The world I love:my novels, my favorite themes

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΚΡΗΤΙΚΟ
ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου






Τελευταίο κείμενο της χρονιάς, και πρώτο της νέας. Το 2017 είναι «έτος Καζαντζάκη» κι εγώ βιάζομαι να το προλάβω...
Τι να πρωτοπώ για τούτον τον γίγαντα, που και μόνη η προσπάθεια μίμησης της ελάχιστης δικής του προσφοράς/προσπάθειας φαντάζει ηράκλειος άθλος;

Θα αρχίσω με ένα απόσπασμα της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ, του εκπληκτικού του ποιήματος, του ικανού να φέρει δάκρυα ακόμη και στα μάτια του αρχαίου δημιουργού της, του Ομήρου, με την υπόσχεση να σας μεταφέρω κάθε Σάββατο από ένα δικό του πόνημα.
Γιατί με την Οδύσσεια; Επειδή οι ζωές μας είναι άλλοτε μικρές κι άλλοτε μεγάλες οδύσσειες. Επειδή θέλω να εξοβελίσουμε τα μαύρα σύννεφα που δυσκολεύουν την αναπνοή μας, επειδή- ως Ελληνίδα- θέλω να βλέπω πάντοτε τον ήλιο κατάματα, πλαισιωμένο από το γαλάζιο του ουρανού μας, που ενώνεται με το γαλάζιο της θάλασσάς μας και γίνονται ένα.
Επειδή το όνειρο που έχω είναι φωτεινό και καταγάλανο για όλους.

«Η Ελένη στέναξε, απ’ την ομορφιά του κόσμου λαβωμένη∙ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το νυχτοδροσοβόλι,
θαμποκοιμόντα αντίκρα το βουνό στο απόλιγο φεγγάρι κι ο γκιώνης στάλαζε μες στις ελιές σταξιά σταξιά το θρήνο.
Την ώρα αυτή συκώνουντα οι νεκροί, δέναν τα κόκκαλά τους με λουροπέτσια και σκοινιά σφιχτά, μη σκορπιστούν στο αγέρι,
γλυκιά η βραδιά, φεγγάρι λιγοστό, δροσοφυσάει το αγιάζι
κι αρχίζει πάλε το αγριοπάλεμα στ’ ακρόγιαλα της Τροίας.
Ίσκιοι τα παλικάρια χύνουνται να φαν τους άλλους ίσκιους, άχνα δε βγάνουν τ’ άσπρα χείλια τους, και τα κοντάρια ανοίγουν
βαθιές πληγές αναίματες, κουφές, σα να ξεσκίζουν αγέρα.
Και μια θεά με μάτια κίτρινα, μια ολάσπρη κουκουβάγια, σε ξέρακα κουφάλα μουλωχτή, με το χουχούτισμά της
κουκί κουκί μετράει το ασκέρι της, κουκί κουκί τη νύχτα.
Συνεπαρμένη η μαρμαρόλαιμη τη μοναξιά γρικούσε
Να περπατάει στ’ αχνά μεσάνυχτα με τ’ απαλά ποδάρια,και σούρνα οι λαμπηδόνες κι οι σκορπιοί τη βελουδένια ουρά της.
Κρυφοστενάζει η περδικόστηθη, τα χνουδωτά της μάτια μες στη δροσάτη σιγαλιά βυθάει, στη νύχτα τ’ αρμενίζει∙
ίσκιοι σηκώνουνται στα φρένα της, γλυκές φωνές, κεφάλια παλικαριών πού στου άγιου κόρφου της την άχνα λιγωθήκαν∙ και μακρινά σμαράγδια ακρόγιαλα κι ερωτικές αγκάλες.
Και συλλογάται λαχταρίζοντας, κι ο κόρφος της αχνίζει,
πόσους ανθούς και δε μυρίστηκε, περβόλια και δεν μπήκε, και θα σαπούν τα χείλια της στη γης, δεν θα προφτάσει, Θέ μου,
όλη του κόσμου τη χαρά να πιεί στα δυό μικρά χεράκια».


Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΦΑΙΔΡΑ
Έρμαιη του πάθους της

Της Dimitra Papanastasopoulou




Η τελευταία ανάρτηση του χρόνου είναι αφιερωμένη στα δόλια καμώματα του έρωτα που δεν βρίσκει ανταπόκριση και χάνει τα λογικά του, με επίσημη καλεσμένη μας την Φαίδρα, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Το όνομά της προέρχεται από το φαιδρός= φωτεινός, επομένως υποδηλώνει την φωτεινή, τη λαμπερή και γεμάτη χάρη.

Όταν ο θρόνος της Κρήτης δόθηκε στον αδελφό της Δευκαλίωνα, εκείνος θέλησε να κάνει ειρήνη με τους Αθηναίους και ν’ αφήσει τις πληγές του παρελθόντος να κλείσουν πια. Για να δείξει την καλή του θέληση, έστειλε τον βασιλιά της Αθήνας Θησέα, την Φαίδρα ως γυναίκα του. Το ζευγάρι έκανε δύο γιούς: τον Ακάμαντα και τον Δημοφώντα.
Ο Θησέας είχε αποκτήσει από την Ιπολύτη ένα ακόμη γιό, τον πανέμορφο Ιππόλυτο, γνωστό για τις επιδόσεις του στο κυνήγι και την πίστη του στην παρθένο θεά Άρτεμη. Ο νέος ζούσε μακριά από την Αθήνα, στο σπίτι του προπάππου του Πιτθέα(παππούς του Θησέα από την πλευρά της μητέρας του Αίθρας), με σκοπό να τον διαδεχθεί στο θρόνο μετά τον θάνατό του.
Η Φαίδρα τον γνώρισε όταν ταξίδεψε μέχρι την Τροιζήνα με τον Θησέα. Και με την πρώτη ματιά, ένα ανομολόγητο πάθος ξέσχισε τις σάρκες της, θόλωσε το μυαλό της και εξαφάνισε την λογική της. Ήθελε τον όμορφο και αγνό νεαρό, περισσότερο και από το οξυγόνο που ανέπνεε...
Ο μύθος λέει ότι κοντά στο ιερό της Αφροδίτης στην Τροιζήνα, υπήρχε μια μυρτιά. Η Φαίδρα παρακολουθούσε τον Ιππόλυτο να γυμνάζεται πιο κάτω, κρυμμένη πίσω
Από το δέντρο και τρυπώντας τα φύλλα του με την περόνη των μαλλιών της, εξ ου και η επωνυμία της Αφροδίτης ως Κατασκοπίας. Και πίσω στην Αθήνα, η Φαίδρα ίδρυσε ένα ιερό για την Αφροδίτη, στην ΝΔ πλευρά της Ακρόπολης. Από εκεί, μπορούσε να ατενίζει την Τροιζήνα.

