The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΩΝ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Η αποστολή εξετελέστη και ο Ιάσονας με τη Μήδεια και τους συντρόφους του, ανέβηκαν γρήγορα στην ΑΡΓΩ, λάμνοντας δυνατά, να απομακρυνθούν από την Κολχίδα, τον έξαλο Αιήτη και τους εξαγριωμένους κατοίκους.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, μαζί τους πήγε και ο αδελφός της Μήδειας, ο Άψυρτος. Τα καράβια των Κολχιδωνίων δεν τους έφτασαν με τα μαγικά που έκανε η Μήδεια, η οποία έφτασε στο σημείο να σκοτώσει, να κόψει κομμάτια ως σφάγιο τον αδελφό της και να ρίξει τα κομμάτια του στη θάλασσα. Ο Αιήτης, μετά απ’ αυτά αναγκάστηκε να περισυλλέξει τα κομμάτια του γιού του και να επιστρέψει για να τον θάψει.
Κατά μια άλλη, όμως, εκδοχή, ο Άψυρτος ήταν επι κεφαλής του στόλου που κατεδίωκαν την ΑΡΓΩ. Όταν οι Αργοναύτες έφτασαν στο δέλτα του ποταμού Ίστρου(Δούναβης) είδαν τον πολυάριθμο στόλο να τους περιμένει. Ο Ιάσονας αντελήφθη ότι δεν μπορούσε μόνος να αντιμετωπίσει έναν ολόκληρο στόλο και σκέφτηκε, να παρασύρει με δόλο τον Άψυρτο, προφασιζόμενος ότι θέλει να μιλήσουν, να συνεννοηθούν. Ο Άψυρτος ζητούσε πίσω τη Μήδεια. Ας κρατούσε ο Ιάσων το δέρας, αφού του το είχε υποσχεθεί ο πατέρας του.
Και ο Ιάσων του είπε ότι θα άφηνε τη Μήδεια στον ναό, που ήταν εκεί κοντά.
Ανυποψίαστος ο Άψυρτος μπήκε στο ναό, αλλά αντί να βρει την αδελφή του, βρήκε τον Ιάσονα που επιτέθηκε και τον σκότωσε, τον έκοψε κομμάτια και τα έριξε στο ποτάμι. Οι Κολχιδόνιοι, άρχισαν να ψάχνουν τα κομμάτια του πρίγκιπα για να κάνουν την ταφή και οι Αργοναύτες μπόρεσαν να απομακρυνθούν, να κερδίσουν λίγο χρόνο.
Από δω και πέρα, το χάος, φίλες και φίλοι. Τα σενάρια πολλά, όσα και οι εμπνευστές τους. Στέλνουν τους Αργοναύτες να πλέουν μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό, την Αφρική και όλο τον τότε γνωστό κόσμο- μια διαφορετική Οδύσσεια, μπορώ να πω. Για να μη χαθούμε, θα σας αφηγηθώ μία απ’ όλες.

Η ΑΡΓΩ περιπλανήθηκε αρκετό καιρό, μέχρι που ισχυροί άνεμοι και καταιγίδες, την έφεραν σε δεινή θέση, τόση που να κινδυνεύει να αφανιστεί. Τότε, μίλησε η δρυς της πλώρης και τους είπε να στρίψουν βόρεια, να πάνε στο νησί της Κίρκης, για να καθαριστεί ο Ιάσων από το φονικό του Άψυρτου.
Η θάλασσα γαλήνεψε μονομιάς, ο ήλιος βγήκε και όλοι κατάλαβαν ότι αυτό ήταν το θέλημα των θεών. Η μάγισσα Κίρκη, και αδελφή του Αιήτη, δέχτηκε να κάνει τις απαραίτητες θυσίες για την κάθαρση του Ιάσονα και ράντισε τα χέρια του με το αίμα του σφάγιου της θυσίας, κάνοντας έκκληση στις Ερινύες να μην τον κατατρέξουν.
Όταν η Μήδεια της είπε ότι ήταν κόρη του Αιήτη, η Κίρκη απαίτησε να φύγει αμέσως από το νησί της.
  

