The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
(ομιλία για την συμπλήρωση 50 χρόνων λειτουργίας-έργου του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΑΓΑΠΗΣ ΡΟΔΟΥ τον Μάρτιο 2015)





Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας!





Σας ευχαριστώ πολύ για την θερμή υποδοχή που μου επιφυλάξατε, καθώς και την μεγάλη τιμή που μου κάνετε, να μιλήσω για την αγάπη, που εσείς πασχίζετε όλα αυτά τα πενήντα χρόνια να μεταδώσετε στους συνανθρώπους σας και να τους βοηθήσετε στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.

Εύχομαι ολόψυχα, ο Σύνδεσμος της Αγάπης να φτάσει τα αδαμάντινα χρόνια, πάντα ακμαίος και με τη δύναμη που έχουν τα μέλη του, στηριζόμενα πάντα στην πίστη και την Αγάπη, έχοντας πάντα αρωγό την ελπίδα.

Θα σας μιλήσω, λοιπόν, εκτός από  την αγάπη, και για την αρετή, την κακία και το μίσος, δηλαδή, για τον προαιώνιο αγώνα του καλού και του κακού, για την επιλογή που ο κάθε άνθρωπος καλείται να κάνει: ποιά πλευρά από τις δύο θα ακολουθήσει σε τούτη την σύντομη, αλλά σπουδαία και σημαντική, ζωή του.

Πόσο δύσκολο, άρα γε, είναι για τον νέο της εποχής μας να διαλέξει το μονοπάτι της αγάπης και της αρετής;

Για να απαντήσω στο ερώτημα, θα ξεκινήσω από το αντίθετο μονοπάτι, αυτό της κακίας, του μίσους, των παντός είδους απολαύσεων της σάρκας και της ύλης, για να δούμε τι είναι αυτό που το κάνει τόσο θελκτικό, ώστε να το διαλέγουν εκατομμύρια συνάνθρωποι στον πλανήτη μας.



Είναι ένα μονοπάτι κατηφορικό, πλατύ και στρωμένο με μυρωμένα άνθη και μεθυστικούς καρπούς των λωτοφάγων. Δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία, δεν χρειάζεται καμία προσπάθεια για να το περπατήσει κανείς, σταματώντας σε κάθε πειρασμό, για να λάβει την απόλαυση της αρπαγής σε κάθε του βήμα.

Όλα είναι προσφορά, δελεαστικό δώρο σ’ όποιον έκανε αυτή την επιλογή.

Ένα δώρο που αφήνει ευχαριστημένο το φθαρτό κομμάτι της ύπαρξής μας, αυτό που βλέπουμε, αυτό που ψηλαφούμε. Το φαγητό και τα ποτά ικανοποιούν τη λαιμαργία του στομάχου, οι ακολασίες παρέχουν απλόχερα την σαρκική  απόλαυση και ηδονή, η ατιμία που παρουσιάζεται σαν δικαίωμα στο καλό, γεμίζει τις τσέπες με χρυσάφι και παρέχει την εντύπωση της απόλυτης εξουσίας πάνω στους άλλους.

Εξωτικές παραλίες, ακριβά αυτοκίνητα, γυναίκες ή άνδρες- ή και τα δύο-πανάκριβα σπίτια, συνθέτουν το όνειρο κάθε ανύποπτου και αδύναμου θύματος. Η ικανοποίηση είναι άμεση και απόλυτα χειροπιαστή. Υποχρεώσεις μηδέν- μόνο να εξακολουθήσει να περπατά στο μονοπάτι της αφθονίας των επίγειων απολαύσεων. Μια ζωή ονειρεμένη, όπως του τάζουν και του τραγουδούν οι σειρήνες.



Ποιός μπορεί να αντισταθεί; Ποιός έχει τη δύναμη και το σθένος να γυρίσει την πλάτη σε όλα αυτά τα μεθυστικά σενάρια, στο παραπλανητικό τραγούδι των πανέμορφων και μελίρρυτων πλανευτρών;



Ας δούμε τώρα το μονοπάτι της αγάπης και της αρετής, που συνοδεύεται από την απόρριψη των υλικών απολαύσεων.

