The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Ο ΘΗΣΕΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Φίλες και φίλοι,



Η ζωή του μυθικού βασιλιά των  Αθηνών και σύγχρονου του Ηρακλή  κρατάει και από τον θρύλο και από την ιστορία. Από τον θρύλο  κατά το ότι ο Θησεύς ανήκει στην μυθική εποχή της Αθήνας και εντάσσεται στο ίδιο φανταστικό σύμπαν με τον Μίνωα, τον Μινώταυρο, τις Αμαζόνες, την Ελένη της Τροίας και τοην Ηρακλή. Κλήθηκε, όπως και εκείνοι, να παλέψει με τέρατα, να κατέβει στον Άδη, να πραγματοποιήσει ηρωικά κατορθώματα που χαρίζουν την αθανασία. Από την ιστορία κατά το ότι ο ήρωας λογίζεται ως ο νομοθέτης των Αθηνών, ο άνθρωπος που ανέσυρε από το μηδέν τους θεμελιώδεις θεσμούς της Πολιτείας. Ο Πλούταρχος στο έργο του «Βίος του Θησέως» τον εμφανίζει να οργανώνει τη ζωή ολόκληρης της Αττικής, να οροθετεί τους δήμους και τους οίκους, να ανεγείρει τείχη, να θεσπίζει τους κανόνες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, σε τέτοιο σημείο ώστε μερικές φορές θα νόμιζε κανείς ότι διαβάζει τον βίο του Λυκούργου ή του Σόλωνα. Γι’ αυτό και οι τραγικοί ποιητές– Σοφοκλής, Ευριπίδης- τον σκιαγραφούν στ έργα τους (Οιδίπους επί Κολωνώ, Ικέτιδες) ως ευσεβή και δίκαιο βασιλιά, διαλλακτικό και ανεκτικό, που τηρεί πάντα τις υποσχέσεις του. Εδώ, δεν βρίσκει κανείς ούτε ένα ίχνος από τον ήρωα που αντιμετώπισε τον Μινώταυρο.

Η γέννηση του Θησέως έδωσε λαβή σε δύο διαφορετικές παραδόσεις. Η πρώτη τον θέλει γιο του Αιγέα, η δεύτερη γιό του Ποσειδώνα. Η πρώτη είναι πιό ενδιαφέρουσα στο μέτρο που συνδέει τον ήρωά μας με τις αυτόχθονες δυναστείες των Αθηνών. Πράγματι, ο Αιγέας καταγόταν από τον Ερεχθέα(ή Εριχθόνιο), μυθικό ιδρυτή των Αθηνών, του οποίου το όνομα σημαίνει «εκείνος που εγείρεται από τη γη»( έρι: επιτακτικό πρόθεμα, +χθών=γη, χώρα, ή ερέχθω= σχίζω, συντρίβω, ή ερέθω= εγείρω +χθών=γη, χώρα). Ήταν, επομένως, γηγενής, γέννημα-θρέμμα, όπως λέμε, του τόπου και νόμιμος κάτοχος του γενεθλίου εδάφους.
Δεν είχε, όμως, ακόμη καταφέρει να αποκτήσει απογόνους. Έτσι, πήγε στους Δελφούς για να συμβουλευτεί το Μαντείο. Ο χρησμός απλά τον πληροφορούσε  να μη προσπαθήσει να τεκνοποιήσει πριν επιστρέψει στην πόλη του, αλλά με τόσο «σιβυλλικούς» όρους, που ο Αιγέας δεν κατάλαβε τίποτε. Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει να βρει τον ξάδελφό του Πιτθέα, που ήταν ο βασιλιάς της Τροιζήνας, και να ζητήσει τη βοήθειά του στην επίλυση του χρησμού.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος ο Αιγέας μέθυσε και ο Πιτθέας επωφελήθηκε στέλνοντας στο κρεβάτι του την θυγατέρα του Αίθρα. Ο Αιγέας έσμιξε μαζί της και η Αίθρα γέννησε τον Θησέα. Βλέπουμε, επομένως, τον Θησέα ως ένα πλάσμα που γεννήθηκε παρά την απαγόρευση των θεών, γεγονός, το οποίο- όπως συνέβη και με τον Οιδίποδα που συνελήφθη κάτω από παρεμφερείς συνθήκες- θα σημαδέψει ανεξίτηλα όλη του τη ζωή.
