The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
(ομιλία από Ιατρικό Συνέδριο στην Δημητσάνα το 2014)





Κυρίες και κύριοι,

Σας καλοσωρίζω στον φιλόξενο τούτο χώρο, τη γη της Δημητσάνας. Αν και η ιστορία της είναι πολύ μεγάλη, θα προσπαθήσω να σας ταξιδέψω στο χρόνο, ξεκινώντας από την αρχή και φθάνοντας στο σήμερα.
Ήδη από την δεύτερη χιλιετία π.Χ. πάνω στον βράχο που βρισκόμαστε όλοι μας υπήρχε ζωή. Τα απομεινάρια των Κυκλώπειων Τειχών στο νότιο μέρος του λόφου του λεγόμενου κάστρου της Δημητσάνας είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Ωστόσο, για πολύ μακρό διάστημα, δεν ήταν γνωστό το όνομα της αρχαίας πόλης. Κάποιοι την ονόμαζαν Θεισόα, άλλοι Ψωφίδα, άλλοι Ερύμανθο και ούτω καθ’ εξής. Έπρεπε να περιμένουμε τον Άγγλο σπουδαίο περιηγητή Ουίλλιαμ Λήκ να περάσει από εδώ τον Μάιο του 1805, και έχοντας οδηγό του τον Παυσανία, να αναγνωρίσει την αρχαία Τεύθιδα στη θέση της Δημητσάνας που επισκέφθηκε. Τα γραπτά του Λήκ έπρεπε να περιμένουν μέχρι να ελευθερθωθεί η Ελλάδα, να γίνουν ανασκαφές και να βρεθούν οι επιγραφές που βεβαίωσαν του λόγου το αληθές.
Ο Παυσανίας, λοιπόν, στο έργο του Αρκαδικά, μας πληροφορεί ότι η Τεύθις ήταν μια πόλη κατοικημένη, περιτοιχισμένη και ασφαλισμένη με ακρόπολη και ναούς αφιερωμένους στην Αθηνά, την Άρτεμη και την Αφροδίτη. Το νόμισμά της              (υπαρκτό από το 194 π.Χ.) είχε χαραγμένη τη φράση «Αχαιών Τευθιδών Γνωσέας». Ο βασιλιάς της Τεύθις ή Όρνυτος πήγε με στρατό μέχρι την Αυλίδα, στο πλευρό του Αγαμέμνονα, με σκοπό να πολεμήσει στην Τροία. Θύμωσε, όμως, με τις καθυστερήσεις, μάλωσε με τον Αγαμέμνονα και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Η θεά Αθηνά είχε άλλη γνώμη, και θέλοντας να εκδικηθεί τον Πάρι που διάλεξε την Αφροδίτη, είχε πάρει το μέρος των Ελλήνων σ’ εκείνο τον πόλεμο. Για να πείσει τον Τεύθι να μείνει στην Αυλίδα, πήρε τη μορφή ενός νέου, ο οποίος  φορτικά προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη. Ο Τεύθις έξαλος τον χτύπησε στο μηρό και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Στην ουσία χτύπησε τη θεά Αθηνά, χωρίς να το ξέρει. Όταν επέστρεψε στον τόπο του, η πληγωμένη θεά εμφανίστηκε μπροστά του και τον τιμώρησε. Ο Τεύθις αρρώστησε βαριά, ενώ μια εποχή ξηρασίας, έλλειψη καρπών και δυστυχίας χτύπησε τον τόπο, μέχρι που πήρε χρησμό από το μαντείο της Δωδώνης και έστησε άγαλμα της Αθηνάς με χτυπημένο μηρό. Αυτό το άγαλμα, με ένα κόκκινο ύφασμα στον πληγωμένο μηρό, το είδε ο Παυσανίας το 170 π.Χ. όταν επισκέφθηκε την Τεύθιδα.
Η μικρή και απομονωμένη πόλη, ένας απότομος βράχος στην ουσία, απλά επιβιώνει στα ρωμαϊκά χρόνια και μένει στην αφάνεια για πολλούς αιώνες. Η παρουσία κάποιων  παλαιοχριστιανικών βασιλικών ναών, όμως, που έχουν αποκαλυφθεί μας δείχνουν ότι ο τόπος είχε εκχριστιανισθεί από τον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα κατεβαίνουν στην Πελοπόννησο διάφορα σλαβικά φύλα από ειρηνικούς νομάδες ποιμένες και γεωργούς, αναζητώντας ορεινά, ασφαλή μέρη. Κάποιοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη γύρω περιοχή, έμαθαν ελληνικά, έγιναν Χριστιανοί και αφομοιώθηκαν πλήρως με τους ντόπιους Έλληνες, χωρίς ποτέ να γίνει λόγος για σλαβική μειονότητα. Μαρτυρία της παρουσίας τους είναι κάποια τοπωνύμια που διατηρούνται μέχρι σήμερα (π.χ. Στεμνίτσα, Ζάτουνα), επεξηγήσεις της μορφολογίας του εδάφους.

Ένα σημαντικό μοναστήρι και ένα άξιο τέκνο της Αρκαδικής γης φέρνει ξανά στην επιφάνεια την Τεύθιδα, αλλά με αλλαγμένο και ανερμήνευτο όνομα: Δημητσάνα. Πρόκειται για ένα Σιγίλλιο του Πατριάρχη Πολύευκτου στα 965, στο οποίο αναφέρεται ότι η παρά την Δημητσάναν Μονή του Φιλοσόφου καθίσταται σταυροπηγική, δηλαδή ανήκει στο Πατριαρχείο. Το μετέπειτα ξακουστό μοναστήρι το είχε κτίσει λίγα χρόνια νωρίτερα ο Ιωάννης Λαμπαρδόπουλος, ένας Δημητσανίτης, με ιταλικές ρίζες, κάτοικος Κωνσταντινούπολης, που είχε αναδειχθεί Φιλόσοφος και είχε το πόστο του Πρωτοσηκρήτη του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.  Να πούμε εδώ ότι εκείνα τα χρόνια ονόμαζαν φιλοσόφους τους άνδρες που, όχι μόνο ήταν μορφωμένοι και είχαν μεγάλη κοινωνική θέση, αλλά ήταν και καθηγητές της φιλοσοφίας στη Σχολή της Μαγναύρας στην Πόλη. Οι Δημητσανίτες, τιμώντας τον συμπατριώτη τους, ονόμασαν τη Μονή, Φιλοσόφου, κάνοντας μνεία στην επωνυμία του Λαμπαρδόπουλου. Πρωτοσηκρήτης ήταν ο επι κεφαλής όλων των υπαλλήλων που υπηρετούσαν τον Αυτοκράτορα.

Κι ύστερα έπεσε πάλι σιωπή. Κανείς δεν ξέρει πώς πορεύτηκε το μοναστήρι στους κατοπινούς αιώνες. Θα ακουστεί ξανά στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα, σαν μεγάλο εκπαιδευτικό κέντρο. Εκείνη την εποχή η Δημητσάνα απολαμβάνει σχετική ελευθερία και διοικείται από Έλληνες Δημογέροντες, χωρίς να ανακατεύονται οι τούρκικες αρχές, αλλά μαστίζεται από πανώλη και διάφορες άλλες επιδημίες που αποδεκατίζουν τους κατοίκους της.
Σ’ εκείνους τους σκοτεινούς και δύσκολους καιρούς, εκείνο το μικρό κτίσμα-είναι ερειπωμένο σήμερα-, αντικατέστησε όλα τα φανερά σχολεία, δέθηκε με τις ψυχές του κόσμου κι έγινε τεράστιο: το κρυφό σχολειό, που με τον κίνδυνο να παραμονεύει εξακολουθούσε να μαθαίνει ανάγνωση και γραφή στα ελληνόπουλα, με δασκάλους που έτρεφαν άσβεστη τη φλόγα της μεταλαμπάδευσης της γνώσης για τη διατήρηση της γλώσσας, της θρησκείας και της πατρίδας.