Ο Ιππόλυτος χρειάστηκε να ταξιδέψει μέχρι την Αθήνα για να πάρει μέρος στα Παναθήναια. Η Φαίδρα, που κοιμόταν και ξυπνούσε με τη μορφή του, κάνει το τόλμημα: στέλνει στον νέο ένα ερωτικό γράμμα. Εκείνος την αποκρούει, όπως έκανε και με κάθε άλλη γυναίκα.
Το μυαλό της γυναίκας, όμως, δεν ήταν στη θέση του. Το πάθος υπερίσχυσε της όποιας λογικής. Έσκισε το φόρεμά της και δεν δίστασε να εμφανιστεί μπροστά στον Θησέα και να κατηγορήσει τον Ιππόλυτο- ότι εκείνος της επιτέθηκε με ερωτικές ορέξεις κι εκείνη τον απέκρουσε.
Ο Θησέας θυμωμένος εξορίζει τον Ιππόλυτο και ζητά από τον Ποσειδώνα να τον σκοτώσει. Ο θεός της θάλασσας στέλνει στο δρόμο του νέου ένα τέρας, το οποίο τρομάζει τα άλογα και ο Ιππόλυτος πέφτει νεκρός.
Η είδηση του θανάτου του, γεμίζει τη Φαίδρα με τύψεις. Πάλι μακριά από τη λογική, αυτοκτονεί.
Μια άλλη εκδοχή θέλει τη Φαίδρα να ενημερώνει με γράμμα τον Θησέα πριν αυτοκτονήσει, ένα γράμμα γεμάτο ψέμματα για τον Ιππόλυτο. Ο Θησέας, γυρίζοντας από ένα ταξίδι, βρίσκει τη γυναίκα του κρεμασμένη και το γράμμα που κατηγορούσε τον Ιππόλυτο. Θολωμένος, καταρριέται το παιδί του και ζητά από τον θεό-πατέρα του Ποσειδώνα να εκπληρώσει μια από τις τρείς ευχές που τού είχε υποσχεθεί και εξόρισε τον Ιππόλυτο. Ο Ποσειδώνας έστειλε έναν ταύρο, ο οποίος βγήκε από τη θάλασσα, στο δρόμο του Ιππόλυτου, τα άλογα τρόμαξαν, τα λουριά τους κόπηκαν, τυλίχτηκαν στο σώμα του Ιππόλυτου, που, χάνοντας την ισορροπία του, έπεσε πάνω σε πέτρες, παρασυρμένος από τα αφηνιασμένα άλογα, βρίσκοντας τραγικό θάνατο.

Αυτός ο μύθος ενέπνευσε πολλούς ποιητές από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας (π.χ. Ευριπίδης, Σενέκας, Ρακίνας, Ρίτσος), ενώ γυρίστηκε και ταινία.
Διάλεξα τον Ρίτσο για να σας μεταφέρω κάποια αποσπάσματα από τη  δική του Φαίδρα.

Ο Γιάννης Ρίτσος θεωρεί την Φαίδρα έρμαιο της Μοίρας, το πάθος της θεόσταλτο από την Αφροδίτη και το δηλώνει από την αρχή, μεταφέροντας στίχους από τον Ευριπίδη «είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν».
Η σκηνή στην οποία μας βάζει ο ποιητής είναι ένα δωμάτιο όπου κάθεται η Φαίδρα, μέχρι που μπαίνει ορμητικά ο Ιππόλυτος, επιστρέφοντας από κυνήγι, ιδρωμένος και πανέμορφος. Η Φαίδρα του Ρίτσου ανάβει τσιγάρο και απευθύνεται στον Ιππόλυτο:

«Σε κάλεσα. Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω. Περιμένω να βραδιάσει,
να μεγαλώσουν στον κήπο οι σκιές, να μπουν στο σπίτι
οι σκιές των δέντρων και των αγαλμάτων, να μου κρύψουν το πρόσωπο, τα χέρια,
να μου κρύψουν τα λόγια που, ασχημάτιστα ακόμη, διστάζουν· αυτά που δεν ξέρω, που τα φοβάμαι.
Η αγιότητα της στέρησης –έτσι έλεγες· δεν καλοθυμάμαι· (της στέρησης ή της άρνησης έλεγες;)
Τι αστόχαστα λόγια –η νίκη της θέλησης έλεγες – ποια θέληση; ποια νίκη; -
………………………………………………………….
Την αγιότητα πριν απ’ την αμαρτία δεν την πιστεύω·  ανημπόρια τη λέω, δειλία τη λέω· το ανυπόταχτο ερωτικό πάθος της την ωθεί στην επιθυμία να φορέσει τα ρούχα κάποιου δούλου του, και να τον ακολουθήσει στα κυνήγια του.
Κάποτε σκέφτηκα να φορέσω τα ρούχα ενός δούλου σου ή ενός ιπποκόμου για να ’ρθω μαζί σου στο κυνήγι, να σε γνωρίσω στο χώρο σου, πώς τρέχεις, πώς σκοπεύεις, πώς σκοτώνεις,
να παρακολουθήσω τις ωραίες, ανεξάρτητες κινήσεις σου…
…………………………………………………………………
Δε σ’ το κρύβω:
πολλές φορές ονειρεύτηκα να κρυφτώ σ’ ένα θάμνο, στο δάσος,
να κινώ σαν αγρίμι τα κλαδιά, να με τοξεύσεις, να ’μαι το σπάνιο θήραμά σου· όταν θα μ’ έπαιρνες μετά στα χέρια σου να με φέρεις στο αμάξι
θα ’χα στα μάτια μου λέω δυο πράσινα φύλλα για να μπορείς να σκύψεις
σιμότερα στο πρόσωπό μου.

