The world I love:my novels, my favorite themes

Κυριακή 29 Απριλίου 2018


ΓΚΕΡΝΙΚΑ
Μια καταστροφή γίνεται αιτία δημιουργίας ενός έργου τέχνης.
Της Dimitra Papanastasopoulou



Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Απριλίου 1937, όταν η μικρή βασκική πόλη της Γκερνίκα δέχτηκε καταιγισμό αεροπορικών επιθέσεων από γερμανικά και ιταλικά αεροπλάνα.
Οι Ισπανοί Εθνικιστές πίστευαν ότι αν καταλάμβαναν το Μπιλμπάο-απέχει κάποια χιλιόμετρα από τη Γκερνίκα- θα τερματιζόταν ο εμφύλιος πόλεμος, επομένως η μικρή Γκερνίκα είχε στρατηγική σημασία.
Βέβαια, η ναζιστική Γερμανία κρατούσε στάση ουδετερότητας στον ισπανικό εμφύλιο, αλλά υπήρχε μια ομάδα εθελοντών, η «Λεγεώνα Κόνδωρ» με έμπειρους πιλότους της Λουτφάβε. Αυτή ανέλαβε το έργο του βομβαρδισμού.

Σε μια πλατεία της βρίσκεται από το 1858 η ιερή βελανιδιά που συμβολίζει τις παραδοσιακές ελευθερίες της επαρχίας Βιθκάγια και την ενότητα των Βάσκων. Σ΄αυτό το δέντρο ορκίζεται ο πρόεδρος της βασκικής βουλής, αλλά και οι Ισπανοί βασιλείς, δεσμευόμενοι να σεβαστούν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Βάσκων. Λίγες μέρες νωρίτερα- στις 10 Απριλίου- κάτω από τον ίσκιο της είχε ορκιστεί η νέα βασκική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Jose Antonio Aguirre. Δηλαδή, για τους Βάσκους ήταν ένας τόπος ιερός. Γι’ αυτό και ανοχύρωτος.
Ο βομβαρδισμός άρχισε στις 16:30 και τελείωσε στις 19:00. Τριάντα δύο τόννοι εκρηκτικών, μαζί με εμπρηστικές βόμβες ρίχτηκαν πάνω στη γη της, πάνω στον άμαχο πληθυσμό της. Μετά από αυτές τις δυόμιση ώρες το μεγαλύτερο μέρος της πόλης δεν υπήρχε, ο αριθμός των νεκρών ποικίλλει ανάλογα με την πηγή, μεγαλώνοντας την ντροπή. Επί πέντε ημέρες ο τόπος καιγόταν, απανθρακώνοντας κτίρια, ανθρώπους, ζώα και φυτά. Μόνο η πεισματάρα βελανιδιά σώθηκε και παραμένει όρθια σε πείσμα εκείνης της φονικής καταιγίδας- της επιχείρησης «Επίπληξη».
Η Γκερνίκα είναι μια μικρή Βασκική κωμόπολη, πολύ κοντά στο Μπιλμπάο, που αριθμούσε 7 χιλιάδες κατοίκους, πριν ξεσπάσει ο ισπανικός εμφύλιος. Η πόλη φιλοξενούσε την ιερή βελανιδιά που συμβόλιζε τις παραδοσιακές ελευθερίες της επαρχίας της Βιθκάγια και την ενότητα των Βάσκων που έβλεπαν τη Γκερνίκα σαν το πνευματικό τους κέντρο. Σε αυτό το δέντρο ορκιζόταν ο πρόεδρος της Βασικής βουλής αλλά και οι Ισπανοί βασιλείς που δεσμεύονταν να σεβαστούν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Βάσκων.
Η Η πόλη φιλοξενούσε την ιερή βελανιδιά που συμβόλιζε τις παραδοσιακές ελευθερίες της επαρχίας της Βιθκάγια και την ενότητα των Βάσκων που έβλεπαν τη Γκερνίκα σαν το πνευματικό τους κέντρο. Σε αυτό το δέντρο ορκιζόταν ο πρόεδρος της Βασικής βουλής αλλά και οι Ισπανοί βασιλείς που δεσμεύονταν να σεβαστούν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Βάσκων. κοντά στο Μπιλμπάο, που αριθμούσε 7 χιλιάδες κατοίκους, πριν ξεσπάσει ο ισπανικός εμφύλιος. Η πόλη φιλοξενούσε την ιερή βελανιδιά που συμβόλιζε τις παραδοσιακές ελευθερίες της επαρχίας της Βιθκάγια και την ενότητα των Βάσκων που έβλεπαν τη Γκερνίκα σαν το πνευματικό τους κέντρο. Σε αυτό το δέντρο ορκιζόταν ο πρόεδρος της Βασικής βουλής αλλά και οι Ισπανοί βασιλείς που δεσμεύονταν να σεβαστούν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Βάσκων.
Ο Πικάσσο έμαθε τι συνέβη διαβάζοντας την γαλλική εφημερίδα Le Soir και ξεκίνησε να ζωγραφίζει την πρωτομαγιά. Το τεράστιο έργο (3.54 Χ 7.82 μ.) τελείωσε την 3η Ιουνίου 1937.
Δεν βλέπουμε ούτε αεροπλάνα ούτε ερείπια,αλλά έναν ταύρο, ένα πληγωμένο άλογο, διαμελισμένα κορμιά και τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν, κρατώντας τα νεκρά μωρά τους σε κυβιστική φόρμα. Το μαύρο της καταστροφής κυριαρχεί, με το άσπρο και το γκρι να το τονίζουν ακόμη περισσότερο.