Η παρουσία της Μονής Φιλοσόφου που υπήρξε απο την κτίση της ένα αξιόλογο εκπαιδευτικό κέντρο για τους κατοίκους  της περιοχής και το δυσπρόσιτο έδαφός της που εμπόδισε ξένους ή βάρβαρους να αναμειχθούν με  τον αμιγώς ελληνικό της πληθυσμό, είχε σαν αποτέλεσμα – που φαίνεται καθαρά από τον τεράστιο αριθμό των Δημητσανιτών που απέκτησαν υψηλότατες θέσεις από τον 17ο αιώνα και μετά, τόσο κοσμικές, όσο και εντός του κλήρου- οι κάτοικοί της να έχουν μια μεγάλη πνευματική ανάπτυξη και να καταφέρουν να κρατήσουν τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις ευκολώτερα από άλλες περιοχές της σκλαβωμένης Ελλάδας.

Η παρένθεση της Ενετοκρατίας σ’ ολόκληρο τον Μοριά από το 1688 μέχρι το 1715, ήταν σκληρή και ανυπόφορη, αφού οι νέοι κύριοι απαιτούσαν την αλλαγή της πίστης των Ελλήνων και η συμπεριφορά τους ήταν, τελικά, χειρότερη των Τούρκων δυναστών, αν και στην αρχή φόρεσαν τον μανδύα των απελευθερωτών. Η πικρή αλήθεια ήταν ότι οι Ενετοί, έχοντας χάσει τις τεράστιες προσόδους τους από την Κρήτη- που την κατέλαβαν οι Τούρκοι- γύρευαν να τις αναπληρώσουν από τον άτυχο Μοριά. Έντεκα χρόνια κράτησε η απατηλή τους καλοσύνη, μέχρι που υπογράφησκε η Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699 και η Πελοπόννησος πέρασε και τυπικά κάτω από την κυριαρχία τους.
Για τη Δημητσάνα ήταν χρόνια ταπείνωσης και απομόνωσης. Δεν επιτρεπόταν να μετακινούνται έξω από την περιοχή, δεν επιτρεπόταν να μορφώνονται. Τα μοναστήρια φορολογήθηκαν βαρύτατα, οι κάτοικοι εξαντλήθηκαν ολοσχερώς, τόσο από τη φορολογία, όσο και από τις συχνές αγγαρείες, στις οποίες υποβάλλονταν.
Οι ξενιτεμένοι τους δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους και να τους βοηθήσουν. Όταν πήγαν βίαια όσοι έμεναν στην Αθήνα, μετά την εκκένωσή της από τους Ενετούς το 1688, πήγαν σαν πρόσφυγες, μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, συνοδευόμενοι και από αρκετούς Αθηναίους φίλους τους, που δεν ήξεραν που να πάνε. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους Αθηναίους, σύμφωνα με τον κώδικα της Μονής Φιλοσόφου, ήταν και ένας Γιάννης Καντηλώρος.
Οι ιερωμένοι πρόσφυγες ήταν πολλοί και η Μονή Φιλοσόφου πολύ μικρή για να τους χωρέσει όλους.  Επιπλέον ήταν κτισμένη σε απότομη και επικίνδυνα γλυστερή τοποθεσία. Με τα χρήματα που έφεραν μαζί τους τρεις από τους ιερωμένους, ανηγέρθηκε η Νέα Μονή, πιο πάνω και βορειότερα της παλιάς, σε έδαφος αρκετά προσβάσιμο και για πεζούς και για ζώα. Τα χρήματα δεν έφταναν και χρειάστηκαν δωρεές από τους πλέον εύπορους Έλληνες των γύρω χωριών για να αποπερατωθεί η Νέα Μονή- πράγμα που έγινε γύρω στα 1700.
Περνάμε, τώρα, στη δεύτερη περίοδο της Τουρκοκρατίας που κράτησε από το 1715 μέχρι το 1820.
Οι ισχυροί Δημητσανίτες που ζούσαν στην Πόλη, βρήκαν τρόπο και πλησίασαν την μητέρα του σουλτάνου Μαχμούτ Α΄, καταφέρνοντας το 1744 να γίνει η Δημητσάνα Βακούφιο- τόπος ιερός και προνομιούχος δηλαδή, έξω από την δικαιοδοσία των τοπικών τουρκικών αρχών. Έκτοτε, η Δημητσάνα έπρεπε απλά να δίνει κάθε χρόνο χίλια γρόσια και να παραμένει ήσυχη στα ειρηνικά διαστήματα. Οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν με ειδικό φιρμάνι να φύγουν από την περιοχή, χάνοντας όλα τους τα υπάρχοντα και τα δικαιώματα. Ο μόνος Τούρκος που έμενε στη Δημητσάνα ήταν ο μουτεβαλή αγάς, ο επόπτης του βακουφίου.