Τι κυνηγάς, αλήθεια; Μήπως όλα σου τα θηράματα τα προσφέρεις στην Άρτεμη; Πολύ θα το ’θελα ωστόσο ένα φτερό σε χρώμα βαθυγάλαζο για το καπέλο μου· ίσως θα μπορούσες ν’ αφιερώσεις κάτι και σε μένα. Βαθυγάλαζο, ναι, όπως τα μάτια μου, και τα δικά σου εξάλλου…
………………………………………………….
 Ίσως και συ να το ξέρεις:
τα πιο όμορφα πράγματα τα λέμε συνήθως για ν’ αποφύγουμε να πούμε μιαν αλήθεια· κ’ ίσως αυτή η αποσιωπημένη αλήθεια να ’ναι που δίνει
τη μεγάλη ομορφιά κι αοριστία σ’ αυτά τα τετριμμένα ξένα λόγια…
Η αοριστία πάντα μαρτυράει κάτι βαθύ κι ορισμένο – πιθανόν τραγικό ή και κτηνώδες –μια θυσιασμένη επιθυμία…
…………………………….
Τούτο το σπίτι είναι γεμάτο απ’ τον ίσκιο σου. Το σπίτι είναι σώμα,  το αγγίζω, με αγγίζει, κολλάει απάνω μου, τις νύχτες ιδίως…
Δεν έχω πια πού να κρυφτώ. Κλείνω σφιχτά τα μάτια και φέγγω ολόκληρη και βλέπομαι στιλπνή, γλιστερή, αμετακίνητη.
Το σπίτι είναι σώμα· είναι το σώμα σου, μαζί με το δικό μου…

Βράδιασε πια. Σκοτείνιασε. Δε βλέπω τη μορφή σου. Καλύτερα.
Δε βλέπω την προσωπίδα σου (γιατί φορείς και συ προσωπίδα· αγιότητα πες την,
αγνότητα πες την – προσωπίδα). Καλύτερα έτσι.
Μαντεύω μές στον ίσκιο τον αποτροπιασμό σου. Ω ανόητε ωραίε,  να το θυμάσαι:
αυτοί που πόνεσαν πολύ γνωρίζουν να εκδικούνται…
Τι πικρά που νυχτώνει. Βγήκαν τ’ αστέρια. Τρυπούν σαν αγκάθια…
Μη τάχα προορισμός της γυναίκας είναι η γέννηση; ή μήπως προορισμός της αθέλητος ο έρωτας;  το μαρτύριο κ’ η δόξα του ανθρώπου.
Μπορείς να πηγαίνεις.

Φύγε, λοιπόν. Τι μου στέκεις εκεί απολιθωμένος; Έμπα στο λουτρό σου,
έμπα να ξεπλυθείς απ’ τα ανόσιά μου λόγια, απ’ τα ανόσιά μου μάτια, απ’ τα κόκκινα, λασπωμένα μου μάτια.
Ίσως κει μέσα ν’ αφαιρέσεις για λίγο και συ το προσωπείο σου, τη γυάλινή σου πανοπλία, την παγωμένην αγιοσύνη σου, τη φονική σου δειλία. Φεύγα σου λέω.
Δεν αντέχω την ύβρη της σιωπής σου…»

Καλή χρονιά!!!!!




Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

ΔΕΝΤΡΟ Η ΚΑΡΑΒΑΚΙ; 
Καραβάκι.
Της  Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Εγώ είμαι βέβαιη, όσο βέβαιη είμαι για την καταγωγή μου. Κι όταν πρόκειται για μια γιορτή ανάμνησης, παράδοσης, μια γιορτή που συγκεντρώνει τις οικογένειες όλου του κόσμου στο σπίτι, με φαγητό της μαμάς, γλυκό, επίσης της μαμάς, γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο αγάπη και στοργή, τότε, είναι να ρωτάς; Καραβάκι δαγκωτό.
Δεν θα σας πω τίποτε για το έλατο αληθινό(έγκλημα) ή ψεύτικο. Μπορείτε να βρείτε πληροφορίες παντού, όπως και τα στολίδια του. Εγώ θα σας μιλήσω για το καραβάκι και τα λαμπιόνια του, άντε και μερικά κιβώτια στ’ αμπάρια του. Θα σας μιλήσω για τη σημασία του και, ίσως, να σας συγκινήσω κομμάτι, όπως τραγουδούσε ο Σαββόπουλος κάποτε.

Τι συμβολίζει το καράβι για τους Έλληνες; Τον τρόπο που έμαθαν τον κόσμο, πλέοντας με τη βοήθεια των αστεριών, σε τόπους μακρινούς ή κοντινούς, σε εκείνους τους τόπους που δεν μπορούσαν να πάνε με τα πόδια ή το πιστό τους άλογο.
Γύρω μας η θάλασσα, γαλάζια, γκρίζα ή μαύρη, να συνορεύει μ’ έναν ουρανό που τη συντροφεύει στα όνειρα και στα χρώματα: ό,τι χρώμα έχει η θάλασσα, τέτοιο ντύνεται και ο ουρανός μας.
Πόσοι είναι οι ναυτικοί μας; Αμέτρητοι, όσες και οι προσευχές των γυναικών και των μανάδων στον Άη Νικόλα, όσες οι ικεσίες στην αρχαιότητα στον τότε αφέντη των νερών, στον Ποσειδώνα.
Ο λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης σημειώνει:
«το καράβι αυτό (το χριστουγεννιάτικο) ενθυμίζει το πραγματικόν πλοίον, το οποίον κατά την εορτήν των Ανθεστηρίων στας Αθήνας εφέρετο επί τροχών επαναφέρον τον Διόνυσον, τον θεόν της βλαστήσεως».

Δεμένη η πατρίδα μας με τη θάλασσα και τα πλεόυμενα που άλλαζαν μορφή κάθε τόσο: να γίνονται πιο γερά, πιο μεγάλα, πιο σίγουρα. Ένα παντοτινό όνειρο που μεταφέρθηκε στο σπίτι- ένα μικρό ομοίωμα στολισμένο με φωτάκια- απαρράλαχτο με τα κανονικά που τα βρέχει η αλμύρα, όπως φωτίζονται στις ναυτικές γιορτές και τα Θεοφάνεια, με γεμάτα τ’ αμπάρια και μια προσευχή: να γυρίσει ο ναυτικός στο σπίτι του, στην οικογένειά του.
Πρώτοι μπήκαν στο χορό οι νησιώτες, αφού αυτοί είχαν τους περισσότερους ξενιτεμένους στα επικίνδυνα νερά, έρμαιοι των στοιχείων της φύσης και αιώνια μαγεμένοι.
Τα παιδιά τους, φτιάχνοντας ένα καραβάκι με χρωματιστά χαρτάκια και μικρά σχοινιά, έλεγαν τα κάλαντα στη γειτονιά, κρατώντας το ευλαβικά στα χεράκια τους. Τα μικρά του αμπάρια γέμιζαν με γλυκά, χριστόψωμα και ευχές για «γρήγορη επιστροφή». Μια ευχή βάλσαμο για τα παιδιά που λαχταρούσαν να δουν τον κύρη τους, την ίδια στιγμή που βιάζονταν να μεγαλώσουν και να ταξιδέψουν μαζί του.
Αν και οι άνεμοι των αλλαγών και της «προόδου» το εκτόπισαν σοβαρά κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, στις μέρες μας παρατηρείται μια στροφή στην παράδοση. Είναι πολλοί οι δήμοι που επιλέγουν να κατασκευάσουν και να φωτίσουν ένα καράβι, αντί για ένα έλατο.
Η Χίος, ένα από τα παραδοσιακά ναυτικά μας νησιά, συνεχίζει να τηρεί το παλιό έθιμο του φωτισμένου καραβιού, αποτείοντας κι ένα φόρο τιμής στους ναυτικούς της (... και καπετάνιο Χιώτη, ήθελε το τραγούδι του... Χιώτη), κρατώντας συγχρόνως ζωντανή την παράδοση.
Κάθε Πρωτοχρονιά αναβιώνει το έθιμο με τα πρωτοχρονιάτικα καραβάκια. Ομάδες ατόμων, που εκπροσωπούν τις συνοικίες της πρωτεύουσας του νησιού, κατασκευάζουν λεπτομερείς απομιμήσεις εμπορικών και πολεμικών πλοίων.