Είναι ένα ανηφορικό μονοπάτι, στενό, γεμάτο πέτρες και αγκάθια που ματώνουν τα πόδια σου. Η δυσκολία της ανάβασης ολοφάνερη και αποτρεπτική, το δώρο της συνεχούς και αμείωτης προσπάθειας  αόρατο και μακρυνό, αφού βρίσκεται στην κορυφή. Δεν έχεις από πού να πιαστείς, κι αυτό που βιώνεις είναι ιδρώτας, αϋπνίες και μοναξιά.

Αυτό που κυνηγάς το νοιώθεις, το κουβαλάς, αλλά δεν το βλέπεις. Δεν υπάρχει καμία ευκολία, μόνο συνεχής προσπάθεια και υποχρέωση σε σένα τον ίδιο να τα βγάλεις πέρα, να φτάσεις στον προορισμό σου, να ζεσταθεί η ψυχή σου. Πρωταγωνίστρια εδώ είναι η αόρατη ψυχή και όχι το ορατό σώμα.

Συγχρόνως, κάθε τόσο αντιπαλεύεις για να κρατηθείς στις μυτερές πέτρες, ακούγοντας τις φωνές και τα γέλια των οδοιπόρων του αντίθετου μονοπατιού, που προσπαθούν να σε τραβήξουν εκεί, άλλοτε τάζοντάς σου διάφορα, άλλοτε λοιδωρώντας σε για την ανοησία της επιλογής σου.



Ποιός και πού θα βρει την δύναμη να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι;



«Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυό τούτα ρέματα παλεύουν», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του.

«α) ο ανήφορος, προς την σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.

β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο».

Δηλαδή, πίσω από την ευκολία και τις υλικές απολαύσεις καραδοκεί, αόρατος  κι αυτός, ο θάνατος  της ψυχής, η ολοκληρωτική εξαφάνιση. Ενώ στην κορυφή που φτάνει κανείς ανεβαίνοντας με κόπο και προσπάθεια, περιμένει η ευδαιμονία, η ευφορία  και η αθανασία της ψυχής.

Το πρόβλημα είναι να διακρίνει κανείς το αόρατο που τον περιμένει, κι έτσι να κάνει τη σωστή επιλογή.



Πότε μπορεί ο καθένας που πήρε τον κατήφορο, να αντιληφθεί ότι έκανε λάθος; Πότε αρκετά γρήγορα, πότε αργά, αλλά μερικές φορές ποτέ. Μετά από κάθε ξενύχτι, μετά από κάθε ακολασία, ο άνθρωπος ξυπνά με βαρύ κεφάλι, δύσθυμος και ανόρεχτος. Το στόμα του είναι στυφό μετά από όσα ήπιε και έφαγε, το κορμί του πονά από την άλογη καταπόνηση.

Χρειάζεται διπλούς καφέδες και ασπιρίνες, ζεστό μπάνιο και μασάζ, για να αντικρύσει τον κόσμο αργά το μεσημέρι. Και είναι μόνος. Το βράδυ θα έχει πάλι παρέα, που θα κρατήσει μέχρι το ξημέρωμα- μέχρι να βγει το φως, δηλαδή.



Αν είναι έξυπνος, θα καταλάβει, θα ακούσει αυτούς που τον αγαπούν και πονούν για όσα κάνει και θα σταματήσει τον εύκολο κατήφορο, για να πάρει σιγά-σιγά τον ανήφορο. Αν δεν είναι έξυπνος, σαφώς θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο. Πόσο χρόνο; Μέχρι να φύγει η νιότη του.

Επειδή οι κραιπάλες και το ατελείωτο κυνήγι της ηδονής απαιτούν δυνατό και εύρρωστο σώμα, γερό υλικό, για να  του αφαιρέσουν τη ζωή, την ανάσα της αθανασίας, και να το βυθίσουν στο σκοτάδι της ανυπαρξίας.

