The world I love:my novels, my favorite themes

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

 

ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟ ΝΑΥΑΡΙΝΟ

Μέρος γ’

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Η σύγκρουση υπήρξε απρογραμμάτιστη και απροσδόκητη.  Ασχέτως με τις επιπτώσεις της στην ελληνική υπόθεση, υπαγορεύθηκε μόνον από τα συμφέροντα των τριών Δυνάμεων που εκείνη τη στιγμή ήταν ταυτόσημα, αν και για διαφορετικούς λόγους.

Η ναυμαχία ήταν φυσικό επακόλουθο της ακαμψίας της Πύλης, για την οποία αποτελούσε ζήτημα αρχής να υποχωρεί, να συμβιβάζεται ή να υποκύπτει μόνον με την άσκηση βίας( αυτό της υπαγορεύουν ως σήμερα οι «ιεροί νόμοι»). Αν είχε υποχωρήσει ο σουλτάνος, οι επαναστατημένες περιοχές του ελληνικού χώρου θα αποκτούσαν απλή αυτονομία με έναν ηγεμόνα υποτελή στην Πύλη. Αυτό ζητούσε, άλλωστε, η ελληνική πλευρά, υιοθετώντας το σχέδιο του Canning από το 1825.

Λιποψύχησε τότε η ελληνική ηγεσία λόγω των σαρωτικών επιτυχιών των αιγυπτιακών στρατευμάτων, έχασε την πίστη της στον υπέρ πάντων Αγώνα της. Υπήρξε μια τεράστια διάσταση ανάμεσα στη βούληση της ηγεσίας και στη βούληση του απλού κόσμου. Και η αποδοχή του αγγλικού σχεδίου για υποτέλεια έγινε ερήμην του λαού. Η συνεχιζόμενη αντίσταση ως το 1827- για δύο περίπου χρόνια- δείχνει ακριβώς αυτή τη διάσταση.

Γράφει ο Γάλλος εθελοντής Fr, Schack στο χρονικό του:

«Ευτυχώς που η απάντηση του Μαχμούτ Β΄και των υπεροπτικών υπουργών του ήταν αρνητική. Γιατί η μάζα του ελληνικού λαού θα απέρριπτε κάθε συμβιβασμό. Ποτέ το σύνθημα « θνήσκειν περί πατρίδος» δεν ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο στις ψυχές. Η επανάσταση είχε πολύ προχωρήσει, έλεγαν οι Έλληνες, κι είναι αδύνατο να σταματήσει, έτσι που βρίσκεται σε καλό δρόμο. Θέλουμε πλήρη ελευθερία για την πατρίδα μας ή να θαφτούμε κάτω από τα ερείπιά της…Τιμώντας το εθνικό ήθος των Ελλήνων ότι η πρόταση στον σουλτάνο για υποταγή με όρους δεν επιδοκιμάστηκε ποτέ από τη μάζα του λαού. Αυτό το ολέθριο σχέδιο οφείλεται σε μια μικρή μειοψηφία προεστών και υπαγορεύθηκε από μια Δύναμη (Αγγλία) που θέλησε να εκμεταλλευτεί την υπόθεση των Ελλήνων για το δικό της συμφέρον. Ανάμεσα στην μικρή ομάδα όπου τα πλούτη, η φιλοδοξία και η φιλαρχία παραμέρισαν τη φιλοπατρία, διακρίνει κανείς με θλίψη άτομα που από καιρό είχαν την πρόθεση να οσποδαροποιήσουν την πατρίδα τους».

Η άποψη του Άγγλου εθελοντή Thomas Gordon ότι «η νικημένη Ελλάδα, κατά το τετράμηνο που μεσολάβησε από την συνθηκολόγηση της αθηναϊκής φρουράς ως τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, σφάδαζε σε επιθανάτια αγωνία», αποτελεί απόπειρα να αποδοθεί η ελληνική ανεξαρτησία στην επέμβαση των Δυνάμεων και να εξωραϊστούν οι πολιτικές επιδιώξεις τους.

