν οι Τούρκοι το κατάλαβαν- στη μάχη του Βαλτετσίου- οι επτά Δημητσανίτες δραπέτευσαν, γλιτώνοντας από βέβαιο θάνατο.

Η Δημητσάνα δεν έδωσε μόνο την πολύτιμη πυρίτιδα στον Αγώνα. Έδωσε ψωμί, τσαρούχια και σελάχια, που φτιάχνονταν από όλους τους κατοίκους, των οποίων τα σπίτια μεταβλήθηκαν  σε εργαστήρια. Δίπλα σ’ όλα αυτά, στέκει μια ακόμη διαφορετική, αλλά ύψιστη θυσία: η θυσία της πολύτιμης βιβλιοθήκης της. Το χαρτί για το δέσιμο των φυσιγγίων ήταν εκείνα τα χρόνια πανάκριβο και δυσεύρετο για τους φτωχούς εξεγερμένους. Και, δυστυχώς, κανένα άλλο υλικό δεν ήταν δυνατόν να το αντικαταστήσει. Ακόμη και να βρισκόταν κάποιος να δώσει τα απαιτούμενα χρήματα, είχε σταματήσει η εισαγωγή χάρτου. Κι έτσι, άρχισαν να καταστρέφουν πρώτα τα λίγα βιβλία που υπήρχαν στα σπίτια, έπειτα των εκκλησιών και των μοναστηριών, μέχρι που απόμεινε μόνη η βιβλιοθήκη. Θεώρησαν καλύτερο να ξεκινήσουν από τα πιο παλιά βιβλία και τα χειρόγραφα και να συνεχίσουν  με τα υπόλοιπα.
Η Δημητσάνα πλήρωσε πανάκριβα την αυτοθυσία της, χάνοντας το ένα μετά το άλλο τα άξια και δυνατά τέκνα της- βορά πολλές φορές των αντιμαχόμενων μερίδων για την πολιτική εξουσία, που ποτέ δεν ζήτησαν. Κατάφερε, ωστόσο, μέχρι τη λήξη της επανάστασης να μην πατηθεί από τούρκικο πόδι.

Μια μικρή ελεύθερη Ελλάδα ύψωσε το ανάστημά της και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της. Η Δημητσάνα έδεσε τις πληγές της και περήφανη, όπως όλη η Αρκαδία, αρκέστηκε στις ισχνές της δυνάμεις. Η Σχολή της έγινε ένα απλό σχολείο, η Μονή Φιλοσόφου διαλύθηκε, η εναπομείνασα βιβλιοθήκη καταληστεύθηκε. Οι δάφνες της δόξας δεν στόλισαν ποτέ επίσημα το κεφάλι της. Οι γόνοι της είδαν με περηφάνεια την Ελλάδα να ελευθερώνεται και την ίδια ώρα τον τόπο τους να συνεχίζει να μένει στην αφάνεια. Αυτό δεν τους εμπόδισε να τρέχουν πρόθυμα και να χύνουν το αίμα τους κάθε φορά που η πατρίδα βρισκόταν σε δεινή θέση. Άλλωστε, τα δικά της ξενιτεμένα παιδιά δεν την ξέχασαν ποτέ και συνέχισαν να κάνουν δωρεές από όπου και να βρίσκονταν.
Αυτός ο μικρός τόπος, που η λεβεντιά και το μεγαλείο της λιτότητας ξεχειλίζουν, έχει αναθρέψει αμέτρητους λόγιους, ιερείς και δάσκαλους, 70 ιεράρχες και 7 πατριάρχες. Η ιστορία του είναι παρούσα κάθε στιγμή, σε κάθε βήμα που κάνει ο επισκέπτης. Τα στενά σοκάκια κρύβουν ζηλόφθονα τα σπίτια δύο διαλεχτών παιδιών της: του Παλαιών Πατρών Γερμανού, που θυμίζει τον μυστικό δείπνο που δόθηκε στην τραπεζαρία του, ορίζοντας την αρχή της Επανάστασης, και του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ που στοιχειώνει με τον απαγχονισμό του.

Η σημερινή Δημητσάνα είναι, ίσως, η ωραιότερη και αρχαιότερη κωμόπολη της Αρκαδίας. Κοιτώντας περήφανα τον ανοιχτό κάμπο της Μεγαλόπολης, το εκπληκτικό φαράγγι του Λούσιου ποταμού και τις απότομες κορυφές του Ταϊγετου από το υψόμετρο των 1000 μέτρων, απλώνεται σε δύο αντικριστούς λόφους. Οι τεχνίτες της περιοχής έδωσαν την ψυχή τους δημιουργώντας τοξωτές αυλόθυρες, στενά χαγιάτια και χοντρούς τοίχους, στόλισαν τα κτήρια με κόκκινα κεραμίδια, έδεσαν αρμονικά την πέτρα, το ξύλο και το σίδερο. Οι ξυλοδεσιές και τα ενισχυτικά μεταλλικά ελάσματα που χρησιμοποίησαν, παράτειναν το χρόνο ζωής των κτισμάτων. Το γεγονός ότι κηρύχτηκε διατηρητέος οικισμός από το 1969, συντελεί στην διατήρηση του τοπικού «χρώματος» και φέρνει όλο και περισσότερους επισκέπτες στη φιλόξενη αγκαλιά της.

