The world I love:my novels, my favorite themes

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

ΤΟΝΤΑ ΡΑΜΠΑ του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου




Ο Ιούνιος τελειώνει και το καλοκαίρι αρχίζει...
Ένα ακόμη απόσπασμα από το «Τόντα Ράμπα», ένας αποχαιρετισμός στην δροσερή άνοιξη που έδωσε τη σκυτάλη στην εποχή που συμβολίζει την ξεγνοιασιά, τις διακοπές και ίσως έναν εφήμερο έρωτα για τα νιάτα που περνούν σαν αστραπή, συλλέγοντας όσα μπορούν και όσα προλαβαίνουν...
---

 Η Ραχήλ σηκώνεται θυμωμένη, μα ο Γερανός ξεμάκρυνε κιόλας, συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυά του. Κατεβαίνει και κλείνεται στην καμπίνα του.
   Η ψυχή του είναι ανήσυχη. Περνά ένα πονεμένο σταθμό. Όπως συχνά του συνέβηκε μέσα στις κρίσες της νεανικής ηλικίας, όλη η αγωνία του συγκεντρώθηκε μια νύχτα στην πλαστική εικόνα ενούς όνειρου: στρατιωτική παρέλαση. Ο στρατηγός περνά και κοιτάει έναν έναν τους στρατιώτες μέσα στο ασπράδι του ματιού. Διαλέγει, σβήνει τους δειλούς. Λέει: «Είσαι δειλός». Τον πετά έξω από τις γραμμές και πάει στον παρακάτω. Όλοι οι στρατιώτες τρέμουν. Έρχεται η σειρά του Γερανού. Ο στρατηγός, ορθός μπροστά του, τον εξετάζει: τον ξεψαχνίζει ώρες ολόκληρες. Με τη ματιά του περνά αντίπερα την καρδιά του Γερανού. Επιτέλους λέει: «Εσύ δεν μπορείς να πολεμήσεις αριστερά, γιατί βλέπεις και δεξιά. Δεν μπορείς να πολεμήσεις δεξιά, γιατί βλέπεις κι αριστερά.Δεν ξέρω τι να σε κάνω... Μ’ ενοχλείς».
   Τον άρπαξε από τους ώμους και τον τράνταξε. Ο Γερανός ξύπνησε αναπηδώντας. Από τη στιγμή εκείνη ο Γερανός υποφέρει τρομερά. Νιώθει να πετιούνται από τα σπλάχνα του περφάνιες σκληρές και φωνές απελπισμένες... Και ύστερα αυτός ο Αζάντ με τον ορμητικό αισθηματισμό του, και η Ραχήλ με τ’ αμυγδαλάτα μάτια της που ψάχνει για τον πιο δυνατό, και αυτός ο απαίσιος άνθρωπος πού του πέταξε την τρομερή φράση... Ο Αμίτα πάλι τον απελπίζει με τη βουδική μαρτυρική γλυκάδα του και το χαμόγελό του το ευγενικό και τραγικό... Ο Γερανός κοιτάει από το φινιστρίνι τη θάλασσα, παρακολουθεί με μάτια μισόκλειστα το ρυθμικό και γλυκό κυμάτισμα που κάνουν τα φαρδιά κύματα. Ησυχάζει λίγο. Για να νικήσει ολότελα την ανησυχία του, στρέφει τις σκέψεις του κατά την περίφημη χώρα που τα μάτια του αρχίζουν να καταχτούν. Νιώθει μέσα στο κεφάλι, απ’ το ‘να μελίγγι στο άλλο, τα γιγάντια βουνά του Καυκάσου. Μέσα σ’ αυτή την απέραντη εικόνα, ξεκαθαρίζει την πεισματάρικη, βαθιά ύπαρξη, με το κεφάλι παραγιομισμένο χώματα: το χωριάτη. Ο Γερανός, περνώντας τον Καύκασο, τονε σίμωσε πολλές φορές. Ερώτησες, απάντησες, παράπονα και κραυγές χύνουνται μέσα στη μνήμη του. Ο Γερανός θέλει να τα βάλει σε τάξη. Μιλάει ξανά με το γιό του:
   «Ένας χωριάτης είδε πάνω από’ να βαθύ γκρεμό τον Αμιράν δεμένο. Αναστέναζε, μούγκριζε, προσπάθαγε με όλη τη δύναμή του ν’ αρπάξει το σπαθί του που βρισκόταν πλάι του. Ο Αμιράν σσέρνει φωνή, καλέι το χωριάτη σε βοήθεια. Ο χωριάτης σιμώνει: «Λευτέρωσέ με, του λέει, και όλη η ανθρωπότητα θα λευτερωθεί, γιατί εγώ αγαπώ τους φτωχούς και τους πεινασμένους».  Άρπαξε το ψωμί από το δισάκι του χωριάτη και το’ σφιξε στο πελώριο χέρι του. Μονομιάς από το ψωμί έτρεξε αίμα και ίδρωτας.
   »Δυστυχισμένε, φώναξε ο Αμιράν, πώς μπορείς και τρώς τέτοιο ψωμί;
   »Τι θα μπορούσαμε λοιπόν να τρώμε; Ρώτησε ο χωριάτης.
   »Να, κοίταξε, απάντησε ο Αμιράν.
   »Σφίγγει με το χέρι του έν’ άλλο ψωμί, κυλάει γάλα.
   »Αν με λευτερώσεις, λέει, δε θα τρώς πια το ψωμί σου ζυμωμένο μ’ αίμα και ίδρωτα!
   »Άκουγα το Γιωργιανό χωριάτη, ένα απομεσήμερο, να μου ιστορεί τούτο το θρύλο, πέρα στο χωριό Τελάβ της όμορφης Κακετίας. Καθούμασταν πάνω σε μια πέτρα, μπρος στο κάστρο του τελευταίου βασιλιά της Γεωργίας, του γενναίου και άτυχου Ηρακλή. Πλάι μας, καθισμένος κατάχαμα, γριές χωριάτισσες, αμίλητες και χλωμές, άπλωναν μπροστά τους τη φτωχιά πραμάτεια τους:μερικά μισοσαπημένα κυδώνια, χοντρές κόκκινες κολοκύθες, λίγο καλαμπόκι πάνω σ’ ένα μαντίλι, αυγά και ραδίκια. Πλέκανε υπομονετικές και θλιμμένες. Μακριά, κάτω απ’ τον γλυκό ήλιο, άστραφτε η φαρδιά κοίτη του αποξηραμένου Αλατζάν. Πελώριες, πολύ όμορφες, χιονοσκέπαστες, οι κορφές του Καύκασου υψώνουνταν στον ουρανό χωρίζοντας την Ευρώπη από την Ασία. Φωτίζουνταν γαληνεμένες, απρόσιτες, σκληρές και παρθένες όπως διαμάντι. Μα τα θλιμμένα λόγια του χωριάτη είχαν ταράξει την καρδιά μου.


Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

ΠΑΝ Ο ΤΡΑΓΟΠΟΔΑΡΟΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Γέννημα θρέμμα της Αρκαδικής γης, αυτός ο κακάσχημος, τραγοπόδαρος, με μια τρομακτική οσμή να σου κόβει την αναπνοή, αλλά γλετζές, γκροτέσκος, με ιδιαίτερα σεξουαλικά γούστα, ένας τύπος  «όπου γάμος και χαρά», ήτανένα πλάσμα που κανείς δεν παραδεχόταν ότι το γέννησε. Στον ομηρικό ύμνο «εις Πάνα», αναφέρεται ότι η (άγνωστη) μητέρα του, μόλις είδε το γενειοφόρο με αυτιά και κέρατα κατσικιού «τερατωτόν» που έφερε στον κόσμο το εγκατέλειψε τρομαγμένη. Αντίθετα, ο Ερμής- που φέρεται ως  πατέρας του, σύμφωνα με κάποιες δοξασίες, τον δέχτηκε καλόκαρδα, τόν τύλιξε σε δέρματα λαγού, τον ανέβασε στον Όλυμπο και εκεί, όλοι τον δέχτηκαν. Περισσότερο φιλικός ήταν ο Διόνυσος, με τον οποίο έγιναν φίλοι.
Θεωρείται εφευρέτης του ποιμενικού αυλού, της αποκαλούμενης σύριγγος, και λεγόταν ότι η Σύριγξ ήταν νύμφη, η οποία, κυνηγημένη από τον Πάνα μεταμορφώθηκε σε καλαμιά, για να αποφύγει τον βιασμό της. Ο Πάνας έκοψε ένα κομμάτι καλαμιάς και έφτιαξε μια φλογέρα. Ύστερα, θέλησε να συναγωνιστεί τον Απόλλωνα και την λύρα του... Δεν τα κατάφερε, αλλά ένας από τους κριτές, ο Μίδας, έδωσε ψήφο υπέρ του Πάνα. Ο Απόλλων, οργισμένος, έκανε τα αυτιά του γαϊδουρινά.

