The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

 

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘30

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ

Μέρος β΄

Της Dimitra Papanastasopoulou


 


Ανήσυχο πνεύμα ο Γιώργος Θεοτοκάς, βρέθηκε στο κέντρο των αναζητήσεων της γενιάς του '30 και του διαλόγου περί «ελληνικότητας». Οι δραματικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις σε ελληνικό και διεθνές πεδίο (μεταξική δικτατορία, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική περίοδος) σφράγισαν την πνευματική του πορεία και καθόρισαν τις θέσεις και τις απόψεις του. Πολέμιος κάθε ολοκληρωτισμού, προέβαλλε πάντα τις ακλόνητες θέσεις του περί προσωπικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ υποστήριξε σθεναρά τον κεντρώο πολιτικό χώρο.

Με τα δοκίμιά του ο συγγραφέας κατάφερε να διαμορφώσει ένα ευλύγιστο, εναργές και απλό γράψιμο, με όργανο μια εκπληκτικά στρωτή δημοτική. Όμως, ο ίδιος προτιμούσε τα μυθιστορήματα. Μιλάμε για το αστικό μυθιστόρημα εποχής, το βασισμένο στη θεματική διάρθρωση του υλικού, στη δημιουργία χαρακτήρων και στην αιτιατή πλοκή. Επηρεάστηκε από τους Σταντάλ, Μπαλζάκ, Φλομπέρ και Τολστόι, αλλά όχι από τους συγχρόνους του Προυστ, Τζόις, Γουλφ, Κάφκα και Μούζιλ, όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Αράγης στα έργα του «Γιώργος Θεοτοκάς. Παρουσίαση-Ανθολόγηση» και Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)

 

Διαπιστώνοντας το τέλμα στα ελληνικά πνευματικά δρώμενα και την δεσποτεία της παλιάς γενιάς των διανοουμένων δυσφορεί αφάνταστα. Είναι ο κατ΄ εξοχήν εκφραστής της νέας γενιάς που ασφυκτιά από τον θανατηφόρο δεσποτισμό των παλιών. Γι’ αυτό, συγκεντρώνει γύρω του τα πιο ευπρεπή και μορφωμένα στρώματα της ελληνικής νεότητας και τίθεται με την πολυεπίπεδη πνευματική παρουσία του, ηγέτης της προσπάθειας για την αναγέννηση του τόπου.

Διακήρυξε, όπως εύστοχα επισημαίνει ο μεγάλος μας κριτικός Αντρέας Καραντώνης, ότι ο νεοελληνικός χαρακτήρας, σαν χαρακτήρας έθνους ζωντανού, δεν μπορεί να είναι μονόπλευρος και σταματημένος σε πάγια χαρακτηριστικά, αλλά μια πολύχρωμη σύνθεση από πολλές διαφορετικές τάσεις, παραδόσεις και προσωπικότητες. Σε κάθε του βήμα ήταν έκδηλη η διαύγεια του ύφους, η καθαρότητα των συλλογισμών και η κριτική ματιά του.

Τη συγγραφική του τεχνοτροπία και την πνευματική του οξυδέρκεια αποτυπώνει με ξεχωριστή ενάργεια στο πρωτοποριακό για την εποχή του έργο «Αργώ». Είναι μια σπουδαία πεζογραφική σύλληψη από τις πιο εμπνευσμένες της γενιάς του’30, μέσα από την οποία, όπως σχολιάζει ο Σπύρος Πλασκοβίτης: «Ο Θεoτοκάς θέλησε να αγκαλιάσει ολάκερη την ιδεολογική και ηθική μετάβαση του νεοελληνικού αστισμού, από τη μονοκρατορία της Μεγάλης Ιδέας, ως την παροπλισμένη δημοκρατία του μεσοπολέμου».

Ο Γιώργος Θεοτοκάς επιχειρεί για πρώτη φορά μια συστηματική προσπάθεια ψυχολογικής αποτύπωσης όλων των τύπων που εκφράζουν την νεοελληνική πραγματικότητα και έτσι προσφέρει μια εξαιρετική τοιχογραφία της Ελλάδας του μεσοπολέμου. Με τις άχραντες ηθικά μορφές στην «Αργώ», δημιουργεί ένα μυθιστόρημα υψηλής πνευματικής και πολιτισμικής αγωγής. Μέσα από την «Αργώ» ο αναγνώστης, όπως σημειώνει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «ανασαίνει σε μια πνευματική ατμόσφαιρα».

Κι επειδή η «Αργώ» είναι τόσο σημαντική, κι επειδή επιθυμώ να γνωρίσετε και μια άλλη πλευρά του Γιώργου Θεοτοκά, σας μεταφέρω ένα μικρό κομμάτι, γραμμένο από την μικρότερη αδελφή του.

 

«Στον λόφο του Χριστού, στην Πρίγκιπο, σ’ ένα πευκόφυτο δάσος, υπήρχε ένα μοναστήρι που, στον 20ό αιώνα, είχε ξεφύγει από τον αρχικό προορισμό του. Μαζί με τρία-τέσσερα νεότερα κτίσματα, είχε γίνει τόπος παραθερισμού. Δίπλα στην εκκλησία ήταν ένα νεκροταφείο, παρατημένο από καιρό. Σ’ ένα από τα «παιδικά» διηγήματά του ο Γιώργος περιγράφει τα τρελά παιχνίδια της παρέας του ανάμεσα στους τάφους: “Ξέραμε απ’ έξω την τοποθεσία όλων σχεδόν των τάφων και τους νεκρούς τούς λέγαμε με τα μικρά τους ονόματα. Σε κείνην τη γωνιά καθότανε η Μελπομένη, δίπλα της η Ευγενία, παρακάτω ήταν ο Αναστάσιος, στην αντικρινή γωνιά ο Γεράσιμος. Ξέραμε απάνω-κάτω και την ηλικία του καθενός. Πηδούσαμε απάνω από τα μνήματα, σκαρφαλώναμε στους τοίχους και στους κορμούς των κυπαρισσιών, κυλιόμασταν στα χορτάρια, αναστατώναμε τον κόσμο των νεκρών με τα τρεξίματα, τις φωνές μας, τα γέλια μας και καμιά φορά τα κλάματά μας, όταν γινότανε καβγάς”(Ο κήπος με τα κυπαρίσσια,1937).

Σ’ εκείνη την ηλικία, η διαφορά ανάμεσα στον Γιώργο και σε εμένα ήταν μεγάλη, έξι ολόκληρα χρόνια. Ετσι, τα αγόρια δεν με καταδέχονταν. Οπως έγραφε ο Γιώργος, “υπήρχαν κάτι πολύ μικρά κοριτσάκια που μας ακολουθούσαν με πολύ κόπο… και που δεν τα θεωρούσαμε μέλη της συντροφιάς”.

Παρότι οι αναμνήσεις μου από κείνα τα χρόνια είναι αμυδρές, θυμάμαι θα ήταν το 1917, τον Γιώργο στη Χάλκη, να πηδά από τα κεραμίδια της εκκλησιάς της μικρής μονής του Αρσενίου, να με αρπάζει από το χέρι και να με τραβολογά στο δάσος, για να μην τον μαρτυρήσω στον πατέρα Κωνστάντιο, που τον είχε αντιληφθεί. Ο τελευταίος επρόκειτο να εμπνεύσει στον Γιώργο τον Παπασίδερο της Αργώς, τον πιο δυνατό, όπως πίστευε, τύπο του μυθιστορήματος».

 

Βασικό μέλημα σε όλα τα έργα του Γιώργου Θεοτοκά που παρουσιάζουν μια αδιαίρετη ενότητα είναι η ελληνική διάρκεια, το μέλλον και η πορεία του ελληνισμού, ως σπουδαίας πνευματικής και πολιτισμικής δομής της ανθρωπότητας.

Πρέσβευε ότι «το γνήσιο ελληνικό πνεύμα, που παραδόθηκε ναρκωμένο και καταχωνιασμένο κάτω από τις στοίβες νεκρού δασκαλισμού, μπορούσε να απελευθερωθεί και να συμβάλλει σε μια άνθηση της ελληνικής σκέψης και των ελληνικών γραμμάτων».

Όπως σημειώνει και ο ίδιος στα πρωτοπόρα δοκίμιά του «Αναζητώ ένα ορισμένο είδος ανθρωπιάς, όχι στατικό, αλλά δυναμικό, ικανό να ανανεώνεται, να αναπροσαρμόζεται και να δημιουργεί χωρίς τελειωμό». Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και έχοντας δεχθεί επηρεασμούς από τα πιο πρωτοπόρα αισθητικά ρεύματα της Ευρώπης, κόμιζε πάντα στα πνευματικά του βήματα τη φρεσκάδα της πρωτοπορίας, χωρίς όμως ποτέ να αλλοτριώσει την ελληνικότητά του, για την οποία πάσχιζε μια ζωή.

Κατάφερε να μπολιάσει την νεοελληνική πνευματική πραγματικότητα με νοοτροπία ευρωπαϊκή και οραματίστηκε την αναγέννηση του ελληνισμού, ως μελλοντικού καθοδηγητή της Ευρώπης. Μέσα από αυτή τη στάση του, όπως σημείωσε ο Χρήστος Λαμπράκης, «εξέφρασε το πρότυπο του ευρωπαίου διανοουμένου, που γνώριζε την αλληλεξάρτηση όλων των φαινομένων και γι’ αυτό ζητούσε να αποκτήσει γενική καλλιέργεια».

Οι ρηξικέλευθες θέσεις που πήρε για τον ρόλο και την ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων επέφεραν σωρεία άδικων και κακόβουλων επιθέσεων, εκείνος όμως κράτησε μια αξιοπρεπή στάση και δεν στράφηκε εναντίον κανενός.

Υπήρξε αναμφίβολα μία από τις λαμπρότερες και πολυεπίπεδες φυσιογνωμίες των ελληνικών γραμμάτων την περίοδο του μεσοπολέμου. Διάνοιξε νέους ορίζοντες στη νεοελληνική γραμματεία και αναδείχτηκε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.

Ο Π. Σπανδωνίδης δίνοντας επιγραμματικά το πνευματικό στίγμα του Θεοτοκά γράφει: «Η όλη παρουσία του Θεοτοκά στη διασκεπτική περιοχή, μας δίνει ένα μυαλό οπλισμένο με βαθιά καλλιέργεια και φανερωμένο σε γεωμετρικές αναλογίες, μεγάλης στερεότητας. Παρουσιάζει ένα πνεύμα φωτεινό και διαυγές, αλλά ακόμη συνθετικό και βαθύ, όχι διάχυτο και αυθόρμητο, αλλά δημοσιογραφικό».

 

Τα τέλη της δεκαετίας του 1950 σηματοδότησαν μια ουσιαστική καμπή στην πνευματική του πορεία, που είχε να κάνει με τη στροφή του προς το χριστιανισμό και, κυρίως, την ορθοδοξία, στροφή που ίσως ήταν σχετική με τον θάνατο της γυναίκας του το 1959. Αυτή πάντως η στροφή δεν αλλοίωσε την εικόνα της συνολικής πνευματικής του πορείας. Κατηγορώντας τη Δύση ότι έχει απολέσει το αξιακό της υπόβαθρο, υποστήριξε την επιστροφή στις αξίες μέσω της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, επικρίνοντας ταυτόχρονα και την ελληνική κοινωνία για την αντίστοιχη απώλεια αξιών, και την Εκκλησία για την αδυναμία της να εκσυγχρονίσει την ορθόδοξη παράδοση.)

 

Πολυγραφότατος, εκτός από τα έργα που αναφέρθηκαν στο α΄ μέρος του αφιερώματος, έγραψε και τα παρακάτω:

Οι Καμπάνες, Προβλήματα του καιρού μας, Πνευματική Πορεία,

Εθνική κρίση, Αναζητώντας τη διαύγεια (Δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία), Στοχασμοί και θέσεις (Πολιτικά κείμενα, 2 τόμοι)

Επίσης τα θεατρικά: Το γεφύρι της Άρτας,Όνειρο του Δωδεκάμερου, Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας, Συναπάντημα στην Πεντέλη, Το τίμημα της λευτεριάς, Αλκιβιάδης, Ο τελευταίος πόλεμος, Λάκκαινα, Σκληρές ρίζες, Η άκρη του δρόμου.

Τα ταξιδιωτικά (από τα πολλά ταξίδια του): Δοκίμιο για την Αμερική, Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, Ταξίδια: Περσία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση (σημ. Ρωδία), Βουλγαρία.

Έγραψε ακόμη: Ώρες Αργίας, Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου», Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά Κείμενα:1925-1949 και 1950-1966, 2 τόμοι, Η Ορθοδοξία στον Καιρό Μας, Μια Αλληλογραφία.

 

 

 

 

 

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘30

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ (27 Αυγούστου 1906- 30 Οκτωβρίου 1966)

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou


 


Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε για δύο χρόνια στην Σχολή Ζαμαρία και κατόπιν στο Ελληνογαλλικό Λύκειο. Ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν δικηγόρος και η μητέρα του Ανδρονίκη Νομικού είχε καταγωγή από τα Νένητα της Χίου.

Εκδήλωσε νωρίς την έφεσή του στα Γράμματα και, μαθητής ακόμα, έδωσε διαλέξεις σχετικές με την ιστορία του δημοτικισμού και το έργο του Διονυσίου Σολωμού.

Η καταστροφή του 1922 έφερε την οικογένεια Θεοτοκά στην Αθήνα. Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφηκε στην Νομική του Πανεπιστημίου των Αθηνών το ίδιο έτος. Δείχνοντας ήδη έφεση στα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα, εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της δημοτικιστικής οργάνωσης Φοιτητική Συντροφιά το 1925, παραμένοντας πιστός υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας σε όλη του τη ζωή. Από εκείνα τα χρόνια εξέφρασε την αμφισβήτησή του για τις πνευματικές αξίες της εποχής του και πρόταξε την ανάγκη για αλλαγή και αναγέννηση της νεοελληνικής νοοτροπίας και κουλτούρας. Στα τέλη Αυγούστου 1925 δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα Νέα Χίος με τίτλο Η κοινωνική σημασία του έργου του Ψυχάρη.

Με το ίδιο περιεχόμενο έδωσε διάλεξη και προσφώνησε τον Ψυχάρη σε τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του στην αίθουσα της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Παράλληλα αρθρογραφούσε στην ομώνυμη εφημερίδα της Φοιτητικής Συντροφιάς με θέματα από το γλωσσικό ζήτημα και τη λογοτεχνία, έως το οκογενειακό δίκαιο. Αυτή η τόσο έντονη δράση- επαναστατική και ανατρεπτική για τα τότε δεδομένα- παρ’ ολίγον να του κοστίσει αποβολή από το Πανεπιστήμιο των Αθηνών.

Αποφοίτησε στο τέλος του 1926 και αμέσως μετά (Ιανουάριος 1927) αναχώρησε για το Παρίσι, με σκοπό να κάνει ελεύθερες σπουδές πάνω στα νομικά, την ιστορία και την φιλοσοφία. Έναν χρόνο αργότερα μετακόμισε στο Λονδίνο. Εκεί μελέτησε το αγγλικό δίκαιο, την αγγλική φιλολογία και παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας και πολιτισμού. Τότε, έχοντας διαμορφώσει τις ιδέες του, έγραψε το πρώτο του δοκίμιο, το Ελεύθερο Πνεύμα, το οποίο έμελε να θεωρηθεί αργότερα ως το μανιφέστο της Γενιάς του Τριάντα.

Επέστρεψε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1929, δημοσίευσε το βιβλίο του με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής και άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα δημοσίευε κείμενά του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της πόλης( εφημερίδα Πρωϊα, Εργασία, περιοδικά Νέα Εστία, Κύκλος).

Το 1931 εξέδωσε το Ώρες Αργίας, το 1932 το δοκίμιο Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα και το 1933 το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ.

Μετά την εγκαθίδρυση της Μεταξικής δικτατορίας (Αύγουστος 1936) διέκοψε τη συνεργασία του με τα Νέα Γράμματα και άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, ενώ κυκλοφόρησε το δεύτερο μέρος τού Αργώ. Το 1937 εξέδωσε τα διήγηματα Ευριπίδης Πεντοζάλης και άλλες Ιστορίες, το 1938 το μυθιστόρημα Το Δαιμόνιο (την επόμενη χρονιά η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το Βραβείο Πεζογραφίας γι’ αυτό) και το 1940 το Λεωνής.

Το πνευματικό του έργο διακόπηκε λόγω της έναρξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (Οκτώβριος 1940). Ο Γιώργος Θεοτοκάς κατατάχτηκε εθελοντικά και πολέμησε στην Αλβανία. Επιστρέφοντας από τον πόλεμο έγραψε τα θεατρικά Πέφτει το βράδυ (1941), Αντάρα στ’ Ανάπλι (1942), Το Γεφύρι της Άρτας (1942) και Το κάστρο της Ωριάς (1944)

 

Τον Οκτώβριο του 1944 συνάντησε τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος του ζήτησε να αναλάβει όποια δημόσια θέση επιθυμούσε. Ο Θεοτοκάς αρκέστηκε να συντάξει ένα Υπομνημα για την κατάσταση των πνευμάτων στην Αθήνα το Φθινόπωρο του 1944 και αρνήθηκε την πρόταση.

Λίγους μόνο μήνες αργότερα, με την ολιγόμηνη Κυβέρνηση Πλαστήρα ( Ιανουάριος- Απρίλιος 1945) να παίρνει την αιματοβαμένη σκυτάλη μετά τα Δεκεμβριανά, ο Γιώργος Θεοτοκάς δέχτηκε την πρόταση του Καθηγητή και Υφυπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Άμαντου, να αναλάβει την Διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου που βρισκόταν υπό διάλυση.

Σημειώνει ο ίδιος: «Η τιμητική πρόταση έπαιρνε το χαρακτήρα μιας, ας πούμε, πνευματικής στρατολογίας, σε ώρες εθνικής κρίσης. Σωστό βέβαια θα ήταν να αρνηθεί κανείς. Μα η κατάσταση εκείνη εξασκούσε επάνω μου μια ιδιαίτερη έλξη. Μου φάνηκε πως ήταν μια στιγμή εξαιρετικά επικίνδυνη, όμως δημιουργική, μια στιγμή όπου δεν θα έπρεπε να περιοριστεί κανείς σε μια ομαλή διοικητική ανασυγκρότηση μα να προσπαθήσει να φέρει μέσα στο Ίδρυμα ένα πνεύμα πιο νέο, πιο ζωηρό, πιο εναρμονισμένο με τις πνευματικές ανάγκες και επιταγές του αιώνα. Με τέτοια διάθεση δέχθηκα την πρόταση του Κωνσταντίνου Άμαντου, ξέροντας βέβαια καλά πως οι προσπάθειες του είδους αυτού απαιτούν μεγάλες προθεσμίες, πως μια διετία θα ήταν το ελάχιστο χρονικό όριο για να “χτιστούνε μονάχα τα θεμέλια”».

Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο που ανέλαβε υπηρεσία στις 16 Φεβρουαρίου του 1945 είχε ως εξής:

Πρόεδρος Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος, αντιπρόεδρος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μέλη Κλ. Καρθαίος, Θ. Συναδινός, Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Κατσίμπαλης, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας και, αυτεπαγγέλτως, Π. Εξαρχάκης, Γ. Διευθυντής του Δημ. Λογιστικού, Κυβερνητικός Επίτροπος Μιχ. Μαντούδης, διευθυντής Γραμμάτων και Θεάτρου του υπουργείου Παιδείας, και γενικός διευθυντής Γιώργος Θεοτοκάς.

Την καλλιτεχνική επιτροπή αποτελούσαν ο διευθυντής του δραματολογίου Άγγελος Τερζάκης, οι δυο σκηνοθέτες του θεάτρου Σωκράτης Καραντινός και Πέλος Κατσέλης, τρεις λόγιοι λαμβανόμενοι έξωθεν (Λέων Κουκούλας, Πέτρος Χάρης και Μιχ. Ροδάς).

Να σημειωθεί ότι η διοίκηση αυτή, με τα πολλά χαρισματικά άτομα, χαρακτηρίστηκε από υπεύθυνα χείλη Εαμοκομμουνιστική και αντεθνική και πολεμήθηκε άγρια!

Δίνεται εδώ κάποια έμφαση γιατί όσες(όσοι) δεν έζησαν την ταραγμένη εκείνη εποχή, είναι αδύνατο να φαντασθούν τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου τον Φεβρουάριο του 1945. Σε ένα κτήριο τρυπημένο από οβίδες, με τον πέλεκυ της διακοπής πληρωμών αν καθυστερούσαν ν’ ανεβάσουν κάποια παράσταση, στην ατμόσφαιρα του Εθνικού Θεάτρου επικρατούσε η ευερέθιστη περιπάθεια που διακρίνει τους ανθρώπους του θεάτρου σε όλες τις εκδηλώσεις τους.

 

«Πώς θα έβαζε κανείς τους ανθρώπους αυτούς να συνεργαστούν πάλι αρμονικά για έναν κοινό πνευματικό σκοπό;» αναρωτιέται ο Γιώργος Θεοτοκάς στις σημειώσεις του για την πρώτη μεταπολεμική περίοδο του Εθνικού Θεάτρου. «Από την αρχή της προσπάθειάς μας βρεθήκαμε ριγμένοι σε μια πυρετική εργασία, που δεν σταμάτησε ποτέ και που την προσδιόριζε, κατά πρώτο λόγο η αδυσώπητη οικονομική ανάγκη. Νομίζω, όμως πως δεν χάσαμε τον πνευματικό προσανατολισμό μας».

Ανάμεσα στα θύματα των Δεκεμβριανών ήταν και η μεγάλη ηθοποιός και τραγωδός Ελένη Παπαδάκη. Ο Γιώργος Θεοτοκάς θα γράψει το μυθιστόρημα Ασθενείς και Οδοιπόροι το 1950, ζωγραφίζοντας με τον δικό του τρόπο τον θάνατό της.

Εκείνη τη χρονιά (1945) προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά δεν το κέρδισε.

Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη την βυζαντινολόγο Ναυσικά Στεργίου.

Στην δεύτερη θητεία του στο Εθνικό Θέατρο (1952-1953) ταξίδεψε στις ΗΠΑ με πρόσκληση του State Department, στα πλαίσια τού προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών Smith-Mundt που στόχευε στην βελτίωση της εικόνας της Αμερικής εν μέσω Ψυχρού Πολέμου.

Το 1960 επισκέφθηκε την Αίγυπτο, το Όρος Σινά και το Άγιον Όρος. Την επόμενη χρονιά ταξίδεψε στον Λίβανο και τη Συρία, το 1962 στην Ρουμανία, τη Σοβιετική Ένωση (σήμερα Ρωσία) και στην Περσία (σήμερα Ιράν).

Τον Σεπτέμβριο του 1963 συμμετείχε μαζί με τον Ευάγγελο Παπανούτσο στην Υποεπιτροπή Παιδείας του κόμματος της Ενώσεως Κέντρου, η οποία συνέταξε ένα πλήρες σχέδιο για το εκπαιδευτικό σύστημα σε περίπτωση που το κόμμα κέρδιζε τις εκλογές.

Το 1964 διορίστηκε Πρόεδρος του Δ.Σ. του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

Θα χάσει την σύζυγό του από καρκίνο το 1959 και θα στραφεί στη θρησκεία. Το 1966 θα ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με την ποιήτρια Κοραλία Ανδρεάδη, αλλά θα υποκύψει την ίδια χρονιά από καρκίνο στο συκώτι.

Ένα ελεύθερο πνεύμα είχε εκκλείψει.

 

 

 

 

 

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

 

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μέρος δ΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Μέσα στη σύγχυση των γεγονότων που περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο, το φθινόπωρο του 1829 η αγγλική ηγεσία πίστεψε ότι η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη. Γι’ αυτό πρότεινε την εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Οι Ρώσοι υιοθέτησαν αυτή τη στάση, επειδή η όποια αντίρρηση ή επιφύλαξη θα υποβάθμιζε τον ρόλο τους στον καταναγκασμό των Τούρκων να δεχθούν τους όρους της Τριμερούς.

(Σ’ αυτό το σημείο προκύπτουν κάποια ερωτήματα: Γιατί δεν αξίωσαν οι Ρώσοι να περιληφθεί στο νέο κράτος η Κρήτη, που από το 1821 βρισκόταν σε αδιάκοπο πόλεμο με Τούρκους και Άραβες και είχε υποστεί τόσες συμφορές; Γιατί δεν αξίωσαν να περιληφθεί η Σάμος που είχε μείνει ελεύθερο και απάτητο κάστρο; Μια λογική απάντηση είναι ότι είχε πάψει να ενδιαφέρεται για την ελληνική υπόθεση, στρέφοντας την προσοχή της στην Κωνσταντινούπολη, επιζητώντας, μετά τον πόλεμο, συμφιλίωση με τους Τούρκους και ανάπτυξη στενών σχέσεων. Ο διοικητής των τουρκικών στρατευμάτων, Χαλήλ Πασάς, ορίστηκε έκτακτος απεσταλμένος στην Αγία Πετρούπολη και στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ο κόμης Ορλώφ. Στόχος των Ρώσων ήταν να υποκαταστήσουν τους Αγγλογάλλους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να αναλάβουν εκείνοι την κηδεμονία της Πύλης).

Οι Γάλλοι συμφώνησαν πρόθυμα επειδή αυτή η λύση ευνοούσε τα δικά τους συμφέροντα, ενώ συγχρόνως μπορούσαν να φανούν ευχάριστοι στους Άγγλους, εξασφαλίζοντας την ανοχή τους στην επιχείρηση για την κατάκτηση της Αλγερίας. (Το πρόσχημα ήταν η δράση των Αλγερινών πειρατών στη δυτική Μεσόγειο, γεγονός που ζημίωνε τη γαλλική ναυσιπλοϊα. Ο γαλλικός στόλος είχε αποκλείσει τις ακτές της Αλγερίας από το 1827). Ταυτόχρονα είχαν πετύχει την υπόσχεση των Άγγλων να ανατεθεί στη Γαλλία η προστασία των Κθολικών στην Ελλάδα, δηλαδή την ανανέωση των παλιών προνομίων των Γάλλων βασιλέων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Γαλλία θα αποκτούσε νόμιμο πολιτικό προγεφύρωμα στην Ελλάδα και δικαίωμα επεμβάσεων στα εσωτερικά του νέου κράτους.

Όσο για τους Τούρκους, προσπαθούσαν να χάσουν το δυνατό λιγότερο έδαφος. Πάντως, όλοι τους, δρούσαν ερήμην των Ελλήνων…

Με το Πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουαρίου 1830 οριστικοποιήθηαν τα σύνορα του νέου κράτους(βόρεια σύνορα από τιςεκβολές του Αχελώου ως τις εκβολές του Σπερχειού). Ακολούθησε μια διετία κρίσεων, αναστατώσεων και ανακατατάξεων- στην Ελλάδα δολοφονία Καποδίστρια και επιλογή του Όθωνα, στην Ευρώπη κατάληψη της Αλγερίας από τους Γάλλους, επανάσταση του Ιουλίου, εξεγέρσεις στο Βέλγιο και την Πολωνία. Στην Αγγλία ο φιλελεύθερος Λόρδος Palmerston διαδέχτηκε τον Wellington, στη Γαλλία ο Talleyrand τον La Ferronnays.

Όλα είχαν ωριμάσει για μια νέα τριμερή συμφωνία. Στις 9 Ιουλίου 1832 υπογράφηκε στο Λονδίνο η συνθήκη «οριστικού συμβιβασμού μεταξύ των Τριών Δυνάμεων και της Πύλης για το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Τα ηπειρωτικά σύνορα επανέρχονταν στην παλιά γραμμή (συμφωνημένη από το 1829 στον Πόρο), δηλαδή μεταξύ Αμβρακικού και Παγασητικού. Τα νησιά δεν περιλαμβάνουν τη Σάμο, την Κρήτη και τη Χίο.

Ο ελληνισμός αποκτούσε πλέον μια εθνική εστία, όσο μικρή κι ανίσχυρη κι αν ήταν. Στάθηκε τυχερός και κέρδισε την ανεξαρτησία του λόγω των διεθνών συγκυριών, επειδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή τα συμφέροντα των μεγάλων ταυτίστηκαν. Από εκεί και στο εξής, χρειαζόταν όλη του η υπομονή, η καρτερία και οι θυσίες, τα ποτάμια του αίματος που θα κυλούσαν για να φτάσει στο σήμερα.

 

Με το σημερινό άρθρο τελειώνει το μεγάλο μου αφιέρωμα στην Επανάσταση του 1821. Προσπάθησα να ρίξω λίγο φως σε σπουδαία γεγονότα, τόσο της αρχής, όσο και του τέλους.

Εύχομαι σε όλες και όλους να είστε καλά, με την ευχή να διαφυλάττουμε πάντα την ελευθερία τούτης της μικρής πατρίδας. Αυτή μας έλαχε, όπως λέει ο ποιητής και «σαν αυτή πιο όμορφη δεν είδα».

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

 

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μέρος γ’

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 υπογράφηκε στην Αδριανούπολη η ομώνυμη ρωσοτουρκική Συνθήκη. Με το άρθρο 10 η Τουρκία έκανε δεκτή χωρίς όρους την Συνθήκη του Λονδίνου (1827) και το Πρωτόκολλο (22 Μαρτίου 1829). Μ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την πολεμική νίκη της Ρωσίας, η πολιτική ύπαρξη της Ελλάδας αποκτούσε σάρκα και οστά. Με τον Καποδίστρια στην εξουσία και πιστό στην ορθοδοξία, το νέο κράτος ήταν εξαρτημένο από την Ρωσία.

Δέκα ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης διεξήχθη η τελευταία μάχη του ελληνικού αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας. Στα χέρια των Τούρκων παρέμενε μόνον η Αθήνα. Το Μεσολόγγι είχε ανακαταληφθεί στις αρχές Μαου.

Αυτή η τελευταία φάση του Αγώνα, έφερε εκπλήξεις. Το γεγονός ότι η εφαρμογή των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου οφειλόταν στα ρωσικά όπλα, θεωρήθηκε από τους Άγγλους πλήγμα για τα δικά τους συμφέροντα και κλονισμός του γοήτρου τους. Έβλεπαν από τη μια να ξαναφουντώνει η συμπάθεια των Ελλήνων προς τους Ρώσους, και από την άλλη τους Ρώσους να ελέγχουν την Ελλάδα, όπως ήδη συνέβαινε με τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο τσάρος θα εμφανιζόταν ως προστάτης των ομοδόξων Ορθοδόξων Ελλήνων και θα παρεμπόδιζε τις δικές τους επεμβάσεις, ενώ το ελληνικό εμπορικό ναυτικό θα εκμεταλλευόταν σχεδόν μονοπωλιακά τον Εύξεινο Πόντο και θα κυριαρχούσε στην ανατολική Μεσόγειο. Οι Άγγλοι ανησυχούσαν έντονα για το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας ισχυρής ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας που θα έπαιζε ανταγωνιστικό ρόλο, όχι μόνο στη Μεσόγειο, αλλά και σε διεθνή κλίμακα. Το 1829 υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για την αναγέννηση του ελληνικού ναυτικού, χάρη στην αφθονία του έμψυχου υλικού, την πείρα, την ενεργητικότητα και την τόλμη των πληρωμάτων, την προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες και τις δυνατότητες εκσυγχρονισμού. Και αυτή η ανησυχία βασιζόταν στις ήδη-προ του αγώνα- επιτυχημένες κινήσεις του ελληνικού ναυτικού, ακόμη και στο Λονδίνο.

Να σημειώσουμε εδώ ότι η αγγλική εξωτερική πολιτική είχε χάσει τον δυναμισμό της μετά τον θάνατο του Canning. Τα γεγονότα των 1828-1829 προκάλεσαν σύγχυση, δισταγμούς και παλινδρομήσεις στη νέα συντηρητική ηγεσία, που επέστρεψε στην αντιδραστική και στείρα στρατηγική του Castlereagh. Έτσι, η πρωτοβουλία στο ελληνικό ζέον θέμα, που αποτελούσε το κέντρο του Ανατολικού Ζητήματος, πέρασε στους Ρώσους και τους Γάλλους. Κι ενώ ο τσάρος απειλούσε την Κωνσταντινούπολη και η Γαλλία αύξανε την επιροή της στην Πύλη και στον Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, οι Άγγλοι –για πρώτη φορά- έμειναν ουραγοί στα γεγονότα, διστακτικοί και σαστισμένοι. Η παρουσία των γαλλικών στρατευμάτων στον Μωριά τους ενόχλησε πάρα πολύ, ιδιαίτερα μετά τις εντυπωσιακές νίκες των Ρώσων, με την Συνθήκη της Αδριανουπόλεως να τους ανυσυχεί έντονα. Έτσι, στις 19 Σεπτεμβρίου 1829 ο Βρεταννός πρεσβευτής στο Παρίσι λόεδος Stuart επέδωσε έντονη νότα στην κυβέρνηση Polignac, αξιώνοντας να αποχωρήσει άμεσα το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα από την ελεύθερη Ελλάδα, αλλιώς θα διακόπτονταν οι διπλωματικές τους σχέσεις.

Αυτή η απροσδόκητη τελεσιγραφική αξίωση των Άγγλων μπορούσε να προσφέρει υπηρεσίες στον Τούρκο σουλτάνο, αφού με την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων, θα εξαφανιζόταν κάθε υποψία πιέσεων ή απειλών από την πλευρά των Ελλήνων. Η Γαλλία, όμως, απάντησε ότι ήταν αδύνατο να αποσύρει τις δυνάμεις της πριν τον Δεκέμβριο.

«Εκείνο που μας ενδιαφέρει κυρίως», διευκρίνησε η αγγλική κυβέρνηση, «είναι να αποφύγουν οι Γάλλοι κάθε εχθρική εκδήλωση κατά των Τούρκων στην Ελλάδα, καθώς και την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τους Έλληνες χωρίς την συγκατάθεση ή την συμμετοχή της Μ. Βρεταννίας». Αυτά, επειδή η Γαλλία είχε αναλάβει την παροχή μιας νέας οικονομικής βοήθειας, ύψους 500.000 φράγκων στο νέο ελληνικό κράτος.( Ωστόσο, όταν ο Καποδίστριας απέρριψε την γαλλική αξίωση να τοποθετηθεί επικεφαλής του ελληνικού στρατού ο Φαβιέρος, η Γαλλία διέκοψε την ενίσχυση). (Σπύρος Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνον, 1862).

Οι ρωσικές νίκες προκάλεσαν τέτοια σύγχυση στην αγγλική κυβέρνηση, ώστε άλλαζε συνεχώς εξωτερική πολιτική. Ώσπου αποφάσισαν να κάνουν μια εντυπωσιακή στροφή. Ενώ ως τότε η αγγλική κυβέρνηση έδειχνε απροκάλυπτη έχθρα προς τους Έλληνες, με την επιμονή της να περιορίσει στον Ισθμό της Κορίνθου το νέο κράτος, ασκώντας ανοιχτή βία για την διακοπή της πολιορκίας του Μεσολογγίου και πιέζοντας για την αποχώρηση των ελληνικών τμημάτων που μάχονταν στη Ρούμελη, ξαφνικά εισηγήθηκε τροποποίηση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, προτείνοντας να αναγνωρισθεί η ελεύθερη Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος(και όχι υπόδουλο όπως όριζε η Συνθήκη του Λονδίνου), αλλά με περαιτέρω εδαφική συρρίκνωση, ορίζοντας τα ΒΔ σύνορα στον Αχελώο, στερώντας δηλαδήένα μέρος της Αιτωλίας, ολόκληρη την Ακαρνανία και τα νησιά. Μ’ αυτόν τον τρόπο- εκτός των άλλων-θα εφησύχαζε το ενδεχόμενο ενός απελευθερωτικού κινήματος στα Επτάνησα, και προαλείφοντας την ύπαρξη βάσης στην περίπτωση του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Άγγλος Υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Aberdeen, απευθυνόμενος στον Άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Robert Gordon (10 Νοεμβρίου 1829), δεν θα μπορούσε να διατυπώσει καλύτερα τις θέσεις της Αγγλίας:

«Ο χαρακτήρας του ρωσοτουρκικού πολέμου δεν μπορεί παρά να επηρεάσει την πολιτική μας στην Ανατολή. Και οι πιο δύσπιστοι έχουν πια αντιληφθεί όχι μόνο ότι η Τουρκία ήταν ανίκανη να αναχαιτίσει τις ρωσικές στρατιές αλλά και ότι η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξαρτιόταν από την καλή θέληση του αυτοκράτορα Νικολάου. Είναι αδιαμφισβήτητο πως ο σουλτάνος θα διατηρεί τον θρόνο όσο θα το επιτρέπει η Ρωσία. Η απλή φρόνηση επιβάλλει να είμαστε έτοιμοι για τέτοιο ενδεχόμενο, που κατά τα φαινόμενα δεν θα αργήσει, είτε με εξεγέρσεις χριστιανικών πληθυσμών, υποτελών στην Πύλη, είτε με συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων για μια διανομή, όπως έγινε με την Πολωνία. Ακόμη και η Αυστρία θα προσέλθει, παρά την απέχθειά της. Ποια πρέπει να είναι η πολιτική της Αγγλίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και των συμφερόντων της Ευρώπης; Ως τώρα εγγυόταν την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. Αλλά σήμερα, η εξασθένηση στην οποία έχει περιπέσει η Πύλη, θα καθιστούσε μάταιη κάθε προσπάθεια για αναστήλωσή της. Πρέπει, λοιπόν, να βρούμε το κατάλληλο υποκατάστατο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ειρήνης και του πολιτισμού. Άλλωστε, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στις απεχθείς ακρότητες της τουρκικής τυραννίας. Κάθε μέρα που περνάειγίνεται πιο φανερή η αδυναμία να εξασφαλισθεί και η παραμικρή συμπάθεια σε ένα σύστημα που θεμελιώνεται στην αμάθεια και την αγριότητα, σ’ αυτήν την χονδροειδή μηχανή που παράγει βαρβαρότητα. Επιβάλλεται επομένως να δώσουμε στο ελληνικό κράτος μια ισχυρή υπόσταση για να υποκαταστήσει σιγά-σιγά την Τουρκία. Θα ήταν ένα είδος ευθανασίας».

 

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μέρος β’

Της Dimitra Papanastasopoulou

 

 


 

Η ρωσική εκστρατεία ήταν καταστροφική για τους Τούρκους. Στις 11 Ιουνίου 1829 ο στρατηγός Diebitch νίκησε τον Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή) και δύο μήνες αργότερα βρισκόταν στην Αδριανούπολη, μόλις εξήντα χιλιόμετρα μακριά από την Κωνσταντινούπολη.

Τότε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τους πρεσβευτές της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας σε μυστική συνεδρίαση, αναγγέλλοντας ότι το Διβάνι δέχεται την ίδρυση αυτόνομου, ηγεμονικού τύπου, ελληνικού κράτους, αλλά μόνον στην Πελοπόννησο. Βέβαια, ακόμη κι εκεί οι Τούρκοι θα διατηρούσαν μερικά κάστρα. Στις Κυκλάδες θα ίσχυε το παλιό κοινοτικό σύστημα.

Δέκα ημέρες αργότερα (15 Αυγούστου), υπό την απειλή των Ρώσων στην Αδριανούπολη, υπήρξε μια ακόμη ελάχιστη υποχώρηση των Τούρκων: δέχτηκαν να περιληφθούν στο νέο ελληνικό κράτος και οι Κυκλάδες, με κάποιους όρους: 1) Να μην επιτρέπεται η μετανάστευση Ελλήνων από άλλες μεριές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ελεύθερη Ελλάδα. 2) Να αυξηθεί ο φόρος επικυριαρχίας και να μην επιτραπεί δημιουργία στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων. 3) Να συγκροτηθούν μόνο όσες δυνάμεις κριθούν αναγκαίες για να διατηρηθεί η τάξη και η κοινή ησυχία.

Τα πολεμικά γεγονότα, όμως, εξελίσσονταν ραγδαία. Στις 19 Αυγούστου οι Ρώσοι κατέλαβαν την Αδριανούπολη και το Ερζερούμ, ενώ απειλούσαν και την Τραπεζούντα. Οι Τούρκοι κεραυνοβολήθηκαν. Ο σουλτάνος τρομοκρατήθηκε. Οι Ευρωπαίοι άρχισαν να ετοιμάζονται για πόλεμο. Αγγλικά πλοία έπλεαν προς τα Στενά, με τον Ουέλλιγκτον να αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο εισόδου στη Μαύρη Θάλασσα, οι Γάλλοι ετοίμαζαν τις βάσεις τους, οι Αυστριακοί περίμεναν έτοιμοι.

Οι μυστικές διαπραγματεύσεις για την οριστική λύση του Ανατολικού Ζητήματος, μέσα σε πνεύμα ψυχρού δούναι και λαβείν, είχαν αρχίσει. Η Αγγλία είχε επέμβη στην Πορτογαλία το 1826, οι Γάλλοι στην Ισπανία λίγο νωρίτερα, και τώρα η μάχη θα δινόταν για την Ελλάδα. Και οι Τρεις Δυνάμεις διεκδικούσαν την αποκλειστικότητα της διαδοχής, υποκαθιστώντας τον σουλτάνο ως «προστάτες» των Ελλήνων.

Η από 8 Αυγούστου 1829 νέα γαλλική κυβέρνηση Polignac προτείνει μυστικά στον τσάρο Νικόλαο Α΄ ένα σχέδιο διανομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με παράλληλες ανακατατάξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Δηλαδή, την ίδρυση ενός νέου χριστιανικού κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη που θα περιλάμβανε και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, όλόκληρη την κυρίως Ελλάδα, όλα τα νησιά και τις ακτές της Μ. Ασίας, από τον Εύξεινο Πόντο ως τη θάλασσα της Κύπρου- όλες τις περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς. Οι Ρώσοι θα προσαρτούσαν τη Βλαχία και τη Μολδαβία, και ένα μεγάλο τμήμα των ανατολικών περιοχών της Τουρκίας. Η Πρωσία θα γινόταν μεγάλη Δύναμη με την προσάρτηση της Ολλανδίας και της Σαξωνίας. Το μερίδιο της Αυστρίας θα ήταν η Σερβία και η Βοσνία, και της Γαλλίας το Βέλγιο. Στους Άγγλους θα περιέρχονταν οι ολλανδικές αποικίες.

Το σχέδιο αυτό καταρτίσθηκε από τον διευθυντή των πολιτικών υποθέσεων Debois-le-Comte, εγκρίθηκε από το Ανακτοβούλιο και στάλθηκε στον Γάλλο πρεσβευτή στην Πετρούπολη δούκα de Mortemart για να το γνωστοποιήσει με κάθε μυστικότητα στον τσάρο.

Την ίδια στιγμή ο Μέττερνιχ, ο μέγας προστάτης της Τουρκίας, προτείνει τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποκλείοντας από τις συνεννοήσεις την Γαλλία.

Ο τσάρος απέρριψε το σχέδιο και βεβαίωσε τους Γάλλους ότι θα παραμείνει πιστός τους σύμμαχος.

 

Είναι φανερό ότι το γαλλικό σχέδιο παραμέριζε τους Άγγλους. Με τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Μωχάμεντ Άλι θα γινόταν ανεξάρτητος, και οι παλιές ελπίδες της Γαλλίας για επικράτηση στην Αίγυπτο θα ξαναζωντάνευαν, ενώ θα απέκοπταν και τους δρόμους της Αγγλίας προς την Ινδία.

Αλλά το σχέδιο άργησε να φθάσει στον αποδέκτη του εγκαίρως. Τα μέσα επικοινωνίας της εποχής δεν επέτρεπαν γοργές συνεννοήσεις και δράση. Ο στρατηγός Diebitch βρισκόταν πλέον στην Αδριανούπολη, το ρωσσικό ιππικό έμπαινε στη Ραιδεστό και τον Αίνο- δηλαδή μπροστά στην Κωνσταντινούπολη. Εντούτοις, ο Ρώσος στρατηγός δεν προώθησε τις δυνάμεις του στην Κωνσταντινούπολη. Οι δισταγμοί του είχαν βαθύτερα πολιτικά και όχι στρατιωτικά αίτια. Ο τσάρος αναλογιζόταν τις συνέπειες των θριάμβων του από την πλευρά κυρίως των Άγγλων. Για μια ακόμη φορά εφαρμοζόταν το παλιό δόγμα της ρωσικής πολιτικής: καλύτερα μια παραπαίουσα Τουρκία στα νότια σύνορα, παρά οι Δυτικοί.

Ο ίδιος Ρώσος Υπουργός των Εξωτερικών εξηγεί με ειλικρίνεια για ποιον λόγο τα στρατεύματα του Diebitch σταμάτησαν στην Αδριανούπολη. Υπήρχε φόβος μήπως υποκατασταθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην περιοχή των Στενών, στην νότια βαλκανική και τη Μ. Ασία από ένα ισχυρό ελληνικό και ανταγωνιστικό κράτος. «Η Ρωσία μπορούσε ίσως να καταφέρει το τελευταίο πλήγμα εναντίον της οθωμανικής μοναρχίας. Αλλά αυτή η μοναρχία, αναγκασμένη για την επιβίωσή της να διατελεί υπό ρωσική προστασία, ήταν προτιμότερη για τα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα της Ρωσίας από όλες τις άλλες λύσεις, τη μεγάλη επέκταση με κατακτήσεις ή την υποκατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από κράτη που αργά ή γρήγορα θα συναγωνίζονταν τη Ρωσία σε ό,τι αφορά την ισχύ, τον πολιτισμό, τη βιομηχανία, το εμπόριο» ( E. Driault-M. Lhéritier, Histoire Diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, Paris 1926).

Η στρατηγική του τσάρου δεν περιελάμβανε διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα όπλα. Ήδη από τον Ιούνιο, όταν η εξέλιξη του ρωσοτουρκικού πολέμου ήταν άδηλη, ο τσάρος είχε προτείνει ειρήνη στην Πύλη διαμέσου του βασιλιά της Πρωσίας. Την αποστολή είχε αναλάβει ο Πρώσος στρατηγός Müffling που έφθασε στην Πόλη τη στιγμή που τα ρωσικά στρατεύματα βρίσκονταν μπροστά στην Αδριανούπολη. Φοβισμένος ο σουλτάνος, δέχτηκε την έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία. Αλλά, μόλις έμαθε ότι η Αδριανούπολη έπεσε, κατέρρευσε, και συνένεσε στη συνθήκη του Λονδίνου, δηλαδή στην ίδρυση ελληνικού κράτους ηγεμονικού τύπου.

 

  

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

 

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Πλησιάζοντας στο τέλος της χρονιάς-αφιερώματος στον αγώνα της Ανεξαρτησίας μας, επιλέγω να μιλήσω για το τέλος του Αγώνα και τις καταστάσεις που καθόρισαν την μελλοντική μας πορεία.

Το 1828 κοντεύει να τελειώσει. Ο Καποδίστριας έχει έρθει στον τόπο μας από τις αρχές εκείνης της χρονιάς και αγωνίζεται με υπομνήματα για την επέκταση των βορείων συνόρων μας. Ο σουλτάνος εξακολουθεί να είναι αδιάλλακτος και οι Σύμμαχοι συνηγορούν στην ίδρυση ενός –στην ουσία-υποτελούς στην Πύλη ελληνικού κράτους. Αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους και εξισορροπούσε τις αντιθέσεις τους. (Τόσο οι Άγγλοι όσο και οι Γάλλοι προσπαθούσαν από το 1824 να καταπατήσουν ελληνικά νησιά, και την Πελοπόννησο ακόμη, για να δημιουργήσουν στρατιωτικές βάσεις).

Όλα τα μάτια είναι στραμμένα στην άνοιξη του 1829 και στην εξόρμηση των ρωσικών στρατευμάτων στην Βόρεια Βαλκανική. Θα έφερνε, άραγε, την απελευθέρωση των Ελλήνων; Την κυριαρχία των Ρώσων στην Ανατολή; Έναν παγκόσμιο πόλεμο και τη διανομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Όλα αυτά δημιουργούσαν αβεβαιότητα και αναβλητικότητα.

 

Στις 22 Μαρτίου 1829 υπογράφεται στο Λονδίνο το Πρωτόκολλο των Τριών Δυνάμεων για την «οριστική λύση» του ελληνικού ζητήματος. Αυτή η διπλωματική πράξη δημιουργούσε το νέο, υποτελές ελληνικό κράτος, ερήμην των ενδιαφερομένων. Τα βόρεια σύνορα θα εκτείνονταν μεταξύ Αμβρακικού και Παγασητικού, διαμέσου Αγράφων και Όθρυος. Στο νέο κράτος θα περιλαμβάνονταν οι Κυκλάδες και η Εύβοια. Ο ετήσιος φόρος υποτέλειας στον σουλτάνο οριζόταν σε 1,5 εκ. γρόσια. Όσο για το πολίτευμα, «θα προσεγγίζει, όσο είναι δυνατόν, στους μοναρχικούς θεσμούς και ο θρόνος θα ανατεθεί σε χριστιανό άρχοντα ή ηγεμόνα». Τέλος, με αξίωση των Άγγλων, έπρεπε να αποχωρήσουν από τη Ρούμελη τα ελληνικά στρατεύματα.

Υπόδουλες θα παρέμεναν όλες οι εθνογραφικά ελληνικές περιοχές, ακόμη και εκείνες που πήραν μέρος στην Επανάσταση και εξακολουθούσαν να πολεμούν: Κρήτη, νησιά του ανατολικού Αιγαίου, Θεσσαλία, Ήπειρος. Κατά τις Τρεις Δυνάμεις, και ιδίως τους Άγγλους, ο ακρωτηριασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπρεπε να είναι ανώδυνος και ανεπαίσθητος.

Αυτοί οι όροι ήταν και ασύμφοροι και ταπεινωτικοί για τους Έλληνες. Μετά από οκτώ χρόνια αγώνων και θυσιών, οι Δυνάμεις πρότειναν τη δημιουργία ενός- στην ουσία- μη βιώσιμου κράτους και μάλιστα υπό την οθωμανική επικυριαρχία. Απαράδεκτοι ήταν οι όροι και για τους Τούρκους που συνέχιζαν την αδιαλλαξία τους. Και αυτή ακριβώς η αδιαλλαξία αποτελούσε το μεγάλο πρόβλημα για τους Άγγλους και Γάλλους πρεσβευτές που είχαν επιστρέψει τον Ιούνιο του 1829 στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Άγγλος πρεσβευτής Robert Gordon, αντικαταστάτης του Stratford Canning, επιχείρησε μια βολιδοσκόπηση των διαθέσεων της Πύλης αναθέτοντας στον Αυστριακό συνάδελφό του Βαρώνο Ottenfels να επικοινωνήσει με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών και να του γνωστοποιήσει το περιεχόμενο του Πρωτοκόλλου.

Η απάντηση του Τούρκου Υπουργού ήταν απορριπτική. Θεώρησε ότι οι Τρεις επεδίωκαν να επιβάλουν ένα καθεστώς τύπου Σερβίας, αλλά οι Έλληνες δεν κατοικούν, όπως οι Σέρβοι, σε τόπο κυκλωμένο από εκείνους(τους Τούρκους). Αντίθετα, είναι διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία.

«Αν δεχτούμε τις προτάσεις των τριών Αυλών, τότε διαιωνίζουμε στο εσωτερικό το πνεύμα της ανταρσίας. Θα μπορούσαν και υποτελείς σήμερα ραγιάδες να εξεγερθούν και να αξιώσουν τα ίδια δικαιώματα της ελευθερίας που διεκδικούν οι ομόθρησκοί τους επαναστάτες. Δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε ούτε σπιθαμή», κατέληξε.

Ο Αυστριακός πρεσβευτής, όχι μόνο συμφωνούσε μ’ αυτές τις απόψεις, αλλά και τις υποκινούσε. Η απελευθέρωση των Ελλήνων δεν ανησυχούσε μόνο την Πύλη. Ενοχλούσε το ίδιο και τους Αυστριακούς.

Ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών έγραψε στις 22 Απριλίου 1829 στον πρεσβευτή τους Guilleminot: «Η πείρα μας δίδαξε πως οι Τούρκοι δεν υποχωρούν παρά μονάχα σε μια θέληση που εκφράζεται δυναμικά». Ας σημειωθεί ότι αυτή η πάγια τακτική της τουρκικής διπλωματίας ακολουθείται με συνέπεια ως τις ημέρες μας. Δεν ενδίδουν στις διαπραγματεύσεις, παρά μόνον υπό το κράτος βίας και ανάγκης, αλλά και τότε μόνον διαδοχικά, αντιστεκόμενοι πεισματικά στις υποχωρήσεις τους.

Τα ίδια απάντησαν οι Τούρκοι και στον Gordon, περιμένοντας την έκβαση της ρωσικής επιδρομής. Μόνον αν ηττώντο θα συμφωνούσαν με το Πρωτόκολλο…

Στις 9 Ιουλίου 1829 ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών δέχτηκε επίσημα τους εκπροσώπους των Τριών Δυνάμεων, τους άφησε να περιμένουν μισή ώρα, άκουσε τις προστάσεις τους και απάντησε ότι «το ζήτημα χρειάζεται σκέψη», για να κερδίσει χρόνο.

«Μα, οι Ρώσοι προχωρούν!» είπε ο Άγγλος πρεσβευτής.

«Δεν είναι τόσο φοβερή η κατάσταση. Εκείνο που προέχει είναι η εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας. Είμαστε αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουμε ούτε σπιθαμή από τα εδάφη μας».

 

 

 

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

 

ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟ ΝΑΥΑΡΙΝΟ

Μέρος γ’

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Η σύγκρουση υπήρξε απρογραμμάτιστη και απροσδόκητη.  Ασχέτως με τις επιπτώσεις της στην ελληνική υπόθεση, υπαγορεύθηκε μόνον από τα συμφέροντα των τριών Δυνάμεων που εκείνη τη στιγμή ήταν ταυτόσημα, αν και για διαφορετικούς λόγους.

Η ναυμαχία ήταν φυσικό επακόλουθο της ακαμψίας της Πύλης, για την οποία αποτελούσε ζήτημα αρχής να υποχωρεί, να συμβιβάζεται ή να υποκύπτει μόνον με την άσκηση βίας( αυτό της υπαγορεύουν ως σήμερα οι «ιεροί νόμοι»). Αν είχε υποχωρήσει ο σουλτάνος, οι επαναστατημένες περιοχές του ελληνικού χώρου θα αποκτούσαν απλή αυτονομία με έναν ηγεμόνα υποτελή στην Πύλη. Αυτό ζητούσε, άλλωστε, η ελληνική πλευρά, υιοθετώντας το σχέδιο του Canning από το 1825.

Λιποψύχησε τότε η ελληνική ηγεσία λόγω των σαρωτικών επιτυχιών των αιγυπτιακών στρατευμάτων, έχασε την πίστη της στον υπέρ πάντων Αγώνα της. Υπήρξε μια τεράστια διάσταση ανάμεσα στη βούληση της ηγεσίας και στη βούληση του απλού κόσμου. Και η αποδοχή του αγγλικού σχεδίου για υποτέλεια έγινε ερήμην του λαού. Η συνεχιζόμενη αντίσταση ως το 1827- για δύο περίπου χρόνια- δείχνει ακριβώς αυτή τη διάσταση.

Γράφει ο Γάλλος εθελοντής Fr, Schack στο χρονικό του:

«Ευτυχώς που η απάντηση του Μαχμούτ Β΄και των υπεροπτικών υπουργών του ήταν αρνητική. Γιατί η μάζα του ελληνικού λαού θα απέρριπτε κάθε συμβιβασμό. Ποτέ το σύνθημα « θνήσκειν περί πατρίδος» δεν ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο στις ψυχές. Η επανάσταση είχε πολύ προχωρήσει, έλεγαν οι Έλληνες, κι είναι αδύνατο να σταματήσει, έτσι που βρίσκεται σε καλό δρόμο. Θέλουμε πλήρη ελευθερία για την πατρίδα μας ή να θαφτούμε κάτω από τα ερείπιά της…Τιμώντας το εθνικό ήθος των Ελλήνων ότι η πρόταση στον σουλτάνο για υποταγή με όρους δεν επιδοκιμάστηκε ποτέ από τη μάζα του λαού. Αυτό το ολέθριο σχέδιο οφείλεται σε μια μικρή μειοψηφία προεστών και υπαγορεύθηκε από μια Δύναμη (Αγγλία) που θέλησε να εκμεταλλευτεί την υπόθεση των Ελλήνων για το δικό της συμφέρον. Ανάμεσα στην μικρή ομάδα όπου τα πλούτη, η φιλοδοξία και η φιλαρχία παραμέρισαν τη φιλοπατρία, διακρίνει κανείς με θλίψη άτομα που από καιρό είχαν την πρόθεση να οσποδαροποιήσουν την πατρίδα τους».

Η άποψη του Άγγλου εθελοντή Thomas Gordon ότι «η νικημένη Ελλάδα, κατά το τετράμηνο που μεσολάβησε από την συνθηκολόγηση της αθηναϊκής φρουράς ως τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, σφάδαζε σε επιθανάτια αγωνία», αποτελεί απόπειρα να αποδοθεί η ελληνική ανεξαρτησία στην επέμβαση των Δυνάμεων και να εξωραϊστούν οι πολιτικές επιδιώξεις τους.

Γιατί, ακόμη κι αν νικούσε ο Ιμπραήμ, θα μιλούσαμε για μια «πύρρειο νίκη»- παρά τον εσωτερικό αλληλοσπαραγμό- και δεν θα υπήρχε γενική υποταγή.

Οι συμμαχικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις τουρκοαιγυπτιακές, όχι για να σωθεί η Επανάσταση και να αποτραπεί η υποταγή ή η εξόντωση των Ελλήνων, αλλά για να εξυπηρετηθούν οι κοινές τους επιδιώξεις και τα χωριστά τους συμφέροντα. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα δύο σχέδια της τριμερούς Συνθήκης και το τελικό της κείμενο, που συντάχθηκαν μετά τη ναυμαχία:

«Οι σύμμαχες Δυνάμεις, πιεζόμενες από πολύν καιρόν από την ανάγκην να επιβάλουν τον τερματισμό του πολέμου που ξέσπασε στην Ανατολή και τόσα δεινά προκαλεί στα συμφέροντά τους, έκριναν ότι..»

Το τελικό κείμενο της Συνθήκης υπογραμμίζει ότι ο πόλεμος, εξαιτίας της αναρχίας και αταξίας που επικρατεί «στις ελληνικές επαρχίες και το Αιγαίον», δημιουργεί «καθημερινά νέα εμπόδια στο εμπόριο των ευρωπαϊκών κρατών και δίνει αφορμή για πειρατείες, που όχι μόνον εκθέτουν τους υπηκόους σε σημαντικές ζημίες, αλλά και επιβάλλουν μέτρα δαπανηρά για επαγρύπνιση και καταστολή» (Απ. Δασκαλάκης, Κείμενα-πηγαί της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1967).

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου υπήρξε ένα τυχαίο γεγονός, συνέπεια- όπως αναφέρθηκε στις προηγούμενες αναρτήσεις- της ασάφειας της Συνθήκης του Λονδίνου. Το ριζοσπαστικό μέτρο ευκολίας, αλλά και σίγουρης εφαρμογής των διαταγών των ναυάρχων στο πλαίσιο της πειθαρχίας, που χαρακτηρίζει πάντα τους στρατιωτικούς ( η κίνησή τους για αποκλεισμό του στόλου του Ιμπραήμ) πρόσφερε και στους τρεις μια αναπάντεχη αίγλη και στις κυβερνήσεις τους ένα ανεπιθύμητο φωτοστέφανο. Οι πρωταγωνιστές ηρωοποιήθηκαν από τους Έλληνες και οι τρεις Δυνάμεις χαρακτηρίστηκαν αμέσως Προστάτιδες και Ευεργέτιδες.

Στην πραγματικότητα δεν σημειώθηκε καμία ουσιαστική μεταβολή στο ελληνικό θέμα. Οι Δυνάμεις διατήρησαν την φιλοτουρκική τους στάση. Κοινός τους στόχος ήταν η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αποφυγή ενός Ρωσοτουρκικού πολέμου. Και αυτό επετεύχθη, αφού ναυάγησε το σχέδιο του Μωχάμετ Άλι για μόνιμη εγκατάσταση στην ελληνική χερσόνησο.

Οι λαοί πανηγύριζαν και οι κυβερνώντες της Ευρώπης αντιδρούσαν ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Οι Άγγλοι μίλησαν για «ατυχές συμβάν» (untoward event), οι Αυστριακοί μίλησαν με οδυνηρή έκπληξη και αγανάκτηση για «τρομακτική καταστροφή», οι Γάλλοι πήραν την «εκδίκησή» τους μετά τις ταπεινώσεις της Ναπολεόντειας Αυτοκρατορίας τους, επειδή το ναυτικό τους σημείωσε την πρώτη του νίκη μετά το 1815, και οι Ρώσοι ήταν χαρούμενοι, καθώς η νίκη εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους για ένοπλο διακανονισμό με την Τουρκία.

Για τις αντιδράσεις των Τούρκων μας ενημερώνει ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Guilleminot στην έκθεσή του: «Κρίση σφοδρή ξέσπασε στο σεράϊ.Απελπισία, φόβος, έκπληξη, οργή, τα πιο αντιφατικάσυναισθήματα κυριαρχούσαν. Ο σουλτάνος άγρυπνος μέρες ολόκληρες , Η αναστάτωσή του υπήρξε τρομακτική. Ρινικές αιμορραγίες τον ανακούφισαν, αλλά όλοι έτρεμαν μήπως αρρωστήσει. Διέκοπτε την σιωπή του για να απειλήσει την εξόντωση όλων των Ελλήνων, και μαζί μ’ αυτούς όλων των Φράγκων. Κάλεσε τον αρχιαστρολόγο του. Εκείνος μίλησε για αίματα, σεισμούς και λιμό. Οι Έλληνες του Γαλατά και του Πέραν βγήκαν στους δρόμους και πανηγύριζαν την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας»

Και οι τρεις Δυνάμεις, αμέσως μετά τον τερματισμό της Ναυμαχίας φρόντισαν να στείλουν τους πρεσβευτές τους στην Πύλη και να εκφράσουν τη λύπη τους για όσα είχαν συμβεί, χαρακτηρίζοντας τον καταποντισμό του οθωμανικού στόλου ως «αξιοθρήνητο λάθος»…

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

 

ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟ ΝΑΥΑΡΊΝΟ

Μέρος β΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Οι ναύαρχοι Codrington και de Rigny δεν είχαν ιδέα πώς θα πραγματοποιούνταν η παρέμβασή των στόλων τους ανάμεσα στους εμπόλεμους (Έλληνες και Τούρκους) χωρίς να υπάρξει ένοπλη σύγκρουση. Ο Άγγλος πρωθυπουργός George Canning, εμπνευστής της Τριμερούς, πέθανε στις 8 Αυγούστου 1827, αφήνοντας μετέωρη την δική του πολιτική και χωρίς να υπάρχουν έγγραφες και συγκεκριμένες εντολές για την πρακτική εφαρμογή της συμφωνίας, παρά μόνον κάποιες αόριστες οδηγίες για ένοπλη παρέμβαση και επίτευξη ειρήνευσης χωρίς εχθροπραξίες. Την σύγχιση αποκαλύπτει το έγγραφο του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με τις επιβαλλόμενες ενέργειες των συμμαχικών στόλων:

«Χωρίς αμφιβολία πρέπει να κρατηθείτε ουδέτεροι. Ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο από τους εμπολέμους. Πρέπει να παρεμβάλετε τις δυνάμεις σας ανάμεσά τους και να επιβάλετε ειρήνη με την τρόμπα μαρίνα, αν είναι δυνατόν, με τα κανόνια σας αν δεν υπάρχει άλλη λύση».

Και ο Γάλλος ναύαρχος de la Graviere σχολιάζει: «όταν οι πρεσβευτές γράφουν τέτοια πράγματα στους ναυάρχους, δεν μπορεί κανείς να απορήσει που στην πρώτη ευκαιρία τα κανόνια εκπυρσοκροτούν μόνα τους».

Ως στρατιωτικός έχει δίκιο. Οι στρατιωτικοί εκτελούν εντολές με ακρίβεια και πειθαρχία. Αγνοούν τις παραλλαγές, τις εναλλαγές και τις παλινδρομήσεις των διπλωματικών.

Και, φυσικά, οι δύο αρχηγοί των στόλων (ο Ρώσος δεν είχε φθάσει ακόμη) αντιλαμβάνονταν απόλυτα τον κίνδυνο. Για να προλάβουν καταστάσεις, έστειλαν έκτακτους απεσταλμένους στον Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, να μην εκπλεύσει ο στόλος που προοριζόταν για το τελικό πλήγμα εναντίον των Ελλήνων για να αποτραπεί η σύγκρουση. Αλλά έφθασαν αργά- ο στόλος (92 καράβια) είχε αποπλεύσει…

Επιπλέον, οι Άγγλοι έστειλαν μυστικά τον Craddock στην Αλεξάνδρεια, με σκοπό να αποτρέψει την εκστρατεία του αιγυπτιακού στόλου, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του από την Αγγλία- κάτι που ήθελε πολύ ο Μωχάμετ Άλι. Αν πετύχαινε το αγγλικό σχέδιο, θα υπερφαλαγγιζόταν η Γαλλία και η ισορροπία στην περιοχή θα ανατρεπόταν εις βάρος της. Αλλά κι αυτός έφθασε αργά…

Συγρόνως, ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος δέχονται διαταγή από τους τρεις πρεσβευτές να απαιτήσουν από τους Τουρκοαιγυπτίους αποχή από κάθε ναυτική εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων, άλλως θα αντιμετωπίσουν πολεμική αναμέτρηση.

Ήταν η 22η Σεπτεμβρίου όταν ο de Rigny συνάντησε τον Ιμπραήμ (γιο του Μωχάμετ Άλι)και τού γνωστοποίησε το περιεχόμενο της Συνθήκης του Λονδίνου. Τρεις μέρες αργότερα, γίνεται συνάντηση και των τριών (Codrington, de Rigny και Ιμπραήμ). Οι ναύαρχοι δήλωσαν αποφασισμένοι να επιβάλουν ανακωχή και να καταστρλεψουν τον οθωμανικό στόλο, αν αντιταχθούν. Η απάντηση του Ιμπραήμ ήταν ότι είναι υπηρέτης της Πύληςκαι έλαβε εντολή να συνεχίσει τον πόλεμο στον Μοριά και να τον τερματίσει με μια αποφασιστική επίθεση κατά της Ύδρας, υποσχόμενος να στείλει ταχυδρόμους και στην Πόλη και στην Αλεξάνδρεια και, μέχρι να λάβει απαντήσεις ο στόλος θα παρέμενε στο Ναυαρίνο.

Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν απροσδόκητες και ραγδαίες. Η επικοινωνία της εποχής δεν επέτρεπαν άμεση επαφή για συνεννοήσεις και νέες εντολές, αναγκάζοντας τους ναυάρχους να δράσουν με δική τους πρωτοβουλία.

Ωστόσο, είχε μπει ο Οκτώβριος, ο χειμώνας πλησίαζε και ήταν πολύ δύσκολο να κρατηθούν τα πολεμικά πλοία στο πέλαγος, για την επίτευξη ενός δραστικού κλοιού, ικανού να ματαιώσει κάθε απόπειρα εξόδου του στόλου του Ιμπραήμ από την ναυτική του βάση. Γι’ αυτό, αποφάσισαν να κάνουν μια ειρηνευτική είσοδο των συμμαχικών στόλων και να αγκυροβολήσουν στον όρμο του Ναυαρίνου.

Η είσοδος αυτή πραγματοποιήθηκε στις 20 Οκτωβρίου( μαζί και με τον ρωσικό στόλο).

 

Την σύγκρουση θα την δούμε την επόμενη εβδομάδα.