Στα  παραδοσιακά πρωτοχρονιάτικα Κυκλαδίτικα κάλλαντα το καραβάκι έχει την τιμητική του:

«Σένα σού πρέπει αφέντη μου καράβι ν’ αρματώσεις
και τα σκοινιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις.
...
Σένα σού πρέπει αφέντη μου καράβι από την Πόλη
όντας το φέρεις στο νησί να το ζηλεύουν όλοι.
Νάχει απάνω το Σταυρό και την Άγια Σοφία
όντας γυρνάς στα πέλαγα να έχεις ευλογία.
...
Σένα σού πρέπει αφέντη μου καράβι από τη Μάλτα
Κι εκείνο πού’ χεις στο νησί να το τραβάς για βάρκα».

Καλή κι ευτυχισμένη χρονιά για όλο τον κόσμο!








Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Μια καταραμένη μάγισσα
Της Dimitra Papanastasopoulou




Δεν υπάρχει τίποτε σκληρότερο από το να λες την αλήθεια και να μη σε πιστεύει κανένας... Αυτό ήταν το δράμα της Κασσάνδρας.

Κόρη του βασιλιά της Τροίας και της Εκάβης, αναφέρεται και ως Αλεξάνδρα.
Μια όμορφη κοπέλα, «καλλίστη πασών» κατά τον Όμηρο, που την ερωτεύεται κεραυνοβόλα ο θεός Απόλλωνας. Κι αυτός ο έρωτας ήταν μοιραίος για την Κασσάνδρα.
Για να δεχθεί τον έρωτα του θεού, ζητά να την κάνει αλάνθαστη μάντισσα. Εκείνος δέχεται και την προικίζει με το χάρισμα της μαντείας. Η Κασσάνδρα, νομίζει ότι τώρα, έχοντας αποκτήσει ό,τι ήθελε, μπορεί να αποφύγει τον Απόλλωνα. Πατά την υπόσχεσή της και αρνείται να του δοθεί.
Ο Απόλλωνας  θυμώνει, αδυνατώντας να πάρει πίσω το δώρο του. Ζητά από την πονηρή Κασσάνδρα να του δώσει μόνο ένα φιλί. Εκείνη δέχεται και ο Απόλλων φτύνει στο στόμα της το σάλιο του, αφαιρώντας τη δύναμη της πειθούς: ό,τι και να λέει η νεαρή μάντισσα, δεν θα γίνεται πιστευτό...
Πρώτη αναφορά για τα παραπάνω γίνεται από τον Αισχύλο, στο έργο του Λυκόφρων. Στο έργο, η Κασσάνδρα παρουσιάζεται φυλακισμένη από τον Πρίαμο, επειδή κανείς δεν άντεχε να ακούει τις γεμάτες αίμα, συμφορές και θανάτους προφητείες της, έχοντας, ωστόσο, δώσει εντολή στον δεσμοφύλακά της να καταγράφει τα λεγόμενά της.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η Εκάβη γέννησε δίδυμα:την Κασσάνδρα και τον Έλενο. Κάποια χρονιά που οι γονείς τους γιόρταζαν τα γενέθλιά τους στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, έξω από τις πύλες της Τροίας, τα παιδιά αποκοιμήθηκαν μέσα στο ιερό, ξεχασμένα από τους γονείς τους, που, μεθυσμένοι, επέστρεψαν στο παλάτι χωρίς τα παιδιά τους.
Εκεί, τα κοιμισμένα παιδιά δέχονται επισκέψεις φιδιών-συμβόλων του Απόλλωνα- που γλείφουν τα αυτιά τους, καθαρίζουν τα αισθητήριά τους. Έτσι, τα παιδιά θα ακούν μυστικές φωνές, ασύλληπτες από τους κοινούς ανθρώπους.
Όταν ο Πρίαμος και η Εκάβη ξύπνησαν, τα αναζήτησαν. Κάποιες υπηρέτριες τα βρήκαν μέσα στο ναό, κυκλωμένα από τα ιερά φίδια. Τρομαγμένες, έβαλαν τις φωνές και τα φίδια απομακρύνθηκαν.
Τα δίδυμα, επομένως, έχουν πάρει το χάρισμα της μαντικής από τα παιδικά τους χρόνια. Ο θεός είχε αποφασίσει η Κασσάνδρα να προλέγει το μέλλον, μετά από τη δική του παρέμβαση, όπως έκαναν και οι Πυθίες, και ο Έλενος θα ερμήνευε τις κινήσεις των πουλιών (οιωνοσκοπία).
(Σ’ αυτή την εκδοχή δεν έχουμε εξήγηση για την κατάρα που συνοδεύει την Κασάνδρα).



Το δράμα της Κασσάνδρας είναι φοβερό. Κάθε τόσο προβλέπει καταστροφές: όταν γεννιέται ο Πάρις, όταν ο Πάρις χάνεται και ξαναβρίσκεται, όταν φεύγει για την Σπάρτη, όταν επιστρέφει με την Ωραία Ελένη, όταν κατά τη διάρκεια του Τρωϊκού Πολέμου εμφανίζεται ο Δούρειος Ίππος. Ποτέ και κανείς δεν δίνει σημασία, ούτε θυμάται ότι την προηγούμενη φορά είχε πει την αλήθεια.
Ήταν η πρώτη που γνώριζε ότι ο Πρίαμος θα έπειθε τον Αχιλλέα να του δώσει τη σωρό του Έκτορα.