Δεν ήταν πάντα εύκολο να μαζεύονται τα χίλια γρόσια. Υπήρξαν εποχές που τα χρήματα ήταν δυσεύρετα σ’ όλη την Πελοπόννησο. Τότε, και πάλι οι ξενιτεμένοι Δημητσανίτες έκαναν το χρέος τους και πλήρωναν το φόρο, για να μένει η πατρώα γη ελεύθερη. Αυτή η ελευθερία δημιούργησε έχθρες στους Έλληνες κοτζαμπάσηδες της υπόλοιπης Πελοποννήσου, που προσπάθησαν πολλές φορές να πατήσουν τη Δημητσάνα ορμώμενοι από φθόνο, ή να βρουν τρόπο να καταργήσουν τα προνόμιά της.
Αυτά τα προνόμια οδήγησαν τους Δημητσανίτες στην ίδρυση σχολείου μέσα στην πόλη για να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα, χωρίς να υποχρεώνονται πλέον να τα στέλνουν στα μοναστήρια (Φιλοσόφου, Αιμυαλών και Προδρόμου). Η Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων ιδρύθηκε το 1764 χάρη στον Δημητσανίτη έμπορο Γεώργιο Γούνα, που κατοικούσε στη Σμύρνη.
Ο Γούνας κάποια στιγμή έμεινε χωλός εξ αιτίας ενός ατυχήματος και έκτοτε αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην εξυπηρέτηση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Με την προτροπή του, επίσης Δημητσανίτη Πατριάρχη Κυρίλλου, έγινε κι εκείνος μοναχός, παίρνοντας το όνομα Γεράσιμος και γράφτηκε στη Σχολή της Σμύρνης για να εκπαιδευτεί. Μετά το τέλος της εκπαίδευσής του γύρισε στη Δημητσάνα και ίδρυσε τη Σχολή, που από το πρώτο κιόλας έτος είχε σαράντα μαθητές. Για αρχή, ο Γούνας νοίκιασε ένα σπίτι για να στεγάσει τη Σχολή και δίδασκε αφιλοκερδώς ο ίδιος και ο νεαρός γιός του αναδόχου του, ο Ασημάκης Λεονάρδος, που κι εκείνος είχε τελειώσει τη Σχολή της Σμύρνης.
Ο Γούνας πρόσφερε όλη του την περιουσία για να κτισθεί ένα οίκημα για τη Σχολή και την βιβλιοθήκη της, ο δε Λεονάρδος περιόδευσε στη Σμύρνη φέρνοντας πίσω χρήματα και βιβλία. Η Σχολή κτίστηκε στον περίβολη της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής και ήταν τόσο μεγάλη, που μπορούσε να δέχεται τριακόσιους μαθητές.

Η πλήρης αποτυχία της εξέγερσης του 1769, με υποκινητή τον Δημητσανίτη Μητροπολίτη Λακεδαίμονος Ανανία-τον άνθρωπο που έφτιαξε τους πρώτους δύο πυριτοδόμυλους στη Δημητσάνα- και τους φιλικά διακείμενους Ρώσσους επί Αικατερίνης Β΄, είχε τρομακτικά αποτελέσματα για τους κατοίκους της Δημητσάνας. Πρώτα, οι Τούρκοι στράφηκαν στον ίδιο τον Ανανία και τον σκότωσαν. Ύστερα, κυνήγησαν την οικογένεια και τους συγγενείς του. Αχόρταγοι από το αίμα που έχυσαν, όρμησαν πάνω στους Δημητσανίτες και τους βασάνισαν φρικτά, με ανεκδιήγητους τρόπους και μια νοσηρή φαντασία που κόβει την ανάσα, επί μια ολόκληρη δεκαετία. Τα στίφη των Τουρκαλβανών διέλυαν ό,τι είχαν αφήσει απείραχτο οι Τούρκοι. Οι άνθρωποι αναζήτησαν απάτητες βουνοκορφές να ζήσουν σαν άγρια ζώα, ή εκπατρίστηκαν, η γη έμεινε έρημη και ακαλλιέργητη, οι περισσότεροι Δημητσανίτες σκορπίστηκαν στα πέρατα της γης.