Η Αρκαδική γη ήταν σκεπασμένη από απέραντα και πυκνά δάση με καθαρά νερά και κρυστάλλινες πηγές. Αποτελούσε την ευτυχισμένη χώρα των ποιμένων, όπως λέει ο Βιργίλιος- ήταν η γη των μακάρων, των ευτυχισμένων, των αρχαίων προγόνων  μας. Και σαν τέτοια παρέμεινε στη σκέψη πολλών σκεπτόμενων ανθρώπων και καλλιτεχνών. Κλείνω την ομιλία μου με τον θαυμάσιο πίνακα του Νικολά Πουσέν του 1637, πάνω στον οποίο αναγράφεται «κι εγώ στην Αρκαδία», μια φράση που περικλείει τον θαυμασμό του για τον τόπο και την ονειρική επιδίωξη να ταφεί στα ιερά χώματά της, ή κατ’ άλλους να δηλώσει ότι έζησε κι εκείνος στην Αρκαδία, δηλαδή ευτυχισμένος όπως οι Αρκάδες.
Σας ευχαριστώ.



ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
(ομιλία για την συμπλήρωση 50 χρόνων λειτουργίας-έργου του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΑΓΑΠΗΣ ΡΟΔΟΥ τον Μάρτιο 2015)





Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας!





Σας ευχαριστώ πολύ για την θερμή υποδοχή που μου επιφυλάξατε, καθώς και την μεγάλη τιμή που μου κάνετε, να μιλήσω για την αγάπη, που εσείς πασχίζετε όλα αυτά τα πενήντα χρόνια να μεταδώσετε στους συνανθρώπους σας και να τους βοηθήσετε στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.

Εύχομαι ολόψυχα, ο Σύνδεσμος της Αγάπης να φτάσει τα αδαμάντινα χρόνια, πάντα ακμαίος και με τη δύναμη που έχουν τα μέλη του, στηριζόμενα πάντα στην πίστη και την Αγάπη, έχοντας πάντα αρωγό την ελπίδα.

Θα σας μιλήσω, λοιπόν, εκτός από  την αγάπη, και για την αρετή, την κακία και το μίσος, δηλαδή, για τον προαιώνιο αγώνα του καλού και του κακού, για την επιλογή που ο κάθε άνθρωπος καλείται να κάνει: ποιά πλευρά από τις δύο θα ακολουθήσει σε τούτη την σύντομη, αλλά σπουδαία και σημαντική, ζωή του.

Πόσο δύσκολο, άρα γε, είναι για τον νέο της εποχής μας να διαλέξει το μονοπάτι της αγάπης και της αρετής;

Για να απαντήσω στο ερώτημα, θα ξεκινήσω από το αντίθετο μονοπάτι, αυτό της κακίας, του μίσους, των παντός είδους απολαύσεων της σάρκας και της ύλης, για να δούμε τι είναι αυτό που το κάνει τόσο θελκτικό, ώστε να το διαλέγουν εκατομμύρια συνάνθρωποι στον πλανήτη μας.



Είναι ένα μονοπάτι κατηφορικό, πλατύ και στρωμένο με μυρωμένα άνθη και μεθυστικούς καρπούς των λωτοφάγων. Δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία, δεν χρειάζεται καμία προσπάθεια για να το περπατήσει κανείς, σταματώντας σε κάθε πειρασμό, για να λάβει την απόλαυση της αρπαγής σε κάθε του βήμα.

Όλα είναι προσφορά, δελεαστικό δώρο σ’ όποιον έκανε αυτή την επιλογή.

Ένα δώρο που αφήνει ευχαριστημένο το φθαρτό κομμάτι της ύπαρξής μας, αυτό που βλέπουμε, αυτό που ψηλαφούμε. Το φαγητό και τα ποτά ικανοποιούν τη λαιμαργία του στομάχου, οι ακολασίες παρέχουν απλόχερα την σαρκική  απόλαυση και ηδονή, η ατιμία που παρουσιάζεται σαν δικαίωμα στο καλό, γεμίζει τις τσέπες με χρυσάφι και παρέχει την εντύπωση της απόλυτης εξουσίας πάνω στους άλλους.