Γιατί, ακόμη κι αν νικούσε ο Ιμπραήμ, θα μιλούσαμε για μια «πύρρειο νίκη»- παρά τον εσωτερικό αλληλοσπαραγμό- και δεν θα υπήρχε γενική υποταγή.

Οι συμμαχικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις τουρκοαιγυπτιακές, όχι για να σωθεί η Επανάσταση και να αποτραπεί η υποταγή ή η εξόντωση των Ελλήνων, αλλά για να εξυπηρετηθούν οι κοινές τους επιδιώξεις και τα χωριστά τους συμφέροντα. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα δύο σχέδια της τριμερούς Συνθήκης και το τελικό της κείμενο, που συντάχθηκαν μετά τη ναυμαχία:

«Οι σύμμαχες Δυνάμεις, πιεζόμενες από πολύν καιρόν από την ανάγκην να επιβάλουν τον τερματισμό του πολέμου που ξέσπασε στην Ανατολή και τόσα δεινά προκαλεί στα συμφέροντά τους, έκριναν ότι..»

Το τελικό κείμενο της Συνθήκης υπογραμμίζει ότι ο πόλεμος, εξαιτίας της αναρχίας και αταξίας που επικρατεί «στις ελληνικές επαρχίες και το Αιγαίον», δημιουργεί «καθημερινά νέα εμπόδια στο εμπόριο των ευρωπαϊκών κρατών και δίνει αφορμή για πειρατείες, που όχι μόνον εκθέτουν τους υπηκόους σε σημαντικές ζημίες, αλλά και επιβάλλουν μέτρα δαπανηρά για επαγρύπνιση και καταστολή» (Απ. Δασκαλάκης, Κείμενα-πηγαί της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1967).

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου υπήρξε ένα τυχαίο γεγονός, συνέπεια- όπως αναφέρθηκε στις προηγούμενες αναρτήσεις- της ασάφειας της Συνθήκης του Λονδίνου. Το ριζοσπαστικό μέτρο ευκολίας, αλλά και σίγουρης εφαρμογής των διαταγών των ναυάρχων στο πλαίσιο της πειθαρχίας, που χαρακτηρίζει πάντα τους στρατιωτικούς ( η κίνησή τους για αποκλεισμό του στόλου του Ιμπραήμ) πρόσφερε και στους τρεις μια αναπάντεχη αίγλη και στις κυβερνήσεις τους ένα ανεπιθύμητο φωτοστέφανο. Οι πρωταγωνιστές ηρωοποιήθηκαν από τους Έλληνες και οι τρεις Δυνάμεις χαρακτηρίστηκαν αμέσως Προστάτιδες και Ευεργέτιδες.

Στην πραγματικότητα δεν σημειώθηκε καμία ουσιαστική μεταβολή στο ελληνικό θέμα. Οι Δυνάμεις διατήρησαν την φιλοτουρκική τους στάση. Κοινός τους στόχος ήταν η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αποφυγή ενός Ρωσοτουρκικού πολέμου. Και αυτό επετεύχθη, αφού ναυάγησε το σχέδιο του Μωχάμετ Άλι για μόνιμη εγκατάσταση στην ελληνική χερσόνησο.

Οι λαοί πανηγύριζαν και οι κυβερνώντες της Ευρώπης αντιδρούσαν ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Οι Άγγλοι μίλησαν για «ατυχές συμβάν» (untoward event), οι Αυστριακοί μίλησαν με οδυνηρή έκπληξη και αγανάκτηση για «τρομακτική καταστροφή», οι Γάλλοι πήραν την «εκδίκησή» τους μετά τις ταπεινώσεις της Ναπολεόντειας Αυτοκρατορίας τους, επειδή το ναυτικό τους σημείωσε την πρώτη του νίκη μετά το 1815, και οι Ρώσοι ήταν χαρούμενοι, καθώς η νίκη εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους για ένοπλο διακανονισμό με την Τουρκία.