«Η αφαίρεση του χρώματος και του αναγλύφου αποτελεί διακοπή της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο: όταν διακόπτεται, δεν υπάρχει πια η φύση ή η ζωή» γράφει ο Τζούλιο Κάρλο Αργκάν στο έργο του «Η μοντέρνα τέχνη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998).

Οι πρώτες εντυπώσεις για το έργο ήταν κάθε άλλο παρά ενθουσιώδεις- έφτασε να χαρακτηριστεί ως πορνογραφία από έναν Βάσκο τοιχογράφο. Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί Ισπανοί συνέχιζαν να τον επιδεικνύουν σε κάθε περίσταση, ενισχύοντας τον αγώνα τους.
Όταν ο στρατηγός Φράνκο κατέλαβε την εξουσία η έκθεσή του σταμάτησε και με το ξέσπασμα του Β΄Π.Π. το έργο φυγαδεύτηκε στις Η.Π.Α. για να σωθεί. Έμεινε εκεί, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, μέχρι το 1981.
Όταν επέστρεψε στην Ισπανία, εκτέθηκε αρχικά στο Cason del Buen Retiro και μετά στο Μουσείο Ντελ Πράδο, προστατευμένο με αλεξίσφαιρο τζάμι και οπλισμένους φρουρούς. Τελικά, το 1992 μεταφέρθηκε στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία (ευτυχώς χωρίς οπλισμένους φρουρούς), αποτελώντας το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμά του.




Τετάρτη 11 Απριλίου 2018


ΜΑΤΩΜΕΝΕΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΒΟΡΕΙΑ ΙΡΛΑΝΔΙΑ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ο όρος αναφέρεται και στον ενικό (Ματωμένη Κυριακή- Bloody Sunday στην αγγλική, Domhnach na Fola στην ιρλανδική), αλλά αφορά στην ουσία τέσσερα αιματηρά επεισόδια ανάμεσα στο 1887 και το 1972, όλα συνδεδεμένα με τις ταραγμένες αγγλοϊρλανδικές σχέσεις. Ας τις δούμε αναλυτικά:

13 Νοεμβρίου 1887
Σοσιαλιστές και αναρχικοί διοργανώνουν μια διαδήλωση στο Λονδίνο, καταγγέλοντας τη βρετανική πολιτική στο Ιρλανδικό θέμα, καθώς και την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης των Τόρυδων(συντηρητικό κόμμα).
Οι διαδηλωτές(10.000) συγκεντρώνονται στην πλατεία Τραφάλγκαρ ξεκινώντας από διάφορα σημεία του ανατολικού εργατικού Λονδίνου (ανάμεσά τους ξεχωρίζει η μορφή του Τζόρτζ Μπέρναρντ Σω ).και βρίσκονται αντιμέτωποι με 2.000 αστυνομικούς και 400 στρατιώτες, αποφασισμένους να εμποδίσουν τη συγκέντρωση στην πλατεία.
Στην αναπόφευκτη σύγκρουση 3 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ πάνω από 200 τραυματίστηκαν και οδηγήθηκαν σε νοσοκομείο. Οι επικεφαλής συνελήφθηκαν και έμειναν φυλακισμένοι για έξι εβδομάδες. Η πολιτική επίπτωση επηρέασε το κόμμα των Φιλελευθέρων(Ουίγων), το οποίο έχασε όσα μέλη πρέσβευαν αριστερές πεποιθήσεις και τα οποία προχώρησαν κάποια χρόνια αργότερα στην ίδρυση του Εργατικού Κόμματος.

31 Αυγούστου 1913
Εκείνη τη χρονιά οι Ιρλανδοί του Δουβλίνου είχαν φθάσει σε έσχατη ένδεια. Πάνω από 26.000 οικογένειες ζούσαν κάτω από πανάθλιες συνθήκες σε πέντε χιλιάδες παραπήγματα, με τον δείχτη της παιδικής θνησιμότητας σε φρικτά ύψη και την ανεργία να δείχνει το φρικτότερο πρόσωπό της.
Στις 26 Αυγούστου άρχισε μια απεργία που έμελε να είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία της Ιρλανδίας(διήρκησε μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 1914). Ηγέτης της απεργίας ήταν ο συνδικαλιστής-θρύλος Τζέημς Λάρκιν. Την 31η Αυγούστου οι συγκρούσεις στην οδό Σάκβιλ(σημερινή Ο’Ντόνελυ) σκοτώθηκαν 2 απεργοί και τραυματίστηκαν εκατοντάδες, χτυπημένοι βάναυσα από τα γλόμπς των αστυνομικών. Ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς εμπνεύσθηκε από το τραγικό αποτέλεσμα και έγραψε το ποίημά του : «Σεπτέμβρης 1913», καταδεικνύοντας την απέχθειά του στους απαθείς μπουρζουάδες και την ανοχή της Εκκλησίας.
Οι εργοδότες απάντησαν με λοκάουτ, προκαλώντας τεράστια προβλήματα στους εργαζόμενους, οι οποίοι άντεξαν μέχρι την 18η Ιανουαρίου 1914.

21 Νοεμβρίου 1920
Ο Ιρλανδικός Αγώνας Ανεξαρτησίας (1919-1921) βρίσκεται στη μέση του. Εκείνη την Κυριακή ο ΙΡΑ δολοφονεί δεκατέσσερις Άγγλους πράκτορες και ντόπιους συνεργάτες τους στο Δουβλίνο. Οι Άγγλοι απαντούν το μεσημέρι πυροβολώντας στο ψαχνό και σκοτώνοντας 15 φιλάθλους κατά τη διάρκεια του αγώνα ποδοσφαίρου ανάμεσα στις ομάδες Τιπερέρι και Δουβλίνου που διεξάγεται στο Κροκ Πάρκ, υποστηρίζοντας ότι δέχτηκαν πυρά από φιλάθλους-μέλη του ΙΡΑ.
Οι ταραχές συνεχίστηκαν ως αργά το βράδυ. Στο Κάστρο του Δουβλίνου- έχει μετατραπεί σε φυλακή- βρίσκονται νεκροί τρεις πολιτικοί κρατούμενοι, ενώ ο απολογισμός της Κυριακής είναι 32 νεκροί.

Και ερχόμαστε στην πιο πρόσφατη, την πιο γνωστή, αφού έγινε τραγούδι από τους U2(Sunday, bloody Sunday), τους Stiff Little Fingers(Bloody Sunday), τον John Lennon(Sunday bloody Sunday, the luck of the Irish) και τον Paul Mc Cardney(Give Ireland back to the Irish), την
30 Ιανουαρίου 1972
Το θέμα ξεκίνησε από τα μέσα του Ιανουαρίου, όταν Άγγλοι στρατιώτες πραγματοποίησαν εκτεταμένες συλλήψεις καθολικών στο Μπέλφαστ, με πρόσχημα την εκκαθάριση του ΙΡΑ. Στις 16 Ιανουαρίου η τοπική κυβέρνηση των προτεσταντών ανακοίνωσε τη δημιουργία νέου στρατοπέδου συγκέντρωσης για τους καθολικούς, ενώ συνεχίζεται η απαγόρευση διαδηλώσεων διαμαρτυρίας. Την επομένη ακριβώς ημέρα, η Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών, μια οργάνωση που πρωτοστατούσε στις κινητοποιήσεις των καθολικών, εξήγγειλε πορεία διαμαρτυρίας για την 30ή Ιανουαρίου στο Λοντοντέρυ- την καρδιά του κινήματος- με στόχο την αποφυλάκιση ων πολιτικών κρατουμένων και την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Β. Ιρλανδία.
Εν κρυπτώ, στις 25 Ιανουαρίου, μέλη της προτεσταντικής κυβέρνησης, της στρατιωτικής και της αστυνομικής διοίκησης αποφασίζουν να αιματοκυλίσουν την διαδήλωση, επιστρατεύοντας τους διαβόητους για την σκληρότητά τους αλεξιπτωτιστές της μονάδας «Para-1»
Στις 30 Ιανουαρίου ένα πλήθος 10.000 καθολικών συγκεντρώνεται σε μια από τις καθολικές συνοικίες και πορεύεται ειρηνικά προς το κέντρο του Λοντοντέρυ.Όταν οι δυνάμεις καταστολής τους σταματούν, οι διοργανωτές καλούν τον κόσμο να διαλυθεί, για να μην υπάρξει «πάτημα». Καθώς το πλήθος υπακούει, μπαίνουν μπροστά από τα οδοφράγματα της αστυνομίας οι αλεξιπτωτιστές: κυνηγούν, χτυπούν, συλλαμβάνουν και κακοποιούν ανεξαρτήτως όποιον βρίσκουν μπροστά τους.Ταυτόχρονα, τεθωρακισμένα οχήματα ειδικών δυνάμεων εισβάλλουν αποβιβάζοντας στρατιώτες. Ριπές αυτόματων όπλων σχίζουν τον αέρα και ο πρώτος νεκρός, ένας 17χρονος, πέφτει στο έδαφος. Μέσα σε μόνο δέκα λεπτά, ο δρόμος βάφεται κόκκινος από το αίμα 13 νεκρών και 16 βαριά τραυματισμένων. Σχεδόν κανείς τους δεν πρόλαβε να ζήσει πάνω από είκοσι πέντε χρόνια...
Πολλοί πυροβολήθηκαν πισώπλατα, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τα τεθωρακισμένα βρετανικά οχήματα που κατευθύνονταν καταπάνω τους.
Η διεθνής κατακραυγή ανάγκασε την συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χήθ να προβεί σε έρευνες. Ο αρμόδιος αρχιδικαστής Γουάϊτζερι δεν απέδωσε ευθύνες στους στρατιώτες, δεχόμενος τον ισχυρισμό τους ότι εκείνοι είχαν προηγουμένως δεχτεί πυρά από τους άμαχους διαδηλωτές.
Η υπόθεση επανήλθε στην δημοσιότητα το 1998, επί των ημερών του πρωθυπουργού Τόνυ Μπλαίρ. Ο Μπλαίρ ανέθεσε την επανεξέταση στον Λόρδο Σεβίλ του Νιουντιγκέητ. Στις 15 Ιουνίου 2010 δημοσιοποιήθηκε το πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο κανένα από τα άτυχα θύματα δεν έφερε ευθύνη, ενώ τα γεγονότα δεν μπορεούν να χαρακτηριστούν διακιολογημένα. Κανένα θύμα δεν συνιστούσε απειλή και δεν προέβη σε πράξη που θα δικαιολογούσε τους πυροβολισμούς. Η ευθύνη ήταν των στρατιωτών που άνοιξαν πυρ απροειδοποίητα και άνευ λόγου. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουγός Νρέϊβιντ Κάμερον ζήτησε επίσημα συγγνώμη για το γεγονός.