Εξωτικές παραλίες, ακριβά αυτοκίνητα, γυναίκες ή άνδρες- ή και τα δύο-πανάκριβα σπίτια, συνθέτουν το όνειρο κάθε ανύποπτου και αδύναμου θύματος. Η ικανοποίηση είναι άμεση και απόλυτα χειροπιαστή. Υποχρεώσεις μηδέν- μόνο να εξακολουθήσει να περπατά στο μονοπάτι της αφθονίας των επίγειων απολαύσεων. Μια ζωή ονειρεμένη, όπως του τάζουν και του τραγουδούν οι σειρήνες.



Ποιός μπορεί να αντισταθεί; Ποιός έχει τη δύναμη και το σθένος να γυρίσει την πλάτη σε όλα αυτά τα μεθυστικά σενάρια, στο παραπλανητικό τραγούδι των πανέμορφων και μελίρρυτων πλανευτρών;



Ας δούμε τώρα το μονοπάτι της αγάπης και της αρετής, που συνοδεύεται από την απόρριψη των υλικών απολαύσεων.

Είναι ένα ανηφορικό μονοπάτι, στενό, γεμάτο πέτρες και αγκάθια που ματώνουν τα πόδια σου. Η δυσκολία της ανάβασης ολοφάνερη και αποτρεπτική, το δώρο της συνεχούς και αμείωτης προσπάθειας  αόρατο και μακρυνό, αφού βρίσκεται στην κορυφή. Δεν έχεις από πού να πιαστείς, κι αυτό που βιώνεις είναι ιδρώτας, αϋπνίες και μοναξιά.

Αυτό που κυνηγάς το νοιώθεις, το κουβαλάς, αλλά δεν το βλέπεις. Δεν υπάρχει καμία ευκολία, μόνο συνεχής προσπάθεια και υποχρέωση σε σένα τον ίδιο να τα βγάλεις πέρα, να φτάσεις στον προορισμό σου, να ζεσταθεί η ψυχή σου. Πρωταγωνίστρια εδώ είναι η αόρατη ψυχή και όχι το ορατό σώμα.

Συγχρόνως, κάθε τόσο αντιπαλεύεις για να κρατηθείς στις μυτερές πέτρες, ακούγοντας τις φωνές και τα γέλια των οδοιπόρων του αντίθετου μονοπατιού, που προσπαθούν να σε τραβήξουν εκεί, άλλοτε τάζοντάς σου διάφορα, άλλοτε λοιδωρώντας σε για την ανοησία της επιλογής σου.



Ποιός και πού θα βρει την δύναμη να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι;



«Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυό τούτα ρέματα παλεύουν», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του.

«α) ο ανήφορος, προς την σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.

β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο».

Δηλαδή, πίσω από την ευκολία και τις υλικές απολαύσεις καραδοκεί, αόρατος  κι αυτός, ο θάνατος  της ψυχής, η ολοκληρωτική εξαφάνιση. Ενώ στην κορυφή που φτάνει κανείς ανεβαίνοντας με κόπο και προσπάθεια, περιμένει η ευδαιμονία, η ευφορία  και η αθανασία της ψυχής.

Το πρόβλημα είναι να διακρίνει κανείς το αόρατο που τον περιμένει, κι έτσι να κάνει τη σωστή επιλογή.



Πότε μπορεί ο καθένας που πήρε τον κατήφορο, να αντιληφθεί ότι έκανε λάθος; Πότε αρκετά γρήγορα, πότε αργά, αλλά μερικές φορές ποτέ. Μετά από κάθε ξενύχτι, μετά από κάθε ακολασία, ο άνθρωπος ξυπνά με βαρύ κεφάλι, δύσθυμος και ανόρεχτος. Το στόμα του είναι στυφό μετά από όσα ήπιε και έφαγε, το κορμί του πονά από την άλογη καταπόνηση.

Χρειάζεται διπλούς καφέδες και ασπιρίνες, ζεστό μπάνιο και μασάζ, για να αντικρύσει τον κόσμο αργά το μεσημέρι. Και είναι μόνος. Το βράδυ θα έχει πάλι παρέα, που θα κρατήσει μέχρι το ξημέρωμα- μέχρι να βγει το φως, δηλαδή.



Αν είναι έξυπνος, θα καταλάβει, θα ακούσει αυτούς που τον αγαπούν και πονούν για όσα κάνει και θα σταματήσει τον εύκολο κατήφορο, για να πάρει σιγά-σιγά τον ανήφορο. Αν δεν είναι έξυπνος, σαφώς θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο. Πόσο χρόνο; Μέχρι να φύγει η νιότη του.

Επειδή οι κραιπάλες και το ατελείωτο κυνήγι της ηδονής απαιτούν δυνατό και εύρρωστο σώμα, γερό υλικό, για να  του αφαιρέσουν τη ζωή, την ανάσα της αθανασίας, και να το βυθίσουν στο σκοτάδι της ανυπαρξίας.

Κι όταν η νιότη φεύγει πριν την ώρα της από τις καταχρήσεις, όταν δεν υπάρχει η ανάλογη δύναμη για να συνεχιστεί η ακολασία, η μοναξιά και η δυστυχία χτυπούν δυνατά, ρίχνουν την πόρτα και κάνουν κατάληψη στη ζωή του ανεύθυνου και επιπόλαιου, γεμίζοντάς την με ανία, έλλειψη σκοπού και παντελή αδιαφορία.

Αλλά, δεν είναι μόνες. Φέρνουν μαζί τους το φόβο του θανάτου.

Ο άνθρωπος που δεν είχε τη δύναμη να ξεφύγει, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις, καταλήγει να γίνει όμοιος με ένα φοβισμένο ζώο, με την αγωνία να του τρυπά την καρδιά.

«Τι θα απογίνω; Θα πεθάνω...», μουρμουρίζει και τρέμει σύγκορμος από πανικό.



Χάλασε τη ζωή του. Δεν κατάφερε τίποτε. Πέρασε από τη γη, χωρίς να προσφέρει τίποτε σε κανέναν, χωρίς να αφιερώσει ένα λεπτό σε έναν άλλο άνθρωπο, χωρίς να σκύψει με χαρά πάνω από το κρεβάτι ενός παιδιού, χωρίς να σκύψει λυπημένος πάνω από το προσκέφαλο των δικών του ανθρώπων που αρρώστησαν, υπέφεραν και είχαν την ανάγκη μιας ζεστής του ματιάς, μιας αγκαλιάς, ενός χαδιού.



Γιατί, λοιπόν, αφού όλοι κάποια στιγμή νοιώθουν το κενό, το ανούσιο, ζουν αποχαυνωμένοι χωρίς χαρά, έχοντας πάψει να νοιώθουν εδώ και πολύ καιρό την οποιαδήποτε ικανοποίηση, ζηλεύουν τους άλλους που έχουν μια αγκαλιά και κάποιους ανθρώπους να τους νοιάζονται, εξακολουθούν να τρέχουν στον κατήφορο και δεν αλλάζουν πορεία;



Η απάντηση είναι θλιβερή. Δεν τους έχει μείνει καμία δύναμη να το κάνουν. Το κακό τους έχει καταβροχθίσει, τους έχει κατακλέψει την ύπαρξη και έχουν γίνει μαριονέτες, ανδρείκελα, ντροπή του ανθρώπινου είδους, που προσπαθούν να τραβήξουν μαζί τους στις λάσπες τους ενάρετους, να τους πληγώσουν, να τους προσβάλουν, να τους σπιλώσουν.

Όμως,  ακόμη και αυτοί οι αμετανόητοι, αναγνωρίζουν την αξία των ανθρώπων του άλλου μονοπατιού- του ανηφορικού. Ηρώα στήνονται για εκείνους που έφτασαν στις κορυφές, βραβεία δίνονται σ’ εκείνους που πλήγωσαν τα κορμιά τους και θυσίασαν τη ζωή τους για να βοηθήσουν την ανθρωπότητα. Ο θαυμασμός όλων- και αυτών των ιδίων- καταναλώνεται και απευθύνεται σε ανθρώπους που υπερέβαλαν εαυτόν.



Να έχεις ή να είσαι; αναρρωτιέται ο Γερμανός κοινωνιολόγος  και ψυχαναλυτής του 20ού αιώνα, Έριχ Φρόμ, στο ομώνυμο βιβλίο του. Ας παρακολουθήσουμε για λίγο τη σκέψη του:

«Σ’ έναν πολιτισμό, όπου ο ύψιστος σκοπός είναι η κατοχή- και μάλιστα η κατοχή ολοένα και περισσοτέρων πραγμάτων- και όπου μπορεί κανείς να πει για κάποιον ότι αξίζει ένα εκατομμύριο δολλάρια, πώς μπορεί να υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο έχειν και το είναι; Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι η βαθύτερη σημασία του είναι, είναι το έχειν. Κι όταν κάποιος δεν έχει τίποτε, δεν είναι τίποτε για τον κόσμο της φθαρτής ύλης.

Οι Μεγάλοι Δάσκαλοι της Ζωής, όμως, εντόπισαν σαν κεντρικό σημείο των συστημάτων τους- θρησκευτικών ή φιλοσοφικών- τη διαφορά ανάμεσα στο έχειν και το είναι.

Ο Βούδας διδάσκει ότι, για να φτάσουμε στο ψηλότερο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης, δεν θα πρέπει να αναζητούμε άπληστα την απόκτηση αγαθών και απολαύσεων.