 
Οι Αργοναύτες συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής. Τους παραμόνευαν η Σκύλα με τη Χάρυβδη, αλλά τους έσωσε η Ήρα, όπως έκανε και στις Συμπηγάδες Πέτρες. Σειρά είχε το νησί των Σειρήνων. Ο Ορφέας άρχισε να παίζει τη λύρα του και να τραγουδά τόσο δυνατά, ώστε σκέπασε το τραγούδι των Σειρήνων. Εκείνες, απελπισμένες, έπεσαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε βράχια.
Πιο γαλήνιος τώρα ο καιρός, τους επέτρεψε να φτάσουν στο νησί των Φαιάκων, όπου τους κλοδέχτηκε ο ηλικιωμένος βασιλιάς Αλκίνοος. Η κακοτυχία, όμως, παραμόνευε. Την επόμενη μέρα κατέφθασαν πλοία των Κολχιδωνίων που εξακολουθούσαν να τους καταδιώκουν. Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Ο Αιήτης τους είχε διατάξει να μη γυρίσουν ποτέ χωρίς τη Μήδεια...
Έτσι, ζήτησαν από τον Ιάσονα να τους την παραδώσει. Εκείνος δεν σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά επενέβη ο Αλκίνοος και είπε ότι αφού η Μήδεια δεν ήταν σύζυγος του Ιάσονα, έπρεπε να την παραδώσει. Και δόθηκε λίγος χρόνος, ώστε να μπορέσουν οι Κολχιδόνιοι να απολαύσουν την φιλοξενία του ευμενώς διακειμένου απέναντί τους, μέχρι να γίνει το θέλημά του, που ήταν και δικό τους.
Έπεσε η νύχτα και σχεδόν όλοι κοιμήθηκαν. Όχι, η Αρήτη, η βασίλισσα των Φαιάκων. Εκείνη, αντίθετα με τον βασιλιά σύζυγό της, είχε την ιδέα να πάει να βρει τον Ιάσονα και να προτείνει να παντρευτεί «εκεί και αμέσως» την Μήδεια, να τους βρει η αυγή παντρεμένους, να μην ισχύσει ο λόγος του Αλκίνοου.
Οι Κολχιδόνιοι άκουσαν έκπληκτοι ότι η Μήδεια ήταν σύζυγος του Ιάσονα και, επομένως, έπρεπε να ακολουθήσει τον άνδρα της. Απογοητευμένοι, ζήτησαν από τον Αλκίνοο να τους επιτρέψει να μείνουν στο νησί του, ανατριχιάζοντας στην ιδέα της τιμωρίας που τους περίμενε στην πατρίδα τους. Κι εκείνος δέχτηκε.

Η συνέχεια του ταξιδιού φαινόταν γαλήνια και οι ακτές της Πελοποννήσου δεν άργησαν να φανούν. Κι όμως... όλα τα στοιχεία της φύσης βάλθηκαν να πνίξουν όλους τους Αργοναύτες που, παραζαλισμένοι, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Η ΑΡΓΩ βρέθηκε μισοβυθισμένη στην λεπτή άμμο της Λιβύης και κανείς δεν πίστευε ότι θα ξανάβλεπε την πατρίδα του.
Και πάλι ήρθε θεϊκή βοήθεια, λέγοντας στον Ιάσονα ότι για να καταφέρουν να επιστρέψουν, πρέπει να κουβαλήσουν την ΑΡΓΩ στους ώμους τους επί δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες, μέχρι να περάσουν την έρημο. Αλλά κι αυτό, για να γίνει, πρέπει να περιμένουν να ξεπεζέψει η Αμφιτρίτη από το άρμα της.
Ο Ιάσων κοίταζε τη θάλασσα μέχρι που είδε να βγαίνει από τη θάλασσα ένα λευκό, σαν το χιόνι, άλογο και να καλπάζει σαν άνεμος στην έρημο. Ήταν σίγουρος ότι ήταν το άλογο της Αμφιτρίτης και ξεκίνησαν τον αγώνα... Δώδεκα μερόνυχτα δεν έφαγαν και δεν ήπιαν τίποτε, μέχρι που αντίκρυσαν την Χώρα των Εσπερίδων και την πηγή που είχε σκάψει εκεί ο Ηρακλής.
Ξεδίψασαν, πήραν τροφές, αλλά δεν γνώριζαν πώς θα βγουν στη θάλασσα. Εκεί που βρίσκονταν ήταν η λίμνη Τριτωνίδα. Ο Ορφέας βοήθησε ξανά, λέγοντας στον Ιάσονα να χαρίσει έναν τρίποδα στο θεό της λίμνης. Εκείνος το έκανε και είδαν να ξεπροβάλλει μπροστά τους ο τεράστιος λιμναίος θεός που έδωσε στον Εύφημο ένα βώλο χώμα, ένα σημάδι φιλοξενίας, δείχνοντάς τους τον δρόμο που οδηγούσε στη θάλασσα.
Ο Ιάσονας θυσίασε ένα κριάρι και τότε εμφανίστηκε ο ίδιος ο Τρίτωνας. Μ’ ένα στρόβιλο, πήρε την ΑΡΓΩ και την άφησε στο ανοιχτό πέλαγος...




Η στεριά που φάνηκε μπροστά τους μετά από μέρες ήταν η Κρήτη. Οι Αργοναύτες χρειάζονταν νερό, αλλά ο χάλκινος φύλακας του νησιού, ο Τάλως, δεν τους το επέτρεπε. Η Μήδεια τον κοίμησε κι εκείνος ξαπλώθηκε βαρύς στο έδαφος. Κι όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό για τους Αργοναύτες, που βάλθηκαν να ξεκαρφώσουν το καρφί που έφραζε την μοναδική ζωοδότρα φλέβα του γίγαντα. Το αίμα του, ίδιο λυωμένο μολύβι, χύθηκε στο κρητικό χώμα και ο Τάλως πέθανε.
Οι Αργοναύτες πήραν νερό και έφυγαν, ανεβαίνοντας  βόρεια για την Ιωλκό. Κάποια στιγμή, ο Εύφημος, αφηρημένος, άφησε να πέσει ο βώλος του Τρίτωνα στη θάλασσα. Έκπληκτοι, είδαν να δημιουργείται ένα όμορφο νησί, και το ονόμασαν Καλλίστη (σημ. Σαντορίνη).
Άλλη μια φουρτούνα τους κατατρόμαξε, αλλά αυτή τη φορά είχαν βοηθό τον Απόλλωνα, που με τις αστραφτερές του σαϊτες, τους έδειχνε το δρόμο. Σταμάτησαν στην Ανάφη μέχρι να περάσει η τρικυμία κι από εκεί, με γαλήνεια θάλασσα, κατέληξαν στην Ιωλκό.

Ένα τεράστιο ταξίδι, ένα ταξίδι που μύριζε θάνατο από την αρχή, έφτασε στο τέλος του. Ένα τέλος αίσιο, αφού οι γενναίοι σύντροφοι γύριζαν πίσω με το Χρυσόμαλλο Δέρας.
 

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

ΧΑΣΑΝ ΤΑΧΣΙΝ ΠΑΣΑΣ(1845-1918)
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου 




Και τούτη η εβδομάδα είναι αφιερωμένη από μένα στη Θεσσαλονίκη που γιορτάζει τριπλά: στις 26 τον προστάτη της Άγιο Δημήτριο και την επέτειο της απελευθέρωσής της το 1912 από τους Τούρκους και στις 28, μαζί με όλη την υπόλοιπη Ελλάδα την επέτειο του ΟΧΙ.
Εγώ θα σταθώ στην επέτειο της απελευθέρωσης το 1912 και θα τιμήσω με λίγα λόγια τον μεγάλο Άνθρωπο, τον Τούρκο στρατάρχη Χασάν Ταχσίν Πασά που η δική του λεβεντιά έφερε τη Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα. Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση, μια απόφαση που γνώριζε εκ των προτέρων τις προεκτάσεις της πάνω του- κρίθηκε προδότης από τους συμπατριώτες του και δικάστηκε ερήμην εις θάνατον. Δεν γνωρίζω κανέναν σήμερα που θα έκανε κάτι τέτοιο και, ίσως, να μην υπάρξει ποτέ στο μέλλον.

Ο Ταχσίν Πασάς ήταν ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γόνος της αλβανικής οικογένειας των Μεσαρέ. Γεννήθηκε στη Μεσσαριά της Ηπείρου και σπούδασε στη δική μας Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων.
Επί σαράντα συναπτά έτη υπηρέτησε την πατρίδα του στην Κρήτη, στη Θεσσαλία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ήπειρο, στην Αλβανία, στη Συρία, στην Υεμένη και στην Σαλονίκη.
Ήταν παντρεμένος με Ελληνίδα και ο γιός του Κενάν έγινε σπουδαίος ζωγράφος και έζησε στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1934. Μεταξύ άλλων, έχει φιλοτεχνήσει τον πίνακα της παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ο οποίος κοσμεί την Λέσχη Αξιωματικών Θεσσαλονίκης.
Στον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο είχε τη θέση του Διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας. Η ελληνική υπεροχή σ’ όλα τα πεδία των μαχών ώθησε τον Πασά να συνθηκολογήσει άνευ όρων και να παραδώσει την Θεσσαλονίκη, μαζί με 25.000 Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες στον ελληνικό στρατό. Η πράξη αυτή, η παράδοση της πόλης, που αποτελούσε μήλο της έριδας των βαλκανικών κρατών και δη της Βουλγαρίας, έβαλε την Ελλάδα στο βάρθρο του νικητή.



Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του μερίμνησαν για την ασφαλή μεταφορά του Πασά στη Γαλλία. Ο Ταχσίν έζησε λίγα μόνο χρόνια και πέθανε πικραμένος στην Ελβετία το 1918. Εκεί τάφηκε για πρώτη φορά.
Τα οστά του μεταφέρθηκαν στον οικογενειακό τάφο των Μεσαρέ στο αλβανικό νεκροταφείο της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη το 1937 και το 1983, όταν καταπατήθηκε το νεκροταφείο, στο οστοφαυλάκιο της Μαλακοπής.
Από το 2002, τα οστά τάφηκαν στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο των Βαλκανικών Πολέμων, στην Γέφυρα Θεσσαλονίκης, που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων. Είναι το σημείο όπου υπογράφηκε το Πρωτόκολλο Παράδοσης.

Το Πρωτόκολλο της Παράδοσης, με τις υπογραφές του Ταχσίν Πασά, του Ιωάννη Μεταξά και του Δούσμανη, γραμμένο στα ελληνικά και στα γαλλικά από τον γιο του Ταχσίν και υπασπιστή του Κενάν και από τον Ίωνα Δραγούμη, έχει αποκαλυφθεί τελευταία ότι, παραδόξως έχει χαθεί από τα Αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού... Το αντίγραφο στα γαλλικά που δεν χάθηκε είναι ανυπόγραφο.




Κλείνω το αφιέρωμα με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ και τον αφορά.
----
   Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς κρατείται στο Διοικητήριο. Του φέρονται με σεβασμό, αλλά εκείνος ασφυκτιά. Γνωρίζει πολύ καλά ότι οι Νεότουρκοι τον έχουν καταδικάσει σε θάνατο, επί εσχάτη προδοσία. Όποιος τον σκοτώσει, θα γίνει ήρωας. Η παραμονή του στο Διοικητήριο, το παλιό Κονάκι, του εξασφαλίζει, αν μη τι άλλο,την ίδια του τη ζωή. Τι νατην κάνει, όμως, μια ζωή περιορισμένη σε τέσσερις τοίχους; Και μέχρι πότε; Σύντομα θα τον στείλουν στην Αθήνα, με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Τα ξέρει απ’ έξω. Ο ίδιος τα υπέγραψε. Τι του μέλλει να υποστεί όταν φθάσει εκεί, είναι επίσης γνωστό. Θάνατος. Είναι χαμένος.
   Κλώθει και ξανακλώθει όσα έγιναν. Ο κίνδυνος της βουλγαρικής εισβολής ήταν άμεσος, οι τουρκικές δυνάμεις έχαναν συνεχώς έδαφος, οι λιποτάκτες ήταν αμέτρητοι. Σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος για να γλυτώσουν χιλιάδες τουρκικές ψυχές την ατίμωση και τον θάνατο ήταν ένας: να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες. «Από αυτούς την πήραμε, σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε», είχε καταλήξε, αρνούμενος δύο φορές το χρυσάφι των Βουλγάρων και προκαλώντας την οργή τους. Και αυτό έκανε. Μόνο που το ποτήρι ήταν πικρό, δηλητήριο. Αυτός, ο καταξιωμένος στρατιωτικός, θεωρείται από την ηγεσία της πατρίδας του προδότης.
……
  «Ας με κρίνει η Ιστορία», θα πει λίγο αργότερα, δίνοντας μια συνέντευξη στην Temps.





Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΤΣΗΣ- ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου






Ο Οκτώβριος είναι για τη Θεσσαλονίκη ο πιο γορταστικός, ο πιο λαμπερός από όλους τους υπόλοιπους. Έχοντας την τύχη να ζήσω εκεί για κάτι παραπάνω από είκοσι χρόνια, με την ονομαστική μου εορτή να συμπίπτει με την απελευθέρωση της Νύφης του Βορρά μας, αυτός ο μήνας εγκαταστάθηκε μόνιμα και γιορτινά στην καρδιά μου. Ακόμη και τώρα που ζώ στην Αθήνα, φτάνει μια μικρή αναφορά στην αγαπημένη Θρσσαλονίκη για να μεταφερθώ νοερά εκεί, να περπατήσω στους δρόμους της και στην παραλία, να αισθανθώ το κρύο άγγιγμα του Βαρδάρη και την αρμύρα της θάλασσας στο πρόσωπό μου,  την πρωινή ομίχλη στα μάτια μου, τις αγκαλιές των ακριβών μου φίλων στην καρδιά μου.

Σαν σήμερα, στις 18 Οκτωβρίου 1912, ο Νίκος Βότσης έγραψε τη δική του χρυσή σελίδα στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια μυθιστορηματική εξιστόρηση της σπουδαίας πράξης του, μέσα από τα μάτια της ψυχής μου.
Είναι αφιερωμένο σε όλους εσάς, αγαπημένοι μου.

---

Στο αδύναμο φώς του φθινοπωρινού πρωινού, ένα μικρό τορπιλοβόλο σκάφος με το διακριτικό όνομα « Τ- ΙΙ » και  είκοσι τρία άτομα  πλήρωμα, αφήνει τη Σκάλα του Λιτοχώρου και ανοίγεται στην  θάλασσα. Προορισμός του είναι το λιμάνι της Σαλονίκης. Ο νεαρός  υποπλοίαρχος, ένας ψηλός, μελαχρινός άνδρας με το απαραίτητο τσιγκελωτό μουστάκι, απολαμβάνει τον σεβασμό του μικρού του πληρώματος. Όλοι πιστεύουν σ’ αυτόν και τις ικανότητές του. Τους διάλεξε εκείνος, έναν προς έναν. Είναι ψύχραιμος και ήρεμος. Δίνει τις εντολές του ήσυχα και επιστατεί με άνεση το μικρό του βασίλειο.
   Το μικρό, παλιό, αλλά ευκίνητο τορπιλοβόλο συνεχίζει το ταξίδι του μέχρι τη Σκάλα του Ελευθεροχωρίου. Εκεί σταματά και περιμένει να νυχτώσει. Στις εννέα και είκοσι το βράδυ, με τα φώτα του σβηστά, βάζει πλώρη για το Καραμπουρνού, παρέα με ένα πολύ δυνατό γραίγο και συννεφιασμένο ουρανό.
   Στο Καραμπουρνού οι Τούρκοι έχουν εγκαταστήσει τέσσερα μεγάλα πυροβόλα και φωτίζουν περιστροφικά όλο το χώρο με δυνατούς ηλεκτρικούς προβολείς. Το τορπιλοβόλο, όχι μόνο πρέπει να αποφύγει τους προβολείς, αλλά και όλες τις νάρκες που έχουν τοποθετήσει οι Τούρκοι. Ένας τρίτος κίνδυνος είναι τα αβαθή νερά της περιοχής, από τις εκβολές του ποταμού Βαρδάρη[1].
   Ο υποπλοίαρχος, όμως, είναι προετοιμασμένος καλά. Γνωρίζει τα πάντα και βάζει τον ένα από τους δύο ψαράδες να βολίζει το γιαλό, ώστε να αποφύγουν τις πέτρες. Για τις νάρκες δεν φοβάται. Το μικρό βύθισμα του πλοίου του, μόλις δύο μέτρα, βρίσκεται ψηλότερα από τις νάρκες. Όλη του η προσοχή είναι στους προβολείς.
   Ο άνεμος είναι με το μέρος τους και κινεί το πλοιάριο χωρίς την ανάγκη των μηχανών του. Με τις υπολογισμένες του κινήσεις κατορθώνει και αποφεύγει τους προβολείς, κινείται σαν σκιά και περνά μεταξύ Καραβοφάναρου και Βαρδαρίου. Μακριά, πλέον, από τους προβολείς κινείται ολοταχώς προς το λιμάνι. Μπαίνει ήσυχα και ψάχνει το στόχο του. Βλέπει με τα κιάλια του το τούρκικο θωρηκτό Φέτχ ι Μπουλέντ, να στέκει στην δυτική άκρη του κυματοθραύστη σε θέση αντίθετη από τον άνεμο που φυσά δυνατά. Ο υποπλοίαρχος γνωρίζει τόσα για τον στόχο του, που θα μπορούσε να περπατά με κλειστά μάτια μέσα σ’ αυτόν.
   Κοιτώντας ένα γύρω με τα κιάλια, βλέπει άλλα δυο πλοία :ένα ρωσικό  και ένα αγγλικό- πολεμικά και τα δύο. Αυτά πρέπει να τα αφήσει εκτός βολής, όπως και άλλα  τέσσερα τουρκικά ρυμουλκά, που δεν τον ενδιαφέρουν. Στόχος του είναι το Φέτχ ι Μπουλέντ, το παροπλισμένο θωρηκτό, που εκτελεί χρέη αποθήκης και είναι η έδρα και το σπίτι του Τούρκου Διοικητή του Ναυτικού, του μπίνμπαση Αζίζ Μαχμούτ μπέη. Δίπλα του, σιωπηλό, στέκει το παλιό κανονιοφόρο Φουάτ.
   Το «Τ-ΙΙ» κινείται ήρεμα και αθόρυβα, πλησιάζοντας σαν φίδι το τουρκικό θωρηκτό. Σε απόσταση εκατόν πενήντα μέτρων σταματά, κατευθύνοντας την πρώρα του στο μέσον του θωρηκτού.
   Ο υποπλοίαρχος δίνει εντολή στον τορπιλητή να ρίξει  την δεξιά τορπίλη:   
   «Έλξον!»  
  
Η ώρα είναι έντεκα και τριάντα πέντε, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Η δεύτερη εντολή που δίνει συγχρόνως, είναι να πάρει το πλοιάριο νέα θέση, λίγο αριστερότερα και ακολουθεί η τρίτη εντολή, για την αριστερή τορπίλη:
   «Έλξον!»
   Η τέταρτη εντολή είναι να κάνουν ολοταχώς πίσω και να απομακρυνθούν από το πλοίο, στο οποίο έχουν φθάσει με επιτυχία και οι δύο τορπίλες. Οι εκρήξεις είναι απανωτές και ο υποπλοίαρχος βλέπει να ανάβουν φώτα στα δωμάτια των αξιωματικών, ενώ το πλοίο αρχίζει να βυθίζεται με την πρώρα του, γέρνοντας δεξιά.
   Εκείνη ακριβώς τη στιγμή δίνει εντολή στον Ύπαρχο να ρίξει και την τορπίλη του καταστρώματος. Η βολή του Ύπαρχου δεν είναι καλή∙ η τορπίλη σκάει με τεράστιο κρότο πάνω στον κυματοθραύστη και ανοίγει σαν πυροτέχνημα, φωτίζοντας απόκοσμα την πόλη.Ο υποπλοίαρχος αδιαφορεί. Το έργο του έχει στεφθεί με επιτυχία. Το θωρηκτό βυθίζεται. Το σπίτι του Τούρκου ναυτικού διοικητή βυθίζεται. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία και φεύγουν.
   Ο υποπλοίαρχος έχει να αντιμετωπίσει για άλλη μία φορά τους προβολείς στο Καραμπουρνού. Είναι φανερό ότι οι φύλακες έχουν ειδοποιηθεί, γιατί τώρα ανάβουν όλοι οι προβολείς. Ο ενθουσιασμένος υποπλοίαρχος, όχι μόνο περνά για δεύτερη φορά απαρατήρητος, αλλά κάνει και άλλη μία παράτολμη πράξη: Περνώντας ακριβώς μπροστά από τα πυροβόλα του Καραμπουρνού, ρίχνει ο ίδιος μία βολή με το ταχυβόλο[2] του πλοίου από απόσταση 2.500 μέτρων.  Είναι μία βολή που είχε υποσχεθεί στους άντρες του ότι θα την έριχνε, και κράτησε το λόγο του.
   Κόντευε τέσσερις το πρωί, όταν το «Τ-ΙΙ» έφευγε υπερήφανο για να πάει στην Βρωμερή Αικατερίνης, όπου, δηλαδή, είχε εντολή να πάει. Ο υποπλοίαρχος Νίκος Βότσης έχει κάθε λόγο να αισθάνεται υπέροχα. Ο εγγονός του συνονόματου ναυτικού ήρωα της Επανάστασης του Γένους και ανιψιός του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη έχει γίνει άλλος ένας Υδραίος ήρωας.
  
Ο κρότος ξύπνησε τον κόσμο του φραγκομαχαλά, του λιμανιού και του κέντρου της  Σαλονίκης. Η πρώτη εντύπωση ήταν ότι  έγινε σεισμός. Όσοι διασκέδαζαν, παράτησαν στη μέση το τραγούδι και τον χορό και βγήκαν στους δρόμους να μάθουν τι έγινε. Το καιγόμενο σκάφος, η μυρωδιά των καμένων ξύλων, ο παφλασμός των νερών και η απουσία του τεράστιου όγκου του θωρηκτού, είχε σαν αποτέλεσμα  την  έκρηξη χαράς για όσους Έλληνες βρέθηκαν από τύχη κοντά στο λιμάνι.
   Οι τούρκοι αστυνομικοί τρέχουν αλαφιασμένοι πάνω- κάτω, χωρίς να μπορούν να κάνουν το παραμικρό. Στο τέλος, μένουν θλιβεροί θεατές  του εντυπωσιακού βυθίσματος του θωρηκτού τους και παρακολουθούν τις φλόγες που μένουν αρκετή ώρα ζωντανές μέσα στο νερό, πριν σβήσουν. Θα μετρήσουν δεκατέσσερις νεκρούς-δεκατρείς  ναύτες και ο ιμάμης του πλοίου.
   Το νέο μεταδόθηκε σαν αστραπή σε όλους τους Έλληνες και οι οινοποσίες συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τους ξενύχτηδες.

Όλοι οι πρόξενοι,  με επι κεφαλής τον γενικό πρόξενο της Αγγλίας, Χάρρυ Λάμπ, άρχισαν να παίρνουν κοινά μέτρα για την προστασία των υπηκόων τους, περιμένοντας με αγωνία να έλθουν πολεμικά σκάφη, για την δική τους ασφάλεια, στο λιμάνι.
   Πρώτο έφθασε το αγγλικό Χαμσάϊρ. Ακολούθησαν άλλα δύο αγγλικά καταδρομικά, ένα αυστριακό θωρηκτό και μία γαλλική φρεγάτα, η  Bruix. Το βράδυ της Παρασκευής, οι πρόξενοι της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας  πήγαν να δουν τον Φρούραρχο, Μουεντίν πασά και τον πίεσαν να λάβει άμεσα μέτρα ασφάλειας. Ο πρόξενος της Αγγλίας, τού τόνισε έντονα ότι αν διακινδύνευε περιουσία ή ζωή κάποιου ξένου υπηκόου, θα έριχναν την ευθύνη στις  τουρκικές Αρχές και στην ηγεσία του στρατού. Ο Μουεντίν φρόντισε να τους καθησυχάσει και έσπευσε να ενημερώσει τον Ταχσίν Πασά, που βρισκόταν στο Τόψιν.     
   Εδώ και μέρες επικρατούσε αναβρασμός μέσα στην πόλη. Αποκλεισμένη εντελώς από χερσαίες συγκοινωνίες, με τα πλήθη των εξαθλιωμένων και πανικόβλητων προσφύγων από τα γύρω χωριά να συρρέουν κατά εκατοντάδες ζητώντας ασφάλεια, τους Τούρκους να φοβούνται και τους Εβραίους να έχουν κλεισθεί στα σπίτια τους, οι Έλληνες ήταν οι μόνοι που ανέπνεαν πιο ελεύθερα, με την πίστη της ελευθερίας να φλογίζει τις καρδιές τους. Ήταν οι μόνοι που γελούσαν και τραγουδούσαν.
   Ο τορπιλισμός του Φέτχ ι Μπουλέντ τους ξεσήκωσε ακόμη περισσότερο. Όλοι παρομοίαζαν τον Βότση με τον Κανάρη, όλοι περίμεναν να ξημερώσει η ημέρα που η Σαλονίκη θα γινόταν πάλι δική τους, όλοι ήταν σίγουροι ότι αυτή η ημέρα ήταν κοντά.





[1] Ο Αξιός ποταμός
[2] Το κανόνι αυτό βρίσκεται στην  Ύδρα




Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟΥ ΔΕΡΑΤΟΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα τον Ιάσονα να  καταφέρνει να εξοντώσει τους γίγαντες του Αιήτη. Ο βασιλιάς της Αίας, όμως, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Είχε βάσιμες υποψίες ότι η κόρη του, η Μήδεια είχε βοηθήσει αποτλεσματικά αυτόν τον ξένο. Και αποφάσισε να σκοτώσει το ίδιο εκείνο βράδυ τον θρασύτατο ξένο και να απαλλαγεί δια παντός  από εκείνον και τους φίλους του. Να οργανώσει ένα μακελειό.
Σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, η Αφροδίτη εμπόδισε τον Αιήτη, πυρπολώντας τον με ακατανίκητη επιθυμία να βρεθεί με την σύζυγό του και η Μήδεια, εκμεταλλευόμενη τον χρόνο που τής δόθηκε, «βούτηξε» το χρυσόμαλλο κριάρι από το παλάτι και το’ σκασε με τον Ιάσονα.
Σύμφωνα, βέβαια, με την πιο διαδεδομένη εκδοχή, η Μήδεια, νιώθοντας τη φοβερή απειλή του πατέρα της, έψαχνε να βρει τρόπο να φύγει με τον Ιάσονα μια ώρα αρχύτερα. Ύπνος δεν την έπαιρνε. Σηκώθηκε μέσα στη νύχτα και πήγε να βρει τον αγαπημένο της, να τον πείσει να πάνε μαζί, εκείνη την ώρα, να πάρουν το χρυσόμαλλο κριάρι.
Ο Ιάσων φόρεσε την πανοπλία του και την ακολούθησε. Όταν πλησίασαν στο άλσος του Άρη, όπου βρισκόταν το πολύτιμο δέρας, ο τόπος ολόκληρος φωτίστηκε από κείνο. Μα την ίδια ώρα, ο φοβερός δράκοντας τους είδε κι άρχισε να σκορπίζει φλόγες γύρω-γύρω.
Η Μήδεια επικαλέστηκε πρώτα τη φοβερή Εκάτη, να τη βοηθήσει να κοιμίσει τον δράκοντα. Ύστερα, με χαμηλή φωνή, κάλεσε τον θεό ‘Υπνο, που ποτέ δεν της χαλούσε το χατήρι, να βοηθήσει κι εκείνος, να πέσει σε νάρκη γρήγορα ο δράκος. Συγχρόνως, μουρμουρίζοντας ξόρκια, ράντισε το χώμα με φίλτρο μαγικό.



Ο Ιάσων δεν καταλάβαινε τα λόγια που έλεγε η Μήδεια, αλλά παρακολουθούσε χωρίς φόβο, όσα έκανε. Σύντομα, ο δράκος, δαμασμένος από τη δύναμη των μαγικών, άφησε το δέντρο και έπεσε καταγής, δημιουργώντας κύκλους με το μακρύ του σώμα, «όμοιος με κύμα που απλώνεται χωρίς θόρυβο προς την ακτή».Το δυνατό θηρίο, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να σηκώνει το τρομερό του κεφάλι, να κοιτά ολόγυρα και να ανοίγει το απύθμενο στόμα του.
Η Μήδεια τού έρριξε στα μάτια ένα μαγικό υγρό και ο δράκος, επιτέλους, αποκοιμήθηκε βαριά. Ο Ιάσων, με εντολή της Μήδειας που στεκόταν δίπλα στο κοιμισμένο τέρας, συνεχίζοντας να εκτελεί τα μαγικά της τεχνάσματα, άρπαξε το χρυσόμαλλο δέρας από το δέντρο.
Ήταν μεγάλο σαν να επρόκειτο για ελάφι ή μοσχάρι, το τρίχωμά του έφεγγε σαν ήλιος και φώτιζε το δρόμο του ήρωα, ο οποίος, πότε το κρατούσε στα χέρια του, πότε το κρεμούσε από τον ώμο του, με έναν φόβο να τον διακατέχει: κινδύνευε, τάχα, να έρθει ένας θεός ή ένας θνητός και να τού το πάρει; 
Οι δύο συνένοχοι κατευθύνθηκαν γοργά στην «Αργώ». Οι Αρφοναύτες πλησίασαν και κοίταζαν εκστατικοί την πανέμορφη, αστραφτερή προβιά. Αλλά δεν είχαν χρόνο. Έπρεπε να φύγουν από την Αία, πριν ο Αιήτης τους κυνηγήσει.
Έσπρωξαν όλοι το πλοίο τους ως τη θάλασσα και κωπηλατώντας με βία, ξανοίχτηκαν, απομακρύνθηκαν από τον κίνδυνο.



Ο Αιήτης το πρωί τα έμαθε όλα και οργίστηκε, λύσσαξε, και φώναξε όλο το λαό του να κατεβεί στη θάλασσα, να κυνηγήσει τους ληστές, μανιασμένος με το φευγιό της μάγισσας κόρης του.
Η «Αργώ» είχε, όμως ξεμακρύνει πολύ. Παρ’ όλα αυτά, ο Αιήτης πρόσταξε τον γιό του Άψυρτο να τους κυνηγήσει κι αν τολμήσει ν’ αποτύχει, θάνατος τον περιμένει από το άσπλαχνο χέρι του ίδιου του τού πατέρα...