Για τις αντιδράσεις των Τούρκων μας ενημερώνει ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Guilleminot στην έκθεσή του: «Κρίση σφοδρή ξέσπασε στο σεράϊ.Απελπισία, φόβος, έκπληξη, οργή, τα πιο αντιφατικάσυναισθήματα κυριαρχούσαν. Ο σουλτάνος άγρυπνος μέρες ολόκληρες , Η αναστάτωσή του υπήρξε τρομακτική. Ρινικές αιμορραγίες τον ανακούφισαν, αλλά όλοι έτρεμαν μήπως αρρωστήσει. Διέκοπτε την σιωπή του για να απειλήσει την εξόντωση όλων των Ελλήνων, και μαζί μ’ αυτούς όλων των Φράγκων. Κάλεσε τον αρχιαστρολόγο του. Εκείνος μίλησε για αίματα, σεισμούς και λιμό. Οι Έλληνες του Γαλατά και του Πέραν βγήκαν στους δρόμους και πανηγύριζαν την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας»

Και οι τρεις Δυνάμεις, αμέσως μετά τον τερματισμό της Ναυμαχίας φρόντισαν να στείλουν τους πρεσβευτές τους στην Πύλη και να εκφράσουν τη λύπη τους για όσα είχαν συμβεί, χαρακτηρίζοντας τον καταποντισμό του οθωμανικού στόλου ως «αξιοθρήνητο λάθος»…

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

 

ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟ ΝΑΥΑΡΊΝΟ

Μέρος β΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Οι ναύαρχοι Codrington και de Rigny δεν είχαν ιδέα πώς θα πραγματοποιούνταν η παρέμβασή των στόλων τους ανάμεσα στους εμπόλεμους (Έλληνες και Τούρκους) χωρίς να υπάρξει ένοπλη σύγκρουση. Ο Άγγλος πρωθυπουργός George Canning, εμπνευστής της Τριμερούς, πέθανε στις 8 Αυγούστου 1827, αφήνοντας μετέωρη την δική του πολιτική και χωρίς να υπάρχουν έγγραφες και συγκεκριμένες εντολές για την πρακτική εφαρμογή της συμφωνίας, παρά μόνον κάποιες αόριστες οδηγίες για ένοπλη παρέμβαση και επίτευξη ειρήνευσης χωρίς εχθροπραξίες. Την σύγχιση αποκαλύπτει το έγγραφο του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με τις επιβαλλόμενες ενέργειες των συμμαχικών στόλων:

«Χωρίς αμφιβολία πρέπει να κρατηθείτε ουδέτεροι. Ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο από τους εμπολέμους. Πρέπει να παρεμβάλετε τις δυνάμεις σας ανάμεσά τους και να επιβάλετε ειρήνη με την τρόμπα μαρίνα, αν είναι δυνατόν, με τα κανόνια σας αν δεν υπάρχει άλλη λύση».

Και ο Γάλλος ναύαρχος de la Graviere σχολιάζει: «όταν οι πρεσβευτές γράφουν τέτοια πράγματα στους ναυάρχους, δεν μπορεί κανείς να απορήσει που στην πρώτη ευκαιρία τα κανόνια εκπυρσοκροτούν μόνα τους».

Ως στρατιωτικός έχει δίκιο. Οι στρατιωτικοί εκτελούν εντολές με ακρίβεια και πειθαρχία. Αγνοούν τις παραλλαγές, τις εναλλαγές και τις παλινδρομήσεις των διπλωματικών.

Και, φυσικά, οι δύο αρχηγοί των στόλων (ο Ρώσος δεν είχε φθάσει ακόμη) αντιλαμβάνονταν απόλυτα τον κίνδυνο. Για να προλάβουν καταστάσεις, έστειλαν έκτακτους απεσταλμένους στον Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, να μην εκπλεύσει ο στόλος που προοριζόταν για το τελικό πλήγμα εναντίον των Ελλήνων για να αποτραπεί η σύγκρουση. Αλλά έφθασαν αργά- ο στόλος (92 καράβια) είχε αποπλεύσει…

Επιπλέον, οι Άγγλοι έστειλαν μυστικά τον Craddock στην Αλεξάνδρεια, με σκοπό να αποτρέψει την εκστρατεία του αιγυπτιακού στόλου, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του από την Αγγλία- κάτι που ήθελε πολύ ο Μωχάμετ Άλι. Αν πετύχαινε το αγγλικό σχέδιο, θα υπερφαλαγγιζόταν η Γαλλία και η ισορροπία στην περιοχή θα ανατρεπόταν εις βάρος της. Αλλά κι αυτός έφθασε αργά…

Συγρόνως, ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος δέχονται διαταγή από τους τρεις πρεσβευτές να απαιτήσουν από τους Τουρκοαιγυπτίους αποχή από κάθε ναυτική εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων, άλλως θα αντιμετωπίσουν πολεμική αναμέτρηση.

