The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΒΕΡΝ
Έργο : Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕ ΚΡΙΣΤΟ
Από την Dimitra Papanastasopoulou




Πίσω από την έμπνευση του μεγάλου συγγραφέα κρύβονται κάποια γεγονότα (όπως πάντα). Σε ένα του ταξίδι πέρασε από το συγκεκριμένο νησί και το ‘βαλε στο νου του να το χρησιμοποιήσει. Κι ενώ ζούσε στο Παρίσι, ήρθαν πληροφορίες από την αστυνομία για κάποιον που είχε καταδικαστεί άδικα και πέρασε τα πάνδεινα. Το στόρυ είχε δημιουργηθεί και οι τυχεροί αναγνώστες του τότε παρόντος, αλλά και του μέλλοντος δεν θα ξεχνούσαν ποτέ αυτό το μυθιστόρημα.

Απόσπασμα:
   «Ποιος είστε, λοιπόν;» ρώτησε ο Καντερούς καρφώνοντας το βλέμμα του στον κόμη.
   «Κοίταξέ με καλά!» είπε εκείνος, φέρνοντας το φως κοντά στο πρόσωπό του.
   «Ο αβάς, ο αβάς Μπουζόνι».
   Ο Μόντε Κρίστο έβγαλε την περούκα που τον έκανε αγνώριστο και άφησε ελεύθερα τα μαύρα μαλλιά του, που τόνιζαν τα όμορφα ωχρά χαρακτηριστικά του.
   «Από τα μαύρα μαλλιά», είπε αποσβολωμένος ο Καντερούς, «θα έλεγα ότι είστε ο Άγγλος, ο λόρδος Γουίλμορ».
   «Δεν είμαι ούτε ο αβάς Μπουζόνι ούτε ο λόρδος Γουίλμορ», απάντησε ο Μόντε Κρίστο. «Για ξαναπροσπάθησε. Δεν με αναγνωρίζεις;»
   Τα λόγια του κόμη έκαναν να ζωηρέψουν οι ελάχιστες δυνάμεις του ετοιμοθάνατου.
   «Ναι, ναι, πραγματικά», είπε. «Νομίζω ότι σας έχω ξαναδεί και άλλοτε».
   «Ναι, Καντερούς, με έχεις ξαναδεί. Με γνώριζες κάποτε».
   «Ποιος είστε λοιπόν; Και, αφού με ξέρετε, γιατί με αφήνετε να πεθάνω;»
   «Επειδή τίποτα δεν μπορεί να σε σώσει. Τα τραύματά σου είναι θανάσιμα. Αν υπήρχε πιθανότητα να σε σώσω, θα τη θεωρούσα άλλη μία απόδειξη του ελέους του Θεού και θα προσπαθούσα να σε αποκαταστήσω οικονομικά για άλλη μία φορά. Το ορκίζομαι στον τάφο του πατέρα μου».
   «Στον τάφο του πατέρα σας;» είπε ο Καντερούς, που ανασηκώθηκε κάπως από μια υπερφυσική δύναμη για να δει πιο καθαρά τον άνθρωπο που είχε κάνει έναν τόσο ιερό όρκο. «Ποιος είστε, λοιπόν;»
   Ο κόμης είχε δει τον επερχόμενο θάνατο. Ήξερε ότι αυτή ήταν η τελευταία πάλη του πληγωμένου. Τον πλησίασε και έσκυψε επάνω του με ένα ήρεμο και μελαγχολικό βλέμμα. «Είμαι… Είμαι…» είπε και από το σχεδόν κλειστό στόμα του βγήκε τόσο χαμηλόφωνα ένα όνομα που ακόμα και ο ίδιος ο κόμης δεν ήθελε να το ακούσει.
   Ο Καντερούς, που είχε καταφέρει να σταθεί γονατιστός και να απλώσει τα μπράτσα του, τραβήχτηκε πίσω, έσφιξε τα χέρια και τα σήκωσε ψηλά με μια απέλπιδα προσπάθεια.
   «Θεέ μου, Θεέ μου», είπε, «συγχώρησέ με που σε απαρνήθηκα. Υπάρχεις πραγματικά, είσαι ο πατέρας των ανθρώπων στον ουρανό και κριτής τους επάνω στη γη. Θεέ μου, Κύριέ μου, σε περιφρόνησα. Συγχώρησέ με, Θεέ μου. Δέξου με, Κύριε». Άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και έπεσε πίσω με ένα βογκητό. Το αίμα είχε πλέον σταματήσει να τρέχει από τα τραύματά του. Ήταν νεκρός.
   «Ένας!» είπε ο κόμης με μυστηριώδες ύφος και το βλέμμα του καρφωμένο στο πτώμα, που είχε παραμορφωθεί από τους σπασμούς του θανάτου.
Δέκα λεπτά αργότερα έφτασε ο γιατρός και ο βασιλικός επίτροπος, ο ένας συνοδευόμενος από τον θυρωρό και ο άλλος από τον Αλή, και βρήκαν τον αβά Μπουζόνι να προσεύχεται δίπλα στο πτώμα.


Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΟΥΜΑΣ (Πατήρ ή Πρεσβύτερος)
(1802- 1870)
Μέρος β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou




Σκέψεις πάνω στα έργα του.

Η εξαιρετική δημοτικότητα που είχαν τα μυθιστορήματά του από την εποχή που γράφηκαν και ο συγγραφέας ζούσε, είναι απόλυτα δικαιολογημένη: είχαν όλα τους συναρπαστική  πλοκή, είχαν χρώμα, διακατέχονταν από τον απαραίτητο ιπποτισμό και ήταν πρωτότυπα.
Τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον αναγνώστη καθώς διαβάζει ένα του μυθιστόρημα είναι τόσο συναρπαστικά, ώστε δεν διαννοείται να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του, ώσπου να φθάσει στο τέλος.
Έχει λεχθεί ότι ο Δουμάς είχε την ικανότητα να δημιουργήσει μια «ιστορία» από το πιο ασήμαντο γεγονός, από το πέσιμο ενός φτερού ή ατενίζοντας ένα καράβι στη θάλασσα. Να πάρει αυτό το απλό γεγονός και να το «κεντήσει» με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσει ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα. Και έγραφε με όση ταχύτητα είχε η πένα του- συνεχώς.
Έβαζε μάλιστα και στοιχήματα ταχύτητας! Μια φορά στοιχημάτισε 100 λουδοβίκια, υποστηρίζοντας ότι μπορούσε να γράψει το πρώτο βιβλίο του «Ιππότη του Κόκκινου Σπιτιού» μέσα σε 72 ώρες, συνυπολογίζοντας ύπνο και φαγητό. Τελικά, σε 66 ώρες το πέτυχε: έγραψε 3.375 γραμμές χωρίς καμία αλλαγή ή σβήσιμο, αποδεικνύοντας περίτρανα την ανεξάντλητη έμπνευση και την μεγαλοφυιία του! Σκεφθείτε ότι το έκανε γράφοντας με το χέρι, βουτώντας κάθε λίγο την πένα στο μελάνι…