Κι όταν η νιότη φεύγει πριν την ώρα της από τις καταχρήσεις, όταν δεν υπάρχει η ανάλογη δύναμη για να συνεχιστεί η ακολασία, η μοναξιά και η δυστυχία χτυπούν δυνατά, ρίχνουν την πόρτα και κάνουν κατάληψη στη ζωή του ανεύθυνου και επιπόλαιου, γεμίζοντάς την με ανία, έλλειψη σκοπού και παντελή αδιαφορία.

Αλλά, δεν είναι μόνες. Φέρνουν μαζί τους το φόβο του θανάτου.

Ο άνθρωπος που δεν είχε τη δύναμη να ξεφύγει, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις, καταλήγει να γίνει όμοιος με ένα φοβισμένο ζώο, με την αγωνία να του τρυπά την καρδιά.

«Τι θα απογίνω; Θα πεθάνω...», μουρμουρίζει και τρέμει σύγκορμος από πανικό.



Χάλασε τη ζωή του. Δεν κατάφερε τίποτε. Πέρασε από τη γη, χωρίς να προσφέρει τίποτε σε κανέναν, χωρίς να αφιερώσει ένα λεπτό σε έναν άλλο άνθρωπο, χωρίς να σκύψει με χαρά πάνω από το κρεβάτι ενός παιδιού, χωρίς να σκύψει λυπημένος πάνω από το προσκέφαλο των δικών του ανθρώπων που αρρώστησαν, υπέφεραν και είχαν την ανάγκη μιας ζεστής του ματιάς, μιας αγκαλιάς, ενός χαδιού.



Γιατί, λοιπόν, αφού όλοι κάποια στιγμή νοιώθουν το κενό, το ανούσιο, ζουν αποχαυνωμένοι χωρίς χαρά, έχοντας πάψει να νοιώθουν εδώ και πολύ καιρό την οποιαδήποτε ικανοποίηση, ζηλεύουν τους άλλους που έχουν μια αγκαλιά και κάποιους ανθρώπους να τους νοιάζονται, εξακολουθούν να τρέχουν στον κατήφορο και δεν αλλάζουν πορεία;



Η απάντηση είναι θλιβερή. Δεν τους έχει μείνει καμία δύναμη να το κάνουν. Το κακό τους έχει καταβροχθίσει, τους έχει κατακλέψει την ύπαρξη και έχουν γίνει μαριονέτες, ανδρείκελα, ντροπή του ανθρώπινου είδους, που προσπαθούν να τραβήξουν μαζί τους στις λάσπες τους ενάρετους, να τους πληγώσουν, να τους προσβάλουν, να τους σπιλώσουν.

Όμως,  ακόμη και αυτοί οι αμετανόητοι, αναγνωρίζουν την αξία των ανθρώπων του άλλου μονοπατιού- του ανηφορικού. Ηρώα στήνονται για εκείνους που έφτασαν στις κορυφές, βραβεία δίνονται σ’ εκείνους που πλήγωσαν τα κορμιά τους και θυσίασαν τη ζωή τους για να βοηθήσουν την ανθρωπότητα. Ο θαυμασμός όλων- και αυτών των ιδίων- καταναλώνεται και απευθύνεται σε ανθρώπους που υπερέβαλαν εαυτόν.



Να έχεις ή να είσαι; αναρρωτιέται ο Γερμανός κοινωνιολόγος  και ψυχαναλυτής του 20ού αιώνα, Έριχ Φρόμ, στο ομώνυμο βιβλίο του. Ας παρακολουθήσουμε για λίγο τη σκέψη του:

«Σ’ έναν πολιτισμό, όπου ο ύψιστος σκοπός είναι η κατοχή- και μάλιστα η κατοχή ολοένα και περισσοτέρων πραγμάτων- και όπου μπορεί κανείς να πει για κάποιον ότι αξίζει ένα εκατομμύριο δολλάρια, πώς μπορεί να υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο έχειν και το είναι; Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι η βαθύτερη σημασία του είναι, είναι το έχειν. Κι όταν κάποιος δεν έχει τίποτε, δεν είναι τίποτε για τον κόσμο της φθαρτής ύλης.

Οι Μεγάλοι Δάσκαλοι της Ζωής, όμως, εντόπισαν σαν κεντρικό σημείο των συστημάτων τους- θρησκευτικών ή φιλοσοφικών- τη διαφορά ανάμεσα στο έχειν και το είναι.

Ο Βούδας διδάσκει ότι, για να φτάσουμε στο ψηλότερο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης, δεν θα πρέπει να αναζητούμε άπληστα την απόκτηση αγαθών και απολαύσεων.

Ο Χριστός διδάσκει: ός γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. Ός  δ’ αν απολέσει την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ούτος σώσει αυτήν. Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος κερδίσας τον κόσμον όλον, εαυτόν δε απολέσας ή ζημιωθείς;

Ο Μάϊστερ Έκχαρτ δίδαξε ότι το να μην έχεις τίποτε και συγχρόνως να είσαι ανοιχτός και αδειανός, μην αφήνοντας το εγώ σου να στέκεται εμπόδιο στο δρόμο σου, είναι η μοναδική προϋπόθεση για την απόκτηση πνευματικού πλούτου και δύναμης.

«Εδώ και πολλά χρόνια»,γράφει ο Έριχ Φρόμ, «μου έχει κάνει βαθιά εντύπωση αυτή η διάκριση και έψαχνα να βρω την εμπειρική της βάση στη μελέτη ατόμων και ομάδων μέσα από την ψυχαναλυτική μέθοδο. Εκείνο που είδα με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι αυτή η διάκριση, καθώς και η διάκριση ανάμεσα στην αγάπη για τη ζωή και την αγάπη για το θάνατο, αποτελεί το πιο ουσιαστικό πρόβλημα της ύπαρξης».

Και συνεχίζει πιο κάτω μιλώντας για την παραπλανημένη αγάπη.

«Μπορεί κανείς να έχει αγάπη; Αν ήταν στο χέρι μας, θα μετατρέπαμε την αγάπη σε πράγμα, σε κάτι που θα μπορούσαμε να κατέχουμε. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν υπάρχει κανένα πράγμα μ’ αυτό το όνομα. Η αγάπη είναι μια αφηρημένη έννοια, ίσως ένας θεός ή ένα ξωτικό που κανείς δεν μπορεί να το δει χειροπιαστά. Στην πραγματικότητα, αυτό που υπάρχει είναι η πράξη της αγάπης. Το ν’αγαπά κανείς είναι μια παραγωγική δραστηριότητα. Κλείνει μέσα της τη φροντίδα, τη γνώση, την ανταπόκριση, τη βεβαίωση. Σημαίνει να φέρεις κάτι σε ζωή, μεγαλώνοντας τη ζωντάνια του. Είναι μια λειτουργία που ανανεώνει και δίνει διαστάσεις στον ίδιο μας τον εαυτό.

Όταν η αγάπη βιώνεται με βάση το έχειν, κλείνει μέσα της τον περιορισμό, τη φυλάκιση, τον έλεγχο του αντικειμένου που κάποιος λέει ότι αγαπά. Στραγγαλίζει, νεκρώνει, πνίγει, σκοτώνει, στερεί τη ζωή. Αυτό που πολλοί άνθρωποι αποκαλούν αγάπη είναι μια κακή χρήση της λέξης που κρύβει την πραγματικότητα: ότι δεν αγαπούν. Κι έχουν αναφερθεί τόσο τρομακτικές πράξεις σκληρότητας, αδιαφορίας, ωμής κτητικότητας και σαδισμού, που θα μπορούσε κανείς να φτάσει στο συμπέρασμα ότι στην ουσία δεν υπάρχει αγάπη».



Στις μέρες μας συμβαίνουν πολύ θλιβερά πράγματα, αν και δεν συμβαίνει αυτό για πρώτη φορά. Το σκοτάδι και το κακό, φορούν το μανδύα του θύματος, του αδικημένου, χωρίς να διστάσουν να παραστήσουν και τον σωτήρα, και προσπαθούν να επιβάλουν τα μαύρα τους σχέδια, καλυμένοι πίσω από έναν ψεύτικο αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, την ώρα που βυθίζονται ολόκληροι στη σαπίλα της ανομίας και του εγκλήματος.



Ο κάθε Χριστιανός σέρνει τον σταυρό που τού δόθηκε, ανάλογα με τα προτερήματά του. Με τη δύναμη του Χριστού, της Παναγίας και όλων των αγίων, παίρνει δύναμη και προχωρά με αναμένα τα φώτα της καρδιάς του, ανοίγει δρόμο μέσα στα σκοτάδια, προσφέρει ζεστασιά και αγάπη στους δυστυχισμένους αδελφούς του. Ποτισμένος με πίστη, κάνοντας το σημείο του σταυρού και με συνεχή και αδιάλλειπτη προσευχή, γίνεται φωτεινός μέσα κι έξω και τραβά κοντά του τους δυστυχισμένους συνανθρώπους του.

Γιατί η αγάπη έχει τεράστια δύναμη. Κάνει όλα τα αδύνατα, δυνατά. Όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος στην γνωστή σε όλους επιστολή προς Κορινθίους,

«Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δεν ζηλεύει. Η αγάπη δεν ξιπάζεται, δεν είναι περήφανη, δεν προβαίνει σε ασχήμιες, δεν ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δεν σκέφτεται το κακό των άλλων, δεν χαίρεται όταν βλέπει την αδικία. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει και μένει αναλλοίωτη».

Η αγάπη, συνοδευόμενη πάντα από την αρετή, κατέχει εξέχουσα θέση, υπερβαίνει τα πάντα. Τίποτε δεν έχει νόημα, αν εκείνη λείπει.

«Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και να γνωρίζω όλα τα μυστήρια της ζωής, αν ακόμη έχω όλη την πίστη και μπορώ μέχρι και βουνά να μετακινήσω, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα κύμβαλο αλλαλάζον, ένας τενεκές που κάνει θόρυβο, δηλαδή, δεν είμαι τίποτε απολύτως».

Ούτε η φιλανθωπία μας σώζει, ούτε όλες οι αρετές μαζί. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η αγάπη. Το πιο εύκολο και συνάμα πιο δύσκολο συναίσθημα, αφού πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να αγαπούμε αυτούς που μας βλάπτουν.

«Αγαπάτε αλλήλους», μας κληροδότησε ο Ιησούς στο πέρασμά του ανάμεσά μας.

Το ζήτημα είναι πώς θα το καταφέρουμε.



Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας μας ανοίγει τα μάτια, μας δείχνει το δρόμο: με βαθιά ενδοσκόπιση στον εαυτό μας, με αλύγιστη πίστη και συνεχή προσπάθεια να καταφέρουμε πρώτα να ανεβάσουμε  τον εαυτό μας κάποιες βαθμίδες στην κλίμακα της Θέωσης, ή της θείας ανόδου. Ακολουθώντας τις παραινέσεις  του και έχοντάς τες σαν οδηγό, το αποτέλεσμα θα είναι να νοιώθουμε ασφαλείς και να μπορούμε να αποφεύγουμε τις κακοτοπιές.

Η κλίμακα που μας προβάλλει ο άγιος Ιωάννης ξεκινά από τα γήινα και φθάνει στα ουράνια, με το Θεό να μας περιμένει στην κορυφή της. Ξεκινά με την αποταγή των γήινων, δηλαδή την αποστασιοποίηση από τις υλικές απολαύσεις, και τελειώνει με την αγάπη.



Χάρη στην σημερινή αφιέρωση στην αγάπη, θα ανεβούμε νοητά όλα τα προηγούμενα και απαιτούμενα σκαλοπάτια και θα σταθούμε να αναπνεύσουμε τον μυρωμένο αέρα της αγάπης, στο κορυφαίο τελικό σκαλοπάτι, αφήνοντας τα ευλογημένα λόγια του αγίου να μας δείχνουν το δρόμο και να μας δώσουν την απαραίτητη δύναμη να σταθούμε δίπλα στο φως και να μην καούμε, αλλά να φωτιστούμε.



«Αυτά που μένουν», μας λέει ο άγιος Ιωάννης, «και σφίγγουν και διατηρούν τον σύνδεσμο όλων των υπολοίπων δοκιμασιών είναι τούτα τα τρία: πίστις, ελπίς και αγάπη, με μείζονα όλων την αγάπη, διότι και ο Θεός αγάπη ονομάζεται».

Λόγια που τα πήρε από την επιστολή του Αγίου Παύλου προς Κορινθίους.

Ο άγιος Ιωάννης βλέπει την πίστη σαν ακτίνα, την ελπίδα σαν φως  και την αγάπη σαν ηλιακό δίσκο. Όλες μαζί αποτελούν ένα φωτεινό απαύγασμα. Η πίστη μπορεί να επιτελέσει τα πάντα, η ελπίδα μας αγκαλιάζει με το έλεος του Θεού και μας κρατά όρθιους, ενώ η αγάπη δεν πέφτει ποτέ από το βάθρο της, ούτε σταματά το τρέξιμό της, ούτε επιτρέπει σ’ αυτόν που «κάρφωσε» με τα βέλη της να ξεφύγει από την μακάρια μανία που τού προξένησε. 



Αυτός που θέλει να μιλά για αγάπη είναι σαν να επιχειρεί να μιλήσει για τον ίδιο το Θεό, αυτό, όμως εμπεριέχει κινδύνους αν δεν είναι προσεκτικός. Για την αγάπη γνωρίζουν και μιλούν οι Άγγελοι, αλλά κι αυτοί ακόμη, το κάνουν ανάλογα με τον βαθμό της θείας λάμψης τους. Αγάπη είναι ο Θεός, και όποιος προσπαθήσει να δώσει ορισμό του Θεού μοιάζει με έναν τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.



Ως προς την ενέργειά της μοιάζει με μέθη της ψυχής. Είναι πηγή  πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.

Είναι κυρίως η απόρριψη κάθε εχθρικής και αντίθετης σκέψης, αφού η αγάπη ου λογίζεται το κακόν.

Όση αγάπη λείπει, τόσος φόβος υπάρχει. Διότι, όποιος δεν φοβάται, ή είναι γεμάτος αγάπη, ή είναι ψυχικά νεκρός.

Μακάριος είναι εκείνος που απέκτησε τέτοιο πόθο για το Θεό, σαν αυτόν που έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του.

Μακάριος  είναι εκείνος που φοβήθηκε τον Κύριο, όσο οι υπόδικοι τον Δικαστή.

Μακάριος είναι εκείνος που έδειξε τόση ζηλοτυπία για τις αρετές, όση οι σύζυγοι που προσέχουν ζηλότυπα τις γυναίκες τους.

Μακάριος είναι εκείνος που την ώρα της προσευχής στέκεται μπροστά στον Κύριο όπως οι υπηρέτες μπροστά στον βασιλιά τους.

Μακάριος είναι εκείνος που προσπαθεί συνεχώς να περιποιείται και να αναπαύει τον Κύριο όπως έτυχε να περιποιηθεί και να αναπαύσει σεβαστούς ανθρώπους.



Εκείνο το συναίσθημα που προξενεί η πείνα είναι κάτι που δεν φαίνεται και δεν εκδηλώνεται. Εκείνο, όμως, που προκαλεί η δίψα είναι κάτι έντονο και φανερό, που κάνει έκδηλο σε όλους τον εσωτερικό φλογισμό. Γι αυτό κι εκείνος που ποθούσε τον Θεό έλεγε: «εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ισχυρόν, τον ζώντα» (ψαλμ. μα, 3)



Ο φόβος, όταν εισχωρήσει πραγματικά σε μια ψυχή λυώνει και κατατρώγει τα ρυπαρά πάθη της σάρκας. «καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου», αναφωνεί ο Ψαλμωδός. Η αγία αγάπη ,όμως,  κάνει τον άνθρωπο να αγάλλεται και να λάμπει από χαρά.

«επ’ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σάρξ μου».



Όταν, επομένως, ο άνθρωπος συγχωνευθεί με την αγάπη του Θεού, τότε και εξωτερικά το σώμα του, σαν σε καθρέφτη, δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής.

Όσοι καταφέρνουν να φτάσουν σ’ αυτή τη βαθμίδα, ξεχνούν πολλές φορές ακόμη και την σωματική τροφή. Όσοι έφτασαν εκεί, ούτε το σώμα τους ασθενεί πλέον εύκολα, διότι κατά κάποιο τρόπο εξαγνίστηκε και αφθαρτοποιήθηκε. Η φλόγα της αγνότητας έσβησε τη φλόγα των σαρκικών παθών και των ασθενειών. Όπως οι υπόγειες φλέβες του νερού ποτίζουν μυστικά τις ρίζες των φυτών, έτσι και οι ψυχές αυτών των ανθρώπων τρέφονται από το ουράνιο πυρ.



Εκείνος που αγαπά τον Κύριο, έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του.

Η δύναμη της αγάπης είναι η ελπίδα, διότι μ’ αυτή περιμένουμε τον μισθό της αγάπης. Η ελπίδα είναι «αδήλου πλούτου πλούτος», δηλαδή πλούτος που δεν είναι φανερός. Είναι η ανάπαυση και η ανακούφιση από τους κόπους. Είναι η πόρτα που οδηγεί στην αγάπη. Είναι ο φονιάς της απόγνωσης. Είναι αυτή που φέρνει κοντά μας όσα βρίσκονται πολύ μακριά.

Έλλειψη της ελπίδας σημαίνει αφανισμός της αγάπης. Πάνω της είναι δεμένοι οι πόνοι και κρεμασμένοι οι κόποι μας. Η ελπίδα γεννιέται με την γεύση και την εμπειρία των δώρων του Κυρίου. Όποιος δεν την έχει γευθεί, διακατέχεται από δισταγμούς.

Η αγάπη χορηγεί την χάρη της προφητείας, παρέχει την δύναμη της θαυματουργίας. Είναι η άβυσσος της θείας ελλάμψεως, η πηγή του θεϊκού πυρός. Όσο περισσότερο πυρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει εκείνον που διψά.

Η αγάπη είναι η στάση και η εδραίωση των Αγγέλων, η πρόοδος στους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.



Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας ρώτησε το Θεό πώς θα τα καταφέρει να ανεβεί σ’ αυτό το τελευταίο και ψηλότερο σκαλοπάτι, τι να κάνει, πόσο χρόνο θα του πάρει. Και Εκείνος του ψιθύρισε:

«Αν δεν λυθείς από την παχύτητα του σώματος, δεν θα μπορέσεις να γνωρίσεις το κάλλος του προσώπου μου. Η κλίμαξ ας σε διδάσκει την πνευματική σύνθεση των επί μέρους αρετών. Στην κορυφή της είμαι στηριγμένος εγώ».



Εδώ ακριβώς, αγαπητοί μου, βρίσκεται και η απάντηση στα ερωτήματά μας.

Θα μπορέσουμε να αντέξουμε τον ανήφορο, τις πέτρες και τις πληγές, αν έχουμε δίπλα μας, βοηθούς, την πίστη και την ελπίδα. Πίστη στο Θεό, ελπίδα για το έλεός του.

Αυτές οι δύο θα μας γεμίζουν χαρά, ικανοποίηση και πληρότητα, θα μας δείχνουν πάντα τη σωστή στροφή, θα μας ανάβουν τα φώτα τα βράδυα, θα κρατούν τους αγαπημένους μας κοντά μας, θα γλυκαίνουν τους πόνους από τον μόχθο της καθημερινότητας και θα μας βοηθούν να μη στεκόμαστε μόνον εκεί, αλλά να σηκώνουμε το κεφάλι ψηλά- στην κορυφή της σκάλας που μας περιμένει ο Πλάστης μας.

Μ’ αυτά τα όπλα γινόμαστε ανίκητοι. Μ’ αυτά τα όπλα μπορούμε να κάνουμε τα μικρά μας θαύματα, να ελκύσουμε κι άλλους να ακολουθήσουν τα βήματά μας- και το κυριότερο: να μην παρασυρθούμε, αλλά να συνεχίσουμε την ανάβαση.

Άλλωστε, ας θυμόμαστε ότι το τρυφερό είναι πιο δυνατό από το σκληρό. Το νερό είναι πιο δυνατό από τον βράχο. Η αγάπη είναι πιο δυνατή από το μίσος.



Δίπλα σε όλα αυτά που αναφέρονται στον καθένα από μάς, υπάρχει κι ένα ακόμη έργο: τα παιδιά.

Τα παιδιά που με τόση αγάπη αγκάλιασε ο Κύριος, τα παιδιά που η ψυχή τους είναι ακόμη αγνή και η καρδιά τους άδολη.

Πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με την παιδεία τους, αγαπητοί μου. Αποτελούν το πιο γόνιμο χωράφι. Αν δεν το προσέξουμε, θα καταντήσει άγονο. Αν το καλλιεργήσουμε σωστά, θα δρέψουμε τους καλύτερους και νοστιμότερους καρπούς.

Όταν το παιδί γνωρίσει από τη νηπιακή του ηλικία την αγάπη, την ανιδιοτέλεια, την αρετή, τους ωραίους και υψηλούς στόχους, να είστε βέβαιοι ότι η πανοπλία του θα γίνει άτρωτη και ποτέ, κανείς δεν θα καταφέρει να το αποπλανήσει, να το παραπλανήσει και να το καταστρέψει.

Το φως της αγάπης, η δύναμη της πίστης και η αθάνατη ελπίδα, δεν θα σταματήσουν ποτέ να το προστατεύουν.



Κλείνοντας, θέλω να σας πω ότι πιστεύω ακράδαντα σε όλους μας, πιστεύω στον άνθρωπο, μόνο και μόνο επειδή είναι δημιούργημα του Θεού. Παρόλες τις αδυναμίες μας, παρόλα όσα δεινά εκείνος επιτρέπει να μας συμβαίνουν, μπορούμε όλοι να οδηγήσουμε τα παιδιά με ασφάλεια στο δρόμο που ίσως εμείς να μην αντέξαμε να περπατήσουμε μέχρι το τέλος.

Φτάνει που τον γνωρίζουμε, φτάνει που ξέρουμε τι θησαυρό θα ανακαλύψει όποιος ανεβεί στην κορυφή. Κι ένα μόνο παιδί να καταφέρουμε να οδηγήσουμε σ’ αυτό το δρόμο, είναι πολύ σπουδαίο επίτευγμα.



Ας έχουμε στραμένο το κεφάλι μας στις κορυφές, ας παραδειγματιζόμαστε από τους ανθρώπους που τα κατάφεραν, ας κάνουμε κι εμείς την προσπάθεια. Αξίζει τον κόπο.

Όπως είπε ο  Μαχάτμα Γκάντι:

«Δεν γνωρίζω κατά πόσο η ανθρωπότητα θα ακολουθήσει συνειδητά τον νόμο της αγάπης, αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ο νόμος θα εξακολουθήσει να ισχύει, όπως ισχύει ο νόμος της βαρύτητας, είτε τον δέχονται, είτε όχι!»



Σας ευχαριστώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου