The world I love:my novels, my favorite themes
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018


ΝΑΝΑ
Της Dimitra Papanastasopoulou





Η Νανά είναι η κόρη της Ζερβέζ και του Κουπώ. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο L’ Assommoir, Το Ρόπαλο, και η γέννησή της τοποθετείται από τον Αιμίλιο Ζολά στα 1852. Η αφήγηση της σύντομης ύπαρξής της- πεθαίνει από ευλογιά το 1870, μόλις δεκαοχτώ ετών- αποτελεί το θέμα του πολύκροτου μυθιστορήματος που δημοσιεύτηκε το 1880, σημειώνοντας σημαντική επιτυχία, σε σημείο ώστε, όχι μόνο να κυκλοφορήσει σε εκατό χιλιάδες αντίτυπα τα οποία πουλήθηκαν την ίδια χρονιά(1880), αλλά και το όνομα της ηρωίδας- υποκοριστικό του Άννα, να περάσει στο χρηστικό λεξικό σημαίνοντας – στον καθημερινό λόγο- την γυναίκα ελαφρών ηθών.
Η Νανά, ως μυθιστόρημα, περιγράφει τη διαδρομή μιας νεαρής, ενός αντικειμένου του πόθου των ανδρών και μιας αλληγορίας του έρωτα. Στην αρχή του κειμένου εμφανίζεται στον «φυσικό» ρόλο της Αφροδίτης- θεάς του έρωτα- που τρελαίνει τους εραστές της, εξωθώντας τους στην καταστροφή ή την αυτοκτονία. Ο Ζολά, φτάνει στο σημείο να δώσει το όνομα της πρωταγωνίστριάς του σε μια φοράδα που κερδίζει μια κούρσα κι όλος ο ιππόδρομος φωνάζει ενθουσιασμένος:Νανά! μπροστά στον ίδιο τον Αυτοκράτορα, συνδέοντας το όνομά της με την Δεύτερη Αυτοκρατορία, την οποία καταλήγει να την αντιπροσωπεύει, πεθαίνοντας άδοξα (ευλογιά) με την κήρυξη του πολέμου στην Πρωσία.
Πολύ συχνά η φαντασία ξεπερνά την πραγματικότητα και το μοντέλο εξαφανίζεται πίσω από μια οικεία προσωπικότητα, της οποίας το τέλος συνήθως λησμονούμε.
Ο θάνατος της Νανάς αποκαλύπτει στην ουσία την πραγματικότητα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, δηλαδή την διαφθορά, κάτι που ο μέσος αναγνώστης, παρασυρμένος από την υπέροχη γραφίδα του Ζολά, ούτε που προσέχει (ή δεν τον ενδιαφέρει). Από το ζουμερό κορμί της Νανάς, με το οποίο ξεκινά το μυθιστόρημα, δεν απομένει παρά ένα φθαρμένο πρόσωπο στο τέλος.  
«Ήταν μια οστεοθήκη, ένας σωρός λέμφους και αίματος, μια μάζα τεμαχισμένου κρέατος, πεταμένη εκεί, σ’ ένα μαξιλάρι. Οι πυώδεις φλύκταινες είχαν σκεπάσει ολόκληρο το πρόσωπο, με τη μία να ακουμπάει στην άλλη, και, καθώς αυτές ήταν μαραμένες, βουλιαγμένες, μοιάζοντας με γκρίζα λάσπη, έμοιαζε ήδη με μουχλιασμένη γη, πάνω σ’ αυτό τον άμορφο πολτό, όπου δεν διακρινόταν πια κανένα χαρακτηριστικό. Ήταν λες και ο ιός που την είχε ποτίσει μέσα από τις χυδαίες καταστάσεις από τα πτώματα που είχε ανεχθεί, αυτή η ζύμωση με την οποία είχε δηλητηριάσει έναν κόσμο, ερχόταν τώρα να ανεβεί στο πρόσωπό της και να το σαπίσει»
(Εμίλ Ζολά, Νανά)

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΤΖΕΗΝ ΩΣΤΙΝ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Ένα άρθρο του 2011 που είδα αυτές τις ημέρες  αναφερόταν στον «μυστηριώδη θάνατο» της διάσημης Αγγλίδας συγγραφέως των 18ου και 19ου αιώνων (1775-1817), γεγονός που δείχνει το συνεχόμενο ενδιαφέρον για την συγγραφέα και τη ζωή της, σχεδόν διακόσια χρόνια μετά τον θάνατό της.
Η μέχρι πρότινος βιβλιογραφία απέδιδε τον θάνατο σε καρκίνο, λευχαιμία, φυματίωση, συστεμική βασκιουλιτιδα, στην ασθένεια Άντισον ή σε κάποιες αυτοάνοσες παθήσεις, καθώς πιστευόταν ότι η Τζέην είχε μια πολύ καλή υγεία μέχρι τα σαράντα της χρόνια (πέθανε στα 41). Ένα γράμμα του αδελφού της στα 1816 που παραδέχεται την κατάπτωση της υγείας της, προφανώς ελήφθη ως προάγγελος της ασθένειας που την οδήγησε στο θάνατο, ενώ η αδελφή της Κασσάνδρα κατέστρεψε πολλές επιστολές της Τζαίην, οι οποίες αναφέρονταν σε συμπτώματα ασθενείας της.

Η συγγραφέας Λίντσεη Άσφορντ, η οποία μετακόμισε στα τέλη της δεκαετίας του 2000 στο χωριό Τσάουτον, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Τζέην Ώστιν, για να γράψει ένα μυθιστόρημα, δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με τη μελέτη της αλληλογραφίας της Ώστιν (το σπίτι της είναι σήμερα μουσείο).
Η Άσφορντ μίλησε στην εφημερίδα Γκάρντιαν για τις επιστολές που μελέτησε και για την πιθανότητα να δολοφονήθηκε η Ώστεν με αρσενικό, στηριζόμενη σε εργαστηριακές μελέτες που είχαν γίνει νωρίτερα τον 20ό αιώνα(1948) και έδειξαν ίχνη αρσενικού στα μαλλιά της.
Είναι γνωστό ότι εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσαν το αρσενικό σε μια μεγάλη γκάμα ασθενειών, ανάμεσά τους οι ρευματισμοί και η σύφιλη, αλλά και για την «εύκολη» δηλητηρίαση, εφόσον δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη οι μέθοδοι ανίχνευσης του αρσενικού στο ανθρώπινο σώμα.
Η καθηγήτρια Τζάνετ Τόντ, επιμελήτρια των εκδόσεων του Κέμπριτζ για την Τζέην Ώστιν, ωστόσο, δεν φαίνεται να συμφωνεί: «Αμφιβάλλω εαν δηλητηριάστηκε εσκεμμένα, το θεωρώ απίθανο, αλλά η πιθανότητα να της δόθηκε αρσενικό για ρευματισμούς είναι μεγάλη».
Κι εγώ συμπληρώνω ότι, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση, ο βαθμός περιεκτικότητας σε αρσενικό στα φάρμακα για τους ρευματισμούς θα πρέπει να ήταν ελάχιστη,  αφού γνωρίζουμε ότι η κατάπτωση της υγείας της Ώστιν κράτησε αρκετούς μήνες, ενώ ο θάνατος που προέρχεται από αρσενικό- με μία και μόνη δόση- είναι θέμα κάποιων ολίγων ημερών.
(Το αρσενικό, η τοξικότητα του οποίου είναι υψηλή, προκαλεί μέσα στα πρώτα 15-20 λεπτά από τη λήψη του βλάβες στον γαστρεντερολογικό σωλήνα, αιμορραγίες, πτώση της αρτηριακής πίεσης, ναυτίες, το δέρμα γίνεται πρασινωπό και έπονται σπασμοί, υπερβολική κατακράτηση ούρων και αίσθηση τρόμου. Μέσα σε μία ώρα ο οργανσμός είναι διαλυμένος και ανυπεράσπιστος. Όσο νερό και να πιεί ο άνθρωπος, ο θάνατος θα επέλθει).

Ας δούμε τώρα τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κουήνσλαντ της Αυστραλίας, ερευνώντας και μελετώντας την οικογενειακή αλληλογραφία των Ώστιν, παράλληλα με τα σημερινά ιατρικά δεδομένα.

Το πρώτο που μαθαίνουμε, από επιστολή του πατέρα της προς την αδελφή του, είναι ότι η Τζέην γεννήθηκε με σοβαρή καθυστέρηση κύησης(4 εβδομάδων), γεγονός που επέφερε πολλές οργανικές αδυναμίες και σοβαρότατες πιθανότητες θανάτου σε μικρή ηλικία. Η Τζέην στάθηκε τυχερή και επέζησε, αλλά το πλήρωσε με μια ζωή φιλάσθενη, επηρρεπή σε πάσης φύσεως μολύνσεις, κρυολογήματα, προβλήματα ανορεξίας κλπ.
Γνωρίζοντας ότι η βάπτιση των μωρών στην Αγγλία γίνεται πολύ γρήγορα, το γεγονός ότι η Τζέην βαφτίστηκε 4 μηνών και αμέσως μετά στάλθηκε σε άλλο σπίτι, δείχνει ότι ήδη πρέπει να αντιμετώπιζε συνεχή προβλήματα υγείας και έχανε συνεχώς βάρος, γι’ αυτό οι γονείς της ανέθεσαν την αποκλειστική διατροφή της σε μιαν άλλη γυναίκα για ένα χρόνο.
Ξεκινώντας να πηγαίνει στο δημοτικό, η Τζέην αρρώστησε βαριά από επιδεμικό τύφο, τον οποίο κόλλησε και η κατά 3 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της Κασσάνδρα. Κι ενώ η Κασσάνδρα έγινε γρήγορα καλά, η Τζέην κόντεψε να πεθάνει.

Τα προβλήματα υγείας της Τζέην έγιναν σοβαρώτερα από την ηλικία των 23 ετών, ξεκινώντας από προβλήματα στα μάτια, που έγιναν χρόνια, μετά στα αυτιά (ωτίτιδες), βαριά κρυολογήματα που κρατούσαν μήνες, ενώ είχε προηγηθεί και το πρώτο επεισόδιο από μια μακρά σειρά οξείων εποπεφυκίτιδων, που την άφηναν ανίκανη να εργαστεί, καθώς της ήταν αδύνατον να διαβάσει ή να γράψει. Παρ’ όλα αυτά, η Τζέην θα κάνει γενναίες κοινωνικές προσπάθειες∙ είναι νέα, η ζωή είναι μπροστά της και θέλει να τη χαρεί.
Τον Ιανουάριο του 1805 πεθαίνει ο πατέρας της και εκείνη με τη μητέρα και την αδελφή της Κασσάνδρα βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική θέση, υποχρεωμένες να ζητούν εναλλάξ φιλοξενίες για να καταλήξουν στο Μπάθ την επόμενη χρονιά. Τότε η Τζέην προσβάλλεται από μια ασυνήθιστα σοβαρή περίπτωση κοκκύτη, μια ασθένεια που προσέβαλε μόνο παιδιά και όχι ενηλίκους. Ωστόσο, από τον Ιούλιο που άρχισε να βήχει, μέχρι τον Οκτώβριο, η Τζέην πήγαινε όλο και χειρότερα, με τις κρίσεις να γίνοντα χειρότερες και να της προκαλούν αναπνευστικά προβλήματα.
Δύο χρόνια αργότερα, η Τζέην κόλλησε άλλη μια μεταδοτική ασθένεια(άγνωστη) που έγινε χρονία, ενώ ξεκίνησαν οι ωτίτιδες και η σταδιακή απώλεια ακοής με τις φαγούρες να της προκαλούν τεράστια δυσφορία και πληγές στο σώμα.
Οι γιατροί πιστεύουν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα της Τζέην ήταν ανύπαρκτο και ίσως να υπήρχαν ίχνη φυματίωσης, πού τότε ήταν πολύ διαδεδομένη, εφ’ όσον στα αρχικά στάδια η ασθένεια δεν παρουσιάζει ενδείξεις και συμπτώματα.

Τα προβλήματα συνεχίζονταν, πότε μειωμένα, πότε οξυμένα, μέχρι που στις αρχές του 1813 εμφανίστηκαν συμπτώματα σοβαρής νευραλγίας, μια ένδειξη παρουσίας λυμφώματος, μάλλον της ασθένειας Χόντζκιν(μορφή καρκίνου) με σύγχρονη παρουσία έρπη ζωστήρα (παρουσιάζεται συνήθως σε άτομα που έχουν περάσει ανεμοβλογιά).
Στο ημερολόγιο της ανιψιάς της Τζέην, της Φάννυ, διαβάζουμε ότι η «θεία Τζέην έχει φοβερούς πόνους στο πρόσωπο, περπατά με ένα μαξιλάρι στο μάγουλο...», πόνοι που επιμένουν για καιρό. Αρκεί μια γουλιά ζεστό τσάι για να προκαλέσει έκρηξη ή μια απλή έκθεση στο κρύο για να επιφέρει φοβερή φαγούρα στο δέρμα της, χωρίς να εμφανίζονται εξανθήματα (ένα από τα πρώτα συμπτώματα της νόσου Χόντζκιν) 
Η Τζέην πονά κάθε μέρα, αλλά εξακολουθεί να εργάζεται όσο περισσότερο μπορεί- δεν το βάζει κάτω-, αλλά η συγκεκριμένη νευραλγία σηματοδοτεί τον καρκίνο που θα βάλει τέλος στη ζωή της σιγά-σιγά. Είναι χρόνια που η ιατρική δεν μπορούσε να προσφέρει κανενός είδους θεραπεία.
Η ασθένεια Χόντζκιν εξαπλώνεται σταδιακά και οι πόνοι κυριεύουν όλο και περισσότερα σημεία του σώματος, εκδηλώνεται αναιμία και ο ασθενής γίνεται όλο και πιο αδύναμος. Σημειώνονται περίοδοι ύφεσης και κάποιας καλυτέρευσης (η Τζέην τις είχε και τις  ανέφερε χαρούμενη στις επιστολές της), μέχρι που ήρθε το τέλος. 





 

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Ο ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΟΣ ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΝΤΣΑΣ


Της Dimitra Papanastasopoulou





                                                         (εξώφυλλο πρώτης έκδοσης)


         


Φίλες και φίλοι,

Είναι ο τίτλος του αξεπέραστου λογοτεχνικού έργου του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, που είναι περισσότερο γνωστό ως Δον Κιχώτης.
Μιλάμε για το πρώτο εκτυπωμένο μυθιστόρημα στα 1605∙ ένα μυθιστόρημα-σταθμός για τα ισπανικά γράμματα, ένα έργο από τα πλέον εμπνευσμένα στη νεότερη δυτική λογοτεχνία. Είναι γραμμένο υπό μορφή επεισοδίων και έχει γραφεί άπειρες φορές σε μορφή παραμυθιού, απευθυνόμενο σε παιδιά.
Οι τυπωμένες ελληνικές μεταφράσεις του μυθιστορήματος εμφανίζονται στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και γίνεται τόσο γνωστό, ώστε εισχωρεί και στον λόγο (δονκιχωτισμός, ώσπερ άλλος Δον Κιχώτης) των λογίων της εποχής, χωρίς, όμως, να επηρεάζονται τα έργα τους( το σύνηθες ήταν η μίμηση των ευρωπαίων ρομαντικών συγγραφέων). Αντίθετα, στον 20ο αιώνα, υπάρχουν πάρα πολλά δείγματα στους Έλληνες ποιητές( Μπεκές, Ουράνης, Καρυωτάκης, Φιλύρας, Ζώτος, Ρίτσος, Αλεξίου, Σταυρόπουλος, Καζαντζάκης, κ.α.)

Ο συγγραφέας σημειώνει στον πρόλογο ότι συνέλαβε την ιδέα όταν ήταν φυλακισμένος στο Κάστρο ντελ Ρίο(1592) ή στη Σεβίλλη(1597-’98). Φυσικά, με τα χρόνια δημιουργήθηκαν και οι σχετικοί θρύλοι. Ένας από αυτούς θέλει τον Θερβάντες φυλακισμένο σε φυλακή της πόλης Μάντσεγκαν στα 1601, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από την βιογραφία του συγγραφέα. Ένας άλλος μας πληροφορεί ότι ο Θερβάντες ήταν αιχμάλωτος στο Αλγέρι(1575-1580), στηριζόμενος στην εμφάνιση του μουσουλμάνου ιστορικού Σιντε Χαμέτε Μπερεγκέλι στο μυθιστόρημα.





                                             (απόδοση σκίτσου από τον Πικάσσο)





Στις σελίδες του διαβάζουμε τις περιπέτειες του Αλόνσο Κιχάνο, ενός απλού ανθρώπου της υπαίθρου, που όμως έχει ακούσει τόσα  πολλά για τον ιπποτισμό, ώστε φθάνει στο σημείο να θεωρεί και τον εαυτό του ιππότη. Το νέο του ιπποτικό όνομα: Δον Κιχώτης. Το κοκκαλιάρικο άλογό του που τον μεταφέρει βαφτίζεται Ροσινάντε. Στέκεται τυχερός και βρίσκει μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή, κι έτσι ξεκινά...
Κάποια στιγμή τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πίσω στο σπίτι του, όπου εξακολουθούν να μένουν η ανιψιά και ο οικονόμος του. Όταν συνέρχεται, ανακαλύπτει ότι η στολή του χάθηκε.
Ο ήρωας δεν το βάζει κάτω. Πείθει τον γείτονά του Σάντσo Πάντσα να τον ακολουθήσει και ξεκινούν αυτή τη φορά μαζί για νέες περιπέτειες, κυνηγώντας φανταστικούς δράκους και κινδύνους, που τις περισσότερες φορές δεν καταλήγουν με επιτυχία, ενώ οι δύο σύντροφοι λοιδωρούνται και χλευάζονται.
Στο τέλος η πραγματικότητα επιστρέφει στο μυαλό του Δον Κιχώτη και επιστρέφει με τον πάντα φίλο Σάντσo Πάντσα στο σπίτι.




                                        (ζωγραφική απόδοση των αχώριστων συντρόφων)





Ο Κώστας Καρυωτάκης, στο ποίημά του ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ μένει ρομαντικός και παρουσιάζει τον ήρωα παραιτημένο να συλλογίζεται με οδύνη τον μάταιο αγώνα του:

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ‘λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και : «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
σε μιαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
Τους είδα πίσω νά ‘ρθουνε- παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες  που επολέμησαν γι’ ανύπαρκτο βασίλειο-
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!


     (αγάλματα των Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα στην Πλατεία Ισπανίας, Μαδρίτη)