Τα διαθέσιμα μυθικά στοιχεία μιλούν για τον Πάνα ως ποιμενικό θεό, του οποίου η λατρεία ξεκίνησε από την Αρκαδία και εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα, συχνά συνδυασμένη με την οργιαστική λατρεία της Κυβέλης και του Διονύσου.
Βασική ιδιότητα του Πάνα ήταν η προθυμία για γονιμοποίηση, έχουμε δηλαδή μια εντονότατη προσωποποίηση της γεννετήσιας δύναμης της ζωής, γι’ αυτό η λατρεία του αναφερόταν στον κύκλο ανανέωσης της ζωής εν γένει.
Ο μύθος που θέλει τον Ερμή πατέρα του είναι ουσιαστικός, αφού ο Ερμής είναι φαλλική θεότητα.Ο κομπασμός του Πάνα ότι κοιμήθηκε με όλες τις μαινάδες της ακολουθίας του Διόνυσου παραπέμπει επίσης  σε παλαιότερη ομαδική οργιαστική λατρεία για την ανανέωση της ζωής.
Η συνεργασία/ αποδοχή των Ολύμπιων θεών με τον Πάνα δείχνει την απόλυτη σύνδεσή του με την επίσημη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, ενώ ο ζωομορφισμός του, παράλληλος με τον δενδρομορφισμό των νυμφών οδηγούν σε ακόμη παλαιότερα στρώματα λατρείας.
Το δέρμα του λαγού, με το οποίο τον κάλυψε ο Ερμής, αναφέρεται σε μαγικές πράξεις στα πλαίσια της οργιαστικής λατρείας.

Ο μύθος για τον θάνατό του είναι πλασμένος αναλογικά με τους μύθους για τον θάνατο άλλων θεών που ανήκαν στον κύκλο της βλάστησης ( π.χ. Άδωνις. Έτσι, ο δαίμων της ελληνικής γης, με ιδιότητες άμεσα συγγενικές με τις δοξασίες περί ανανέωσης της φύσης, ήταν λογικό να πεθάνει, αφήνοντας όμως τον ήχο της φλογέρας του ν’ αντιλαλεί στην ύπαιθρο.

Ωστόσο, ο θάνατος του Πάνα ήταν τόσο σημαντικός που έφτασε να συμβολίζει τον θάνατο ολόκληρου του αρχαίου κόσμου. Έναν θάνατο που δεν επήλθε ακαριαία, αλλά σταδιακά, έναν θάνατο που συνέβη όταν ο Πάνας λατρευόταν ακόμη παντού και δοξαζόταν. Η ανανέωση που ερχόταν ήταν εντελώς διαφορετική, όπως συμβαίνει σε κάθε νέα αρχή.

ΕΡΡΙΚΟΣ ΣΛΗΜΑΝ ΚΑΙ ΜΥΚΗΝΕΣ
Όταν ο μύθος έγινε ιστορία
Μέρος Α΄
Η ανακάλυψη των Μυκηνών
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου






Την προηγούμενη εβδομάδα είδαμε ότι ο Σλήμαν με την στάση της απόκρυψης των ευρημάτων του στην Τροία, ήρθε σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πονηρά σκεπτόμενος, απευθύνθηκε στην ελληνική κυβέρνηση προσφέροντας τον θησαυρό με αντάλλαγμα να του δοθεί άδεια ανασκαφής στον χώρο των αρχαίων Μυκηνών. Πήρε την πολυπόθητη άδεια, με τον όρο να παρακολουθείται το έργο του από τις αρμόδιες αρχές και, με τον Παυσανία ανα χείρας, άρχισε να περιφέρεται στον χώρο.

Το 1876 ανακάλυψε τον πρώτο περίβολο και τους γνωστούς λακκοειδείς τάφους πίσω από την Πύλη των Λεόντων. Εκατοντάδες ευρήματα ήρθαν στο φως και θάμπωσαν ξανά τον κόσμο, όπως η περίφημη χρυσή ταφική μάσκα που αποδόθηκε στον Αγαμέμνονα, 19 σκελετοί και σαράντα κιλά χρυσά κτερίσματα. Ο Σλήμαν αναφωνεί : «Βρήκα τους σκελετούς του Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας, του Ευρυμέδοντα και των μελών της οικογένειας του Πέλοπα!»

Και, φυσικά, σπεύδει να τηλεγραφήσει στον βασιλιά Γεώργιο Α΄:
 «...Εύρον εντός των Τάφων μεγάλους θησαυρούς αρχαϊκών αντικειμένων εκ καθαρού χρυσού. Οι θησαυροί ούτοι αρκούν και μόνον να γεμίσουν ένα μεγάλο μουσείον, που θα είναι το αξιολογώτερον του κόσμου. Και το οποίον ανά τους αιώνας θα ελκύει εις Ελλάδαν χιλιάδας ξένους από όλας τας χώρας…»

Για άλλη μια φορά είχε «χτυπήσει» σωστά, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν απλοί μύθοι, αλλά υπήρχε ιστορία σ’ εκείνους τους τόπους. Ως το τέλος της ζωής του (26 Δεκεμβρίου 1890) πίστευε ότι είχε πράγματι ανακαλύψει τους τάφους των Ατρειδών.
Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε χρόνια αργότερα, ο λαμπερός, χρυσός θησαυρός, ήταν  για άλλη μια φορά ( όπως και στην Τροία) άνθρακας: όσα ανακάλυψε ο Σλήμαν ανήκαν σε άρχοντες που έζησαν τουλάχιστον 300 με 400 χρόνια νωρίτερα από τους Ατρείδες...

Τα ευρήματα των Μυκηνών στεγάζονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, στην ειδική Μυκηναϊκή Αίθουσα.



ΕΡΡΙΚΟΣ ΣΛΗΜΑΝ ΚΑΙ ΤΡΟΙΑ
Όταν ο μύθος έγινε ιστορία
Μέρος Α΄
Η ανακάλυψη της Τροίας
Της Δήμητρας  Παπαναστασοπούλου


Ο Ερρίκος Σλήμαν γεννήθηκε στο Νόϊμπόκοβ της Γερμανίας στις αρχές του 1822. Ο πατέρας του ήταν πάστορας και είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Ρομαντικός, αλλά δραστήριος, υπήρξε λάτρης του Ομήρου και δεινός έμπορος, συνδυάζοντας δύο πράγματα επιφανειακά άσχετα.
Σε νεαρή ακόμη ηλικία έφυγε για το Άμστερνταμ. Μέσα σε μία μόνο χρονιά έμαθε ολλανδικά, ισπανικά, ιταλικά, πορτογαλικά και ρωσικά (τελικά έμαθε 22 γλώσσες!) Στη συνέχεια πήγε στη Ρωσία και μετά στο Παρίσι, όπου έμαθε αρχαία ελληνικά και λατινικά. Είναι ήδη μεγιστάνας του πλούτου από το εμπόριο του λουλακιού και θεωρεί ότι ήρθε η στιγμή να κάνει πραγματικότητα το μεγάλο του όνειρο: τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας της Ελλάδας, ποτισμένος ως το μεδούλι από την ποίηση του Ομήρου. Χωρίζει την Ρωσίδα σύζυγό του Αικατερίνη Λυσέ και παρακολουθεί μαθήματα αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1866-1870.
Τον Φεβρουάριο του 1868 έστειλε μια επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος : «...Εδώ στο Παρίσι όπου βρίσκομαι, υπάρχουν πολλές όμορφες γυναίκες, η μια πιο γοητευτική από την άλλη. Και είναι δια να ξέρετε Άγιε Πάτερ, η κάθε μια τους ένας πειρασμός. Δεν θα ήθελα να μπλέξω με μια Γαλλίδα, γιατί ξέρω ότι δεν πρόκειται να βρω κοντά της, την αληθινή ευτυχία...».
Ο Αρχιεπίσκοπος του απάντησε στέλνοντας μια φωτογραφία της 17χρονης ξαδέλφης του Σοφίας, κόρης του Αθηναίου υφασματέμπορου Εγκαστρωμένου και θείου του. Ο Σλήμαν ήρθε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς και ο Αρχιεπίσκοπος τον πάντρεψε με τη Σοφία.
Ένα επιβλητικό τριώροφο μέγαρο, κατασκευή Ερνέστου Τσίλλερ, έγινε το σπίτι τους, που ονομάστηκε από τον Σλήμαν Ιλίου Μέλαθρον, δηλαδή Παλάτι του Ιλίου(=Τροίας). Το ζευγάρι απέκτησε ένα κορίτσι, την Ανδρομάχη, και ένα αγόρι, τον Αγαμέμνονα.

Το 1870 το ζευγάρι έφυγε για τον Μαρμαρά της Μικράς Ασίας και ακολούθως κατευθύνθηκε στον λόφο Χισαρλίκ της Τουρκίας, όπου άρχισε να ανασκάπτει, έχοντας οδηγό τον... Όμηρο. Η Σοφία στάθηκε δίπλα του ως σύντροφος και ως πολύτιμη βοηθός. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους αρχαιολογικής έρευνας τον 19ο αιώνα, ακριβώς τις ίδιες που χρησιμοποιούνται και σήμερα.
Την Τροία την αναζήτησαν κι άλλοι πολλοί, νωρίτερα, χωρίς κανείς να καταφέρει να ορίσει πού βρισκόταν η αρχαία πόλη των Ομηρικών επών. Ο Σλήμαν, έχοντας ανα χείρας τα βιβλία του Ομήρου, όμως, στην καρδιά το άσβεστο πάθος και στις τσέπες του το πολύτιμο χρήμα, οδηγήθηκε στον συγκεκριμένο λόφο. Εκεί βρήκε τον βρετανό αρχαιολόγο Φράνκ Κάλβερτ, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να ανασκάπτει χωρίς επιτυχία. Τα χρήματα που διέθετε είχαν τελειώσει όταν έφτασε το ζεύγος Σλήμαν και γνωρίστηκαν. Έτσι, ο Κάλβερτ αποχώρησε και ο Σλήμαν συνέχισε ακριβώς στο ίδιο σημείο.
Το 1872 ανακάλυψε ερείπια τειχών, βέβαιος ότι επρόκειτο για τα οχυρωματικά τείχη της ομηρικής Τροίας. Εκτός από τους εργάτες που απασχολούσε, ανάσκαπτε και ο ίδιος και η Σοφία. Έτσι, στις 30 Μαϊου 1873, ανάμεσα στα ευρήματα είδαν  μια ορειχάλκινη ασπίδα, μια χύτρα, ένα αργυρό αγγείο, ένα ορειχάλκινο αγγείο, ένα χρυσό, δύο χρυσά κύπελλα, ένα μικρό κύπελλο από ήλεκτρο, δύο χρυσά διαδήματα, 56 χρυσά σκουλαρίκια και 8.750 χρυσά δαχτυλίδια και κουμπιά.
Το ζευγάρι αποφάσισε να το κρατήσει μυστικό από όλους- παρά τον ενθουσιασμό του-ώστε να μη μπορέσει να διεκδικήσει τα ευρήματα η τουρκική κυβέρνηση.
Ο Ντέϊβιντ Τρέηλ, καθηγητής κλασικής φιλολογίας του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, στο βιβλίο του «Ο Σλήμαν της Τροίας: Θησαυρός και απάτη» που εκδόθηκε το 1995, γράφει:

...Ολόκληρος ο τότε Τύπος αναμετέδιδε την εικόνα που ο Σλήμαν είχε πλάσει: «Μέσα στη φλεγόμενη Τροία, ενώ οι Αχαιοί είχαν κυριεύσει την πόλη και πυρπολούσαν τα πάντα, μια αρχόντισσα προσπαθούσε να γλιτώσει τα κοσμήματά της. Παγιδεύτηκε στα ερείπια του σπιτιού της και πέθανε αγκαλιά με τα χρυσαφικά της: Ιδού τα ερείπια του καμένου σπιτιού, ιδού ο σκελετός, ιδού το κολιέ, ιδού και το δαχτυλίδι της».
Ο σκελετός, όμως, είχε βρεθεί αλλού, ανήκε σε άλλη από την καταστροφή εποχή και κανένα βέβαια στοιχείο δε μαρτυρούσε πως επρόκειτο για αρχόντισσα. Σε ένα τρίτο σημείο είχε βρεθεί το δαχτυλίδι και σ’ ένα τέταρτο το κολιέ. Ο Σλήμαν τα είχε μαζέψει κι είχε στήσει το δικό του σκηνικό, πετυχαίνοντας να κάνει πάταγο.
 Κατάφερε να στρέψει πάνω του και πάνω στην Ιλιάδα και στον Όμηρο τα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας, αλλά κατάστρεψε πολύτιμα για τους ιστορικούς στοιχεία. Δεν είχε ιδέα από στρωματογραφία κι ούτε που κατάλαβε ότι δεν είχε ανακαλύψει μία αλλά εννέα Τροίες. Παρουσίασε ως «θησαυρό του Πριάμου» ένα θησαυρό κατά χίλια χρόνια αρχαιότερο, βρήκε μιαν ασπίδα και τη χρέωσε στον Αχιλλέα, δωροδόκησε εργάτες κι έβγαλε από τη χώρα σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα και καταγγέλθηκε για τη «θησαυρομανία» του, ανοιχτά...

Ήταν απόλυτα φυσικό να έρθει αντιμέτωπος με την τουρκική κυβέρνηση για την απόκρυψη του θησαυρού. Ο Σλήμαν δεν προήθηκε. Απευθύνθηκε στην ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί τον θησαυρό, με αντάλλαγμα μια άδεια ανασκαφής στις Μυκήνες.
Αλλά, γι’ αυτό, θα μιλήσουμε την επόμενη εβδομάδα.




Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

ΤΟΝΤΑ ΡΑΜΠΑ του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου




Με το καλοκαίρι προ των πυλών, συνεχίζουμε το αφιέρωμα στον μεγάλο μας συγγραφέα, έστω και ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω...
Σειρά για τον Ιούνιο έχει το μυθιστόρημά του Τόντα Ράμπα, ένας πραγματικός γύρος του κόσμου με ήρωες διαφορετικούς σε κάθε χώρα, αλλά στην ουσία έναν. Κάνουμε στάση στην Μπουχάρα και αναπνέουμε τον δικό της αέρα...
---
Ο νοτιοδυτικός άνεμος του Καρακούμ φυσά στη Μπουχάρα και τα λασπόσπιτα θρίβουνται και ξεχαρβαλώνουνται. Ο αγέρας είναι παραγιομισμένος στυφές μυρουδιές από σαπημένα πεπόνια, από κανέλα και κάτουρο. Δεξά ζερβά στα πεζοδρόμια απλώνουνται φαρδιά ντιβάνια σκεπασμένα με κόκκινα χαλιά και κίτρινες ψάθες. Αμίλητοι, σταυροποδιασμένοι, οι μουσουλμάνοι πίνουν κοκτσάι, πράσινο τσάι, και δροσιστικά σερμπέτια. Όλες οι κεφαλές αστράφτουν, σκεπασμένες με τουμπετέϊκας- φέσια κεντημένα με χρυσό και λούλουδα αστραφτερά. Καμήλες αργοκίνητες με μακρύ ρυθμικό βήμα περνούν τα παζάρια τα γιομάτα ίσκιο.
   Μια κοπελίτσα κάπου εφτά χρόνω περνά. Τα μαλλιά της αλειμμένα με δαφνόλαδο, γυαλοκοπούν στον ήλιο, απλώνουνται σε λιγνές πάμπολες κοτσίδες πάνω στους αδύνατους ώμους, κατεβαίνουν και σιγανοτρέμουν πάνω στα μικρά, καλοζυγιασμένα κιόλας λαγόνια. Κάθε κοτσίδα τελειώνει σ’ ένα μικρό ασημένιο νόμισμα ή σ’ ένα τρύπιο κοχύλι του Σεραφσάν, του ποταμού με το φαρμακερό νερό, ή σ’ ένα μικροσκοπικό μπρούτζινο μισοφέγγαρο. Η κοπελίτσα περνά και τιτινίζει. Από το κορμί της βγαίνει, όπως μικρό ζο που βρίσκεται σε οργασμό, μια πηχτή μυρουδιά από μόσχο. Τα μαύρα μάτια της τα βαμμένα με σουρμά σκορπούν βαριές και φιλήδονες ματιές.
   Η καυτή σκόνη ανεβαίνει στρουφιχτά, χώνεται στα κορμιά και τα κόκαλα. Διψάς, σκάς. Αξάφνου να ο Κόκ- Γκούμπας, ο «πράσινος θόλος» του μεγάλου Τζαμιού, ο μεντρεσές Σίρ-Αράμπ και το τζαμί Μαγκάκ-ι- Αλτάρα! Η καρδιά και τα μάτια δροσίζουνται. Πάνω από τα λάσπινα τούτα χαμόσπιτα κι απ’ αυτή τη βρώμικη ανθρώπινη μάζα, ο Θεός αστράφτει όπως πελώριο λουλούδι κάκτου- νέος, φιλήδονος και άσπλαχνος, ρουφώντας και μετουσιώνοντας τις λάσπινες ρίζες του- ανθρώπους και χαμόσπιτα. Ο άνθρωπος ο διψασμένος, κακομοιριασμένος, που σέρνεται μέσα στη σκόνη, σηκώνει τα μάτια, τον αντικρίζει και χαμογελά. Όχι ο θεός∙ αυτός ο ίδιος ο σκούληκας είναι, που έγινε πεταλούδα.

Και ο Αμίτα σηκώνει κι αυτός τα μάτια και αμογελά. Μπουχάρα! Μπουχάρα! Πόσο λαχτάρησε τη στιγμή τούτη! Ένιωθε σαν αμάρτημα στην ασκητική Μόσχα τη σαρκική τούτη χαρά του. Δεν ορκίστηκε να παραιτηθεί από την τέχνη και την ομορφιά και ν’ αφοσιωθεί ολόκληρος στο αυστηρό χρέος της τωρινής στιγμής; Ναι... ναι... μα, να, γευόταν τώρα ηδονικά το γλυκο τούτο απαγορευμένο καρπό: την Μπουχάρα!
   Περνά γρήγορα το σκοτεινό παζάρι με τις στέγες από δοκάρια μπογιατισμένα και ψάθες. Χώνεται μες στα στενά, βρώμικα δρομάκια: εδώ δουλεύουν τις γυριστές γυναίκειες παντούφλες∙ και τα κόκκινα και πράινα χάμουρα για γαϊδούρια και άλογα. Εκεί σφυροκοπούν το μπακίρι και φτιάχνουν λεπτά καφέμπρικα σε σχήμα πουλιού...
   Ο Αμίτα βιάζεται να φτάξει στο βάθος, στ’ όμορφο περουζένιο τζαμί. Είχε ακούσει, καταμεσίς στο πολύβουο παζάρι, τη φωνή του μουεζίνη, καθαρή, κυριαρχική, να πετιέται στον αγέρα όπως σπαθί γυμνό. Καλούσε απελπισμένα τους πιστούς στη μεσημεριάτικη προσευχή: Λαϊλάχ, ιλ Αλλάχ...
   Σκυλι΄λουφάζουν στη σκιά, χοντροί αγάδες περνούν θρονιασμένοι πάνω σε γαϊδούρια, γυναίκες μουσουλμάνες, το πρόσωπο σκεπασμένο με χοντρό μαύρο πανί, περνούν σέρνοντας τα στραβοπατημένα πέδιλά τους... Αξάφνου, πελώριος πετιέται ο θόλος του τζαμιού, ολόκληρος φτιαγμένος από γαλάζια και σξ πορσελάνη. Αστράφτει κάτω από τον ήλιο, όπως τέντα μυθικού σουλτάνου, στημένη μέσα στη λάσπη, περιχυμένη από μετάξι και σμαράγδια. Νιώθεις ότι ο θεός που κατοικεί κάτω από ένα τέτοιο θόλο αγαπά τη γήινη ζωή και τα θερμά χρώματα και τις σκεπασμένες γυναίκες.




Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΤΖΙΑ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Η Πλατεία Κοτζιά είναι μια από τις πιο σημαντικές κεντρικές πλατείες της πρωτεύουσας.  Κατά την Τουρκοκρατία στη συμβολή των οδών Ευπόλιδος και Απελλού υπήρχε ένας ναός του Αγ. Δημητρίου, του επονομαζόμενου Τζηρίτη. Αυτό το προσωνύμιο οφειλόταν στο «τζιρίτι» που σήμαινε «έφιππος ακοντισμός». Ήταν ένα πολεμικό τούρκικο αγώνισμα το οποίο ελάμβανε χώρα εκεί ακριβώς, αν και υπήρχαν κι άλλες περιοχές της Αθήνας που το φιλοξενούσαν.
Στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών (1833) οι Στ. Κλεάνθης και Εδ. Σάουμπερτ οραματίζονταν μια μεγάλη πλατεία, τον περίφημο «κήπο του λαού», που θα εκτεινόταν από την Ομόνοια ως την οδό Ευριπίδου.
Η πλατεία αυτή, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, θα περιελάμβανε κτίρια με στοές, όπου θα υπήρχαν κατοικίες στον όροφο και καταστήματα στο ισόγειο, ενώ ο ελεύθερος χώρος θα κοσμούνταν με δενδροστοιχίες και αναβρυτήρια.
Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, λόγω του τεράστιου κόστους της απαλλοτρίωσης των οικοπέδων. Έτσι, το 1851 με Βασιλικό Διάταγμα καταργήθηκε και μέρος της περιοχής οικοπεδοποιήθηκε. Διατηρήθηκε ελεύθερο μόνο το κεντρικό μέρος της, αυτό που σήμερα βρίσκεται μπροστά από το Δημαρχείο και την Εθνική Τράπεζα, επειδή τα ρέματα που το διέσχιζαν δυσκόλευαν την οικοδόμηση.
Εκείνα τα χρόνια, η περιοχή ήταν γνωστή ως «στα Κανόνια» ή «Πλατεία Γυμνασίων», λόγω των πυροβόλων που βρίσκονταν σε υπόστεγο στην ανατολική πλευρά, καθώς και των στρατιωτικών ασκήσεων που εκτελούνταν εκεί. Οι σπουδαστές της Σχολής Ευελπίδων έκαναν επίσης τις ασκήσεις ιππασίας σ’ αυτόν τον χώρο. Λεγόταν ακόμη και «Πλατεία Λουδοβίκου», μια αναφορά στον πατέρα του βασιλιά Όθωνα.
Όταν την δεκαετία του 1870 άρχισε να κατασκευάζεται το Δημοτικό Θέατρο, το όνομα άλλαξε σε «Πλατεία Νέου Θεάτρου». Πληθώρα ονομάτων ακολουθούν λόγω των επιβλητικών κτιρίων που την περικλείουν σιγά-σιγά: «Πλατεία Ταχυδρομείου», «Πλατεία Εθνικής Τραπέζης», «Πλατεία Δημαρχείου».
Επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη πραγματοποιήθηκε ασφαλτόστρωση των δρόμων γύρω από το Δημοτικό Θέατρο, ενώ αναμορφώθηκε ο Κήπος μεταξύ Εθνικής Τραπέζης και Δημοτικού Θεάτρου με φοίνικες και παρτέρια. Τότε τοποθετήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων- όπως έγινε και σε άλλες πλατείες της πόλης- ένα μικρό ξύλινο κιόσκι.
Στον μεσοπόλεμο, γύρω από την πλατεία υπήρχαν υπαίθρια μαγαζάκια προσφύγων μικροπωλητών: τσαγκάρηδων, κουρέων κλπ.  Το 1939 το Δημοτικό Θέατρο κατεδαφίστηκε με πρωτοβουλία του υπουργού-διοικητή πρωτευούσης Κ.Κοτζιά, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες. Ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς είχε χρηματίσει Δήμαρχος Αθηναίων μεταξύ 1934-1936 και έμεινε γνωστός για την κατασκευή των προσφυγικών κατοικιών της οδού Αλεξάνδρας.
Το 1951, μετά δηλαδή τον θάνατο του Κ.Κοτζιά, η πλατεία πήρε το όνομά του. Δύο χρόνια μετά, όταν με την ανακατασκευή της πλατείας Ομονοίας απομακρύνθηκαν από εκεί τα ανθοπωλεία, μεταφέρθηκαν στην Πλατεία Κοτζιά και τα περίπτερα στήθηκαν παράλληλα με την οδό Αιόλου. Στο κέντρο της πλατείας τοποθετήθηκε ένα μαρμάρινο συντριβάνι και γύρω του παρτέρια πρασίνου.
Κατά την μεταπολεμική περίοδο πολυώροφα κτίρια υψώθηκαν γύρω από την πλατεία τόσο από μπετόν όσο και από γυαλί. Εργάτες έκαναν στέκι την πλατεία, αναζητώντας ένα μεροκάματο.
Το 1977 η πλατεία άλλαξε πάλι όνομα και έγινε «Πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως». Τα Κυριακάτικα πρωινά εμφανιζόταν τότε ο Σαμψών επιδεικνύοντας το ρωμαλέο του σώμα.
Αν και έχουν περάσει από τότε σαράντα ακριβώς χρόνια, οι Αθηναίοι δίνουν ραντεβού στην «Πλατεία Κοτζιά»...



ΗΩΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης, η Ηώς, σύμφωνα με κάποιες δοξασίες είχε μητέρα τη Νύχτα και πατέρα έναν Γίγαντα, τον Πάλλαντα. Ο Βορράς, ο Νότος και ο Ζέφυρος είναι γιοί της που τους απόκτησε από τον Αστραίο, ενώ ο Ησίοδος προσθέτει και ένα τέταρτο γιό, τον Εωσφόρο-εκείνον που φέρνει την αυγή∙ τα αμέτρητα άστρα του ουρανού είναι επίσης δικά της παιδιά.

Το μοναδικό θέαμα της χαραυγής με τη σύγχρονη υποχώρηση του σκότους και την «εξαφάνιση» των φωτεινών άστρων, οι αρχαίοι μας πρόγονοι τα «έδεσαν» στο πρόσωπο της Ηώς, της προσωποποίησης της Αυγής αποδίδοντάς της τα υπέροχα επίθετα της ροδοδάχτυλης, της χιονβλέφαρης, της φωτεινής, της χαρωπής, της λευκής, αλλά και της χρυσοπέδιλης.
Είναι εκείνη που τρέχει στον ουρανό πετώντας με τα φτερά της ή ιππεύοντας το άλογό της ή οδηγώντας το δικό της άρμα με τα λευκά ή κόκκινα άλογα, έχοντας προπομπό τον Αυγερινό και συνοδεία τους αέρινους γιούς της. Είναι εκείνη που στο πέρασμά της η Νύχτα φεύγει υποχωρώντας στην μακρινή Δύση και η θεά του φωτός απλώνεται πάνω σε θάλασσες και στεριές, χύνει με το άπατο κανάτι της δροσιά στη γη, ξυπνά όλη την πλάση και ετοιμάζει τον ερχομό του Ήλιου.
Οι παραδόσεις την θέλουν να έχει εξοργίσει την Αφροδίτη, αφού ο Άρης βρέθηκε στο κρεββάτι της, κι εκείνη να την καταριέται να μη βρίσκει ποτέ ικανοποίηση, παρά ν αβρίσκεται σε μια διαρκή και μάταιη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.

Τι έκρυβαν οι δοξασίες της Ηούς;
-την αρχέγονη ιδέα της θεάς του φωτός που καταδιώκει, αιχμαλωτίζει και εξουσιάζει τον δαίμονα του σκοταδιού, έναν γίγανατ του νυχτερινού ουρανού, κι αυτό το καταδεικνύουν οι ετυμολογίες των ονομάτων Ωρίων, Κέφαλος και Αστραίος.
-τον συσχετισμό της θεάς του πρωινού με την αυγή της ζωής του ανθρώπου και την πίστη ότι η γυναικεία θεότητα παίρνει μαζί της τα παλικάρια που πεθαίνουν πάνω στη νιότη τους.
-την πίστη ότι η θεά, ως γυναίκα, απαιτεί το μερίδιό της από τα όμορφα παλικάρια της ανθρώπινης κοινότητας, μια πίστη κατοχυρωμένη με σχετικό λατρευτικό  τυπικό που προβλέπει ανθρωποθυσίες, και
-το προνόμιο της βασίλισσας στις μητριαρχικές κοινωνίες στην ύπαρξη πολλών εραστών, διαδοχικών ή ταυτόχρονων, έναν θεσμό που διαφαίνεται και μέσα από τους μύθους της Ελένης και της Πηνελόπης.

Αλληγορίες της ημέρας και της νύχτας, του φωτός και του σκότους είναι και το αργό, ατελείωτο σβήσιμο της ζωής του Τιθωνού(του όμορφου θνητού νέου που ερωτεύθηκε βαθιά και τον πήρε μαζί της, ξεχνώντας να ζητήσει να του χαρισθεί η αιώνια νεότητα) σε βαθιά γεράματα, κάτω από την ακοίμητη φροντίδα της Ηούς, όπως και το ξεψύχισμα του Μέμνονα στην αγκαλιά της.
Το παλάτι της Ηούς ήταν στον μακρινό Ωκεανό κι εκεί έφερε στον κόσμο τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα, καρπούς του έρωτά της με τον Τιθωνό. Εκεί στο μεταίχμιο του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των θεών, στο μεταίχμιο της Ανατολής και της Δύσης, στο μεταίχμιο της ημέρας και της νύχτας. Έτσι, ο Μέμνων συμβόλιζε την νύχτα και ο Ημαθίων την ημέρα. Ο Ημαθίων βρίσκεται στη χώρα των Εσπερίδων, στα σύνορα της ημέρας, ενώ ο Μέμνων βασιλεύει στην χώρα των Αιθιόπων, σύμβολο της νύχτας.
Ο Μέμνων ξεκίνησε από τη χώρα των Αιθιόπων με μεγάλο στρατό να βοηθήσει τους Τρώες που πολεμούσαν με τους Έλληνες. Εκεί, έπεσε νεκρός από το χέρι του Αχιλλέα. Η Ηώς πήρε το νεκρό σώμα του γιού της και το μετέφερε στον Κάτω Κόσμο, χύνοντας δάκρυα πυκνά, δάκρυα που μούσκεψαν τη γη και χλώμιασαν το πρωινό, δάκρυα που μάζεψαν σύννεφα και έκρυψαν τον Ήλιο. Ή θεά του φωτός ήταν τόσο απλεπισμένη, που το μόνο που σκεφτόταν ήταν να μείνει για πάντα εκεί, στο βασίλειο των σκιών και του θανάτου, να φέγγει μόνο για το γιό της.
Όμως, η τάξη των πραγμάτων την ήθελε στο φως κι εκεί ξαναγύρισε, βρίσκοντας τη λησμονιά σε άλλες, αμέτρητες ερωτικές περιπέτειες.


   


Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΤΕΛΛΟ ΑΓΡΑ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου






Ο Τέλλος Άγρας άφησε την τελευταία του πνοή στις 7 Ιουνίου 1907, γενναίος και περήφανος  ως το τέλος. Ήταν μόλις 27 ετών.
Στο μυθιστόρημά μου ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ που κυκλοφόρησε το 2013, αφιερωμένο στην Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της, διάσημους και άσημους, σημαντικούς και ασήμαντους, αναφέρω και τον ήρωα Τέλλο Άγρα, τον άνδρα που αψήφισε τη ζωή του για την ελευθερία της πατρίδας. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το παραπάνω βιβλίο και μιλά για τις τελευταίες μέρες και ώρες της ζωής του.
---
Τον Απρίλιο ήρθε εντολή από το Προξενείο της Σαλονίκης να εγκαταλείψει τον Αγώνα ο Άγρας- και μαζί του ένα σωρό άλλοι αρχηγοί που είχαν πολύ καιρό εκεί, για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους, ξεκούραστους. Ο Άγρας, όμως, είχε στο μυαλό του τις πληροφορίες που έρχονταν καθημερινά στο σπίτι όπου έμενε. Αυτές έλεγαν ότι το ηθικό των Βουλγάρων ήταν πεσμένο, η υπεροχή των Ελλήνων μεγάλη και ένας σημαντικός αριθμός κομιτατζήδων ήθελε να έρθει στην πλευρά τους. Ο Άγρας ήταν ενθουσιασμένος. Όταν πήρε γράμμα από τον ισχυρό Βούλγαρο βοεβόδα Ζλατάν, που δήλωνε την πρόθεσή του όχι μόνο να προσχωρήσει ο ίδιος στα ελληνικά σώματα, αφού ασπασθεί το Πατριαρχείο, αλλά και να φέρει μαζί του μια πολύ μεγάλη ομάδα κομιτατζήδων, η καρδιά του Άγρα πήρε φωτιά. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν κι άλλοι Βούλγαροι, έτοιμοι κι εκείνοι για συναδέλφωση και κοινούς αγώνες. Ο Άγρας, προσεχτικός στην αρχή, άρχισε να γίνεται όλο και πιο τολμηρός, όταν έπρεπε να συναντηθεί μαζί τους. Μέρα τη μέρα έπεφτε στην παγίδα τους τόσο εύκολα, τόσο ανέλπιστα για εκείνους.
   Η τελική συνάντηση ορίστηκε για τις 3 Ιουνίου. Τα παρακάλια του Πιέρ να πάρει κάποιες προφυλάξεις δεν εισακούστηκαν. Ο Βούλγαρος είχε ορίσει σημείο συνάντησης μέσα στο δάσος, δυτικά της Νάουσας. Ο Άγρας δέχτηκε,αλλά πρόσταξε όλους να μείνουν πίσω, να φυλάνε την περιοχή. Δεν άκουγε κανέναν.
   Ο καιρός ήταν ζεστός και ο πυρετός τον ταλαιπωρούσε πάλι. Ο Πιέρ τον έπεισε να πάρει λίγο φάρμακο, μιας και είχε να κάνει δρόμο. Με χίλια παρακάλια ο Άγρας πήρε ένα τουφέκι και δέχτηκε να τον συνοδέψουν δύο οδηγοί, ο Αντώνης Μίγγας και ο Πιέρ. Όταν έφτασαν στο σημείο της συνάντησης δεν βρήκαν κανέναν. Μετά από λίγο, εμφανίστηκαν δύο Βούλγαροι και πίσω τους ο κοκκινογένης Ζλατάν, οπλισμένος σαν αστακός.
   Ο Άγρας τον περιγέλασε για τα όπλα του και ο πονηρός Βούλγαρος πρότεινε ν’ αφήσουν και οι δύο τα όπλα τους και να συνεχίσουν άοπλοι πιο κάτω, εκεί που τους περίμεναν και οι άλλοι βοεβόδες. Συγχρόνως, ρωτούσε πού είναι οι άντρες του Άγρα. Πήρε την αγέρωχη απάντηση ότι η συμφωνία ήταν να πάει μόνος- να, λοιπόν, μόνο τέσσερις άντρες είχε μαζί του.
   Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν ένα σωρό Βούλγαροι, κύκλωσαν την ελληνική ομάδα κι έπιασαν τον Άγρα. Του έδεσαν τα χέρια πίσω, ενώ εκείνος έβριζε. Ο Ζλατάν, με τα δύο άνισα, περίεργα μάτια του ν’ αστράφτουν, είπε στους υπόλοιπους Έλληνες να φύγουν. Οι οδηγοί έφυγαν. Ο Μίγγας και ο Πιέρ έμειναν.
   «Φύγετε, είπα», έβγαλε φωνή ο Ζλατάν.
   Δεν πήρε απάντηση. Οι δύο άντρες έκαναν ακόμη ένα βήμα προς τον Άγρα. Ο Ζλατάν κατάλαβε.
   «Δέστε τους κι αυτούς και βγάλτε τους τα παπούτσια. Άϊντε, κουνηθείτε!»
   Οι Βούλγαροι, με αλαλαγμούς, όρμησαν στους τρεις άντρες με τα μαχαίρια έτοιμα.
   «Σφάξτε τον, κρεμάστε τον, σκίστε τον!»
   Η άγρια φωνή του Ζλατάν επέβαλε σιωπή.
   «Στα χωριά, να τον δουν τα χωριά μας!»
   Το μαρτύριο άρχισε. Δεμένοι και ξυπόλυτοι άρχισαν να περπατούν, να σκοντάφτουν, να πέφτουν και να ξανασηκώνονται. Οι Βούλγαροι χτυπούσαν με τους υποκοπάνους των όπλων, έφτυναν, έβριζαν και περιγελούσαν τον Άγρα. Εκείνος, με το κεφάλι ψηλά, τους θύμωνε περισσότερο. Τους έσερναν στα γύρω βουλγάρικα χωριά σαν λάφυρα επί τέσσερις ολόκληρες μέρες. Ο Άγρας, κάθε τόσο, γύριζε στους δυο πιστούς φίλους του και τους ενθάρρυνε, τους έλεγε αστεία. Ούτε τα πληγιασμένα πόδια, ούτε η πείνα, ούτε η δίψα τον πτοούσαν.
...
   Ανάμεσα στα χωριά Τέχοβο και Βλάδοβο (σήμερα Καρυδιά και Άγρας) οι Βούλγαροι έστησαν τρεις κρεμάλες στα κλαδιά μιας καρυδιάς. Ο Άγρας, ο Μίγγας και ο Πιέρ άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί, στη χώρα της Μακεδονίας, έξω στη φύση που τους αγκάλιασε στοργικά.
...
   Στο στήθος του Άγρα, ένα καρφιτσωμένο χαρτί έγραφε:
   «Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι αντιστέκονται στη θέληση των Βουλγάρων.
     Κασάπτσε Ζλατάν»

...
   Στ΄αυτιά του ήρθε η μελωδία ενός θρήνου, τραγουδισμένου στο τοπικό ιδίωμα του ζωριού από γυναίκες. Ο Ηλίας δεν καταλάβαινε και ο Γιώργης του το μετέφρασε:
   «Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;
    Δεν έχεις αδελφή, να σε πενθήσει;
    Πώς σε ξεγέλασαν;
    Πώς σ΄έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στην καρυδιά;
    Να σε φέρουν σε ξένη γη,
    ξένες μάνες να σε κλάψουν,
    ξένες αδελφές να σε μοιρολογήσουν...»


(Ο Πιέρ και ο Ηλίας είναι μυθιστορηματικοί ήρωες).

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Κριτική του Λευτέρη Μανδαλιάνου
της 31ης Μαϊου 2017





Μετά το ανυπέρβλητης αξίας ΑΠΟ ΞΥΛΟ ΚΑΙ ΑΣΗΜΙ , με την ενδελεχή και αναλυτική ιστορική έρευνα πάνω στην οποία πάτησε ο μύθος, η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου  επιστρέφει με ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινή ιστορία, το οποίο θα συγκινήσει, θα συγκλονίσει και τέλος θα αφήσει πίσω του αναρίθμητα μηνύματα ζωής. 

Μέσα στις σχετικά λίγες σελίδες του, ο αναγνώστης θα ταξιδέψει σε μέρη μαγικά, σε εποχές αλλοτινές, από το κοντινό μέχρι το πολύ μακρινό παρελθόν. Από τα Γερμανικά της Κοκκινιάς στον Πειραιά, από τη δεκαετία του '60 στο 1922, από το αριστοκρατικό και μουντό Λονδίνο στην μεσογειακή και γεμάτη ένταση Ισπανία. Ο αναγνώστης θα ζήσει καρέ καρέ την άφιξη των προσφύγων της Σμύρνης, την άθλια υποδοχή τους από τους εντόπιους και θα βιώσει μέσα από τις συγκλονιστικές περιγραφές της συγγραφέως τον πόνο, τη θλίψη, την αίσθηση της χαμένης πατρίδας και της συνταρακτικής απώλειας. Έπειτα θα χαζέψει νοερά τις βιτρίνες του Λονδίνου, θα ερωτοτροπήσει μέσα από τις παθιασμένες φιγούρες των φλαμένγκο και θα αισθανθεί στη μύτη του τη μυρωδιά του αίματος στη ματωμένη αρένα των ταυρομαχιών στην Ισπανία.

Μετά από σοβαρή και σε βάθος έρευνα στα ιστορικά γεγονότα αλλά και σε εμπορικές ή ναυτιλιακές τακτικές η συγγραφέας καταφέρνει να χαρίσει ένα μυθιστόρημα πυκνογραμμένο που κάθε σελίδα του κρύβει και κάτι διαφορετικό. Ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει άριστα την σφιχτοδεμένη πλοκή με τις πολλές και συγκλονιστικές ανατροπές με τις πληροφορίες σχετικές με τη ναυτιλία, το εμπόριο και τις επιχειρήσεις, τα ιστορικά γεγονότα αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες καθώς επίσης τα ήθη, τα έθιμα και τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε χώρας και εποχής. Έτσι η συγγραφέας καταφέρνει να πλάσει όλο το κοινωνικό φόντο των εποχών στις οποίες έχει τοποθετήσει τους ήρωες της και να ταξιδέψει νοερά τον αναγνώστη σε τόπους μαγικούς και εποχές πλούσιες σε ιστορία και γεγονότα.

Οι ήρωες, άρτια ψυχογραφημένοι χαρακτήρες, αιχμάλωτοι στα πάθη και τα λάθη τους βιώνουν έντονα συναισθήματα. Ο αναγνώστης κοινωνός αυτών των συναισθημάτων καθώς και των πράξεων των ηρώων, συγκλονίζεται, συγκινείται, χαίρεται και συμμετέχει σίγουρα έντονα σε κάθε ανατροπή.

Η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου κατάφερε να ξεφύγει από τα τετριμμένα και να γράψει ένα μυθιστόρημα πολύπλευρο, μεστό, πυκνογραμμένο, συνταρακτικό. Η σφιχτοδεμένη πλοκή αλλά και η περιγραφική δεινότητα μπορεί σίγουρα να συναρπάσει ακόμη και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.  Όσοι, αν και λίγοι, δεν το διαβάσατε, σας προτρέπω να το κάνετε άμεσα. Θα κερδίσετε πολλά. Ευχαριστώ θερμά!


ΔΕΥΤΕΡΑ, 28 ΜΑΙΟΥ 1453
Η Τελευταία ελεύθερη μέρα της Βασιλεύουσας
Της  Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Γνωρίζω πολύ καλά ότι  για την θλιβερή επέτειο της 29ης Μαϊου 1453 θα γίνουν πλήθος αναφορές. Επιλέγω, λοιπόν, να αναφερθώ στην ακριβώς προηγούμενη, την τελευταία ελεύθερη μέρα, την ημέρα που οι πολιορκημένοι ανάσαναν τον αέρα της και τη μυρωδιά της θάλασσας, την ημέρα που τελέστηκε και η τελευταία χριστιανική λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας του Θεού Σοφίας. Την λειτουργία που η παράδοση θέλει ατελείωτη, και που περιμένει «ξάγρυπνη» να έρθει η ιερή στιγμή που θα συνεχιστεί και θα ακουστεί η απόλυση από έναν χριστιανό ιερέα. Την μέρα την αξημέρωτη.

Είχαν κιόλας συμβεί πολλά και αποκαρδιωτικά. Ωστόσο, όλοι οι ηρωικοί υπερασπιστές της Πόλης, γνώριζαν ότι κάποια στιγμή ο Μωάμεθ θα έδινε το σύνθημα της τελευταίας εφόδου- της εφόδου του θανάτου και της καταστροφής. Κι όπως ετοιμαζόντουσαν οι Τούρκοι, ετοιμαζόντουσαν και οι Ρωμαίοι με τους δύο θεόσταλτους και τραγικούς αρχηγούς τους:
Πρώτον, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, έναν άλλο Λεωνίδα που μήνυσε στον Μωάμεθ ότι «το δε την Πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ αλλου των κατοικούντων εν ταύτη∙ κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», με άλλα λόγια ένα άλλο «μολών λαβέ». Το ίδιο ακριβώς. Με το ίδιο τίμημα. Με το ίδιο στεφάνι της δόξας.
Δεύτερον, τον αρχιστράτηγο Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόγγο- το ατρόμητο παλικάρι από τη Χίο που έλκυε την καταγωγή του από την πλούσια οικογένια των Ιουστινιάνι της Γένουας∙ ένα παλικάρι που αποφάσισε μόνο του να θέσει τον εαυτό του και τους άριστα εκπαιδευμένους άνδρες του στη διάθεση του Παλαιολόγου και της ξακουστής Πόλης του.
Μου θυμίζει σε πολλά τον κατοπινό μας ήρωα Παύλο Μελά. Και οι δύο, από πλούσιες οικογένειες και έχοντας μπροστά τους μια λαμπρή καριέρα και ζωή, τα άφησαν όλα για την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας. Έδωσαν το αγνό, νεανικό τους αίμα και τα ονόματά τους έμειναν για πάντα χαραγμένα με το ανεξίτηλο μελάνι της ανιδιοτέλειας του πραγματικού ήρωα, του πραγματικού πατριώτη.

Οι πολιορκημένοι προσεύχονται και κάνουν λιτανείες με περιφορές ιερών εικόνων μπροστά στα κατεστραμένα τείχη. Έγινε η τελευταία λειτουργία κι ο κόσμος έτρεξε, λησμονώντας τους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς, όλοι όμοιοι μπροστά στον επικείμενο θάνατο, έτοιμοι να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων δίπλα στον αυτοκράτορά τους που πολεμά μαζί τους, που ξενυχτά μαζί τους, που τους εμψυχώνει ακόμη μια φορά, εκείνη την τελευταία νύχτα που τα πέπλα της έμελαν να μην αποσυρθούν με την εμφάνιση του ήλιου. Γιατί ο ήλιος της 29ης Μαϊου ήταν ψεύτικος, γιατί έλαμπε για τον εχθρό.
«Με θάρρος κι ακλόνητη πίστη χτυπάτε τους εχθρούς κι ο Κύριος και θεός μας θα μας βοηθήσει». Μ’ αυτά τα λόγια  τέλειωσε την ομιλία του ο Παλαιολόγος, κοινώνησε και πήρε μόνος το δρόμο για το παλάτι του- για τελευταία φορά.
"Ω, υπεραγία Δέσποινα, άπλωσε το χέρι ενώπιον του υιού σου και Θεού μας, προστάτεψέ μας Δέσποινα, από την οργή του Θεού κι από τον όλεθρο μας, γιατί αύτη τη στιγμή, Πάναγνη και Υπεράμωμη, είμαστε μπροστά στου άδη το στόμα: έλα, φιλέσπλαχνη και φιλάνθρωπη, και σώσε μας, πάρε μας στη δεξιά σου προτού μας καταβροχθίσει ο άδης κι όλοι θα δοξάζουν, και θα ευχαριστούν το υπεράγιο κι υπέρλαμπρο όνομα σου". Ήταν τα λόγια του Πατριάρχη που κρατούσε στα χέρια του τις άγιες εικόνες και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.

Ο Ιουστινιάνης πήγε πάλι πίσω στην Πύλη του Ρωμανού, την τραγική πύλη της πολιορκίας. Για άλλη μια φορά έστησε με τους άντρες του, όπως μπόρεσε, τα πεσμένα τείχη. Και περίμενε άγρυπνος φρουρός τον εχθρό. Πιο κεί στάθηκε ο Παλαιολόγος- ο τελευταίος αυτοκράτωρ. Θα πολεμούσαν όλοι μαζί ανδρεία και παράτολμα, όπως είχαν κάνει τόσες και τόσες φορές. Αλλά ετούτη θα ήταν η τελευταία.  
Ο ήλιος έδυσε. Το τελευταίο φως χάθηκε.
Μέσα στην ασέλληνη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα άρχισε η πιο άγρια αντιπαράθεση που κατέληξε στην νίκη του Μωάμεθ που ονομάστηκε Πορθητής και στον θάνατο των δύο αρχηγών.




Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΟΥΔΗΘ ΣΤΗ ΒΕΘΟΥΛΗ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Είναι ένας αριστουργηματικός πίνακας του Σάντρο Μποτιτσέλλι των τελών του 16ου αιώνα, όπως αναγράφηκε σε μια απογραφή της ανεκτίμητης συλλογής των Μεδίκων. Φαίνεται ότι πρόκειται για ένα δίπτυχο, με ταίρι του τον πίνακα «η ανακάλυψη του πτώματος του Ολοφέρνη». Σήμερα βρίσκεται στα Ουφίτσι της Φλωρεντίας.

Η Ιουδήθ, μια πλούσια χήρα, για να γλυτώσει την πόλη της Βεθούλη από την πολιορκία των Ασσυρίων, σκαρφίστηκε ένα σχέδιο... Αφού ντύνεται με τρόπο πολύ ελκυστικό πηγαίνει με την υπηρέτριά της στο στρατόπεδο του εχθρού και κατορθώνει να φτάσει μέχρι τον αρχηγό, τον στρατηγό Ολοφέρνη. Εκείνος την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και, επιθυμώντας να την κάνει δική του, την καλεί στην σκηνή του.
Μενουν μόνοι. Ο Ολοφέρνης πίνει και ξαναπίνει, μεθάει και αποκοιμιέται στην αγκαλιά της όμορφης ξένης. Η Ιουδήθ δεν διστάζει στιγμή: τον αποκεφαλίζει και παίρνει μαζί της το «τρόπαιο» της νίκης της.
Οι δύο γυναίκες επιστρέφουν στην υπο πολιορκία Βεθούλη με την κεφαλή του στρατηγού, ο θάνατος του οποίου γίνεται αιτία λύσης της πολιορκίας.

Το πιο σημαντικό υφολογικό στοιχείο του έργου είναι ο μοναδικός τρόπος που αποδίδονται και το τοπίο, αλλά και οι μορφές, που μοιάζουν να μην πατούν, σχεδόν στο έδαφος.

Αυτό το θέμα ήταν αρκετά συχνό και αγαπητό κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, σαν συμβολή στην αναφορά στην ελευθερία και την νίκη εναντίον της τυραννίας. Το τεράστιο κλαδί της ελιάς που κρατά στο χέρι η Ιουδήθ(στο άλλο κρατά το ξίφος που θανάτωσε τον εχθρό), είναι μια σαφής αναφορά στην ειρήνη.
ΗΛΙΟΣ
Ο βασιλιάς των Θεών
Μέρος β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou




Σύμφωνα με τον Ησίοδο, γονείς του Ήλιου ήταν οι Τιτάνες Υπερίων και Θεία, αδέλφια και συνάμα σύζυγοι. Ο Όμηρος φαίνεται να συμφωνεί ως προς τον πατέρα, ενώ μας λέει ότι μητέρα του Ήλιου ήταν η Ευρυφάεσσα, αν και κάνει φανερό ότι δεν εννοεί κάποια άλλη, αλλά την ίδια τη Θεία με διαφορετικό όνομα. Τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια μας κάνει εντύπωση η ταύτιση του Υπερίωνα με τον Ήλιο σε ένα και το αυτό πρόσωπο.
Σύζυγος του Ήλιου φέρεται ή η Σελήνη που ήταν αδελφή του ή η Ωκεανίδα Πέρση ή Περσηίδα ή ακόμη και η Πασιφάη, η γνωστή σε όλους σύζυγος του Μίνωα. Ωστόσο, πολλές παραλλαγές παρουσιάζουν την τελευταία ως κόρη του Ήλιου.
Παιδιά του Ήλιου και της Περσηίδας ήταν ο Αιήτης και η Κίρκη. Ο Αιήτης παντρεύτηκε την Ωκεανίδα Ιδυία και κόρη τους ήταν η μοιραία Μήδεια.

Η Ωκεανίδα Λευκοθόη κέρδισε την καρδιά του Ήλιου σε τέτοιο σημείο, ώστε καθυστερούσε την πορεία του για να τη δει, παίρνοντας την μορφή της μητέρας της. Αντίζηλος ήταν μια άλλη Ωκεανίδα, η Κλυτίη. Από ζήλεια ορμώμενη, πήγε στον πατέρα της Λευκοθόης και του αποκάλυψε το μυστικό. Εκείνος, οργισμένος, έθαψε ζωντανή την Λευκοθόη. Ο Ήλιος, όμως, την μεταμόρφωσε σε δεντρολίβανο. Η Κλυτίη, πάντα παραμελημένη από τον Ήλιο έγινε ηλιοτρόπιο, στρέφοντας  σ’ όλη της τη ζωή προς την πλευρά του Ήλιου, εκλιπαρώντας την προσοχή του.
Μια άλλη αγαπημένη του Ήλιου ήταν η Κλυμένη, κόρη της Τυθύος και σύζυγος του Μέροπα, του βασιλιά των Αιθιόπων. Η Κλυμένη γέννησε τον Φαέθοντα, ο οποίος, όταν μεγάλωσε ζήτησε από τον Ήλιο να οδηγήσει το άρμα του. Το έκανε με πονηριά, βάζοντας τον Ήλιο να ορκιστεί στα νερά της Στύγας ότι θα του έκανε όποια χάρη ζητούσε. Και ο Ήλιος, υπέκυψε στο αίτημα του γιού του, γνωρίζοντας τι θα επακολουθούσε... Ο νεαρός Φαέθων έχασε γρήγορα τον έλεγχο των αλόγων προκαλώντας μια σειρά καταστροφών στη γη. Ο Δίας θύμωσε και τον κατακεραύνωσε.

Η πιο πολύτιμη, η πιο ποθητή γυναίκα για τον Ήλιο ήταν η Ρόδος, κόρη της Αμφιτρίτης ή της Αφροδίτης. Ο Πίνδαρος μας λέει ότι όταν οι θεοί μοίραζαν τη γη, ο Ήλιος δεν ήταν παρών, αφού ταξίδευε με το άρμα του, ως συνήθως. Οι θεοί τον ξέχασαν και δεν τού κράτησαν το δικό του μερίδιο. Όταν επέστρεψε, ο Δίας προθυμοποιήθηκε να ξανακάνει τη μοιρασιά του κόσμου από την αρχή, ο Ήλιος, όμως, είπε ότι δεν ήταν ανάγκη να γίνει κάτι τέτοιο. Του έφτανε να του αναγνωρίσουν την κυριότητα ενός μεγάλου νησιού, ενός νησιού που είχε δει ο ίδιος να αναδύεται από τα βάθη της θάλασσας. Όλοι συμφώνησαν. Ο Ήλιος πήγε με την Ρόδο στο νησί, τού έδωσε το δικό της όνομα κι εκείνη του χάρισε έναν γιό, τον Κέρκαφο. Εγγόνια του Ήλιου που γεννήθηκαν στο λατρεμένο νησί του ήταν ο Ιάλυσος, ο Κάμειρος και ο Λίνδος, κτήτορες των ομονύμων πόλεων.

Κατά την Γιγαντομαχία, ο Ήλιος ήταν με το μέρος του Δία. Λέγεται ότι σε κάποια φάση των μαχών πήρε στο άρμα του τον κουρασμένο Ήφαιστο. Ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή που ο Δίας του ζήτησε να καθυστερήσει την εμφάνισή του στον ουρανό, για να δώσει χρόνο στον Ηρακλή να βρει το μαγικό βότανο που θα τον καθιστούσε άτρωτο απέναντι στους Γίγαντες.
Μια άλλη φορά που ο Ηλιος δεν έκανε σωστά την πορεία του ήταν όταν η Ήρα, επιθυμώντας να τελειώσει ο πόλεμος Ελλήνων-Τρώων, του ζήτησε να βασιλέψει νωρίτερα.
Υπήρξε και μία- μόνον μία- φορά που ο Ήλιος ανέτειλε από τη Δύση. Ήταν καθαρή παρέμβαση του Δία, προς χάριν του Ατρέα που πήρε τη θέση του Θυέστη στον θρόνο, κερδίζοντας αυτό το αδύνατο στοίχημα!