Όταν ξύπνησε ο Αιγέας, έχοντας αντιληφθεί ό,τι συνέβη, ζήτησε από την Αίθρα, σε περίπτωση που μείνει έγκυος, να κρατήσει το παιδί στην Τροιζήνα μέχρι να μεγαλώσει, να του φανερώσει το μυστικό της γέννησής του και να τον στείλει στην Αθήνα, αφού προηγουμένως εκτελέσει με επιτυχία την πρώτη του δοκιμασία.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, ο Αιγέας έκρυψε κάτω από έναν θεόρατο βράχο το σπαθί του και ένα ζευγάρι σανδάλια-τα σημάδια με τα οποία θα αναγνωρίσει τον μοναδικό του γιό, το σπέρμα της πνευματικής του φύσης, στο μέλλον. Μετά είπε στην Αίθρα: «αν μπορέσει μόνος του να σηκώσει τούτον τον βράχο και να πάρει το σπαθί, τότε πες του να έρθει να με βρει στην Αθήνα».

Παιδαγωγός του νεαρού στην Τροιζήνα ήταν ο Κονίδας, στον οποίο οι Αθηναίοι του 5ου π.Χ. αι. δεν παρέλειπαν να του αποδίδουν λατρευτικές τιμές. Όταν έγινε 16 ετών κατάφερε με ευκολία να σηκώσει τον βράχο και να πάρει το σπαθί και τα σανδάλια. Τα σανδάλια συμβολίζουν το μέσον της διερεύνησης του εσωτερικού του κόσμου και το σπαθί συμβολίζει τη νοητική του διάκριση.
Για να ταξιδέψει κανείς από την Αθήνα στην Τροιζήνα εκείνα τα χρόνια με ασφάλεια έπρεπε να ταξιδέψει δια θαλάσσης. Αν έπαιρνε την χερσαία οδό, υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι. Ο ήρωας διάλεξε την χερσαία οδό, γνωρίζοντας ότι θα συναντούσε τους ληστές που λυμαίνονταν τους διαβάτες, έχοντας κατά νου να μοιάσει του Ηρακλή. Και ξεκίνησε να πάει να βρει τον πατέρα του, προκαλώντας μια πραγματική εκατόμβη( σκότωσε τους ληστές Περιφήτη, Σκίρωνα και Προκρούστη, την αγριογουρούνα της Κρομμυώνας-σημερινοί Άγιοι Θεόδωροι-κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας και τον γίγαντα Σίνη), αποκτώντας δόξα πριν φθάσει στην Αθήνα.
Ο Αιγεύς τον καλωσόρισε, τον αναγνώρισε, τον υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Θησεύς (από το αρχαιοελληνικό θέσις, δηλαδή υιοθεσία  σύμφωνα με την ετυμολογία που μας προτείνει ο Πλούταρχος).
Στην συνέχεια ο Θησεύς έπρεπε να συγκρουσθεί με τα ξαδέλφια του (πενήντα, παρακαλώ) που ονομάζονταν Παλλαντίδες και πρόβαλαν αξιώσεις για τον θρόνο της Αθήνας, θεωρώντας τον Θησέα σφετεριστή. Έπεσαν όλοι τους νεκροί από το χέρι του ήρωα.
Και ήρθε η σειρά του Μινώταυρου. Η μάχη του με αυτόν και ο σύντομος έρωτάς του για την Αριάδνη, την κόρη του βασιλιά Μίνωα, είναι από τα γνωστότερα κομμάτια του μύθου. Αποτελεί την ύψιστη δοκιμασία της ζωής του ήρωα, την πιο επικίνδυνη και την πλέον σημαντική.
Η εξόντωση των ληστών υπάγεται στα σωματικά κατορθώματα.