Βέβαια, αντιμετώπισε και διάφορες κατηγορίες, οι οποίες δεν σταματούσαν στον τρόπο γραφής του, αλλά και στον τρόπο ζωής του. Κατηγορήθηκε για έλλειψη πρωτοτυπίας, απροσεξία στο γράψιμο, ασέβεια στην ιστορική αλήθεια και για άπειρα συντακτικά λάθη. Το σοβαρότερο, ότι δεν είχε γράψει ο ίδιος ούτε μια λέξη, αλλά ότι εκμεταλλευόταν τον κόπο άλλων και επέβαλε την παρουσία και την επιτυχία του με απάτη και πονηριά.
Τίποτε από όλον αυτόν τον λίβελο δεν ήταν αλήθεια. Ο Αξέξανδρος Δουμάς ζούσε την εν πολλοίς άσωτη ζωή του, συγχωρώντας τους επικριτές του και αδιαφορώντας για τις άδικες κατηγορίες. Άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να παρασύρεται από την έμπνευση της κάθε στιγμής, χωρίς να λογαριάζει ότι μπορεί να χάσει, αδιαφορώντας αν θα στεφόταν από επιτυχία, επιδεικνύοντας μια τάση κάθε άλλο παρά συμφεροντολογική.
Είχε πολλούς συνεργάτες, επειδή χρειαζόταν πάντα το έναυσμα, φθάνοντας μέχρι τη μακρινή Ρωσία αναζητώντας υλικό για κάποιο επόμενο έργο. Έγινε στρατιώτης για να πάρει μέρος στα οδοφράγματα, διοίκησε μια λεγεώνα, μονομάχησε δεκα φορές, ναύλωσε καράβια και μοίρασε συντάξεις, χόρεψε, κυνήγησε, ψάρεψε, υπνώτισε, μαγείρεψε, απέκτησε 10 εκατ. Φραγκα και τα ξόδεψε με το μοναδικό του πάθος για τη ζωή.
Όπως έγραψε γι’ αυτόν ο Βίκτωρ Ουγκώ: Εκείνο που έσπειρε είναι η Γαλλική ιδέα.

Τα σπουδαιότερα έργα του, με χρονολογική σειρά, είναι τα εξής:
Οι τρείς σωματοφύλακες (1844)
Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄και ο αιώνας του (1844)
Μετά είκοσι έτη (1845)
Αδελφοί Κορσικανοί (1845)
Ο κόμης Μόντε Κρίστο (1845-6)
Η βασίλισσα Μαργκώ (1845)
Οι σαράντα πέντε (1847)
Ο Υποκόμης της Βραζελόνης (1848) (περιλαμβανει το Σιδηρούν Προσωπείον)
Το περιδέραιο της βασίλισσας (1849)
Η μαύρη τουλίπα(1850)
Οι Μαϊκανοί των Παρισίων (1854-5)
Οι μεγάλοι άνδρες στο σπίτι τους: Καίσαρ, Ερρίκος Δ΄, Ρισελιέ (1855-6)
Οι οπαδοί του Ιησού(1856)
Αλή Πασάς (1862) ( ημιτελές)
Μέγα Λεξικό της Κουζίνας (1873)



Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΟΥΜΑΣ (Πατήρ ή Πρεσβύτερος)
(1802-1870)
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Εκατόν πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που άφησε την τελευταία του πνοή. Ένα εκτενές αφιέρωμα θεωρώ ότι τού αξίζει, μιας και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών.
Θα αρχίσω με την βιογραφία του και θα συνεχίσω με αναφορές στα έργα του, έργα που άντεξαν στον χρόνο και εξακολουθούν να συγκινούν μικρούς και μεγάλους.

Ο Αλεξάντρ Νταβύ ντε λα Παγετερί, γνωστός σε όλους ως Αλεξάντρ Ντουμάς πατήρ, γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1802 στο Βιγιέρ-Κοτρέ της Γαλλίας.
Ο πατέρας του, ο Τομά-Αλεξάντρ, ήταν γιος του Γάλλου μαρκησίου Αλεξάντρ-Αντουάν Νταβύ ντε λα Παγετερί, ανώτατου αξιωματικού στο πυροβολικό της γαλλικής αποικίας του Αγίου Δομήνικου(σημ. Αϊτή) και της ιθαγενούς Μαρί-Σεσέτ Ντουμάς, μιας όμορφης κρεολής σκλάβας. Λόγω του σκούρου χρώματος του δέρματός του, τον αποκαλούσαν Μαύρο Διάβολο, γι’ αυτό άλλαξε το επίθετό του και υιοθέτησε εκείνο της μητέρας του- Ντουμάς. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, καυγάδισε πολύ άσχημα με τον πατέρα του και από εκείνη τη στιγμή δεν επιθυμούσε να φέρει το όνομά του, γι’ αυτό επέλεξε το επίθετο της μητέρας του. Αν και πολέμησε με γενναιότητα και διακρίθηκε στους Επαναστατικούς Πολέμους, συγκρούστηκε με τον Ναπολέοντα κατά την αιγυπτιακή εκστρατεία, έπεσε σε δυσμένεια και ζήτησε άδεια να επιστρέψει στην Γαλλία. Όταν το καράβι έδεσε στη Σικελία, τόσο ο Τομά όσο και οι σύντροφοί του πιάστηκαν αιχμάλωτοι και φυλακίστηκαν για δύο χρόνια. Αυτή η φυλάκιση είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του. Πέθανε νεότατος το 1806, όταν ο Αλεξάντρ ήταν μόλις τεσσάρων ετών.
Ο Αλεξάντρ μεγάλωσε φτωχικά στην Πικαρδία, αλλά οι κακουχίες δεν τον άγγιξαν. Η μητέρα του εμπιστεύθηκε την μόρφωσή του στον ιερέα του χωριού τους, εκείνος, όμως, ήταν αδιάφορος, προτιμούσε τα παιγνίδια στο δάσος, το ψάρεμα και το κυνήγι. Μόνον ο γραφικός του χαρακτήρας ξεχώριζε, κι έτσι στα δώδεκα χρόνια του προσελήφθη γραφέας σε ένα συμβολαιογραφείο, όπου αντέγραφε ογκώδεις τόμους και μακροσκελή έγγραφα.
Το 1822 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και, για πρώτη φορά, ήρθε σε επαφή με την λογοτεχνία. Αρχικά εργάστηκε ως αντιγραφέας του δούκα της Ορλεάνης- του μελλοντικού βασιλιά Λουί-Φιλίπ. Τα χρήματα (1200 φράγκα το χρόνο) δεν ήταν αρκετά, γι’ αυτό άρχισε να γράφει θεατρικά έργα. Τα πρώτα χρήματα από τα γραπτά του τα έβγαλε το 1825 και με το δραματικό έργο «Ο Ερρίκος Γ΄ και η Αυλή» τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε γνωστός ως συγγραφέας.
Το 1830 πήρε ενεργό μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου, που είχε ως αποτέλεσμα να στεφθεί βασιλιάς ο Δούκας της Ορλεάνης. Ο Αλεξάντρ έμεινε πιστός στο πλευρό του. Επειδή το Παρίσι είχε ανάγκη πυρομαχικών, ο Αλεξάντρ προσφέρθηκε να πάει ως το Σουασόν και να φέρει. Ήταν μια εξαιρετικά εμπιστευτική αποστολή, την οποία έφερε σε πέρας με επιτυχία.

Το ρομαντικό του ύφος, παρόμοιο με του Βίκτωρα Ουγκώ, έγινε δημοφιλές και από τις πωλήσεις των όλο και περισσότερων έργων του, ο Αλεξάντρ απέκτησε μια σημαντική περιουσία. Αποδείχτηκε κακός διαχειριστής, εξαιρετικά σπάταλος, και συχνά κατέληγε απένταρος. Ενδεικτικό είναι το υπέρογκο ποσό που ξόδεψε για να χτίσει το μέγαρο Σεν Ζερμέν, το οποίο ονόμασε Μόντε-Κρίστο(250.000 φράγκα). Οργάνωνε μεγάλες συνεστιάσεις και ταξίδευε πολύ (τότε ένα ταξίδι ήταν πολύ δαπανηρό)). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένας bon viveur της εποχής του, ένας αυθεντικός μποέμ.
Αρχής γενομένης το 1832, έφυγε από το Παρίσι και ταξίδεψε μεταξύ άλλων στην Αυστρία, την Ολλανδία, την Ισπανία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, φθάνοντας ως τη Νότιο Αφρική.
Όταν επέστρεψε, αντιλήφθηκε ότι το ρομαντικό ύφος έφθινε και ήταν καιρός να αλλάξει τον τρόπο γραφής του. Έτσι, στράφηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα, αντλώντας υλικό και στοιχεία από τον καθηγητή φιλολογίας Ογκύστ Μακέ, με τον οποίο είχε μια μακρά και άριστη συνεργασία. Δεν ήταν ακριβώς ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά περιείχαν ιστορικά γεγονότα. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό, τον έκανε περισσότερο διάσημο και πλούσιο. Τα έργα «Οι τρεις σωματοφύλακες» (1844), «Ο κόμης Μοντεκρίστο»(1845) και «Ο Άνθρωπος με το Σιδηρούν Προσωπείο» (1847) είναι ενδεικτικά αυτής της στροφής.
Ο Εζέν ντε Μιρκούρ είχε άλλη άποψη. Το 1845 εξέδωσε έναν πραγματικό λίβελλο εναντίον του Αλεξάντρ Ντουμά, με τίτλο «Βιομηχανία μυθιστορημάτων Αλεξάντρ Ντουμά και Σία», υπονοώντας ότι τα έργα δεν ήταν δημιουργήματα του Ντουμά. Εκτός του Μιρκούρ, υπήρξαν πολλοί κριτικοί και κλασικοί συγγραφείς που τον κατηγόρησαν για λογοκλοπία και θεώρησαν τα έργα του τερατουργήματα.
Ο Αλεξάντρ δεν έδειξε ποτέ θυμό ή μίσος, αντιλαμβανόταν θαυμάσια τον αντίκτυπο της επιτυχίας του. Είχε το αναμφισβήτητο χάρισμα να δημιουργεί υπέροχα μυθιστορήματα, με επιτυχημένη πλοκή, ξεκινώντας από ένα μικρό και ασήμαντο γεγονός (Σκεφθείτε την ιστορία του πατέρα του και έχετε την ουσία του Κόμη Μοντεχρίστου. Το νησί Μοντεκρίστο το είδε σ’ ένα ταξίδι σστη Μεσόγειο, το όνομα τον εντυπωσίασε και το χρησιμοποίησε). Το πάντρεμα του μύθου και της ιστορίας, η θεατρικότητα, η πρωτοτυπία και οι πολύπλοκοι χαρακτήρες με έντονο το στοιχείο του ιπποτισμού, είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της γραφής του.
Το 1840 παντρεύτηκε την ηθοποιό Ιντά Φεριέ. Ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου, είχε πολλές παράνομες σχέσεις και απέκτησε τουλάχιστον τέσσερα νόθα παιδιά (συγκεκριμένα, ο Αλεξάντρ Ντουμάς ο νεότερος ήταν νόθος γιος του, καρπός της σχέσης του με την γειτόνισσά του Κατρίν Λεμπέ).
Η πτώση του Λουί-Φιλίπ και η άνοδος του Ναπολέοντα Γ΄ έφερε νέες προτιμήσεις στο κοινό. Αδυνατώντας να βγάλει χρήματα, βλέποντας τους πιστωτές να τού παίρνουν το αγαπημένο του μέγαρο, εγκατέλειψε τη Γαλλία το 1850 και κατέφυγε στις Βρυξέλλες. Λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Παρίσι και ίδρυσε μια εφημερίδα. Χρεοκόπησε και πάλι  και έφυγε πρώτα για τη Ρωσία και μετά για την Ιταλία. Στη Νάπολη έγινε σύμβουλος του Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι. Όταν η επανάσταση πέτυχε, οι Ιταλοί τον έδιωξαν. Πικραμένος από την αχαριστία, επέστρεψε στο Πουί, μένοντας μαζί με τον γιό του Αλεξάντρ τον νεότερο.
Το 1870, ένα ατύχημα τον άφησε παράλυτο. Στις 5 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς, έχοντας ζήσει τη ζωή του όπως ακριβώς επιθυμούσε, άφησε την τελευταία του πνοή.