Μετά την άλωση της Τροίας κατέφυγε στο ναό της Αθηνάς. Οι Αχαιοί έμπαιναν να ληστέψουν την πόλη, ενώ ο Αίας ο Λοκρός έτρεχε στον ναό της Αθηνάς, αδιαφορώντας για τα λάφυρα. Μέσα στο ναό βρήκε την Κασσάνδρα και οι διαθέσεις του ήταν κάτι παραπάνω από άγριες. Η Κασσάνδρα αγκάλιασε το άγαλμα-ξόανο της θεάς και ικέτευσε για έλεος. Η Αθηνά κώφευσε.
Ο Αίας, αδιαφορώντας για τον ιερό χώρο, τράβηξε την ικέτιδα από τα μαλλιά και το άγαλμα σείστηκε από τη βάση του. Ο Αίας αδιαφόρησε, άρπαξε την Κασσάνδρα και την βίασε μέσα στο ναό... Όσοι Έλληνες βρέθηκαν εκεί φρύαξαν, πολύ περισσότερο βλέποντας μπροστά στα μάτια τους το ξόανο να ζωντανεύει, την θεά απαστράπτουσα να στρέφει τα μάτια της στον ουρανό.
Για να την εξευμενίσουν, αποφασίζουν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα. Εκείνος, όμως, κρύφτηκε στον βωμό της Αθηνάς- της θεάς που είχε προσβάλει λίγο νωρίτερα- και σώθηκε, ικετεύοντάς την. Κατά ένα περίεργο τρόπο, η Αθηνά φαινόταν να είναι  με το μέρος του.
Αλλά δεν ήταν. Όταν ο Αίας φεύγει από την Τροία, μαζί με τους άλλους Λοκρούς, η Αθηνά βυθίζει το πλοίο του, εν μέσω μιας φοβερής καταιγίδας. Ο Αίας καταφέρνει και σύρεται σ’ έναν βράχο της Εύβοιας και κάνει ένα μοιραίο λάθος: στρέφει τα μάτια του στον ουρανό και απευθυνόμενος στους θεούς, φωνάζει ότι θα επιβιώσει, παρά τη θέλησή τους. Η τιμωρία έρχεται από τον έξαλο Ποσειδώνα. Με την τρομερή του τρίαινα, διαλύει το βράχο και ο Αίας βυθίζεται για πάντα στο υγρό βασίλειο, αφήνοντας την τελευταία του πνοή εκεί.



Οι Έλληνες μοιράστηκαν τις γυναίκες των ηττημένων Τρώων. Η Κασσάνδρα κληρώθηκε στον Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά- ας είχε προηγηθεί ο άγριος βιασμός της από τον Αίαντα.
Όταν έφτασαν στις Μυκήνες, η τύχη τους ήταν κοινή: δολοφονήθηκαν από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο.

Άρα γε, η Κασσάνδρα το πρόβλεψε κι αυτό; Το είπε στον Αγαμέμνονα κι εκείνος την αγνόησε; Είδε και τον δικό της θάνατο, αλλά τον άφησε να έλθει για να τη λυτρώσει;



Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ATOMOY
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Είναι γνωστό ότι οι ενωμένες δυνάμεις φέρνουν πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα. Παραμύθια, ιστορικά γεγονότα, μέχρι και παροιμίες μας βεβαιώνουν ότι «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη».
Υποκλίνομαι. Έλα, όμως, που πέρασαν μερικοί γίγαντες του πνεύματος που διαλαλούσαν ότι ένας και μόνον ένας, όταν το θέλει, μπορεί να ταρακουνήσει τον κόσμο ολόκληρο;

Ο Καζαντζάκης κραυγάζει ότι πρέπει πάντα να δρας σαν να μην υπάρχει άλλος στον κόσμο, ότι εσύ μόνος μπορείς να νικήσεις τους πάντες.

Με το 2016 να μας αποχαιρετά- εμείς απασχολημένοι με την κατασπατάληση της καθημερινότητάς μας, δεν ξέρω αν θυμηθούμε να ανταποδώσουμε τον χαιρετισμό, κάνω κάποιες σκόρπιες σκέψεις.
Ναι, δεν μπορώ να συμμαζέψω το μυαλό μου, δεν μπορώ να χαρώ, όπως άλλες χρονιές. Το δράμα της καταρρέουσας ανθρωπότητας με συγκλονίζει και αναρρωτιέμαι αν είχε δίκιο ή όχι ο Καζαντζάκης.

Σαν αστραπή, μού έρχεται κι άλλος ένας συνοδοιπόρος του, που έζησε νωρίτερα από τον μεγάλο στοχαστή μας. Ένας Γάλλος, επίσης συγγραφέας, άνθρωπος των γραμμάτων, καλαμαράς.
Το όνομά του: Εμίλ Ζολά.
Τον γνωρίζετε, το ξέρω, αλλά δεν θέλω να συζητήσουμε για την Τερέζα Ρακέν ούτε για την περίφημη Νανά. Δεν θέλω να συζητήσω για κανένα συγγραφικό του έργο.

Θέλω να σας θυμήσω μια καταιγίδα γραφής, ένα τρομερό πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα Aurore με τον πηχαίο τίτλο : Κατηγορώ!

Ένας άνθρωπος, ένας γραφιάς, είχε την ψυχική δύναμη και το ηθικό ανάστημα να εναντιωθεί σ’ ολόκληρο το γαλλικό κράτος, να το ταρακουνήσει και να εισακουσθεί, να φέρει, δηλαδή αποτέλεσμα, απευθυνόμενος, μέσω της εφημερίδας, στον πρωθυπουργό.

Να μερικές από τις φράσεις, καταπέλτες, που φανερώνουν τους αποδέκτες των κατηγοριών του:
-Κατηγορώ τον αντισυναταγματάρχη Πατύ ντε Κλάμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης...
-Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιωνα...
-Κατηγορώ τον στρατηγό Μοιγιό, γιατί είχε στα χέρια του ανασμφισβήτητες αποδείξεις της αθωότητας του Ντρέϊφους και τις έπνιξε...
-Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκόνζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος...
-Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία...
-Κατηγορώ τους τρείς γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συνέταξαν ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων...
-Κατηγορώ το Υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες, ιδιαίτερα στην Αστραπή και στην Ηχώ των Παρισίων, μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη...
-Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο, γιατί παραβίασε το δίκαιο...

Πόσοι άνθρωποι του πνεύματος του καταθλιπτικού μας «σήμερα», έχουν την δύναμη να κατηγορήσουν τους υπεύθυνους που ρημάζουν καθημερινά τους πολίτες όλου του κόσμου, και μάλιστα δημόσια;

Δεν έχει σημασία η σημαία, η γλώσσα, η θρησκεία, το πολίτευμα. Γιατί, όλοι οι ιθύνοντες, όλοι όσοι ασκούν εξουσία, έχουν ξεχάσει τους όρκους που έδωσαν να υπηρετήσουν την πατρίδα και τους πολίτες της χώρας τους.