Ήταν η 22η Σεπτεμβρίου όταν ο de Rigny συνάντησε τον Ιμπραήμ (γιο του Μωχάμετ Άλι)και τού γνωστοποίησε το περιεχόμενο της Συνθήκης του Λονδίνου. Τρεις μέρες αργότερα, γίνεται συνάντηση και των τριών (Codrington, de Rigny και Ιμπραήμ). Οι ναύαρχοι δήλωσαν αποφασισμένοι να επιβάλουν ανακωχή και να καταστρλεψουν τον οθωμανικό στόλο, αν αντιταχθούν. Η απάντηση του Ιμπραήμ ήταν ότι είναι υπηρέτης της Πύληςκαι έλαβε εντολή να συνεχίσει τον πόλεμο στον Μοριά και να τον τερματίσει με μια αποφασιστική επίθεση κατά της Ύδρας, υποσχόμενος να στείλει ταχυδρόμους και στην Πόλη και στην Αλεξάνδρεια και, μέχρι να λάβει απαντήσεις ο στόλος θα παρέμενε στο Ναυαρίνο.

Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν απροσδόκητες και ραγδαίες. Η επικοινωνία της εποχής δεν επέτρεπαν άμεση επαφή για συνεννοήσεις και νέες εντολές, αναγκάζοντας τους ναυάρχους να δράσουν με δική τους πρωτοβουλία.

Ωστόσο, είχε μπει ο Οκτώβριος, ο χειμώνας πλησίαζε και ήταν πολύ δύσκολο να κρατηθούν τα πολεμικά πλοία στο πέλαγος, για την επίτευξη ενός δραστικού κλοιού, ικανού να ματαιώσει κάθε απόπειρα εξόδου του στόλου του Ιμπραήμ από την ναυτική του βάση. Γι’ αυτό, αποφάσισαν να κάνουν μια ειρηνευτική είσοδο των συμμαχικών στόλων και να αγκυροβολήσουν στον όρμο του Ναυαρίνου.

Η είσοδος αυτή πραγματοποιήθηκε στις 20 Οκτωβρίου( μαζί και με τον ρωσικό στόλο).

 

Την σύγκρουση θα την δούμε την επόμενη εβδομάδα.

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

 

ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟ ΝΑΥΑΡΙΝΟ

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Η Αγγλο-Γαλλο-Ρωσική Συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827 προέβλεπε «ένοπλη μεσολάβηση» των τριών Δυνάμεων στο ελληνικό πρόβλημα για την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την επιβολή ανακωχής μεταξύ των αντιμαχομένων, και κοινοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ενάμιση μήνα αργότερα(16 Αυγούστου).

Στο βιβλίο των Edouard Driault-Michel Lheritier, Histoire diplomatique de la Grece de 1821 a nos jours, Paris 1926, αναφέρονται τα παρακάτω.

Οι τρεις πρεσβευτές (Stratford Canning της Αγγλίας, Guilleminot της Γαλλίας και Ribeaupierre της Ρωσίας) επέδωσαν στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Περτέβ Εφέντη σχετική διακοίνωση, τονίζοντας ότι επιθυμούν την διατήρηση των φιλικών τους σχέσεων με την Υψηλή Πύλη και ότι θα περιμένουν ως το τέλος του μήνα. Ο Περτέβ τους αντιμετώπισε με αδιαφορία και σιωπή και ενημέρωσε τον σουλτάνο. Εκείνος τον φώναξε στις 27 Αυγούστου και του έδωσε την παρακάτω εντολή: «Να τους πεις, κάνετε ό,τι θέλετε.Αλλά μη νομίζετε ότι η συμμαχία σας θα έχει αποτέλεσμα.Θα προκαλέσει την εξολόθρευση των Ελλήνων. Θα σφάξουμε όλους τους Έλληνες που ζουν στην απέραντη χώρα μας. Κι όταν αρχίσει να τρέχει το αίμα, τόσο το χειρότερο αν χυθεί και το αίμα των Αρμενίων, των άλλων ραγιάδων μας, ακόμα και των Φράγκων».

Ο Περτέβ Εφέντης δεν βιάστηκε και οι πρεσβευτές έστειλαν τους δραγουμάνους τους(Chabert της Αγγλίας, Degranges της Γαλλίας και Franchini της Ρωσίας) στον Υπουργό την 30ή Αυγούστου, αξιώνοντας μια απάντηση.

   «Δεν καταλαβάινω τίποτε! Τι σημαίνει μέτρα για τερματισμό των εχθροπραξιών και την ίδια στιγμή φιλία με την Πύλη; Η νότα σας είναι σκοτεινή, αντιφατική. Χάνω το μυαλό μου! Πώς θα σταματήσει ο πόλεμος χωρίς να διαταραχθούν οι σχέσεις μας; Ανακατεύονται ποτέ η έχθρα με την φιλία; Γίνεται να βρεθούν αντάμα το νερό με τη φωτιά; Να μου εξηγήσετε τι σημαίνουν όλα αυτά» ήταν η απάντηση, μαζί με την άρνηση να παραλάβει τη διακοίνωση που είχαν φέρει οι δραγουμάνοι. Εκείνοι επέλεξαν ν’ αφήσουν τα έγγραφα πάνω στο σοφά του υπουργικού γραφείου και ν’ αποχωρήσουν, ενώ ο Υπουργός ωριόταν: «Σας είπα, κύριοι, δεν τη δέχομαι. Πάρτε αυτό το χαρτί. Δεν μπορείτε να το αφήσετε χωρίς τη θέλησή μου. Αυτά είναι παιδαριωδίες!»

Οι δραγουμάνοι έφυγαν και επέστρεψαν την επομένη για να πάρουν την τελική απάντηση:

«Η απάντησή μου, κατηγορηματική, οριστική, αμετάβλητη, αιώνια, είναι ότι η Υψηλή Πύλη δεν δέχεται καμιά πρόταση σχετικά με τους Έλληνες. Και θα επιμείνει σ’ αυτό για πάντα, ως την Δευτέρα Παρουσία! Η επανάσταση των Ελλήνων είναι εσωτερική υπόθεση… Με κουράζετε και κουράζεστε χωρίς λόγο».

Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Γάλλος δραγουμάνος Desgranges έκανε άλλη μια προσπάθεια. Είπε στον Περτέβ ότι οι Δυνάμεις αποφάσισαν να διακόψουν τις εχθροπραξίες στην Ελλάδα. Οι ναύαρχοι διατάχθηκαν να δράσουν, κι όλα αυτά γίνονται για το καλό της Τουρκίας, για να προληφθεί ένας Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Τριακόσιες χιλιάδες Ρώσοι είναι έτοιμοι να εισβάλουν στις Ηγεμονίες. Απάντηση δεν έλαβε, όπως και σε μια ακόμη τελευταία επίσκεψη. Οι Τούρκοι ήταν αδιάλλακτοι και οι τρεις Δυνάμεις προχώρησαν στην εφαρμογή της Συνθήκης του Λονδίνου, δηλαδή, στην αποκατάσταση των σχέσεων με την Ελλάδα, την αποστολή προξενικών πρακτόρων και στην εντολή στους τρεις ναυάρχους να επιβάλουν ανακωχή. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να καταλήξουν σε σύγκρουση με την Τουρκία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του τότε Γάλλου προξένου στη Μάλτα Miege που γνώριζε άριστα όλο το διπλωματικό παρασκήνιο:

«Η συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827 είχε ένα και μόνο σκοπό: να εμποδίσει τους Ρώσους να περάσουν τον Προύθο. Οι κυβερνήσεις του Λονδίνου και του Παρισιού δεν διανοήθηκαν ποτέ την προσφυγή στα όπλα για τον καταναγκασμό της Πύλης να δεχτεί τους όρους που υποκρίνονταν ότι ήθελαν να επιβάλουν. Το Διβάνι γνώριζε τις πραγματικές διαθέσεις των δύο Δυνάμεων και έδειξε αδιαλλαξία».

«Σ’ αυτό, βέβαια, έπαιξαν ρόλο και οι παρεμβάσεις των Αυστριακών. Δεν έπρεπε να πέσει ούτε μια κανονιά. Το μόνο που επιθυμούσαν οι Αγγλογάλλοι ήταν να αφαιρέσουν από τη Ρωσία κάθε πρόσχημα να διαταράξει την ευρωπαϊκή ειρήνη. Ελάχιστη ήταν η ανησυχία τους για την σωτηρία των Ελλήνων», σημειώνει ο ιστορικός Julien de la Graviere.

 

 

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

 

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Μέρος δ΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Στη δεύτερη συνάντηση τού Αλβανού Ελμάζ μπέη με τους αρχηγούς των Ελλήνων, ήταν παρούσα και η Μπουμπουλίνα, η οποία άφησε τα πλοία της στο Ναύπλιο και πήγε ως την Τρίπολη με μια ομάδα ανδρών της. Ο Ελμάζ αναφέρθηκε και πάλι στη διάσωση του χαρεμιού του Χουρσίτ Πασά, αλλά μετά τις αντιρρήσεις της ελληνικής πλευράς, συμφώνησε να πραγματοποιήσει έξοδο των Αλβανών στις 22 Σεπτεμβρίου, με όλα τους τα όπλα και τα πολύτιμα πράγματά τους και υποσχέθηκε να μη στραφεί ξανά εναντίον των Ελλήνων.

Αυτή η επαναληπτική κίνηση του Αλβανού μπέη προκάλεσε πανικό στους Τούρκους πολίτες της πόλης. Το ίδιο βράδυ βγήκαν από τα τείχη πολλοί πλούσιοι Εβραίοι και Τούρκοι και πήγαν στις σκηνές των Ελλήνων αρχηγών, γυρεύοντας προστασία. Και τότε, άρχισαν οι συναλλαγές που γέμισαν με πλούτη τη Μπουμπουλίνα, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυρομιχάλη και άλλους. Οι πολιορκημένοι, τρέμοντας για τη ζωή τους και τις ζωές των μελών των οικογενειών τους, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να εξαγοράσουν με τεράστια ποσά ένα υποτυπώδες καταφύγιο στο ελληνικό στρατόπεδο. Οι συνεννοήσεις γίνονταν με το φως της ημέρας και όταν έπεφτε το σκοτάδι, υποζύγια φορτωμένα με ασήμι και πολύτιμα αντικείμενα έβγαιναν από την πόλη και κατέληγαν στις σκηνές των καπεταναίων.

Στην ουσία ο πόλεμος είχε σταματήσει, πολιορκία δεν υπήρχε. Μέσα στην πόλη, εκτός από τους Έλληνες που είχαν αρχίσει να πηγαινοέρχονται, υπήρχαν και οι όμηροι, όπως ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος, που είχαν δοθεί στους Αλβανούς ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας.

Ο Raybaud σχολιάζει άσχημα αυτές τις συμπεριφορές, δεν αντιλαμβάνεται πώς γίνεται να είναι κανείς από τη μια ιδιοτελής και ορκισμένος να πολεμήσει για την ελευθερία, και από την άλλη να μετατρέπεται σε αρπακτικό, παραβλέποντας την αναζήτηση με κάθε μέσον πόρων για τη διατήρηση των ανδρών και των αναγκαίων πυρομαχικών, αφού ο κάθε καπετάνιος έπρεπε να τα εξασφαλίζει για τους δικούς του, έχοντας ήδη ξοδέψει τη δική του περιουσία.

Δεν άργησε να επέλθει ρήξη στις σχέσεις Τούρκων-Αλβανών, τουφεκιές έπεφταν μέσα από τα τείχη, ενώ οι Έλληνες περίμεναν ανυπόμονα να εξέλθουν οι Αλβανοί- όπως είχε συμφωνηθεί- για να ορμήσουν εκείνοι, έτοιμοι να εκδικηθούν για όσα είχαν γίνει ως εκείνη τη στιγμή από τους Τούρκους, (σφαγές στη Σμύρνη, στην Πόλη, στην Έφεσο, στο Αϊβαλί), να πάρουν το αίμα και τις ταπεινώσεις αιώνων πίσω, εκείνη ακριβώς την ώρα. Τίποτε και κανένας δεν είχε τη δύναμη να σταματήσει το ποτάμι της απύθμενης οργής τους.

 

Ξημέρωσε η Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου 1821, μια ηλιόλουστη και πολύ ζεστή μέρα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, σιωπή επικρατούσε και κάποιοι έτρωγαν κάτι πρόχειρο. Άξαφνα, φωνές αντήχησαν: «Ρεσάλτο! Ρεσάλτο!» Έλληνες πηδούσαν στα τείχη χωρίς να βρίσκουν αντίσταση. Το κανόνι άρχισε να ρίχνει εναντίον της πόλης, εκρήξεις, πυκνός καπνός παντού και οι στρατιώτες ορμούσαν ακάθεκτοι…

Ο Ι.Φιλήμων ιστορεί πώς ξεκίνησε η έφοδος: «Όλα άρχισαν από τη φιλία του Μανώλη Δούνια (ενός Τσάκωνα) με έναν Τούρκο πυροβολητή. Την 22η Σεπτεμβρίου τού έδωσε ψωμί και υποσχέθηκε ότι θα τον έσωζε. Την επομένη, ο Τούρκος ανέβασε τον Δούνια και δύο συντρόφους του στην ντάπια. “ Τη ώρα εκείνη οι άλλοι τηλεβολισταί Τούρκοι έλειπον εκείθεν, και εκ ταύτης ο Δούνιας, ωφελούμενος της ευκαιρίας, συνέλαβε τον φίλον αυτού Τούρκον, και δια του σημείου της χειρός σημάνας εκάλεσε τους τυχόντας πλησίον Έλληνας… Αμέσως ο είς επί των ώμων του άλλου ανέβησαν μετά σπουδής το τείχος, περί τους πεντήκοντα, έστησαν επί των εκεί μεγάρων του Μουσταφά βεγή την σημαίαν και ήνοιξαν την πύλην της Ναυπλίας”(εννοεί την πύλη που οδηγούσε στο Ναύπλιο).

Ένας αγωνιστής, ο φροντιστής Αναγνώστης Λυμπερόπουλος ή Χασαμπασιώτης, που μπήκε από τους πρώτους στην Τρίπολη, έχει διαφορετική άποψη. Γράφει ο Γιάννης Αναπλιώτης στα «Απομνημονεύματα Κωνσταντή Λυμπεροπούλου, μετά βιογραφίας του Αναγνώστη Λ. Λυμπεροπούλου, φροντιστού του Αγώνος και πατρός του Κωνσταντή»:

«…Οι Οθωμανοί εκάλουν εις τας επάλξεις τους φίλους των, οίτινες επλεόνασαν των Οθωμανών φυλάκων, και ιδόντες πλειοτέρους τους Έλληνες ανεχώρησαν και άφησαν τους Έλληνες κυρίους αυτής, τους οποίους προτρέψαντες οι κάτω του φρουρίου Έλληνες, να ανοίξουν την πόρταν του φρουρίου και σπεύσαντες να ανοίξωσιν υπέφεραν πολύ, ώστε να σπάσουν τους μοχλούς και κλείθρα της θύρας. Άμα η πόρτα ηνεώχθη, πάραυτα οι Έλληνες ώρμησαν εντός της πόλεως άνευ της αδείας των αρχηγών των. Τότε ο φροντιστής Α. Λυμπερόπουλος, έχων και τον Π.Κεφάλαν με άλλους 16 οπλίτας, ο οποίος Κεφάλας έλεγεν “θα με σκοτώσουν Αναγνώστη” και ούτος τού είπε να μη φοβήται  “διότι ξεύρω τους δρόμους”. Και ούτως επήγαν από δρόμον και δεν έπεσεν κατ’ αυτών ουδέν όπλον, ώστε όπου έφθασαν εις τα σπίτια του δεφτέρ Κεχαγιά εντός των οποίων ήτον 85 οπλίται Οθωμανοί. Άμα έφθασαν εις την θύραν εκτύπησεν αυτήν ο Χασαμπασιώτης και τού είπον από έσωθεν ποίος είναι και τους είπεν “εγώ είμαι ο Αναγνώστης από τον Χασάνπασα και ήλθα να σας φυλάξω”. Και αμέσως άνοιξαν την θύραν και εισήλθαν 16 Έλληνες εν οίς και ο Κεφάλας. Και αμέσως ο Λυμπερόπουλος εβγήκεν με λευκήν σημαίαν εις το παράθυρον και έλεγεν “Έλληνες είναι εδώ”.

Μέσα στην πόλη η κατάσταση ήταν απερίγραπτη: πτώματα αποσυντεθεμένα στους δρόμους, συμπλοκές παντού, εκπαραθυρώσεις, γκρεμίσματα οικιών, εκρήξεις, φωτιές που ξεπηδούσαν εδώ κι εκεί, άγρια ξεφωνητά, αίμα να ρέει. Αδέσποτα σκυλιά, με την πείνα να σχίζει τα σωθικά τους, ορμούσαν μετά τους επιτιθέμενους στα νεκρά κορμιά και τα κατάτρωγαν… Η φρίκη κυριαρχούσε.

Το σεράϊ του Χουρσίτ έπιασε φωτιά, οι γυναίκες κατατρομαγμένες οδηγήθηκαν από Αλβανούς στον Αναγνωσταρά, ο οποίος ανέλαβε την προστασία τους. Τις απομόνωσαν σε κάποιο σημείο του στρατοπέδου και αργότερα προστέθηκαν και κάποιοι Τούρκοι επίσημοι που βρέθηκαν στο σεράι. Ανάμεσά τους και ο μισητός Κεχαγιάμπεης. Παρά το μίσος που έτρεφαν όλοι οι Έλληνες γι’ αυτόν, κράτησαν μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και δεν τον λιντσάρησαν, παρά τίμησαν την συμφωνία του Κολοκοτρώνη να τον παραδώσει στους Αλβανούς.

Όταν μπήκαν στην Τρίπολη ο Κολοκοτρώνης με τον Γιατράκο έφιπποι, προσπάθησαν να συγκεντρώσουν τους στρατιώτες και να τους βγάλουν από την πόλη, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ήταν όλοι τους μεθυσμένοι για λεηλασία και εκδίκηση. Επικρατούσε μόνον ο νόμος της καταστροφής και το σύνθημα της ολοκληρωτικής σφαγής.

Επί τρεις ημέρες οι Έλληνες συνέχιζαν ακάματοι να σφάζουν και να καίνε, να προβαίνουν σε αγριότητες, ώσπου να ημερέψουν οι ψυχές, ώσπου να μη μείνει κανένας εχθρός ζωντανός, μήτε Τούρκος μήτε Εβραίος.

 

Όταν ο Χουρσίτ έμαθε τι συνέβη στην Τρίπολη, βρισκόταν στη Λάρισα- ήδη σε δυσμένεια από τον σουλτάνο- και ενδιαφέρθηκε για το χαρέμι του, καταφέρνοντας να πετύχει την ανταλλαγή του. Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, το χαρέμι έφθασε στη Λάρισα. Η εικόνα των περισσοτέρων- εγκυμονούσαν- εξόργισε τον Χουρσίτ. Έδωσε εντολή να τις κλείσουν σε σακιά και να τις πετάξουν στον Πηνειό. Ήταν η τελευταία φρικαλέα πράξη του. Το χαρέμι του, έχοντας γλυτώσει το εχθρικό μαχαίρι, βρήκε τον θάνατο από τον ίδιο.