Με αυτές τις δοκιμασίες του ο ήρωας αποκτά μερική κυριαρχία στις αρχέγονες στοιχειακές του όψεις. Υποβάλλεται στον αναγκαίο καθαρμό  για να ακολουθήσει η τελετή της κάθαρσης- ένα σύμβολο προετοιμασίας για την εσωτερική άνοδο.




Η σύγκρουση, όμως, με τον Μινώταυρο, απαίτησε εξυπνάδα, τόλμη και πονηριά, μαζί με τη βοήθεια της Αριάδνης. Συμβολίζει την πρώτη του αναμέτρηση με τις πανίσχυρες δυνάμεις της Γης, από την οποία καταγόταν, δυνάμεις που έπρεπε να νικήσει αν ήθελε να γίνει άξιος των ουρανών. Ο θάνατος του Μινώταυρου είναι η εκπλήρωση του προορισμού του Θησέα. Πρέπει να πετύχει, γιατί αλλιώς, η κατώτερη φύση θα κρατήσει τον έλεγχο και ο ήρωάς μας θα μείνει δέσμιός της.
Ο Μινώταυρος είχε κορμί ανθρώπου και κεφαλή ταύρου και ήταν καρπός του έρωτα της βασίλισσας Πασιφάης και ενός ταύρου. Του ταύρου που ο Μίνως όφειλε να θυσιάσει στον Ποσειδώνα και δεν το έκανε, θεωρώντας το ζώο πολύ ωραίο. Μόνο που η Πασιφάη τον βρήκε ακόμη ωραιότερο... Ο Μινώταυρος, επομένως, συμβολίζει την υπερίσχυση της κατώτερης φύσης και την επιθυμία της μορφής.
Ο Μίνως αποφάσισε να «θάψει» αυτό το τέρας  και να ξεχάσει την ιστορία που του είχε κομματιάσει την ψυχή. Ζήτησε από τον αρχιτέκτονα Δαίδαλο να του φτιάξει έναν υπόγειο λαβύρινθο και φυλάκισε το τέρας εκεί.
Το θέμα φαινόταν να έχει ξεχαστεί μέχρι που ο Ανδρόγεως, γιός του Μίνωα, δολοφονήθηκε στην Αθήνα. Ένας απαίσιος φόρος αίματος άρχισε. Οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν να στέλνουν κάθε χρόνο, και για εννέα συναπτά έτη, επτά νέους και επτά νέες, που κατέληγαν βορά στο τέρας. Ο Μίνως, τυφλωμένος από τον πόνο και την οργή για τον χαμό του γιού του, άλλαξε την τροφή του τέρατος: αντί για ζώα, κατασπάραζε τώρα νέους ανθρώπους.
Δύο χρόνια οι Αθηναίοι με πόνο ψυχής έστειλαν τα νεαρά βλαστάρια τους στο θάνατο, αλλά την τρίτη εξεγέρθηκαν. Ήταν η χρονιά που πήγε ο Θησεύς στην Αθήνα, και, μαθαίνοντας για το χαράτσι του θανάτου, αποφάσισε να πάει μαζί τους και να βάλει τέλος στη δοκιμασία.
Η όλη επιχείρηση, χάρη και στη βοήθεια της κόρης του Μίνωα, Αριάδνης, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Ο Μινώταυρος έπαψε να ζει. Ο νικητής, έχοντας εκπληρώσει το σκοπό του- να γίνει ο λυτρωτής της δικής του γης-  με τους υπόλοιπους νέους και την Αριάδνη, την οποία παντρεύτηκε, δραπέτευσαν με ένα πλοίο, βάζοντας πλώρη για την Αθήνα.
Το βράδυ διανυκτέρευσαν στη Νάξο, όπου και άφησε μόνη την Αριάδνη- η ευρύτερα αποδεκτή εκδοχή λέει ότι ο ήρωας διατάχθηκε από τους θεούς. Και το ταξίδι του νικητή συνεχίστηκε, με τον ήρωα να κλαίει απαρηγόρητος για την εγκατάλειψη της αγαπημένης του. Ήταν τόσο λυπημένος που δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά με λευκα- όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα του. Ο Αιγεύς είδε τα μαύρα πανιά, πίστεψε ότι ο Θησεύς είναι νεκρός και έπεσε στη θάλασσα, που πήρε το όνομά του. Ο Θησεύς ανέβηκε στο θρόνο των Αθηνών. (Παρατηρούμε εδώ μια δεύτερη ομοιότητα με τον Οιδίποδα, την ανάρρηση στο θρόνο μετά από ακούσια πατροκτονία).