Πόσο δίκιο είχε ο Χριστός όταν έλεγε ότι είναι πιο δύσκολο να περάσει ένας ελέφαντας από τη σχισμή μιας μικρής βελόνας, παρά ένας πάμπλουτος στον παράδεισο( όπου πάμπλουτος και παράδεισος, βλέπε το ισχυρό κεφάλαιο και το δίκαιο των αδυνάτων).

Πόσα πρέπει ακόμη να δουν τα θολά και αδιάφορα μάτια μας για να αρχίσουμε να αντιδρούμε δυναμικά;

Ως αισιόδοξο άτομο, εύχομαι το 2017 να βρεθεί αρωγός μας, να μας δώσει εναύσματα και ευκαιρίες για να πετύχουμε κάτι καλύτερο σε όποιον τομέα μπορεί ο καθένας.

Καλή χρονιά, αγαπημένοι!!  




Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ(1922-1997)
Ο φιλόσοφος της Αυτονομίας
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Όπου να και κοιτάξω, βλέπω δυστυχία, μαυρίλα, ήττα ψυχική και σωματική. Και ο εσώτερος εαυτός μου επαναστατεί, ψάχνει μια αχτίδα φωτός, να στρέψει εκεί τον λογισμό, να βρει παρηγοριά. Και η προσπάθεια έχει αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα που βγαίνει πάντα όταν στρέφομαι στο πνεύμα και στους ανθρώπους που το υπηρέτησαν.
Ένας από αυτούς ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ένας Έλληνας φιλόσοφος του 20ού αιώνα, που ανέβηκε τα σκαλοπάτια της διανόησης και διακρίθηκε. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του αιώνα του.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τη χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά η οικογένειά του πρόλαβε να έρθει στην Αθήνα ένα μήνα πριν τον χαμό. Ο πατέρας του λάτρευε την μόρφωση, ήταν άθεος και αντιβασιλικός. Η μητέρα του, μια επίσης μορφωμένη γυναίκα, είχ ιδιαίτερη προτίμηση στη μουσική.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλον, ο μικρός Κορνήλιος άρχισε να διαβάζει φιλοσοφία στην τρυφερή ηλκία των 11-12 ετών και πρωτοήλθε σε επαφή με την μαρξιστική σκέψη στα 13 του χρόνια. Αυτή η παιδεία του γέννησε το ενδιαφέρον για την πολιτική και για την φιλοσοφική σκέψη γενικότερα.
Προσχώρησε στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας το 1937, έφηβος ακόμη, επί δικτατορίας του Μεταξά, αλλά λίγο μετά την αρχή της κατοχής, συγκρότησε μαζί με άλλους νέους μια ομάδα που εναντιωνόταν στον προσανατολισμό του Κ.Κ. Ελλάδας. Οι σπουδές του στο πανεπιστήμιο Αθηνών περιλάμβαναν νομικά και οικονομικά.
Το 1943 προσχώρησε στην τροτσκιστική ομάδα του Άγη Στίγα, κάτι που τον έφερε αντιμέτωπο και με τους Γερμανούς και με το Ε.Α.Μ.
Την επόμενη χρονιά γράφει τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μάξ Βέμπερ που δημοσιεύονται στο περιοδικό Αρχείον Κοινωνιολογίας και Ηθικής. Στα Δεκεμβριανά αποδοκιμάζει τη στάση του ΚΚΕ ως σταλινικό πραξικόπημα, και φεύγει για το Παρίσι, με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την Γαλλική κυβέρνηση, όπου και θα εγκατασταθεί μόνιμα.
Συνεπιβάτες του στο ίδιο πλοίο είναι και δύο άλλες μεγάλες μορφές: ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, που έχουν πάρει την ίδια υποτροφία.

Στο Παρίσι γίνεται μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς, αλλά και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Γρήγορα θα απομακρυνθεί και από τις δύο οργανώσεις(1948), ενώ αρχίζει να εργάζεται στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης του Ο.Ο.Σ.Α.
Ιδρύει την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα μαζί με τον Γάλλο διανοούμενο Κλώντ Λεφόρ και από το 1948 μέχρι το 1965 εκδίδει το ομώνυμο περιοδικό, όπου αρθρογραφούν  και άλλοι Γάλλοι διανοούμενοι, όπως ο Ζαν Φρανσουά Λιοτάρ και ο Γκύ Ντεμπόρ. Ήταν ένα περιοδικό ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστική ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, που το ονόμασε Γραφειοκρατικό Καπιταλισμό, αναφέροντας:
«Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης, όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα».
Αναφερόμενος στις «φιλελεύθερες ολιγαρχίες» της Δύσης, υποστήριζε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης είχε πάψει να είναι η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής και έγινε η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας.
Σταδιακά, και όσο οδηγούμαστε προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού, ο Καστοριάδης απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την μαρξιστική φιλοσοφία, την θεωρία της Ιστορίας και την μαρξιστική οικονομική ανάλυση (φαίνεται καθαρά στο κείμενο «Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία», που περιλήφθηκε αργότερα στο βιβλίο «Η φαναταστική Θέσμιση της Κοινωνίας»)

Τα κείμενά του Καστοριάδη στο περιοδικό αυτό θα γεννήσουν τα βιβλία του: «Η γραφειοκρατική Κοινωνία»(1973), «Η πείρα του Εργατικού Κινήματος»(1974), «Το περιεχόμενο του Σοσιαλισμού», «Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση», «Η Γαλλική Κοινωνία» (1979).
Ενώ οι θέσεις και οι απόψεις του γνωρίζουν μεγάλη απήχηση σε επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών, ο ίδιος αναγκάζεται να υπογράφει με διάφορα γαλλικά ψευδώνυμα, επειδή δεν είχε αποκτήσει γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο, απειλούμενος συνεχώς με απέλαση στην Ελλάδα.
Ενώ το περιοδικό παύει να υφίσταται το 1967, τα κείμενά του αποτελούν πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του 1968.
Τελικά, το 1970, ο Καστοριάδης αποκτά γαλλική υπηκοότητα και αρχίζει να ασχολείται με την ψυχανάλυση, συμμετέχοντας στις συνελεύσεις της Τέταρτης Ομάδας- ενός κινήματος που διαφωνούσε με την σχολή του Ζακ Λακάν.
Η στροφή του στην ψυχανάλυση τον οδηγεί σε μια νέα φιλοσοφική κατανόηση της ζωής, με κεντρική έννοια αυτή του Φανταστικού, το οποίο θεωρεί θεμέλιο της ανθρώπινης δημιουργίας. Αρνείται την ύπαρξη του προδιαγεγραμμένου όσο αφορά την κοινωνική αλλαγή στα πλαίσια της πορείας μιας κοινωνίας, αφού πιστεύει ότι πρόκιται για μια συνεχή δημιουργία που γεννιέται μέσω του Κοινωνικού Φαντασιακού.    