Όταν η ζωή επέστρεψε, η Σχολή ξανάνοιξε. Αυτή τη φορά, οι τρόφιμοί της θα γίνονταν κήρυκες της Μεγάλης Ιδέας του Ξεσηκωμού, με πρωτοστάτη τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, επίσης Δημητσανίτη.

Τον Μάιο του 1805, όπως ανέφερα πιο πάνω, πέρασε από τη Δημητσάνα ο Άγγλος περιηγητής Ουίλλιαμ Λήκ. Βρήκε την πόλη να έχει τριακόσιες οικογένειες, όλες ελληνικές, και επισκέφτηκε την φημισμένη Σχολή, που είχε αρχίσει να επαναλειτουργεί από το 1779. Βρήκε τον σχολάρχη μοναχό Αγάπιο-κατά κόσμον Αντώνιο Παπαδόπουλο ή Αντωνόπουλο- στην βιβλιοθήκη. Ο Λήκ δεν βρήκε παλιά χειρόγραφα. Εκείνο τον καιρό η βιβλιοθήκη είχε περίπου 5000 τόμους, αλλά μετά τον Αγώνα διασώθηκαν μόνο 500. Οι υπόλοιποι έγινα φυσέκια.
Ο Άγγλος περιηγητής βρήκε λίγους μαθητές να μαθαίνουν αρχαία ελληνικά από κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας και του Λουκιανού, παρατηρώντας ότι το ίδιο συνέβαινε και σε  άλλα σχολεία. «Η Σχολή της Δημητσάνας», γράφει ο Λήκ, «μ’ όλο που θεωρείται η καλύτερη του Μωριά, έχει περιπέσει τώρα τελευταία σε παρακμή. Η εξαθλίωση που όλο μεγαλώνει και η αραίωση του πληθυσμού με τη μετανάστευση περιόρισε αντίστοιχα και το ενδιαφέρον για τα Γράμματα. Η μελέτη των αρχαίων ελληνικών δεν ενθαρρύνεται γιατί δεν οδηγεί πουθενά. Στο μεταξύ, ιδρύθηκαν μικρότερα σχολεία στο Μυστρά, στο Άργος, στη Βυτίνα και στα Καλάβρυτα, όπου προσφέρονται γνώσεις πρόχειρες αρχαίας ελληνικής, όσες κρίνονται απαραίτητες για τα παιδιά που θα ακολουθήσουν το εκκλησιαστικό στάδιο. Οι φτωχοί δάσκαλοι παραπονούνται θλιβερά γι’ αυτές τις αλλαγές που οδηγούν από το κακό στο χειρότερο. Το αποτέλεσμα είναι να καταντούν σιγά-σιγά άχρηστοι και να μη βρίσκουν έναν άνθρωπο να συζητήσουν πάνω στα θέματα που τους ενδιαφέρουν. Ο σχολάρχης είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος, ευχάριστος, με αρκετή γνώση των αρχαίων συγγραφέων και λαμπρή μνήμη. Αλλά, όπως συμβαίνει με τους σύγχρονους Έλληνες, του λείπει η βαθιά κριτική σκέψη και σπάνια εκφράζει μια δική του άποψη για τους συγγραφείς που διαβάζει».
Ένας άνθρωπος σαν τον σχολάρχη είχε κριτική σκέψη, χωρίς αμφιβολία. Αυτό που δεν πέρασε από το νου του ισχυρού Άγγλου ήταν το ενδεχόμενο μιας επιφυλακτικότητας στο άτομό του από την πλευρά του Αγαπίου.

Η Επανάσταση είναι προ των πυλών. Η Δημητσάνα έχει τον κυρίαρχο ρόλο, αφού είναι εκείνη που παρασκευάζει την πυρίτιδα. Οι προηγούμενοι, λιγότερο εμφανείς, αλλά εξ ίσου σημαντικοί ρόλοι που διαδραμάτισε, έρχονται τώρα στο προσκήνιο: μορφωμένοι άντρες, Φιλικοί σαν τους αδελφούς Σπηλιωτόπουλους, σπουδαίοι ιερωμένοι-αρχηγοί, σαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και αμέτρητους άλλους, έχουν ήδη αφυπνίσει τους Έλληνες, τους έχουν προετοιμάσει, και τώρα καθοδηγούν με την επέμβασή τους τους επαναστάτες. Είναι η ψυχή και η καρδιά του μεγάλου ξεσηκωμού.
Οι αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι, έμποροι στην Ύδρα, αποφάσισαν να μετατρέψουν όλη τους την περιουσία σε νίτρο και θείο- τα σπουδαία υλικά για την παρασκευή της πυρίτιδας, να τα στείλουν στη Δημητσάνα- τόπο μακριά από τα βλέμματα των Τούρκων, να φτιάξουν δύο πυριτιδόμυλους και να αρχίσουν να παράγουν πυρίτιδα σε μεγάλες ποσότητες, αναμένοντας την έκρηξη της επανάστασης. Και επειδή δεν είχαν όσο αποθηκευτικό χώρο χρειάζονταν, νοίκιασαν δύο εργαστήρια της εκκλησίας των Ταξιαρχών. Όλοι μας αντιλαμβανόμστε τη σπουδαιότητα της πράξης τους. Αν δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μεγάλες ποσότητες, δεν θα μπορούσε η Δημητσάνα να παρέχει την πυρίτιδα που χρειάζονταν οι  επαναστατημένοι Έλληνες. Και χωρίς πολεμοφόδια, δεν θα υπήρχε επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγραψε στα απομνημονεύματά του «του μπαρουτιού την υπόθεση είχαν πάρει απάνω τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι».
‘Ομως, η ζήλεια και ο φθόνος από την πλευρά των προκρίτων εισχώρησαν σαν δηλητήριο στις ψυχές τους. Πρώτα, άναψαν την έχθρα των μικροκατασκευαστών, και δεύτερο και χειρότερο, κάποιοι ενημέρωσαν τους Τούρκους της Τρίπολης για τα δρώμενα των Σπηλιωτοπουλαίων, λέγοντας ότι προφανώς τα δύο αδέλφια έφτιαχναν μπαρούτι για να το πουλήσουν στον αντάρτη Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Η πληροφορία είχε άμεσα αποτελέσματα. Ένας Τούρκος ανακριτής, ο Μεχμέτ Σαλήχ, με συνοδεία ενόπλων ανδρών, πήγε αμέσως στο σπίτι των Σληλιωτοπουλαίων για να διαπιστώσει τι συνέβαινε. Οι Δημητσανίτες θορυβήθηκαν στη θέα των Τούρκων μέσα στην πόλη τους και τους ακολουθούσαν. Οι Σπηλιωτόπουλοι εξαφανίστηκαν, δίνοντας συγκεκριμένες οδηγίες στους οικείους τους, που έμειναν να περιμένουν τους Τούρκους.
Ένα πλουσιοπάροχο δείπνο περίμενε τον Τούρκο ανακριτή και τους άνδρες του, που, κατάκοποι μετά από τόσες ώρες ιππασίας, δεν είχαν το κουράγιο να αρνηθούν, σκεπτόμενοι ότι θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους μετά το φαγητό. Λίγο πριν τελειώσουν το φαγητό τους, μπήκε στο σπίτι ο πρακτικός γιατρός Ευθύμιος Νικολάου ή Μπόκας- ένας αστείος, αλλά ευφυής τύπος. Άρχισε να τους λέει στη γλώσσα τους διάφορα αστεία και ανέκδοτα και τους κράτησε μέχρι που έπεσε η νύχτα. Η κούραση, το πολύ φαγητό και το ποτό, έφεραν νύστα στους Τούρκους, που πήγαν να κοιμηθούν, αφήνοντας για την επομένη την έρευνα.
Οι Σπηλιωτόπουλοι περίμεναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να αδειάσουν το υπόγειο του σπιτιού τους, που ήταν γεμάτο νίτρο και θείο, και τους πυριτιδόμυλους  που είχαν μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας. Ολα αυτά τα πειστήρια του εγκλήματος, έπρεπε να εξαφανιστούν μέσα στη νύχτα. Μερικοί καλοί φίλοι βοήθησαν τους αδελφούς να κρύψουν σε διάφορα άγνωστα μέρη το πλείστον των ποσοτήτων, αφήνοντας στους δύο πυριτιδόμυλους υλικό ανάξιο λόγου. Οι Τούρκοι δεν βρήκαν τίποτε επιλήψιμο. Χωρίς να διατάξει κατεδάφιση των μύλων, ο ανακριτής σφράγισε το υπόγειο του σπιτιού, κατάσχεσε κάποια εργαλεία, έλαβε την παχυλή του αμοιβή από τους κατηγορούμενους, όπως όριζε ο νόμος, και έφυγε ευχαριστημένος, υποβάλλοντας και την έκθεσή του στα αρμόδια όργανα της Τρίπολης. Οι Τούρκοι διέταξαν, καλού-κακού, την καταστροφή των πυριτιδόμυλων, αλλά οι Δημητσανίτες φέρθηκαν έξυπνα μπροστά στη συμφορά που απειλούσε όλους. Απομάκρυναν τα εργαλεία τους και μετέτρεψαν προσωρινά τους μύλους σε σταύλους, πριν πάνε οι Τούρκοι να τους κατεδαφίσουν. Και όταν η ώρα ήρθε, οι σταύλοι ξανάγιναν πυριτιδόμυλοι.
Βλέποντας οι Τούρκοι τι έγινε, πονηροί κι εκείνοι, ζήτησαν από τους Δημητσανίτες προκρίτους να τους στείλουν επτά πυριτιδοτεχνίτες, για να φτιάχνουν πυρίτιδα στην Τρίπολη για λογαριασμό τους. Στη Δημητσάνα έπεσαν σε σκέψεις. Δεν θα τους έλειπαν επτά άνθρωποι, αφού όλοι ήξεραν πώς να φτιάχνουν πυρίτιδα, αλλά δεν τους άρεσε η ιδέα, επτά δικοί τους να φτιάχνουν πυρίτιδα που θα σκότωνε κάποιους Έλληνες. Και κατέληξαν να στείλουν τους επτά γενναίους, με εντολή να νοθεύουν την πυρίτιδα, αχρηστεύοντάς την και προκαλώντας συγχρόνως εμπλοκή στα τουφέκια. Όταν οι Τούρκοι το κατάλαβαν- στη μάχη του Βαλτετσίου- οι επτά Δημητσανίτες δραπέτευσαν, γλιτώνοντας από βέβαιο θάνατο.

Η Δημητσάνα δεν έδωσε μόνο την πολύτιμη πυρίτιδα στον Αγώνα. Έδωσε ψωμί, τσαρούχια και σελάχια, που φτιάχνονταν από όλους τους κατοίκους, των οποίων τα σπίτια μεταβλήθηκαν  σε εργαστήρια. Δίπλα σ’ όλα αυτά, στέκει μια ακόμη διαφορετική, αλλά ύψιστη θυσία: η θυσία της πολύτιμης βιβλιοθήκης της. Το χαρτί για το δέσιμο των φυσιγγίων ήταν εκείνα τα χρόνια πανάκριβο και δυσεύρετο για τους φτωχούς εξεγερμένους. Και, δυστυχώς, κανένα άλλο υλικό δεν ήταν δυνατόν να το αντικαταστήσει. Ακόμη και να βρισκόταν κάποιος να δώσει τα απαιτούμενα χρήματα, είχε σταματήσει η εισαγωγή χάρτου. Κι έτσι, άρχισαν να καταστρέφουν πρώτα τα λίγα βιβλία που υπήρχαν στα σπίτια, έπειτα των εκκλησιών και των μοναστηριών, μέχρι που απόμεινε μόνη η βιβλιοθήκη. Θεώρησαν καλύτερο να ξεκινήσουν από τα πιο παλιά βιβλία και τα χειρόγραφα και να συνεχίσουν  με τα υπόλοιπα.
Η Δημητσάνα πλήρωσε πανάκριβα την αυτοθυσία της, χάνοντας το ένα μετά το άλλο τα άξια και δυνατά τέκνα της- βορά πολλές φορές των αντιμαχόμενων μερίδων για την πολιτική εξουσία, που ποτέ δεν ζήτησαν. Κατάφερε, ωστόσο, μέχρι τη λήξη της επανάστασης να μην πατηθεί από τούρκικο πόδι.

