The world I love:my novels, my favorite themes

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

ΠΙΕΡ ΩΓΚΥΣΤ ΡΕΝΟΥΑΡ (1841-1919)
Ο ευτυχισμένος ζωγράφος
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Βρισκόμαστε στα 1876 στα στενοσόκακα της Μονμάρτρης. Ο Ρενουάρ ετοιμάζει έναν πίνακα μεγάλων διαστάσεων( 131 Χ 175 εκ.), έναν σημαντικό πίνακα με τίτλο « Χορός στο Moulin de la Galette».
Εργάζεται εκεί, επί τόπου, μελετά το περιβάλον, το φως, τα πρόσωπα. Από τον Απρίλιο του 1875 έχει νοικιάσει ένα εργαστήριο στην rue Cortot που αποτελείται από δύο μεγάλαδωμάτια,μια αποθήκη στην οποία βάζει τους τελειωμένους πίνακες και έναν κήπο.
Το Moulin de la Galette  είναι ένα δημοφιλές σημείο συνάντησης και διασκέδασης των Παριζιάνων της εποχής και σκέπτεται κάνοντας μια σειρά σχεδίων και σπουδών να το απαθανατίσει.

Σχεδιάζοντας και μελετώντας, δημιουργεί έναν μικρότερο πίνακα (81Χ65 εκ.) και του δίνει το όνομα «η πέργκολα».
Βλέπουμε δύο άντρες που κάθονται κάτω από μια πέργκολα, μαζί με μια γυναίκα, την οποία φλερτάρουν και προσπαθούν να την πείσουν να πιεί μαζί τους. Τη σκηνή παρακολουθεί όρθια μια άλλη γυναίκα, μάλλον το μοντέλο Εστέλ- αν κρίνουμε από τα χρώματα του φορέματος- η οποία ποζάρει σε πρώτο πλάνο στον μεγάλο πίνακα του χορού στο Moulin de la Galette.
Αυτή σκηνή αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ζωγραφικής που θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερα ευνοϊκά  αργότερα  το αμερικανικό κοινό και που θα χαρακτηρισθεί από τους κριτικούς ως «ρομαντικός ιμπρεσιονισμός» του Ρενουάρ: ερωτευμένοι σε χορό ή σε κήπο, σκηνές που απεικονίζουν συγκεντρώσεις φίλων, γιορτές στο δημοφιλές Moulin de la Galette, στο Bougival, στο Chatou.
Η έκφραση των προσώπων και οι λεπτομέρειες στα ρούχα αποδίδονται με μεγάλες πινελιές  και το φιλτράρισμα του φωτός από τα φύλλα των δένδρων αποτυπώνονται με μικρές κηλίδες που προσδίδουν κίνηση στον πίνακα. Η γυναίκα με τη γυρισμένη πλάτη δημιουργεί ένα είδος προσκήνιου, ενώ η ομπρέλα της πλαισιώνει χαριτωμένα τη σκηνή και εισάγει τον θεατή στην σκιασμένη ζώνη, όπου εξελίσσεται το φλέρτ.



Ο Ρενουάρ, κάθε φορά που δουλεύει το θέμα του Moulin de la Galette, βοηθούμενος από τους φίλους του, μεταφέρει τον μουσαμά του από το εργαστήριο έξω, στο σημείο που έχει διαλέξει να ζωγραφίσει. Είναι ο κατ’ εξοχήν ζωγράφος της μοντέρνας ζωής( vie moderne) που αποδίδει με ελαφρότητα την ατμόσφαιρα ανεμελιάς και κεφιού των κατοίκων.
Πολλοί φίλοι του Ρενουάρ πόζαραν ως μοντέλα για τους χορευτές  και για την παρέα των ζωγράφων στο πρώτο πλάνο, συγκεντρωμένοι γύρω από τον Ζώρζ Ριβιέρ-τον κριτικό που εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Ρενουάρ.  Μπροστά-μπροστά, καθισμένη κοντά στο τραπέζι ποζάρει η Εστέλ και αριστερά και πίσω το αγαπημένο μοντέλο του Ρενουάρ εκείνη την εποχή, η Μαργκό ( Marguerite Legrand) που χορεύει με τον Ισπανό ζωγράφο Pedro Vidal de Solares y Cardenas.
Η Μαργκό εμφανίζεται σε πολλούς πίνακες την δεκαετία του 1870, σαν να γνώριζε ο Ρενουάρ τον πρώϊμο, άδικο θάνατό της από τύφο το 1879, ένας θάνατος που τον βύθισε σε βαθιά θλίψη. Ένας μικρός πίνακας (47Χ38 εκ.) με τίτλο «η αναγνώστρια» μας τη γνωρίζει καλύτερα, αφού βλέπουμε ως επί το πλείστον το πρόσωπο και το λεπτό χέρι της να κρατά ένα βιβλίο. Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο ο ζωγράφος χρησιμοποίησε κατά κόρον τη σπάτουλα για τις γραμμές των συμπληρωματικών χρωμάτων στην πίσω πρασινογάλαζη ζώνη και την χρυσοκίτρινη πίσω από το κεφάλι της Μαργκό. Το ροδαλό της πρόσωπο δέχεται επίσης σκληρές κίτρινες πινελιές. Είναι μια αντιπροσωπευτική εκτέλεση ιμπρεσσιονισμού, βασισμένη στο φως και στο χρώμα με ελάχιστη προσοχή στο σχέδιο ( μόλις δύο μαύρες γραμμές για τα μάτια).




Ο Ρενουάρ δεν χρησιμοποιεί σκούρους τόνους για τις σκιές, αλλά μόνο το χρώμα, με το οποίο αποδίδει την αντανάκλαση του ήλιου στα πρόσωπα και στα ρούχα των απεικονιζομένων, όπως και στο έδαφος.
Αυτή του η καινοτομία ώθησε έναν κριτικό να γράψει ότι οι μορφές χορεύουν « σε μια επιφάνεια, η οποία μοιάζει με τα μενεξεδιά σύννεφα που σκοτεινιάζουν τον ουρανό μια μέρα με καταιγίδα».
Όταν ο πίνακας θα εκτεθεί στην Τρίτη έκθεση των ιμπρεσσιονιστών το 1877, ο Ριβιέρ θα γράψει ενθυσιασμένος: «μια σελίδα ιστορίας,μια πολύτιμη στιγμή της παρισινής ζωής, ζωγραφισμένη με σχολαστική ακρίβεια».      

 

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΜΠΑΛΝΤΡ, Ο ΗΤΤΗΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou





Με την αναφορά στον Μπάλντρ κλείνει ο κύκλος των θεών που πέρασαν από τον Άδη και επέστρεψαν (ή όχι) στη ζωή.
Ο Μπάλντρ ή Μπάλντερ είναι θεός βορείων λαών. Μέσα σ’ένα σύμπαν βίας, πολέμου, γιγάντων και τεράτων, η δική του μορφή αναδύεται σαν ένα γλυκό και εράσμιο φως, σαν ένα μήνυμα δικαιοσύνης  και γενναιοδωρίας απέναντι στην αρπακτικότητα και τη βαναυσότητα των άλλων θεών. Είναι γιός του Οντίν και της Φρίγκα, της μεγάλης σκανδιναβικής θεάς.
Στο έργο του «Έδα» ο Σνόρι Στέρλεσον τον περιγράφει σαν ένα θεό, το κάλλος του οποίου και η αταραξία του επιβάλλονται σε όλους τους άλλους.

Η ζωή του Μπάλντρ κυλούσε ήσυχα και χαρούμενα, μέσα στην αγνότητα και την ειρήνη, ώσπου μια νύχτα είδε έναν εφιάλτη που τον γέμισε δέος. Σηκώθηκε και πήγε να βρει την μητέρα του, τη Φρίγκα, για να μοιραστεί μαζί της την αγωνία που τον είχε κυριεύσει. Εκείνη πήρε την απόφαση να τον κάνει άτρωτο.
Για να το πετύχει έβαλε όλους τους θεούς, όλα τα έμβια όντα κι όλα τα πράγματα να ορκιστούν ότι δεν θα βλάψουν ποτέ τον γιό της, τον Μπάλντρ. Έτσι και έγινε.
Όμως, ένας θεός δεν χάρηκε καθόλου με το πλεονέκτημα που απέκτησε ο Μπάλντρ. Ήταν ο μοχθηρός και πανούργος Λόκι. Όπως ο Σετ ζήλεψε τον Όσιρι για τα προνόμιά του, έτσι και ο Λόκι έγινε έξαλος με την προσοχή και τη συμπάθεια όλων των θεών στο πρόσωπο του Μπάλντρ.
Πήρε την απόφαση να διεξάγει μια έρευνα μεταξύ όλων των εμβίων και όλων των πραγμάτων, ρωτώντας τεχνηέντως και τη Φρίγκα. Εκείνη, χωρίς να υποψιαστεί τις προθέσεις του, ομολόγησε ότι μόνο ένα φυτό δεν είχε δώσει τον περίφημο όρκο. Ήταν ένα νεαρό βλαστάρι του δάσους που μεγάλωνε στα ανατολικά της Βαλχάλα και το όνομά του ήταν Μίστιλτέϊν- ένα βλαστάρι γκί. Η Φρίγκα είπε στον Λόκι ότι της φάνηκε τόσο μικρό που δεν τού ζήτησε να ορκιστεί...

Ο Λόκι αντελήφθηκε αμέσως ότι αυτό το μικρό φυτό θα ήταν το αδύνατο σημείο του Μπάλντρ. Πήγε, το βρήκε, έκοψε ένα κλαδάκι και το έδωσε στον Χόντ, τον τυφλό γιο του Οντίν, ο οποίος, ανυποψίαστος όπως ήταν χτύπησε μ’ αυτό τον Μπάλντρ. Και ο Μπάλντρ έπεσε μονομιάς νεκρός από αυτό το μικρό χτύπημα.

Οι θεοί ήταν απαρηγόρητοι. Ο καλύτερος όλων τους κειτόταν νεκρός. Χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι, αποφάσισαν να τον ενταφιάσουν. Τον μετέφεραν στην ακροθαλασσιά, τον έβαλαν πάνω σ’ ένα πλοιάριο, πάνω στο οποίο θα γινόταν η νεκρική πυρά, αλλά όλη η φύση ήταν τόσο λυπημένη που αρνιόταν να θάψει τον αγαπημένο θεό της. Ακόμη και το πλοιάριο αρνήθηκε να ανοιχτεί στη θάλασσα.





Οι θεοί έκαναν έκκληση σε μια Γίγαντα που κατέφτασε «καβάλα σ’ έναν λύκο με οχιές για χαλινάρια». Φυσικά, η Φρίγκα ήταν απαρηγότητη, αδυνατώντας να αποδεχτεί την απώλεια του καλύτερου γιού της. Στην απελπισία της υποσχέθηκε την εύνοιά της σε όποιον τολμούσε να επισκεφθεί τη θεά Χελ, τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, και να την ικετέψει να επαναφέρει τον Μπάντρ στο φως, στη ζωή.
Ο θεός Χέρμοντ, ένας από τους γιούς του Οντίν, προσφέρθηκε να το επιχειρήσει και έφυγε αμέσως.





«Κάλπασε εννιά μέρες κι εννιά νύχτες στις βαθιές και σκοτεινές κοιλάδες. Φως δεν αντίκρυσε παρά μόνο αφού έφτασε στον ποταμό Γκγιούλλ και πέρασε τη γέφυρα που ήταν καμωμένη από αστραφτερό χρυσάφι. Μια Βαλκυρία που τη φρουρούσε τού είπε: Κάνεις τόση φασαρία, όση πέντε παρέες νεκρών που πέρασαν από εδώ χθες. Δεν έχεις χρώμα νεκρού. Ποιός είσαι;»
(Έδα, Σνόρι Στέρλεσον)

Ο Χέρμοντ εξήγησε την αποστολή του και η Βαλκυρία τού έδειξε το δρόμο. Έφτασε μπροστά σ’ έναν πανύψηλο φράχτη που κύκλωνε ολόγυρα το ανάκτορο της Χελ. Μ’ ένα υπερφυσικό άλμα, το άλογο πέρασε το φράχτη και ο Χέρμοντ μπήκε στο παλάτι της ισχυρής θεάς. Είδε τον Μπάλντρ να κάθεται σε μια τιμητική θέση και, χωρίς να χάσει καιρό, εξέθεσε στην Χελ την αποστολή του.






Η Χελ συμφώνησε να αφήσει τον Μπάλντρ να επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, αν
«όλοι οι ζωντανοί τον έκλαιγαν απ’ την καρδιά τους, αν όλοι οι ζωντανοί, μηδενός εξαιρουμένου, τον ζητούσαν».
Έτσι, ο Χέρμοντ γύρισε πίσω και ανακοίνωσε στους θεούς τους όρους της Χελ.
Όλοι οι ζωντανοί έψαλλαν θρήνους κι έκλαψαν για τον θάνατο του Μπάλντρ. Παντού «οι άνθρωποι, τα ζώα, η γη, οι πέτρες, τα δέντρα έκλαψαν για τον Μπάλντρ.Τα μέταλλα έκαναν το ίδιο και εξακολουθούν να το κάνουν κάθε φορά που περνούν από το κρύο στο ζεστό».
Ωστόσο, υπήρξε πάλι ένα και μόνο πλάσμα που αρνήθηκε να θρηνήσει. Ήταν μια γριά μάγισσα που την έλεγαν Τόκ, η οποία στην πραγματικότητα ήταν ο Λόκι μεταμορφωμένος.
Εξ αιτίας αυτού τού πλάσματος, ο Μπάλντρ θα έμενε για πάντα στον Κάτω Κόσμο. Εν πάσει περιπτώσει, μέχρι να έρθει κάποια μέρα που θα καταφέρει να ανέβει στον Επάνω Κόσμο μετά το Λυκόφως των θεών, όταν η αναγεννημένη γη θα αναδυθεί και πάλι, νέα και γόνιμη, από τον ωκεανό στα βάθη του οποίου όλα γίνονται και ξεγίνονται εσαεί.










ΜΙΑ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΑ ΣΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΚΟΓΚΡΕΣΟ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπουλου




Μιλάμε  για την Ολυμπία Σνόου, την Ελληνοαμερικανίδα Γερουσιαστή που εκλεγόταν από το 1995 μέχρι το 2013 στην πολιτεία Μέιν, μέλος του Ρεμπουμπλικανικού Κόμματος.
Η Ολυμπία γεννήθηκε στην Ογκούστα του Μέιν το 1947 από πατέρα Σπαρτιάτη     (Γεώργιος Μπούκλης) και από μητέρα Μυτιληνιά (Γεωργία Γκορανίτη). Στην τρυφερή ηλικία των 8 ετών έχασε τη μητέρα της από καρκίνο του μαστού, για να δεχθεί την χαριστική βολή σε λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα: τον θάνατο του πατέρα της από καρδιακή προσβολή.
«Ηταν μια τρομερή μάχη. Δεν είχαμε τίποτα, τίποτα», είπε η Σνόου, ενθυμούμενη τη μητέρα της να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία χωρίς ασφάλεια και χωρίς χρήματα, σε μια πρόσφατη συνέντευξή της.

Συνέχισε τη ζωή της  στο Ώμπουρν, ζώντας στο σπίτι ενός θείου της, έναν φτωχό κουρέα με πέντε παιδιά, ενώ ο αδελφός της Τζών αναγκάστηκε να ζήσει με άλλους συγγενείς, μακριά της. Όταν πέθανε και ο θείος της, την έστειλαν στην Ακαδημία Αγ. Βασιλείου στο Γκάρισον της Νέας Υόρκης, όπου έμεινε περίπου επτά χρόνια.
Μία από τις δασκάλες της ήταν η Αθηνά Χατζηεμμανουήλ, μια πολύ γνωστή και διακεκριμένη παιδαγωγός.
Γύρισε στο Ώμπουρν για να πάει στο Γυμνάσιο και μετά στο Πανεπιστήμιο του Μέιν στο Ορόνο, όπου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες(τελείωσε το 1969).
Η ζωή φάνηκε να της χαμογελά όταν παντρεύτηκε στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς τον Ρεμπουμπικάνο νομοθέτη  Πήτερ Σνόου και μπήκε στην πολιτική ζωή, υπηρετώντας την Βουλή των Αντιπροσώπων, με κύριο ενδιαφέρον τα θέματα της υγείας.
Μόλις το 1973, το όνειρο διαλύεται. Ο Πήτερ σκοτώνεται σε τροχαίο. Εκείνη στέκται όρθια και συνεχίζει να παλεύει.
Το 1989 παντρεύεται τον τότε Κυβερνήτη του Μέιν, Τζών Μακέρναν, τον οποίο γνωρίζει και συνεργάζεται μαζί του από το 1983. Τρία χρόνια μετά το γάμο τους, ο γιός του Τζων, Πήτερ, πεθαίνει από καρδιακό νόσημα.

Η Ολυμπία Σνόου είναι γνωστή στην Ουάσιγκτον ως μια ανυποχώρητη πολιτικός και αυτό το αποδίδει εν μέρει στον σκληρό χαρακτήρα του πατέρα της.
«Όταν χάσεις τους γονείς σου σε μικρή ηλικία μαθαίνεις να σηκώνεσαι και να προχωρείς. Στη δική μου θέση μαθαίνεις να μεταφράζεις αυτά τα βιώματα σε νομοθετήματα», λέει η ίδια.

Είναι μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής.
Το Time το 2006 την περιέλαβε ανάμεσα στους «δέκα ισχυρότερους Γερουσιαστές της Αμερικής», το δε ποσοστό δημοτικότητάς της στο Μέιν το 2014, μετά από τόσα χρόνια επιτυχίας ήταν 79%.
Το 2012 αποφάσισε να μη διεκδικήσει την βέβαιη επανεκλογή της επειδή «δημιουργήθηκε ένας ασφυκτικός κύκλος κομματικής ιδεολογίας ο οποίος δεν με ικανοποιεί», όπως δήλωσε. Τη θέση της πήρε ο Άγκνους Κίγκ, που πρόσκειται στους Δημοκρατικούς.

.


Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου






Σήμερα  έμαθα ότι χθες(Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου 2016) ο Έκο πέθανε. Δεν έχω καμία διάθεση να του κάνω μνημόσυνο, εξάρωντας την εκπληκτική, σχεδόν μαγική, ικανότητά του να με ταξιδεύει κάθε φορά που έπαιρνα στα χέρια μου ένα δικό του βιβλίο.
Ήταν μαζί μου από τη στιγμή που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά το «Όνομα του Ρόδου» και έμεινε μέχρι το «Φύλλο μηδέν».
Σκέφτομαι ότι το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ξαναδιαβάσω όλα του τα βιβλία, πιο μεγάλη  τώρα και σίγουρα με διαφορετική ματιά.  Λίγο πριν χάϊδεψα τα εξώφυλα των βιβλίων του, προσπαθώντας να διαλέξω ένα και να αντιγράψω ένα μικρό κομμάτι. Όχι, δεν είναι από το Όνομα του Ρόδου.
Είναι από ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΤΟΥ ΦΟΥΚΩ που παίζει με το χρόνο και το χώρο.


«Μυρωδιά κλεισούρας, παλιών αποτσίγαρων, παντού τασάκια ξέχειλα, ο νεροχύτης της κουζίνας γεμάτος βρώμικα πιάτα, ο σκουπιδοτενεκές δεν έκλεινε από τα ξεκοιλιασμένα κονσερβοκούτια. Σ’ ένα ράφι στο γραφείο, τρία άδεια μπουκάλια ουίσκυ, το τέταρτο είχε ακόμα δυο δ΄χτυλα ποτό. Ήταν το διαμέρισμα ενός ανθρώπου που τις τελευταίες μέρες τις είχε περάσει χωρίς να βγει έξω, έτρωγε ό,τι έβρισκε και δούλευε με τρόπο ξέφρενο, σαν μανιακός.
   Όλο κι όλο είχε δυο δωμάτια, γεμάτα από βιβλία σωριασμένα σε κάθε γωνιά, τα ράφια των βιβλιοθηκών είχαν λυγίσει από το βάρος. Είδα αμέσως το τραπέζι με τον υπολογιστή, τον εκτυπωτή και το αρχείο των δίσκων. Οι πίνακες ήταν ελάχιστοι, μόνο στους μικρούς χώρους που άφηναν ελεύθερους οι βιβλιοθήκες, και ακριβώς μπροστά στο τραπέζι ένα χαρακτικό του 17ου αιώνα, αναπαραγωγή κορνιζαρισμένη με προσοχή, μια αλληγορική παράσταση που δεν την είχα προσέξει τον προηγούμενο μήνα όταν είχα ανέβει να πιω μια μπύρα προτού να φύγω διακοπές.
   Στο τραπέζι μια φωτογραφία της Λορέντσας Πελλεγκρίνι (σημ. Ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε η γυναίκα του Κόμη Καλλιόστρο) με αφιέρωση γραμμένη με γράμματα μικροσκοπικά και λιγάκι παιδικά. Έδειχνε μόνο το πρόσωπό της, μα το βλέμμα της, το βλέμμα της και μόνο, με αναστάτωνε. Με μια ενστικτώδη κίνηση λεπτότητας (ή ζήλειας;) γύρισα τη φωτογραφία ανάποδα χωρίς να διαβάσω την αφιέρωση.
   Είδα μερικές καρτέλες. Έψαξα μήπως περιείχαν κάτι ενδιαφέρον, αλλά ήταν απλώς πίνακες, εκδοτικοί προϋπολογισμοί. Ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτά τα χαρτιά βρήκα το έντυπο ενός file που, αν έκρινα από την ημερομηνία, θα έπρεπε να προέρχεται από τα πρώτα πειράματα με το word processor. Πραγματικά, είχε τον τίτλο «Αμπού». Θυμήθηκα τότε που ο Αμπουλάφια έκανε την εμφάνισή του στον εκδοτικό οίκο, τον σχεδόν παιδιάστικο ενθουσιασμό του Μπέλμπο, τις γκρίνιες της Γκούντρουν, τα ειρωνικά σχόλια του Ντιοταλλέβι.
   Το «Αμπού» ήταν σίγουρα η προσωπική απάντηση του Μπέλμπο στους συκοφάντες του, ένα αστείο φοιτητικό, αστείο νεοφώτιστου, όμως έλεγε πολλά για την συνσυαστική μανία με την οποία ο Μπέλμπο προσέγγισε τη μηχανή. Αυτός που, με το αχνό του χαμόγελο, ανέκαθεν διατεινόταν ότι από τη στιγμή που ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να γίνει πρωταγωνιστής αποφάσισε να γίνει ευφυής θεατής- είναι άσκοπο να γράφεις αν δεν έχεις σοβαρό κίνητρο, καλύτερα να μεταγράφεις τα βιβλία των άλλων, αυτό κάνει ένας καλός επιμελητής εκδόσεων- ανακάλυψε στη μηχανή κάτι σαν παραισθησιογόνο, και βάλθηκε να κινεί τα δάχτυλά του στο πληκτρολόγιο σαν να ‘παιζε παραλλαγές του Petit Montagnard (σημ. Απλή σύνθεση στην οποία εξασκούνται όσοι πρωτομαθαίνουν πιάνο) στο παλιό πιάνο του σπιτιού του, χωρίς να φοβάται τις κρίσεις των άλλων. Δεν θεωρούσε ότι δημιουργεί: αυτός που το γράψιμο τον τρομοκρατούσε τόσο, ήξερε ότι δεν επρόκειτο για δημιουργία αλλά για δοκιμή της ηλεκτρονικής επάρκειας, για γυμναστική εξάσκηση. Ωστόσο, ξεχνώντας τα συνηθισμένα του προσωπικά φαντάσματα, βρήκε στο παιγνίδι εκείνο τον τρόπο ν’ ασκήσει την εφηβεία της επιστροφής που χαρακτηρίζει τους πενηντάρηδες. Όπως και να ‘χει, η φυσική του απαισιοδοξία, η δυσκολία του να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν μετριάστηκαν κάπως στο διάλογο με μια μνήμη μεταλλική, αντικειμενική, υπάκουη, ανεύθυνη, κρυσταλλολυχνιακή,τόσο ανθρώπινα εξωανθρώπινη που τού επέτρεπε να μη συνειδητοποιεί τη συνηθισμένη του δυστυχία».