Κυρίαρχη θέση στο έργο του κατέχει η έννοια της Αυτονομίας, που ετυμολογικά σημαίνει την πολιτική πράξη, κατά την οποία μια κοινωνία δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς.
Πολλές κοινωνίες, την στιγμή της δημιουργίας τους, παρουσιάζουν φαινόμενα αυτονομίας, όπως οι δημαρχιακές συναντήσεις πολιτών στην Αμερικανική Ανεξαρτησία και οι οργανώσεις πολιτών κατά την Κομμούνα του Παρισιού. Στην εξέλιξή τους, όμως,τα συστήματα αυτά, δίνουν την νομοθετική εξουσία σε εκλεγόμενους άρχοντες, με αποτέλεσμα την πλήρη αποξένωση του πολίτη από αυτήν. Κατά τον Καστοριάδη, μόνον η λεγόμενη εκτελεστική εξουσία, η οποία οφείλει να πράττει κατά την κυριολεξία του όρου, εκτελώντας τα βουλεύματα του δήμου, μπορεί να μεταβιβάζεται σε ειδικούς. Οι υπόλοιπες(εξουσίες), συμπεριλαμβανομένης και της διακστικής, πρέπει να μένουν στα χέρια των πολιτών, μέσω της άμεσης δημοκρατίας.
Υποστήριζε ότι η αρχαία Ελλάδα δεν πρέπει να αποτελέσει πρότυπο, αλλά έμπνευση για μια σύγχρονη αυτόνομη δημοκρατία.

Το 1979 εξελέγη διευθυντής της Σχολής Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών Παρισιού.
Τα  τελευταία χρόνια της ζωής του επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίδοντας σειρά διαλέξεων σε διάφορες πόλεις. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το 1993 επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Το 2014 κυκλοφόρησε η βιογραφία του Καστοριάδης- Μια ζωή, από τον Φρανσουά Ντοσσέ.



ΚΑΛΥΨΩ
Της Dimitra Papanastasopoulou





Η Καλυψώ ήταν μια νύμφη- μάγισσα, κόρη του Άτλαντα και της Πλειόνης ή του Ήλιου και της Περσηίδας, η οποία τρεφόταν με νέκταρ και αμβροσία, έχοντας την υπέρτατη δύναμη να χαρίζει την αθανασία σε όποιον επέλεγε. Κατοικία της  το νησί Ωγυγία, τοποθετημένο στη δυτική Μεσόγειο, στον κόλπο της Νεάπολης ή του Τάραντα ή κατ’ άλλες πηγές στο Ιόνιο Πέλαγος. Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι το νησί ήταν στην Θέουτα- απέναντι από το Γιβραλτάρ- ή το νησί Γκόζο, πολύ κοντά στην Μάλτα.

Μας γίνεται γνωστή κι αυτή, όπως και η Κίρκη, από την Οδύσσεια(ραψωδίες Ε και Η), αντιπροσωπεύοντας την δέκατη περιπέτεια του πολύπαθου Οδυσσέα.
Ο Οδυσσέας φτάνει στο καταπράσινο και ειδυλλιακό νησί της Καλυψώς εντελώς μόνος, έχοντας χάσει όλους τους συντρόφους του φεύγοντας από το νησί του Ήλιου. Ένα αστροπελέκι του Δία χτύπησε το καράβι και το διέλυσε, παρασύροντας στον βυθό όλους, εκτός από τον ήρωα της Οδύσσειας. Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια στη θάλασσα( ένα χρόνο έμεινε, όπως είπαμε, στο νησί της Κίρκης). Ο Οδυσσέας, πιασμένος από ένα κομμάτι ξύλο, παραδέρνει στα άγρια κύματα για δέκα ατελείωτα ημερόνυχτα, μέχρι που τα κύματα τον βγάζουν στην ωραιότερη ξηρά, στο παραδεισένιο νησί που διαφεντεύει η Καλυψώ.





Η Καλυψώ, τριγυρισμένη από θεία ομορφιά (φυσικοί κήποι, ιερό δάσος, πηγές) ζει παρέα με άλλες νύμφες μέσα σε ένα θεόρατο σπήλαιο, κλώθωντας και υφαίνοντας.
Την ώρα που, παραπατώντας από την εξάντληση, ο ήρωάς μας μπαίνει στο σπήλαιο, την βλέπει, καλλίκομη κι αρχοντική, με τις όμορφες ξανθές πλεξούδες της να ζωντανεύει μια φωτιά, να τραγουδά με την ουράνια φωνή της και να υφαίνει με τη χρυσή της σαϊτα. Την επόμενη στιγμή καταρρέει, λιποθυμά.
Η πανέμορφη νύμφη τον φροντίζει και τον ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Όταν ο Οδυσσέας συνέρχεται, εκείνη δεν τον αφήνει να φύγει. Τον διεκδικεί ακούραστη και επίμονη, με τις αόρατες αλυσσίδες της θείας γοητείας της,για επτά ολόκληρα χρόνια, υπόσχεται να τον κάνει αθάνατο, αρκεί να μην την εγκαταλείψει...
Κάθε άλλος θνητός θα είχε υποκύψει- όχι, όμως, ο Οδυσσέας, που το πεπρωμένο του είναι να φέρει σε πέρας το ταξίδι της ζωής και της γνώσης, παραμένοντας θνητός, όπως κάθε άνθρωπος που τάσσει τον εαυτό του υπηρέτη ενός σκοπού.

Μετά από επτά χρόνια υπομονής και επιμονής από την πλευρά του Οδυσσέα, έρχεται η ώρα της λύτρωσης, της απελευθέρωσης και της συνέχειας του ταξιδιού-σκοπού. Η Αθηνά παρακαλεί τον Δία να βοηθήσει αυτόν τον πεισματάρη κι εκείνος στέλνει τον Ερμή να διατάξει την απελευθέρωση. Ο Οδυσσέας δεν πιστεύει στα μάτια και στ’ αυτιά του...
Η Καλυψώ, αν και πληγωμένη, είναι υποχρεωμένη να υπακούσει στον ηγέτη των θεών. Την κυριεύει η ζήλεια, εκείνη μια θεά, για μια θνητή- την Πηνελόπη, την γυναίκα που ο Οδυσσέας προτιμά στη θέση της, αλλά η βαθειά αγάπη της υπερτερεί και  του προσφέρει  τα απαραίτητα και τις σοφές της συμβουλές για το ταξίδι του: ξυλεία και πανί, για να κατασκευάσει μια σχεδία,προμήθειες και «μαύρο κρασί», του υποδεικνύει τ’ αστέρια που πρέπει ν’ ακολουθήσει ή να παρατηρεί για να ρυθμίζει την πορεία του.



Η Καλυψώ και ο Οδυσσέας απέκτησαν τρεις γιούς: τον Ναυσίθεο, τον Ναυσίνοο και τον Αίσωνα ή Αύσονα, που εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Ο Ησίοδος στην Θεογονία αναφέρει μόνο τους δύο πρώτους, ενώ μεταγενέστεροι μύθοι αναφέρουν μόνον ένα γιό, τον Λατίνο.




Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

ΚΙΡΚΗ
Η Θεά-Μάγισσα
Της Dimitra Papanastasopoulou




Η πανέμορφη μάγισσα, με τα υπέροχα, μακριά μαλλιά και την ανθρώπινη μιλιά, θεία της Μήδειας, κατοικούσε μόνη στην Αιαία, «ένα νησί στεφανωμένο από πελάγη ατέρμονα». Ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά του λέει ότι το νησί ήταν στο νότιο Λάτιο, ανάμεσα στη Ρώμη και τη Νάπολη, στον κόλπο της Γκαέτας.
Το παλάτι είναι υπέροχο, μαγικό, «χτισμένο με πελεκητά λιθάρια, σε μέρος φυλαγμένο που να βλέπει ολόγυρα», με λύκους και λιοντάρια για φύλακες, μαγεμένα κι αυτά με βοτάνια δικά της.
Πατέρας της ήταν ο Ήλιος και μητέρα της η Πέρση, μία από τις Ωκεανίδες. Ήταν αδελφή του Αιήτη και της Πασιφάης. Αναφέρεται σαν δευτερεύουσα θεότητα, σαν μάγισσα και σαν νύμφη.Με τεράστιες γνώσεις στα βότανα και τις επιδράσεις τους, μεταμόρφωνε τους εχθρούς ή όσους την προσέβαλαν σε ζώα, δίνοντάς τους να πιούν μαγικά ποτά, που τα έφτιαχνε εκείνη.

Τη γνωρίζουμε από την Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας  ξεβράζεται στις ακτές του νησιού της και μεταμορφώνει τους συντρόφους του σε γουρούνια. Γουρούνια που μιλούν και έχουν συναίσθηση ότι ήταν άνθρωποι.
Ο Οδυσσέας γλυτώνει, λόγω της προστατευτικής παρέμβασης του Ερμή που τού δίνει αντίδοτο: «πάρε αυτό το καλοβότανο και κράτα το, στης Κίρκης σαν μπεις, να σκέπει το κεφάλι σου, κακή ώρα να σε ‘βρει». Το καλοβότανο, εξηγεί ο Ερμής, ξεριζώνοντάς το από τη γη, είναι μια ρίζα μαύρη με λευκό σαν το γάλα άνθος που ονομάζεται μώλυ. Κανένας θνητός δεν έχει τη δύναμη (ή τον τρόπο) να το αποσπάσει από τη γη. Αυτό είναι προνόμιο των θεών.
Ο ευνοημένος από τους θεούς γλυτώνει και ζει με την Κίρκη έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι να καταφέρει να φύγει με τους συντρόφους του.
Είναι εκείνη που δίνει συμβουλές στον Οδυσσέα, πώς θα καταφέρει να πάει στη χώρα των νεκρών, να βρει τον Τειρεσία και να μάθει γιατί ο Ποσειδώνας είναι οργισμένος, αλλά και με ποιόν τρόπο θα τον εξευμενίσει.
«Άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος κα χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους...και στρέψε αλλού το πρόσωπο, στου ποταμού το ρέμα. Άπειρες τότε εκεί ψυχές των πεθαμένων θα’ ρθουν...σε λίγο θα φανεί ο προφήτης κ ευθύς το δρόμο θα σου πει, του ταξιδιού το μάκρος και στην πατρίδα πώς θα πάς τη θάλασσα περνώντας».
Η ίδια η μάγισσα-θεά, εξουσιάζει τους ανέμους και υπόσχεται καλές καιρικές συνθήκες για το ταξίδι του Οδυσσέα. Δεν παραλείπει να δώσει συμβουλές για την αποφυγή κινδύνων και παγίδων (σειρήνες, σκύλλα, νησί του Ήλιου).
Την κάποτε πανέμορφη Σκύλλα, την είχε μεταμορφώσει η ίδια η Κίρκη σε τέρας, με σώμα έξι σκυλιών που αλυχτούσαν κι έτρωγαν ανθρώπους. Κι αυτό έγινε, επειδή ο Γλαύκος τόλμησε να αρνηθεί τον έρωτά της, προτιμώντας τη Σκύλλα.

Σ’ ένα αρχαίο έπος, την Τηλεγονία ή Τηλεγόνεια, που λέγεται ότι είναι η συνέχεια της Οδύσσειας και αποδίδεται στον Ευγάμονα τον Κυρηναίο, από το οποίο σώζεται μόνο μια περίληψη, αναφέρεται ότι η Κίρκη απέκτησε από τον Οδυσσέα έναν γιό, τον Τηλέγονο. Όταν μεγάλωσε ταξίδεψε μέχρι την Ιθάκη να γνωρίσει τον πατέρα του και επιδόθηκε σε λαφυραγωγία. Ήρθε σε συμπλοκή με τον Οδυσσέα, χωρίς να γνωρίζει ποιός είναι,  τον οποίο τραυμάτισε θανάσιμα με το δόρυ του «εξοπλισμένο με ψαροκόκκαλο σαλαχιού». Ο Οδυσσέας πεθαίνει και το σώμα του μεταφέρεται συνοδεία του Τηλέμαχου και της Πηνελόπης στο νησί της Κίρκης για να ταφεί.
Μετά την ταφή έγιναν δύο γάμοι: ο Τηλέμαχος παντρεύτηκε την Κίρκη και ο Τηλέγονος την Πηνελόπη. Η Κίρκη χάρισε την αθανασία στον Τηλέμαχο και την Πηνελόπη και τους έστειλε στα νησιά των Μακάρων, ενώ ανάστησε και τον Οδυσσέα, κρατώντας τον κοντά της.