Ο Χριστός διδάσκει: ός γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. Ός  δ’ αν απολέσει την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ούτος σώσει αυτήν. Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος κερδίσας τον κόσμον όλον, εαυτόν δε απολέσας ή ζημιωθείς;

Ο Μάϊστερ Έκχαρτ δίδαξε ότι το να μην έχεις τίποτε και συγχρόνως να είσαι ανοιχτός και αδειανός, μην αφήνοντας το εγώ σου να στέκεται εμπόδιο στο δρόμο σου, είναι η μοναδική προϋπόθεση για την απόκτηση πνευματικού πλούτου και δύναμης.

«Εδώ και πολλά χρόνια»,γράφει ο Έριχ Φρόμ, «μου έχει κάνει βαθιά εντύπωση αυτή η διάκριση και έψαχνα να βρω την εμπειρική της βάση στη μελέτη ατόμων και ομάδων μέσα από την ψυχαναλυτική μέθοδο. Εκείνο που είδα με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι αυτή η διάκριση, καθώς και η διάκριση ανάμεσα στην αγάπη για τη ζωή και την αγάπη για το θάνατο, αποτελεί το πιο ουσιαστικό πρόβλημα της ύπαρξης».

Και συνεχίζει πιο κάτω μιλώντας για την παραπλανημένη αγάπη.

«Μπορεί κανείς να έχει αγάπη; Αν ήταν στο χέρι μας, θα μετατρέπαμε την αγάπη σε πράγμα, σε κάτι που θα μπορούσαμε να κατέχουμε. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν υπάρχει κανένα πράγμα μ’ αυτό το όνομα. Η αγάπη είναι μια αφηρημένη έννοια, ίσως ένας θεός ή ένα ξωτικό που κανείς δεν μπορεί να το δει χειροπιαστά. Στην πραγματικότητα, αυτό που υπάρχει είναι η πράξη της αγάπης. Το ν’αγαπά κανείς είναι μια παραγωγική δραστηριότητα. Κλείνει μέσα της τη φροντίδα, τη γνώση, την ανταπόκριση, τη βεβαίωση. Σημαίνει να φέρεις κάτι σε ζωή, μεγαλώνοντας τη ζωντάνια του. Είναι μια λειτουργία που ανανεώνει και δίνει διαστάσεις στον ίδιο μας τον εαυτό.

Όταν η αγάπη βιώνεται με βάση το έχειν, κλείνει μέσα της τον περιορισμό, τη φυλάκιση, τον έλεγχο του αντικειμένου που κάποιος λέει ότι αγαπά. Στραγγαλίζει, νεκρώνει, πνίγει, σκοτώνει, στερεί τη ζωή. Αυτό που πολλοί άνθρωποι αποκαλούν αγάπη είναι μια κακή χρήση της λέξης που κρύβει την πραγματικότητα: ότι δεν αγαπούν. Κι έχουν αναφερθεί τόσο τρομακτικές πράξεις σκληρότητας, αδιαφορίας, ωμής κτητικότητας και σαδισμού, που θα μπορούσε κανείς να φτάσει στο συμπέρασμα ότι στην ουσία δεν υπάρχει αγάπη».



Στις μέρες μας συμβαίνουν πολύ θλιβερά πράγματα, αν και δεν συμβαίνει αυτό για πρώτη φορά. Το σκοτάδι και το κακό, φορούν το μανδύα του θύματος, του αδικημένου, χωρίς να διστάσουν να παραστήσουν και τον σωτήρα, και προσπαθούν να επιβάλουν τα μαύρα τους σχέδια, καλυμένοι πίσω από έναν ψεύτικο αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, την ώρα που βυθίζονται ολόκληροι στη σαπίλα της ανομίας και του εγκλήματος.



Ο κάθε Χριστιανός σέρνει τον σταυρό που τού δόθηκε, ανάλογα με τα προτερήματά του. Με τη δύναμη του Χριστού, της Παναγίας και όλων των αγίων, παίρνει δύναμη και προχωρά με αναμένα τα φώτα της καρδιάς του, ανοίγει δρόμο μέσα στα σκοτάδια, προσφέρει ζεστασιά και αγάπη στους δυστυχισμένους αδελφούς του. Ποτισμένος με πίστη, κάνοντας το σημείο του σταυρού και με συνεχή και αδιάλλειπτη προσευχή, γίνεται φωτεινός μέσα κι έξω και τραβά κοντά του τους δυστυχισμένους συνανθρώπους του.

Γιατί η αγάπη έχει τεράστια δύναμη. Κάνει όλα τα αδύνατα, δυνατά. Όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος στην γνωστή σε όλους επιστολή προς Κορινθίους,

«Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δεν ζηλεύει. Η αγάπη δεν ξιπάζεται, δεν είναι περήφανη, δεν προβαίνει σε ασχήμιες, δεν ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δεν σκέφτεται το κακό των άλλων, δεν χαίρεται όταν βλέπει την αδικία. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει και μένει αναλλοίωτη».

Η αγάπη, συνοδευόμενη πάντα από την αρετή, κατέχει εξέχουσα θέση, υπερβαίνει τα πάντα. Τίποτε δεν έχει νόημα, αν εκείνη λείπει.

«Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και να γνωρίζω όλα τα μυστήρια της ζωής, αν ακόμη έχω όλη την πίστη και μπορώ μέχρι και βουνά να μετακινήσω, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα κύμβαλο αλλαλάζον, ένας τενεκές που κάνει θόρυβο, δηλαδή, δεν είμαι τίποτε απολύτως».

Ούτε η φιλανθωπία μας σώζει, ούτε όλες οι αρετές μαζί. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η αγάπη. Το πιο εύκολο και συνάμα πιο δύσκολο συναίσθημα, αφού πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να αγαπούμε αυτούς που μας βλάπτουν.

«Αγαπάτε αλλήλους», μας κληροδότησε ο Ιησούς στο πέρασμά του ανάμεσά μας.

Το ζήτημα είναι πώς θα το καταφέρουμε.



Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας μας ανοίγει τα μάτια, μας δείχνει το δρόμο: με βαθιά ενδοσκόπιση στον εαυτό μας, με αλύγιστη πίστη και συνεχή προσπάθεια να καταφέρουμε πρώτα να ανεβάσουμε  τον εαυτό μας κάποιες βαθμίδες στην κλίμακα της Θέωσης, ή της θείας ανόδου. Ακολουθώντας τις παραινέσεις  του και έχοντάς τες σαν οδηγό, το αποτέλεσμα θα είναι να νοιώθουμε ασφαλείς και να μπορούμε να αποφεύγουμε τις κακοτοπιές.

Η κλίμακα που μας προβάλλει ο άγιος Ιωάννης ξεκινά από τα γήινα και φθάνει στα ουράνια, με το Θεό να μας περιμένει στην κορυφή της. Ξεκινά με την αποταγή των γήινων, δηλαδή την αποστασιοποίηση από τις υλικές απολαύσεις, και τελειώνει με την αγάπη.



Χάρη στην σημερινή αφιέρωση στην αγάπη, θα ανεβούμε νοητά όλα τα προηγούμενα και απαιτούμενα σκαλοπάτια και θα σταθούμε να αναπνεύσουμε τον μυρωμένο αέρα της αγάπης, στο κορυφαίο τελικό σκαλοπάτι, αφήνοντας τα ευλογημένα λόγια του αγίου να μας δείχνουν το δρόμο και να μας δώσουν την απαραίτητη δύναμη να σταθούμε δίπλα στο φως και να μην καούμε, αλλά να φωτιστούμε.



«Αυτά που μένουν», μας λέει ο άγιος Ιωάννης, «και σφίγγουν και διατηρούν τον σύνδεσμο όλων των υπολοίπων δοκιμασιών είναι τούτα τα τρία: πίστις, ελπίς και αγάπη, με μείζονα όλων την αγάπη, διότι και ο Θεός αγάπη ονομάζεται».

Λόγια που τα πήρε από την επιστολή του Αγίου Παύλου προς Κορινθίους.

Ο άγιος Ιωάννης βλέπει την πίστη σαν ακτίνα, την ελπίδα σαν φως  και την αγάπη σαν ηλιακό δίσκο. Όλες μαζί αποτελούν ένα φωτεινό απαύγασμα. Η πίστη μπορεί να επιτελέσει τα πάντα, η ελπίδα μας αγκαλιάζει με το έλεος του Θεού και μας κρατά όρθιους, ενώ η αγάπη δεν πέφτει ποτέ από το βάθρο της, ούτε σταματά το τρέξιμό της, ούτε επιτρέπει σ’ αυτόν που «κάρφωσε» με τα βέλη της να ξεφύγει από την μακάρια μανία που τού προξένησε. 



Αυτός που θέλει να μιλά για αγάπη είναι σαν να επιχειρεί να μιλήσει για τον ίδιο το Θεό, αυτό, όμως εμπεριέχει κινδύνους αν δεν είναι προσεκτικός. Για την αγάπη γνωρίζουν και μιλούν οι Άγγελοι, αλλά κι αυτοί ακόμη, το κάνουν ανάλογα με τον βαθμό της θείας λάμψης τους. Αγάπη είναι ο Θεός, και όποιος προσπαθήσει να δώσει ορισμό του Θεού μοιάζει με έναν τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.



Ως προς την ενέργειά της μοιάζει με μέθη της ψυχής. Είναι πηγή  πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.

Είναι κυρίως η απόρριψη κάθε εχθρικής και αντίθετης σκέψης, αφού η αγάπη ου λογίζεται το κακόν.

Όση αγάπη λείπει, τόσος φόβος υπάρχει. Διότι, όποιος δεν φοβάται, ή είναι γεμάτος αγάπη, ή είναι ψυχικά νεκρός.

Μακάριος είναι εκείνος που απέκτησε τέτοιο πόθο για το Θεό, σαν αυτόν που έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του.

Μακάριος  είναι εκείνος που φοβήθηκε τον Κύριο, όσο οι υπόδικοι τον Δικαστή.

Μακάριος είναι εκείνος που έδειξε τόση ζηλοτυπία για τις αρετές, όση οι σύζυγοι που προσέχουν ζηλότυπα τις γυναίκες τους.

Μακάριος είναι εκείνος που την ώρα της προσευχής στέκεται μπροστά στον Κύριο όπως οι υπηρέτες μπροστά στον βασιλιά τους.

Μακάριος είναι εκείνος που προσπαθεί συνεχώς να περιποιείται και να αναπαύει τον Κύριο όπως έτυχε να περιποιηθεί και να αναπαύσει σεβαστούς ανθρώπους.



Εκείνο το συναίσθημα που προξενεί η πείνα είναι κάτι που δεν φαίνεται και δεν εκδηλώνεται. Εκείνο, όμως, που προκαλεί η δίψα είναι κάτι έντονο και φανερό, που κάνει έκδηλο σε όλους τον εσωτερικό φλογισμό. Γι αυτό κι εκείνος που ποθούσε τον Θεό έλεγε: «εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ισχυρόν, τον ζώντα» (ψαλμ. μα, 3)



Ο φόβος, όταν εισχωρήσει πραγματικά σε μια ψυχή λυώνει και κατατρώγει τα ρυπαρά πάθη της σάρκας. «καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου», αναφωνεί ο Ψαλμωδός. Η αγία αγάπη ,όμως,  κάνει τον άνθρωπο να αγάλλεται και να λάμπει από χαρά.

«επ’ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σάρξ μου».



Όταν, επομένως, ο άνθρωπος συγχωνευθεί με την αγάπη του Θεού, τότε και εξωτερικά το σώμα του, σαν σε καθρέφτη, δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής.

Όσοι καταφέρνουν να φτάσουν σ’ αυτή τη βαθμίδα, ξεχνούν πολλές φορές ακόμη και την σωματική τροφή. Όσοι έφτασαν εκεί, ούτε το σώμα τους ασθενεί πλέον εύκολα, διότι κατά κάποιο τρόπο εξαγνίστηκε και αφθαρτοποιήθηκε. Η φλόγα της αγνότητας έσβησε τη φλόγα των σαρκικών παθών και των ασθενειών. Όπως οι υπόγειες φλέβες του νερού ποτίζουν μυστικά τις ρίζες των φυτών, έτσι και οι ψυχές αυτών των ανθρώπων τρέφονται από το ουράνιο πυρ.



Εκείνος που αγαπά τον Κύριο, έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του.

Η δύναμη της αγάπης είναι η ελπίδα, διότι μ’ αυτή περιμένουμε τον μισθό της αγάπης. Η ελπίδα είναι «αδήλου πλούτου πλούτος», δηλαδή πλούτος που δεν είναι φανερός. Είναι η ανάπαυση και η ανακούφιση από τους κόπους. Είναι η πόρτα που οδηγεί στην αγάπη. Είναι ο φονιάς της απόγνωσης. Είναι αυτή που φέρνει κοντά μας όσα βρίσκονται πολύ μακριά.

Έλλειψη της ελπίδας σημαίνει αφανισμός της αγάπης. Πάνω της είναι δεμένοι οι πόνοι και κρεμασμένοι οι κόποι μας. Η ελπίδα γεννιέται με την γεύση και την εμπειρία των δώρων του Κυρίου. Όποιος δεν την έχει γευθεί, διακατέχεται από δισταγμούς.

Η αγάπη χορηγεί την χάρη της προφητείας, παρέχει την δύναμη της θαυματουργίας. Είναι η άβυσσος της θείας ελλάμψεως, η πηγή του θεϊκού πυρός. Όσο περισσότερο πυρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει εκείνον που διψά.

Η αγάπη είναι η στάση και η εδραίωση των Αγγέλων, η πρόοδος στους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.



Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας ρώτησε το Θεό πώς θα τα καταφέρει να ανεβεί σ’ αυτό το τελευταίο και ψηλότερο σκαλοπάτι, τι να κάνει, πόσο χρόνο θα του πάρει. Και Εκείνος του ψιθύρισε:

«Αν δεν λυθείς από την παχύτητα του σώματος, δεν θα μπορέσεις να γνωρίσεις το κάλλος του προσώπου μου. Η κλίμαξ ας σε διδάσκει την πνευματική σύνθεση των επί μέρους αρετών. Στην κορυφή της είμαι στηριγμένος εγώ».



Εδώ ακριβώς, αγαπητοί μου, βρίσκεται και η απάντηση στα ερωτήματά μας.

Θα μπορέσουμε να αντέξουμε τον ανήφορο, τις πέτρες και τις πληγές, αν έχουμε δίπλα μας, βοηθούς, την πίστη και την ελπίδα. Πίστη στο Θεό, ελπίδα για το έλεός του.

Αυτές οι δύο θα μας γεμίζουν χαρά, ικανοποίηση και πληρότητα, θα μας δείχνουν πάντα τη σωστή στροφή, θα μας ανάβουν τα φώτα τα βράδυα, θα κρατούν τους αγαπημένους μας κοντά μας, θα γλυκαίνουν τους πόνους από τον μόχθο της καθημερινότητας και θα μας βοηθούν να μη στεκόμαστε μόνον εκεί, αλλά να σηκώνουμε το κεφάλι ψηλά- στην κορυφή της σκάλας που μας περιμένει ο Πλάστης μας.

Μ’ αυτά τα όπλα γινόμαστε ανίκητοι. Μ’ αυτά τα όπλα μπορούμε να κάνουμε τα μικρά μας θαύματα, να ελκύσουμε κι άλλους να ακολουθήσουν τα βήματά μας- και το κυριότερο: να μην παρασυρθούμε, αλλά να συνεχίσουμε την ανάβαση.

Άλλωστε, ας θυμόμαστε ότι το τρυφερό είναι πιο δυνατό από το σκληρό. Το νερό είναι πιο δυνατό από τον βράχο. Η αγάπη είναι πιο δυνατή από το μίσος.



Δίπλα σε όλα αυτά που αναφέρονται στον καθένα από μάς, υπάρχει κι ένα ακόμη έργο: τα παιδιά.

Τα παιδιά που με τόση αγάπη αγκάλιασε ο Κύριος, τα παιδιά που η ψυχή τους είναι ακόμη αγνή και η καρδιά τους άδολη.

Πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με την παιδεία τους, αγαπητοί μου. Αποτελούν το πιο γόνιμο χωράφι. Αν δεν το προσέξουμε, θα καταντήσει άγονο. Αν το καλλιεργήσουμε σωστά, θα δρέψουμε τους καλύτερους και νοστιμότερους καρπούς.

Όταν το παιδί γνωρίσει από τη νηπιακή του ηλικία την αγάπη, την ανιδιοτέλεια, την αρετή, τους ωραίους και υψηλούς στόχους, να είστε βέβαιοι ότι η πανοπλία του θα γίνει άτρωτη και ποτέ, κανείς δεν θα καταφέρει να το αποπλανήσει, να το παραπλανήσει και να το καταστρέψει.

Το φως της αγάπης, η δύναμη της πίστης και η αθάνατη ελπίδα, δεν θα σταματήσουν ποτέ να το προστατεύουν.



Κλείνοντας, θέλω να σας πω ότι πιστεύω ακράδαντα σε όλους μας, πιστεύω στον άνθρωπο, μόνο και μόνο επειδή είναι δημιούργημα του Θεού. Παρόλες τις αδυναμίες μας, παρόλα όσα δεινά εκείνος επιτρέπει να μας συμβαίνουν, μπορούμε όλοι να οδηγήσουμε τα παιδιά με ασφάλεια στο δρόμο που ίσως εμείς να μην αντέξαμε να περπατήσουμε μέχρι το τέλος.

Φτάνει που τον γνωρίζουμε, φτάνει που ξέρουμε τι θησαυρό θα ανακαλύψει όποιος ανεβεί στην κορυφή. Κι ένα μόνο παιδί να καταφέρουμε να οδηγήσουμε σ’ αυτό το δρόμο, είναι πολύ σπουδαίο επίτευγμα.



Ας έχουμε στραμένο το κεφάλι μας στις κορυφές, ας παραδειγματιζόμαστε από τους ανθρώπους που τα κατάφεραν, ας κάνουμε κι εμείς την προσπάθεια. Αξίζει τον κόπο.

Όπως είπε ο  Μαχάτμα Γκάντι:

«Δεν γνωρίζω κατά πόσο η ανθρωπότητα θα ακολουθήσει συνειδητά τον νόμο της αγάπης, αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ο νόμος θα εξακολουθήσει να ισχύει, όπως ισχύει ο νόμος της βαρύτητας, είτε τον δέχονται, είτε όχι!»



Σας ευχαριστώ.