Μια μικρή ελεύθερη Ελλάδα ύψωσε το ανάστημά της και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της. Η Δημητσάνα έδεσε τις πληγές της και περήφανη, όπως όλη η Αρκαδία, αρκέστηκε στις ισχνές της δυνάμεις. Η Σχολή της έγινε ένα απλό σχολείο, η Μονή Φιλοσόφου διαλύθηκε, η εναπομείνασα βιβλιοθήκη καταληστεύθηκε. Οι δάφνες της δόξας δεν στόλισαν ποτέ επίσημα το κεφάλι της. Οι γόνοι της είδαν με περηφάνεια την Ελλάδα να ελευθερώνεται και την ίδια ώρα τον τόπο τους να συνεχίζει να μένει στην αφάνεια. Αυτό δεν τους εμπόδισε να τρέχουν πρόθυμα και να χύνουν το αίμα τους κάθε φορά που η πατρίδα βρισκόταν σε δεινή θέση. Άλλωστε, τα δικά της ξενιτεμένα παιδιά δεν την ξέχασαν ποτέ και συνέχισαν να κάνουν δωρεές από όπου και να βρίσκονταν.
Αυτός ο μικρός τόπος, που η λεβεντιά και το μεγαλείο της λιτότητας ξεχειλίζουν, έχει αναθρέψει αμέτρητους λόγιους, ιερείς και δάσκαλους, 70 ιεράρχες και 7 πατριάρχες. Η ιστορία του είναι παρούσα κάθε στιγμή, σε κάθε βήμα που κάνει ο επισκέπτης. Τα στενά σοκάκια κρύβουν ζηλόφθονα τα σπίτια δύο διαλεχτών παιδιών της: του Παλαιών Πατρών Γερμανού, που θυμίζει τον μυστικό δείπνο που δόθηκε στην τραπεζαρία του, ορίζοντας την αρχή της Επανάστασης, και του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ που στοιχειώνει με τον απαγχονισμό του.

Η σημερινή Δημητσάνα είναι, ίσως, η ωραιότερη και αρχαιότερη κωμόπολη της Αρκαδίας. Κοιτώντας περήφανα τον ανοιχτό κάμπο της Μεγαλόπολης, το εκπληκτικό φαράγγι του Λούσιου ποταμού και τις απότομες κορυφές του Ταϊγετου από το υψόμετρο των 1000 μέτρων, απλώνεται σε δύο αντικριστούς λόφους. Οι τεχνίτες της περιοχής έδωσαν την ψυχή τους δημιουργώντας τοξωτές αυλόθυρες, στενά χαγιάτια και χοντρούς τοίχους, στόλισαν τα κτήρια με κόκκινα κεραμίδια, έδεσαν αρμονικά την πέτρα, το ξύλο και το σίδερο. Οι ξυλοδεσιές και τα ενισχυτικά μεταλλικά ελάσματα που χρησιμοποίησαν, παράτειναν το χρόνο ζωής των κτισμάτων. Το γεγονός ότι κηρύχτηκε διατηρητέος οικισμός από το 1969, συντελεί στην διατήρηση του τοπικού «χρώματος» και φέρνει όλο και περισσότερους επισκέπτες στη φιλόξενη αγκαλιά της.

Η Αρκαδική γη ήταν σκεπασμένη από απέραντα και πυκνά δάση με καθαρά νερά και κρυστάλλινες πηγές. Αποτελούσε την ευτυχισμένη χώρα των ποιμένων, όπως λέει ο Βιργίλιος- ήταν η γη των μακάρων, των ευτυχισμένων, των αρχαίων προγόνων  μας. Και σαν τέτοια παρέμεινε στη σκέψη πολλών σκεπτόμενων ανθρώπων και καλλιτεχνών. Κλείνω την ομιλία μου με τον θαυμάσιο πίνακα του Νικολά Πουσέν του 1637, πάνω στον οποίο αναγράφεται «κι εγώ στην Αρκαδία», μια φράση που περικλείει τον θαυμασμό του για τον τόπο και την ονειρική επιδίωξη να ταφεί στα ιερά χώματά της, ή κατ’ άλλους να δηλώσει ότι έζησε κι εκείνος στην Αρκαδία, δηλαδή ευτυχισμένος όπως οι Αρκάδες.
Σας ευχαριστώ.



1 σχόλιο: