The world I love:my novels, my favorite themes

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018


Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Εδώ και δέκα χρόνια δεν είχα ζωή. Το λάθος μιας στιγμής, ένας ασυγκράτητος θυμός με είχαν σπρώξει ν’ αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου- κάτι αδύνατο να επανορθωθεί, να αναιρεθεί. Στη δίκη δεν τόλμησα να σηκώσω το κεφάλι μου, να μιλήσω, να δικαιολογηθώ. Δεν υπήρχαν δικαιολογίες, ήμουν ένας δολοφόνος. Και η τιμωρία ήταν είκοσι χρόνια φυλακή.
Ποιά τύχη με οδήγησε σε αγροτικές φυλακές δεν ξέρω. Ίσως θέλησαν να χρησιμοποιήσουν το νεανικό μου σώμα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να βρεθώ από τη μια στιγμή στην άλλη να δουλεύω με τα χέρια- εγώ, το παιδί της πόλης, εγώ που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω την ήρα από το σιτάρι. Ο σωματικός πόνος με εξουθένωνε, ο φόβος στα μάτια των άλλων- ήξεραν ότι σκότωσα με ευκολία και αδιαφορούσαν για την μετάνοιά μου- μου έδειχνε κάθε στιγμή σε τι κτήνος είχα  μεταμορφωθεί και η πλήρης απομόνωση με τσάκιζε.
Έμαθα ότι αν έδειχνα καλή διαγωγή θα γλύτωνα τα μισά χρόνια. Εντάξει, θα έβγαινα έξω νέος, αλλά τι παραπάνω θα γινόταν; Ο κόσμος θα με αντιμετώπιζε με χειρότερο τρόπο από τους φυλακισμένους. Τι θα κέρδιζα; Τίποτε. Είχα παίξει και είχα χάσει. Όλη μου τη ζωή, όμως.
Σήμερα άκουσα τους άλλους να λένε ότι θα έρχονταν μια ομάδα, ένα μπουλούκι θεατρίνων να παίξουν για μας, τα αποβράσματα, να δείξουν λίγη ανθρωπιά σε μας που είχαμε σκοτώσει κάποιον δικό τους, είχαμε κλέψει κάποιον συγγενή τους, είχαμε εξαπατήσει κάποιον φίλο τους. Χωρίς χρήματα, έτσι για το καλό. Ποιό καλό; Υπάρχει καλό;
Έτσι κι αλλιώς θα μας μάζευαν όλους μαζί στην αυλή, είχαν αναθέσει κιόλας σε καμμια δεκαριά φυλακισμένους να βάλουν καρέκλες στην αυλή, να φτιάξουν μια εξέδρα για τους ηθοποιούς, να τοποθετήσουν λίγα παραβάν για να αλλάζουν τις φορεσιές τους. Όσο και να μη μ’ ενδιέφερε, δεν γινόταν να λείψω- ήταν υποχρεωτικό.
Όταν ήρθε η ώρα να μας μαζέψουν, κάθισα στην τελευταία σειρά, στο τελευταίο κάθισμα, όσο πιο μακριά γινόταν. Ο διευθυντής απηύθυνε λίγα ευχαριστήρια λόγια στον επι κεφαλής τους, ακούστηκαν τρία μεταλλικά κουδουνίσματα και δύο από τους ηθοποιούς, ντυμένοι με ρούχα άλλης εποχής, εμφανίστηκαν και άρχισαν να μιλούν. Άκουσα γέλια και σήκωσα το κεφάλι μου. Έλεγαν αστεία; Τα εξασκημένα ν’ ακούν συνομιλίες χαμηλής έντασης αυτιά μου τεντώθηκαν, σαν να ήμουν λαγωνικό. Ναι, οι κουβέντες τους ήταν αστείες, κάτι προσπαθούσαν να κάνουν,δεν τα κατάφερναν και χτυπούσαν με αγωνία τα κεφάλια τους να κατεβάσουν ιδέες.
Εμφανίστηκαν κι άλλοι ηθοποιοί και με απορία διαπίστωσα ότι μ’ ενδιέφερε ν’ακούσω τι λένε. Έρριξα μια βιαστική ματιά και εντόπισα μια άδεια θέση κάμποσες σειρές πιο μπροστά. Μετακινήθηκα ταχύτατα, λυγίζοντας τα γόνατά μου, για να μη δώσω στόχο, να μη με δουν οι ηθοποιοί και τους διακόψω- έτσι νόμιζα ο αστοιχείωτος- γιατί, ναι, οι ηθοποιοί μ’ ενδιέφεραν.
Ο χρόνος σταμάτησε στη νέα μου θέση. Ούτε ρουθούνι δεν μετακίνησα, μόνο ανάσες μικρές έπαιρνα, ρουφώντας τα λόγια σαν άγιες μελωδίες, σαν ουράνια μουσική, σαν... δεν ξέρω σαν τι, ποτέ μου δεν τα πήγα καλά με τα γράμματα.
Τα δυνατά χειροκροτήματα των άλλων μ’ έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι η παράσταση- έτσι την αποκάλεσαν- τελείωσε. Χειροκρότητσα κι εγώ, αδιαφορώντας για τα δάκρυα των ματιών μου. Μα, ναι, εγώ έκλαιγα την ώρα που οι άλλοι γελούσαν. Έβλεπα τους ηθοποιούς να μαζεύουν τα πράγματά τους και να φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους και το δικό μου οξυγόνο.
Από την άλλη μέρα μετρούσα τις μέρες που μου απέμειναν, τις μέρες που με χώριζαν από τους θεατρίνους. Τώρα είχα αποκτήσει έναν σκοπό. Να βγώ από τη φυλακή και να πάω στο θέατρο. Να γίνω η σκιά τους. Να κάνω τα θελήματά τους. Αρκεί να μ’ αφήνουν να βλέπω τις παραστάσεις.