Ο Θησεύς βασίλεψε πολλά χρόνια, περνώντας πολλές δοκιμασίες και πολεμώντας με διάφορους εχθρούς. Το πιο σημαντικό, όμως, γεγονός είναι η συνάντησή του με τον Πειρίθου, βασιλιά των Λαπίθων και γιού του Διός, ο οποίος ζηλεύοντας τα κατορθώματα του Θησέα, τον κάλεσε στο παλάτι του για να αναμετρηθούν. Όταν είδε τον Θησέα, θαύμασε το φυσικό του κάλλος, άλλαξε γνώμη και τού ζήτησε συγνώμη. Έκτοτε, οι δύο άνδρες ανέπτυξαν μεγάλη και παροιμιώδη φιλία, αποφάσισαν, μάλιστα, να συγγενέψουν, παίρνοντας για συζύγους δύο κόρες του Διός. Μόνο που δεν υπήρχαν πολλές διαθέσιμες και επέλεξαν την ωραία Ελένη, η οποία τότε, όπως σημειώνει ο Πλούταρχος «ήταν ακόμα παιδούλα κι άγουρη για γάμο»- δεν ήταν πάνω από δέκα ετών.



Οι δύο φίλοι σχεδίασαν την απαγωγή της, την πραγματοποίησαν και έρριξαν κλήρο ποιός από τους δύο θα την πάρει- την κέρδισε ο Θησεύς και την οδήγησε στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όμως, τρομοκρατημένοι από την υποψία ότι οι Σπαρτιάτες θα στρέφονταν εναντίον τους, δεν θέλησαν να φιλοξενήσουν τη νύφη. Ο Θησεύς υποχρεώθηκε να την αφήσει στη μητέρα του, στην Τροιζήνα.
Τώρα, έπρεπε να βρει νύφη ο Πειρίθους. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αποφάσισε να κλέψει την Περσεφόνη, βασίλισσα του κάτω κόσμου και σύζυγο του Άδη. Κατέβηκαν στο βασίλειο των νεκρών μαζί και ο Άδης, ανήξερος τους καλοδέχτηκε. Όταν κατάλαβε τους σκοπούς τους, τους τιμώρησε ακινητοποιώντας τους πάνω στα καθίσματά τους. Και οι δύο επιπόλαιοι θα έμεναν για πάντα εκεί, στο βασίλειο των σκιών, αν δεν ερχόταν ο Ηρακλής να αιχμαλωτίσει τον Κέρβερο και να πείσει τον Άδη να ελευθερώσει τον Θησέα. Κι έτσι, ενώ ο Θησεύς είδε ξανά τον ήλιο, ο Πειρίθους έμεινε στο σκοτάδι, δίχως ελπίδα διαφυγής.
Τα στερνά του Θησέα δεν ήταν ούτε πολλά ούτε καλά. Οι Αθηναίοι τον εξόρισαν και ο ήρωας άφησε την τελευταία του πνοή μακριά από την αγαπημένη του Αθήνα, γυρίζοντας πάνω της με τη μορφή φαντάσματος. Στη μάχη του Μαραθώνα οι στρατιώτες έβλεπαν τη γιγάντια σκιά να τους οδηγεί στη νίκη. Μια σειρά από θαύματα  υπέδειξαν στους Αθηναίους τον τόπο της ταφής του.
Κι από τότε, η πολλαπλώς δοκιμαζόμενη ψυχή του ήρωα γαλήνεψε, γνωρίζοντας την ανέφελη δόξα ενός βασιλιά κι ενός ανθρώπου που πάλεψε με το σκοτάδι και το νίκησε, ρίχνοντας φως στα μυστήρια του θανάτου(της ψυχής).












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου