The world I love:my novels, my favorite themes
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογικά θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογικά θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 4 Μαΐου 2019


Η ΜΕΛΑΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΑ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ο Παυσανίας περιγράφει το ιερό σπήλαιο της «Μαύρης Δήμητρας», της Δήμητρος Μελαίνης, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τη Φιγάλεια της Αρκαδίας.Μιλά για ένα ημιανθρώπινο λατρευτικό άγαλμα, μια αλογοκέφαλη Δήμητρα, χαμένη πια από την μνήμη των κατοίκων της περιοχής. Ο Παυσανίας, έχοντας διαβάσει τον Αρμόδιο Λεπρεάτη, μας διηγείται τον σχετικό μύθο: εκεί κρύφτηκε η θεά γεμάτη οργή, είτε επειδή βιάστηκε από τον Ποσειδώνα είτε επειδή εξαφανίστηκε η κόρη της, με συνέπεια να μη φυτρώνει τίποτε στη γη και να καταστρέφεται ό,τι υπήρχε πάνω της. Η ανθρωπότητα πέθαινε από πείνα.
Κανένας θεός δεν γνώριζε πού κρυβόταν η Δήμητρα, η ύπαρξή τους διακυβευόταν. Τελικά, ο Παν, ο κατσικοπόδαρος αρκαδικός θεός την επεσήμανε μέσα στη σπηλιά και ενημέρωσε τον Δία. Εκείνος έστειλε την Ίριδα, την επίσημη αγγελιαφόρο, αλλά δεν έφερε αποτέλεσμα∙ οι επισκέψεις των θεών που ακολούθησαν, το ίδιο. Μετά έστειλε τις Μοίρες, τις θεές του πεπρωμένου, κι εκείνες κατόρθωσαν να πείσουν τη θεά της γης ν’ αφήσει κατά μέρος τον θυμό της, να επιστρέψει στη θέση της και να επιτρέψει τη γη να καρποφορήσει ξανά.
Μια παραλλαγή θέλει τον Ερμή να φέρνει πίσω την Περσεφόνη και τη Ρέα να οδηγεί την Δήμητρα στον Όλυμπο.
Οι άνθρωποι «ανανέωσαν», γράφει ο Παυσανίας, τη λατρεία της θεάς σ’ εκείνο το σπήλαιο με αφορμή έναν καταστροφικό λιμό του 5ου αιώνα που απείλησε την ύπαρξη ζωής στην Αρκαδία και έφερε τους κατοίκους σε άγρια κατάσταση. Αυτό σηματοδότησε την ανεύρεση της προσβεβλημένης θεάς, της λατρείας που παραμελήθηκε, μετά από καθοδήγηση του μαντείου των Δελφών.
Ο Παυσανίας συνεχίζει περιγράφοντας την ειδική μορφή θυσίας που όρισε η Μαύρη Δήμητρα: πάνω στον βωμό μέσα σε ένα άλσος, μπροστά από τη σπηλιά, έπρεπε να τοποθετηθούν καρποί από διάφορα δέντρα, σταφύλια, κερήθρες, άξεστο μαλλί και να χυθεί λάδι από πάνω τους, την ίδια ώρα που προσφωνούσαν μια προσευχή. Ένας ιερέας και μια ιέρεια εκτελούν τα καθήκοντα.
Δεν απαιτείται θυσία ζώου ούτε βωμός με φωτιά. Αντίθετα, αυτή η «τράπεζα προσφορών» θυμίζει πρακτική της Εποχής του Χαλκού, είτε μινωική είτε μυκηναϊκή ή ακόμη και μικρασιατική.
Ο Παυσανίας δηλώνει ότι ο μύθος για την οργή της θεάς Δήμητρας ήταν γνωστός και στην Θέλπουσα, μια άλλη αρκαδική πόλη, όχι πολύ μακριά από την Φιγαλεία. Ωστόσο, στην Θέλπουσα δινόταν έμφαση στην γέννηση του πρώτου αλόγου, του Αρίωνα ή Ερίωνα. Ο Ποσειδώνας έγινε ο πατέρας του αλόγου, μεταμορφωμένος σε κήλωνα(επιβήτορα) όταν η θεά έφυγε μακριά του, μεταμορφωμένη σε φοράδα για να ξεφύγει. Έτσι, το άλογο γεννήθηκε από μια εξαγριωμένη, οργισμένη μητέρα. Η Θέλπουσα τιμούσα την Δήμητρα Ερινύν, την «θυμωμένη».
Επίσης, κάτι παρεμφερές γινόταν και στην Τιλφούσα της Βοιωτίας, μια πηγή κοντά στην Αλίαρτο, μια πηγή γεμάτη σκαθάρια (τίλφη= σκαθάρι), όπου υπήρχε ιερό του Απόλλωνα.  
Η περιπέτεια της Δήμητρας με τη μορφή της φοράδας έφερε στον κόσμο και μια «μυστική» κόρη, η οποία σχετιζόταν με την Δέσποινα της Λυκόσουρας.

Η Δέσποινα της Λυκόσουρας ήταν μία από τις αρχέγονες χθόνιες θεότητες της Αρκαδίας, προς τιμήν της οποίας γίνονταν μυστηριακές λατρευτικές τελετές.Τόσο τις τελετές όσο και το όνομά της γνώριζαν μόνο οι μυημένοι.
"Δέσποινα" δεν ήταν το κύριο όνομα της θεάς αλλά ο τρόπος προσαγόρευσής της. Τελικά όμως η Δέσποινα θα πρέπει να ήταν η Περσεφόνη, κόρη του Ποσειδώνα και της Δήμητρας:
"ταύτην μάλιστα θεών σέβουσιν οι Αρκάδες την Δέσποιναν, θυγατέρα δε αυτήν Ποσειδώνος φασίν είναι και Δήμητρος. Επίκλησις ες τους πολλούς εστιν αυτή Δέσποινα, καθάπερ και την εκ Διός Κόρην επονομάζουσιν, ιδία δε εστίν όνομα Περσεφόνη, καθά Όμηρος και έτι πρότερον Πάμφως εποίησαν. Της δε Δεσποίνης το όνομα έδεισα ες τους ατελέστους γραφείν."
("Οι Αρκάδες σέβονται και τιμούν αυτή τη Δέσποινα περισσότερο από τους άλλους θεούς, γιατί τη θεωρούν θυγατέρα του Ποσειδώνα και της Δήμητρας. Οι περισσότεροι ονομάζουν αυτή τη θεά Δέσποινα όπως και αυτή που εγεννήθη από το Δία ονομάζουν Κόρη, όμως το όνομά της είναι Περσεφόνη, όπως έγραψαν ο Όμηρος και ακόμη παλιότερα ο Πάμφως στα ποιήματά τους. Το όνομα της Δέσποινας φοβήθηκα να το γνωστοποιήσω στους αμύητους.")
Η Δέσποινα ήταν άρρηκτα δεμένη με την Αρκαδική λατρεία. Κατείχε ξεχωριστή θέση μεταξύ των αρκάδων θεών και για το λόγο αυτό και υπήρχε συνέχεια από τη μια εποχή στην άλλη.


Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018


Η ΜΑΓΙΚΗ ΦΥΓΗ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Με το καλοκαίρι προ των πυλών, ξεκινώ μια νέα ενότητα, δροσερή ελπίζω και ενδιαφέρουσα.
Η πρώτη επαφή γίνεται με την μαγική φυγή, ένα κεντρικό δραματικό επεισόδιο διαφόρων τύπων μύθων και παραμυθιών, που φθάνει να απαντάται μέχρι και στα δημοτικά μας τραγούδια.
Η μαγική φυγή πραγματοποιείται με δυο τρόπους: με την μεταμόρφωση των καταδιωκομένων ή με την ρίψη μαγικών αντικειμένων που παίρνουν τη μορφή εμποδίων για τους πάσης φύσεως εχθρούς. Σαν υποκατηγορία μαγικών αντικειμένων μπορεί να θεωρηθεί και η τοποθέτηση ομιλούντων πραγμάτων, που δίνουν την εντύπωση της απατηλής παρουσίας των φυγάδων σε λάθος τόπο, επιτυγχάνοντας την καθυστέρηση ή την πλήρη αποτυχία της εύρεσής τους.
Και οι δυο τρόποι φυγής μαρτυρούν αρχέγονες αντιλήψεις, όπως η απαγόρευση να κοιτάξει κανείς ή να γυρίσει προς τα πίσω (Λώτ, Ορφέας), προερχόμενα από προϊστορικά τεκμήρια ή το υποσυνείδητο του ανθρώπου (εφιάλτες, παράνοια, ψυχοαγχωτικές καταστάσεις). Στην αφήγηση παίζουν ρόλο ως στοιχεία έντασης, λόγω της καθυστέρησης των εξελίξεων.
Οι φυγάδες είναι συχνά ένα ζευγάρι ερωτευμένων, ένα βασιλόπουλο στην εξουσία ενός ανθρωποφάγου τέρατος και της μάγισσας κόρης του. Η τελευταία συσχέτιση υπάρχει και αντίστροφα, όπως σε ένα περσικό παραμύθι όπου ο ζωόμορφος γαμπρός βοηθά την κόρη να διαφύγει. Οι διώκτες είναι ή η μητέρα ή ο πατέρας του δραπέτη.
Τόσο οι παραλλαγές με τις μεταμορφώσεις των πρωταγωνιστών όσο και με εκείνες των αντικειμένων, τελειώνουν συνήθως με τον αφανισμό των διωκτών ή την παραίτησή τους από την καταδίωξη και παρουσιάζουν μεγάλη γκάμα δυνατοτήτων. Στον δομικό σκελετό του επεισοδίου ανήκει, όμως, το γεγονός πως διώκτης και διωκόμενος έχουν μαγικές δυνάμεις και οι τρόποι διαφυγής επαναλαμβάνονται-συνήθως- τρεις φορές.
Η μεταμόρφωση των φυγάδων είναι στερεότυπη στις παραλλαγές της (τριαντάφυλλο και βάτος, εκκλησία και ιερέας, κλήμα και σταφύλι, λίμνη και πάπια) καθώς και η ρίψη μαγικών αντικειμένων που μετατρέπονται σε εμπόδια     (μια βούρτσα, μια χτένα, ένας καθρέπτης, ένα τάσι, ένα κουτί, παίρνουν τη μορφή βουνών, δασών, λιμνών, ποταμών, φωτιάς).
Ένα παράδειγμα:
Ο ήρωας περνά στην εξουσία ενός ανθρωποφάγου δράκου, δοκιμάζεται πραγματοποιώντας αδύνατα ζητήματα και τα φέρνει σε πέρας με τη βοήθεια της κόρης του. Σε διαδεδομένα μεσογειακά παραμύθια, η αιχμαλωσία του βασιλόπουλου δικαιολογείται από μια αρρώστια του βασιλιά(π.χ. λέπρα) ο οποίος θα ιαθεί με το αίμα του παιδιού, αν εκείνο τρώει επί σαράντα μέρες γλυκά. Η κόρη του δράκου το ερωτεύεται και φεύγουν μαζί. Ανάλογες διηγήσεις έχουμε και στην ιταλική λογοτεχνία της Αναγέννησης. Η μαγική φυγή μπορεί να τελειώσει με μια κατάρα της μάγισσας που καταδιώκει τους φυγάδες, κατάρα λησμονιάς που γίνεται αιτία για την συνέχεια της υπόθεσης.
Η μαγική λήθη αίρεται συνήθως με τραγούδι ή στίχους. Σε κρητικές και γενικότερα παραλλαγές του Αιγαίου σώζονται διαλογικοί στίχοι μιας σκηνής δικαστηρίου, όπου κατηγορείται μια εγκαταλειμένη νύφη ότι δήθεν ξεγέλασε και εξαπάτησε επίδοξους εραστές, παίρνοντάς τους τα χρήματα για την επακόλουθη ερωτική συνεύρεση, εκείνη τα εξομολογείται στον βασιλιά και η μαγική λήθη εξαφανίζεται με ένα φιλί της βασίλισσας (Φιορεντίνος και Ντολτσέτα). Η μνήμη μπορεί να επανέλθει επίσης με το δαχτυλίδι του αρραβώνα, με το δάγκωμα ενός φρούτου κλπ.
Ιστορίες με μαγική φυγή υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο. Ο Aarne θεώρησε ότι προέρχονται από την Ινδία του 11ου αιώνα, Η μετά την μαγική φυγή ξεχασμένη κόρη θυμίζει τον Ιάσονα και τη Μήδεια, κι αυτός ο μύθος με τη σειρά του βασίζεται στον μύθο του Θησέα και της Αριάδνης, αν και δεν υπάρχει το κομμάτι της μαγικής φυγής.
Ο Propp συνδέει την αρπαγή της κόρης του δράκου με την φυγή μέσω τελετουργιών σ’ έναν άλλον κόσμο και την ερμηνεύει ως επιστροφή σ’ έναν χώρο, όπου η είσοδος των διωκτών είναι αδύνατη και απαγορευμένη.
Οι ψυχολογικές ερμηνείες των παραμυθιών παραπέμπουν στις σχέσεις γονέων-παιδιών: η κατάρα της μητέρας θέτει σε κίνδυνο την διαδικασία της ψυχικής ωρίμανσης του ήρωα, η λησμονιά της νύφης, αποδιωγμένης από γονείς και πεθερικά δεν έχει κανένα στήριγμα, ενώ ο εξωτερικός κίνδυνος του ήρωα αποτελεί συγχρόνως και εσωτερικό- κινδυνεύει να χάσει τον προορισμό της ζωής του.


Σάββατο 31 Μαρτίου 2018


ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ομηρικά έπη: Μύθος ή μνήμη;
Της Dimitra Papanastasopoulou



Με τη σημερινή ανάρτηση και την αναφορά στα αθάνατα έπη του Ομήρου τελειώνει το μεγάλο αφιέρωμα στον εκπληκτικό και αστραφτερό μυκηναϊκό πολιτισμό.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να χρονολογηθεί η δημιουργία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αλλά η ευρύτερη γενική συναίνεση τοποθετεί τα τελευταία μεγάλα στάδια της συγγραφής στα τέλη του 8ου π.Χ. αι. Οποιαδήποτε εκτίμηση της σχέσης των Ομηρικών επών με τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό είναι ελλιπής αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν ο χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων πεντακοσίων ετών, μια περίοδος κατά την οποία μεταδόθηκε ή αναπτύχθηκε η παραδοσιακή προφορική ποίηση που οδήγησε στα έπη του Ομήρου. Η προφορική παράδοση μπορεί να θεωρηθεί σαν παράγωγο είτε της Μυκηναϊκής Περιόδου είτε της Σκοτεινής Εποχής που ακολούθησε.
Το υπόβαθρο της κοινωνίας των δύο παραπάνω περιόδων μπορεί σήμερα να ιδωθεί ευκρινέστερα. Ουσιαστικά, ο όρος Σκοτεινή Εποχή δεν κυριολεκτεί, αν και δεν έχει βρεθεί ένας καλύτερος ορος. Πιο σημαντική για την κατανόηση της Κλασικής Ελλάδας είναι η ιστορική συνέχεια που τώρα μπορεί να ανιχνευθεί χρονικά προς τα πίσω, από την Αρχαϊκή Περίοδο στα μηκυναϊκά ανάκτορα και μετά. Υπήρχαν σταδιακές και αθροιστικές αλλαγές, όχι αιφνίδιες και ριζοσπαστικές, καθώς δεν υπάρχει ασυνέπεια στα αρχαιολογικά αρχεία.
Η μόνη ξαφνική και εκτεταμένη αλλαγή, εντοπισμένη στα υλικά υπολείμματα, είναι η εξαφάνιση των ανακτόρων και του διοικητικού συστήματος που αυτά υποστήριζαν. Δεν υπάρχουν καινοτομίες στο υλικό αρχείο, δεν υπάρχουν νέοι τύποι κεραμικής ή μεταλλουργίας τέτοιοι που να επιβάλλουν την πίστη στον ερχομό οποιασδήποτε μεγάλης ομάδας στη νότια Ελλάδα στα τέλη του 13ου π.Χ.αι. ή μετά.

Αφού το κλειδί στην ιστορία είναι η ένωση του μεγαλύτερου μέρους της Ελλάδας σε μια μεγάλη εκστρατεία, η μοναδική πιθανή περίοδος για την πολιορκία της Τροίας είναι αυτή του 13ου π.Χ. αι. όταν η μυκηναϊκή ισχύς ήταν στο απόγειό της.Οι τοποθεσίες που καταγράφονται στον ομηρικό Νηών Κατάλογο έχουν εξαιρετική ομοιότητα με τις μυκηναϊκές αρχαιολογικές θέσεις της περιόδου – γνωστές από τις ανασκαφές. Τα κράνη από δόντια αγριόχοιρων χρησιμοποιούνταν ακόμη. Θραύσματα τοιχογραφίας από τις Μυκληνες δείχνουν έναν στρατιώτη να πέφτει από το τείχο μιας πόλης και στην Πύλο οι μυκηναϊκές δυνάμεις πολέμησαν εναντίον ξένων με δερμάτινα ενδύματα.
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν ανακλούν, απαραίτητα, τις ίδιες εποχές στον ίδιο βαθμό. Το θέμα των ηρώων που επιστρέφουν ίσως να είναι μυκηναϊκό, αλλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την επιστροφή τους υποδηλώνουν την περίοδο που ακολούθησε την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων. Οι πεποιθήσεις της Ηρωικής Εποχής έχουν πλέον εξαφανιστεί, όταν ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του. Για τον ίδιο λόγο, μοιάζει λιγότερο πιθανό η ιστορία της πολιορκίας της Τροίας να προέρχεται από αυτήν την περίοδο.
Ορισμένα στοιχεία, δευτερεύοντα ως προς τις κύριες ιστορίες, προέρχονται με βεβαιότητα από την Σκοτεινή Εποχή. Αναφορές σε φοινικικά ασημένια δοχεία ανήκουν στον 9ο π.Χ.αι.(υπάρχει ένα στην Κνωσσό). Όχι μόνο η χρήση του σιδήρου είναι συχνή, αλλά η ίδια η τεχνολογία του Ηφαίστου όταν δημιουργεί την χάλκινη πανοπλία του Αχιλλέα στην Ιλιάδα είναι δουλειά σιδηρουργού, όχι χαλκουργού!
Το άλλο κύριο θέμα της Οδύσσειας, τα δέκα χρόνια της περιπέτειας, θεωρείται πρωτίστως προϊόν μεταγενέστερης εποχής, αφού ανήκει στο είδος των «ιστοριών των ταξιδευτών», δηλαδή των υπερβολών. Ίδια κι απαράλλαχτα με τις περιπέτειες του Σεβάχ του Θαλασσινού, που απηχούν τις πρώτες περιπέτειες των Αράβων ανάμεσα στους κινδύνους του Ινδικού Ωκεανού και με τις παρόμοιες του Κολόμβου που ανακλούν την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, η ιστορία του Οδυσσέα ανακλά με βεβαιότητα μια περίοδο εξερεύνησης.
Μήπως θα πρέπει λοιπόν να τοποθετηθεί τόσο νωρίς όσο οι λακκοειδείς τάφοι, όταν οι Μυκηναίοι συναντούν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη στα ρεύματα των στενών της Μεσσήνης, ανάμεσα στην Ιταλία και στην Σικελία; Ή είναι προϊόν του 9ου π.Χ.αι. όταν οι Έλληνες ναυτικοί εξορμούσαν δυτικά προς την Αδριατική, διηγούμενοι ιστορίες με κινδύνους για να αποτρέψουν τους ανταγωνιστές τους;
Δεν μπορεί να εκκληφθεί ως σύμπτωση ότι η Ιθάκη, με τους προστατευμένους της όρμους, το φυσικό πρώτο και τελευταίο λιμάνι προσέγγισης σ’ αυτό το άλμα στο άγνωστο, ήταν η θρυλική πατρίδα του ατρόμητου Οδυσσέα ή ότι στους επόμενους αιώνες οι ταξιδιώτες θα αφιέρωναν αναθήματα προς τιμήν του, για να εξασφαλίσουν την προστασία του, στα ιερά της πόλης στην Ιθάκη.
Η Οδύσσεια μας παρέχει πολλά περισσότερα στοιχεία σχετικά με την σύγχρονη κοινωνία, παρά η Ιλιάδα. Άρα γε, ο Οδυσσέας αντιπροσωπεύει τον παντοδύναμο βασιλιά της Ιθάκης ή, όπως συνέβη συχνότατα στους επόμενους αιώνες, μια ομάδα αντίπαλαων αριστοκρατών που διατηρούσαν την εξουσία επισφαλώς με την δύναμη των όπλων και της ευφυϊας;
   

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018


ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θρησκεία
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια» οι θεοί παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο  στα θέματα που αφορούν τους ανθρώπους. Βέβαια, όπως έχει συχνά παρατηρηθεί,  στα έπη του Ομήρου  συχνά οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ως θεοί και οι θεοί ως άνθρωποι.
Με τους Έλληνες νεοαφιχθέντες μετά το τέλος της Εποχής του Χαλκού, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι και οι θεοί τους ήταν κι εκείνοι νεοφερμένοι, και ότι κάποια ίχνη του σφετερισμού τους μιας παλιότερης γενιάς διατηρήθηκαν στους μύθους του Κρόνου και της Ρέας.
Σήμερα, με το μυστήριο των πινακίδων της Γραμμικής Β λυμένο, είναι βέβαιον ότι οι θεότητες που έχουν το ίδιο όνομα- αν όχι και τα ίδια χαρακτηριστικά- λατρεύονταν στη διάρκεια της Μυκηναϊκής Περιόδου. Τα ονόματα του Διός και της Ήρας, του Ποσειδώνα και της Αθηνάς, του Ερμή και του Ηφαίστου, αναγνωρίζονται μεταξύ των υπλοίπων, ενώ υπάρχουν και οικείοι τίτλοι όπως πότνια (= έντιμη, σεβαστή,ιερή).
Σημειώνω εδώ ότι με τον όρο πότνια απευθύνονταν κυρίως στη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Υπάρχει επίσης η Πότνια Θηρών, μια πρώιμη τοπική θεότητα που ταυτίζεται με τη θεά Αθηνά. Αλλά, όταν αυτή η θεότητα απεικονίζεται να κρατά πουλιά και ζώα, είναι θεότητα με δικαιοδοσία στη γέννηση και στον θάνατο των ζώων.
Η απουσία γραμματείας ή γραπτής ιστορίας αυτής της περιόδου μας στερεί από στοιχεία σχετικά με την σημασία εκείνων των θεών για τους ανθρώπους. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής φαίνεται να κατέχουν τη γη, όπως και στις κατοπινές περιόδους, και να έχουν υπηρέτες. Σε μια πινακίδα καταγράφεται ένα αρχείο προσφορών προς έναν θεό.
Εκτός από αυτό το επίπεδο πρέπει να δούμε ερείπια ναών, λείψανα λατρευτικών αντικειμένων,υπολείμματα ταφικών συνηθειών ή απεικονίσεις της θρησκευτικής δραστηριότητας στην τέχνη.
Μελετώντας αυτά τα άηχα ίχνη των αρχαίων δοξασιών αναγνωρίζουμε ότι, περισσότερο από κάθε άλλη πτυχή του Ελληνικού Προϊστορικού Πολιτισμού, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί, να μην επιβάλουμε τις δικές μας απόψεις ή όποιες ταιριάζουν σε άλλες εποχές και άλλες περιοχές.
Ο ανθρωπολόγος μπορεί να παρατηρήσει τα ζωντανά παραδείγματα των λατρευικών συνηθειών, συμπεριλαμβανομένης της εκμετάλλευσης της εκφραστικής δραστηριότητας, της φραστικής διατύπωσης ή των συμβολικών αντικειμένων.
Αντίθετα, ο αρχαιολόγος  περιορίζεται συχνότατα στην εξέταση των παραφερνάλια που σώζονται από όσα θεωρούνται ότι ανακλούν την θρησκευτική δραστηριότητα, σαν βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη χρήση τους ή την συμβολική τους σημασία. Οποιαδήποτε άλη σχολαστικότερη προσέγγιση έναντι των υποκειμέων δοξασιών δεν μπορεί παρά να είναι υποθετική.

Είναι πολύ πιθανό να υπήρχαν πολλές θεότητες, συχνά με τοπικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες και ότι οι λατρευτικές συνήθειες ποίκιλλαν από τόπο σε τόπο, ακόμη κι όταν λατρευόταν ο ίδιος θεός ή θεά. Ακόμη, είναι πιθανή η ύπαρξη στοιχείων δανεισμένων από τις δοξασίες και τις συνήθειες των κοινωνιών της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου, με τις οποίες υπήρχε επαφή εξ αιτίας του εμπορίου, με τον ίδιο τρόπο που συνέβη στις μεταγενέστερες περιόδους.
Ίσως είναι αυτή η πηγή από την οποία οι Μυκηναίοι αντλούν τα μυθικά πλάσματα όπως ο γρύπας ή η σφίγγα, τα οποία βλέπουμε συχνά να έχουν θρησκευτική συνάφεια στη μυκηναϊκή τέχνη.
Αναπόφευκτα, στην έρευνα για λατρευτκές διαδικασίες που πραγματοποιούνταν σε ναούς ή στα σπίτια,για ενδείξεις θυσιών ή άλλων προσφορών, ή για την ύπαρξη συγκεκριμένων τελετουργιών και λατρευτικών αντικειμένων, πρέπει να επιστρατευθούν κριτήρια που προέρχονται από άλλες περιοχές και περιόδους.
Αυτά τα κριτήρια ίσως βασίζονται σε τεκμηριωμένα θρησκευτικά σύνολα και δομές ιδιαίτερου χαρακτήρα, βοηθώντας στην αναγνώριση τόπων ή αντικειμένων που συνδέονταν με τις συνήθειες της λατρείας ή της ιεροτελεστίας.   

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ανθρώπινο δυναμικό, επαφές
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ένα πολλά υποσχόμενο αγαθό του μυκηναϊκού εμπορίου υπήρξε το ανθρώπινο δυναμικό. Ο Όμηρος μας αναφέρει την τύχη των λεηλατημένων πόλεων και των κατοίκων που μετατρέπονταν σε δούλους- περισσότερο των γυναικών. Οι πινακίδες κάνουν συχνά λόγο σε δούλους, κάποιοι εκ των οποίων περιγράφονται ως αιχμάλωτοι. Επιδρομές που περιγράφονται στα έπη ίσως δίνουν εικόνες της μυκηναϊκής ζωής
Δείχνοντας ότι δεν υπήρχε καμιά δυσκολία  αγοράς δούλων και ανταλλαγής τους με άλλα αγαθά.
Μια άλλη πιθανή μορφή ανθρώπινου δυναμικού  που δεν έχει καταγραφεί θα πρέπει να ήταν οι μισθοφόροι στρατιώτες. Δεν είμαστε βέβαιοι αν οι Μυκηναίοι πολεμιστές ήταν περισσότερο αξιόμαχοι από άλλους της ανατολικής Μεσογείου.

Από την αρχή της Εποχής του Χαλκού  η Κύπρος με τα πλούσια κοιτάσματά της σε χαλκό κατείχε μια ιδιαίτερη θέση στο εμπόριο με το Αιγαίο. Η μυκηναϊκή κεραμική εμφανίζεται πολύ συχνά εκεί. Ακόμη, δημιουργήθηκε μια αποικία Μυκηναίων στην Κύπρο στις αρχές του 13ου π.Χ. αι. Και όταν οι θαλαμωτοί τάφοι αντικατέστησαν τους προηγούμενους, η κεραμική των Μυκηναίων παραγόταν στην Κύπρο.
Οι γνώμες διίστανται σχετικά με το αν αυτοί οι άποικοι ήταν πρόσφυγες, λόγω των καταστροφών στην ηπειρωτική χώρα ή ήταν μέρος του κύματος των Λαών της Θάλασσας που προκάλεσαν χάος εκείνη την περίοδο πιο μακριά στην Ανατολή. Όποια κι αν ήταν η αιτία οι σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου παρέμειναν ισχυρές, ακόμη και αργότερα, όταν τα πιο πολλά σημάδια επαφής με τις πιο ανατολικές περιοχές εξαφανίζονται για περίπου τρεις αιώνες.

Αν και η επαφή με την Τροία θεμελιώθηκε στις αρχές της Μυκηναϊκής Περιόδου, η επέκταση του εμπορίου στη Μαύρη Θάλασσα παραμένει αβέβαιη. Στις βόρειες ακτές του Αιγαίου η μυκηναϊκή κεραμική έφθασε στην κεντρική Μακεδονία από τον 15ο π.Χ. αι. και πύκνωσε περισσότερο μέχρι τον 12ο π.Χ. αι., αλλά ο τοπικός χαρακτήρας του Μακεδονικού Πολιτισμού παρέμεινε ανεπηρέαστος στο μεγαλύτερο μέρος του.
Τα μυκηναϊκά όπλα ήταν πολύτιμα στην Ιλλυρία και στην κοιλάδα του Δούναβη στα χρόνια της πρώιμης Μυκαηναϊκής Περιόδου. Τα σπαθιά και οι τοπικές απομιμήσεις τους είναι πολύ διαδεδομένα, όμως, όταν έρχεται η Ανακορική Περίοδος αυτό το εμπόριο σταματά και ο μόνος τόπος εύρεσης του κοντού μυκηναϊκού σπαθιού κατά τον 13ο π.Χ. αι. είναι η Ήπειρος.

Εκτός από τον χαλκό και το κεχριμπάρι, η Ιταλία και η κεντρική Μεσόγειος δεν διέθεταν άλλα υλικά που να ενδιέφεραν τους Μυκηναίους ή αν ήταν κάποια δεν έχουν σωθεί. Η μυληναϊκή κεραμική της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας είναι πολύ μεγάλη: δοχεία, κούπες, κύπελλα. Τα πιο πρώιμα παραδείγματα ελαιοτριβείων στην Ιταλία, από την περιοχή Μπρόλιο ντι Τρεμπισάτσε στην ανατολική Καλαβρία χρονολογείται από τον 13ο π.Χ. αι. και υποδηλώνουν την εισαγωγή των μυκηναϊκών εφαρμογών γεωργίας.
Η μυκηναϊκή κεραμική αντιπροσωπεύεται πολύ καλά στην Σαρδηνία, στην κοιλάδα του Πο στη νότια Ιταλία, καθώς και στην Ισπανία.

Οι νέες έρευνες και ανακαλύψεις προσθέτουν διαρκώς νέα στοιχεία σ’ αυτή την εικόνα του εμπορίου στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο. 
ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Είδη πολυτελείας
Της Dimitra Papanastasopoulou



Τα εισαγόμενα είδη πολυτελείας ήταν : Ελεφαντόδοντο από την Συρία ή την ανατολική Αφρική, δόντια ιπποπόταμου από τον Νείλο, κελύφη από αυγά στρουθοκαμήλου από την βόρεια Αφρική,λάπις λάζουλι από την Συρία ή και το Αφγανιστάν, κεχριμπάρι από την ακτή της Βαλτικής ή την βόρεια Γερμανία (κατέληγε να το εμπορεύονται στην Αδριατική ή ίσως και στην εκβολή του Δούναβη), γυαλί σε καλουπωμένη μορφή και ρητίνη από την Χαναάν.
Τα επεξεργασμένα αγαθά ήταν σπανιότερα: Αγγεία από φαγεντιανή (άρεσαν πολύ στους Αιγυπτίους),πέτρινα αγγεία από την Αίγυπτο, πέτρινες κυλινδρικές σφραγίδες από την Μεσοποταμία ή την Κύπρο και φυλαχτά από διάφορα υλικά.
Μια εξαιρετική σειρά από τριάντα οκτώ εγχάρακτες κυλινδικές σφραγίδες από την Μεσοποταμία- με χρονολογική έκταση χιλίων ετών- βρέθηκε στο θησαυροφυλάκιο των ανακτόρων στη Θήβα. Υπήρχαν ακόμη άλλα είκοσι έξι αχάρακτα δείγματα. Το πλείστον των σφραγίδων ήταν φτιαφμένες από λάπις λάζουλι.
Θα ήταν ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς ότι τα δείγματα του ναυαγίου της Κας προορίζονταν για την συλλογή της Θήβας- την πιο πρώιμη συλλογή αρχαιοτήτων της Ευρώπης.

Εμπόριο αρώματος

Αυτό το είδος εμπορίου, είτε υπό μορφήν υλικών, επεξεργασμένων αγαθών ή ιδεών, δεν μπορεί να ήταν μιας κατεύθυνσης, όμως είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ποιό θα ήταν το αντάλλαγμα που θα πρόσφεραν οι Μυκηναίοι.
Το μεγαλύτερο μέρος των κεραμικών που βρέθηκαν πέρα από την Κύπρο ήταν σε μορφή δοχείων, συνήθως μικρών χωρίς ιδιαίτερη αξία. Είχαν ή στενό λαιμό για να συγκρατούν το πολύτιμο περιεχόμενό τους ή φαρδύτερο όταν περιείχαν πιο στερεά αγαθά. Εικάζεται ότι πιθανότατα ενδιέφεραι το περιεχόμενο και όχι καθαυτό το δοχείο, όταν μάλιστα  προορίζονταν για έτοιμες αγορές στην Εγγύς Ανατολή ή την Αίγυπτο.
Η διακόσμηση πάνω στα δοχεία, ενδέχεται να βοηθούσε τους ξένους πελάτες να αναγνωρίζουν το περιεχόμενο κάθε δοχείου. Τουλάχιστον στις διοικούμενες από τα ανάκτορα περιοχές, το ελαιόλαδο ήταν ευρέως διαθέσιμο και οι συχνές αναφορές των πήλινων πινακίδων της Πύλου και των Μυκηνών σε αρωματικές ουσίες και σε καζάνια λαδιού υποδεικνύουν μια αρκετά μεγάλης κλίμακας βιομηχανία αρωμάτων και αρωματικών αλοιφών.
Μέσα στην Ελλάδα, κατά τον 13ο αιώνα π.Χ. υπάρχουν πολλά στοιχεία για την παραγωγή πλεονάσματος λαδιού σε περιοχές όπως η κεντρική και δυτική Κρήτη.    
 Αυτά τα πλεονάσματα μεταφέρονταν σε μεγάλα δοχεία με στενό στόμιο, τα οποία είχαν χρωματιστεί πριν ψηθούν, και τα οποία έφεραν πάνω τους κώδικες σε Γραμμική Β γραφή. Αν αυτοί οι κώδικες ανέφεραν τον τόπο προέλευσης ή περιέγραφαν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, θα ήταν δείγμα εξελιγμένης οργάνωσης.

Δοχεία αυτού του είδους βρέθηκαν στην Θήβα και στην Αττική, καθώς και στην «Οικία του εμπόρου λαδιού» έξω από την ακρόπολη των Μυκηνών, όταν το συγκεκριμένο κτίριο καταστράφηκε από φωτιά. Κάποια από τα δοχεία διατήρησαν ανέπαφα α σφραγίσματά τους.

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τα ναυάγια της Κας και της Γκελιντόνια
Της  Dimitra Papanastasopoulou



Το εμπορικό πλοίο που βυθίστηκε κοντά στην Κας γύρω στα 1315 π.Χ. προσφέρει μια ζωντανή ματιά στα φορτία της εποχής, αν και δεν είναι γνωστό πού βρισκόταν το λιμάνι της πατρίδας του ούτε αν κατευθυνόταν προς το Αιγαίο.
Ο όγκος του φορτίου αποτελούνταν από εκατοντάδες χάλκινες ράβδους και πολλά πιθάρια αποθήκευσης και μεταφοράς των Χανναναίων, αντιπροσωπευτικά της περιοχής του σημερινού Ισραήλ. Τα περιεχόμενα των περισσοτέρων δεν σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας, αν και είναι γνωστό ότι περιείχαν ρητίνη τρεμιθιάς (είδος φυστικιάς), υλικό που το χρησιμοποιούσαν στις αιγυπτιακές νεκρικές τελετουργίες για την ταρίχευση ή για την κατασκευή ενός αρώματος.
Κεραμικά αγγεία από την Κύπρο ήταν συσκευασμένα μέσα σε μεγάλα πιθάρια για ασφαλή μεταφορά. Άλλα αγαθά σε μικρότερες ποσότητες περιελάμβαναν ράβδους και αντικείμενα από κασσίτερο, ράβδους από γυαλί, κομμάτια από δόντια ελεφάντων και ιπποποτάμων, καθώς και αιγυπτιακό έβενο.
Ανάμεσα στα πολλά αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν, μερικά πολύτιμα στολίδια ίσως ανήκαν στον καπετάνιο ή σε κάποιον πλούσιο επιβάτη. Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται μια μοναδική και σημαντική σφραγίδα στο σχήμα σκαραβαίου με το βασιλικό όνομα της Νεφερτίτης, ένας χρυσός κύλικας, παντατίφ με σχέδια της Εγγύς Ανατολής και δύο κυλινδρικές σφραγίδες, από τις οποίες η μία είναι χρυσοστόλιστη.
Άλλα πολύτιμα μεταλλικά αντικείμενα ήταν ήδη παλιά ή φθαρμένα όταν συντελέστηκε το ναυάγιο, προφανώς περισυλλεγμένα υπό μορφήν μεταλλικών κομματιών. Πολυάριθμα πέτρινα και χάλκινα βαρίδια ζυγαριάς πιθανόν να χρησιμοποιούνταν για τον έλεγχο της αξίας διαπραγμάτευσης ανάλογων αντικειμένων.
Υπήρχαν ξίφη συριακού και μυκηναϊκού τύπου, καθώς και άλλα όπλα και εργαλεία. Μερικά μυκηναϊκά αγγεία, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν κανάτες και κύπελλα, προφανώς προορίζονταν για προσωπική χρήση, αλλά δεν δίνουν κανένα στοιχείο σχετικά με το αν ο καπετάνιος και το πλήρωμα ήταν Μυκηναίοι ή αν απλώς τα θεώρησαν χρήσιμα.
Ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα ήταν ένα ζευγάρι ξύλινων, αρκετά χρησιμοποιημένων, πινακίδων με έναν στροφέα. Ήταν εκείνα που γεμίζονταν με κερί για να σχηματιστεί πάνω τους μια επιφάνεια γραφής- το ημερολόγιο του πλοίου ή το ημερολόγιο ενός ταξιδιώτη ή οι «λογαριασμοί» του ταξιδιού, κανείς δεν θα μάθει..., αλλά αυτή την ιδέα την γνώριζε ο Όμηρος από την ιστορία του Βελλερεφόντη που πήγε μια διπλωμένη πινακίδα με οδηγίες για τον θάνατό του στον βασιλιά της Λυκίας (Ιλιάδα, στ. 202-204).

Ενα ακόμη αρχαιότερο παράδειγμα ξύλινης πινακίδας γραφής προέρχεται από την Νεμρώδ της Ασσυρίας και χρονολογείται από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Η ανάλυση των υπολειμμάτων της πινακίδας έδειξε ότι η επιφάνεια γραφής ήταν από μείγμα κεριού και τρισουλφιδίου του αρσενικού- ένα κίτρινο ορυκτό.
Ένας από τους αμφορείς της Χαναάν που βρέθηκε στο ναυάγιο περιείχε αυτό το ορυκτό. Αν υποθέσουμε ότι προοριζόταν μόνον για πινακίδες γραφής, τότε θα πρέπει να αφορούσε μεγάλο αριθμό πινακίδων.
Το ναυάγιο προσφέρει μια οικεία εικόνα σχετικά με το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα ενός πλοίου του παράκτιου εμπορίου.

Το ναυάγιο του ακρωτηρίου Γκελιντόνια αφορά ένα μικρότερο, μεταγενέστερο πλοίο που βυθίστηκε περί το 1225 π.Χ. Από αυτό έχει διατηρηθεί λιγότερο φορτίο και τα ευρήματα παρουσιάζουν μια εικόνα ενός διαφορετικού είδους δραστηριότητας.
Τον όγκο του φορτίου  απότελούσαν μεταλλικοί ράβδοι, χωρίς να υπάρχει ποικιλία άλλων αγαθών. Αντίθετα, υπήρχαν πολλά χάλκινα κομμάτια, μαζί με γεωργικά εργαλεία, όπως σκαλιστήρια- σπάνια ευρήματα σε ανασκαφές- και επεξεργασμένα προϊόντα.
Αυτό το πλοίο ίσως είχε έναν πιο συγκεκριμένο ρόλο, ίσως κινούνταν μεταξύ λιμανιών  μεταφέροντας πρώτες ύλες για την χαλκουργία, ανταλλάσσοντας νέα επεξεργασμένα αντικείμενα, ενώ είναι πιθανόν κατά καιρούς να έστηναν ένα πρόχειρο  εργαστήριο, καθώς στο φορτίο συμπεριλαμβανόταν και ένα πέτρινο αμόνι.
  


Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Εμπόριο και επαφές- Πηγές και θάλασσα
Της Dimitra Papanastasopoulou




Η Ελλάδα μας δεν είναι πλούσια σε ορυκτές πηγές.  Η γεωργία σε πολλές περιοχές είναι απλά οριακή, τα κοιτάσματα μεταλλευμάτων είναι περιορισμένα και υπάρχουν λίγα ακόμη πολύτιμα ακατέργαστα υλικά.  Η γεωγραφία της τη χωρίζει σε μικρές μονάδες  εύφορης γης, χωρισμένες κι αυτές από απότομα και καοκτράχαλα βουνά. Όποια μικρή απόσταση δια ξηράς αποτελούσε ένα μεγάλο, πολλές φορές δύσκολο και επικίνδυνο,  ταξίδι  μέχρι την εποχή της έλευσης του σιδηροδρόμου  και της ανάπτυξης του οδικού δικτύου.
Ο πλούτος και τα επιτεύγματα των Ελλήνων κατά την Μυκηναϊκή και την Κλασική Περίοδο είναι σχεδόν αδιανόητα:  αν δεν είχαν συμβεί, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τα φανταστεί κανείς. Ωστόσο, υπάρχουν δύο στοιχεία  που οι κάτοικοι αυτής της δυσοίωνης γης κατάφεραν να τιθασσέψουν προς όφελός τους.
Το ένα είναι η θάλασσα.
Η ακτογραμμή είναι τόσο μεγάλη, ώστε είναι ελάχιστα τα μέρη της Ελλάδας που βρίσκονται μακριά από λιμάνια και προστατευμένες αμμουδιές. Τα πολλά νησιά του Αιγαίου προσφέρονταν ως σκαλοπάτια  για την μετακίνηση  από τη μια περιοχή ως την επόμενη.
Μόλις κατασκευάστηκαν πλοία ικανά να πλεύσουν στη θάλασσα- αυτό συνέβη πολύ πριν την Μυκηναϊκή Περίοδο- έπαψε να αποτελεί τροχοπέδη στις επαφές μια μεγάλη απόσταση ή ένα βαρύ φορτίο.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ανθρώπινο.
Μια γηγενής επινοητικότητα και περιέργεια, καταγεγραμμένη κατά την Κλασική Περίοδο, που, κρίνοντας από το εύρος των εμπορικών επαφών, χρησιμοποιήθηκε απόλυτα από τους Μυκηναίους.

Η εκμετάλλευση των παραπάνω δύο στοιχείων επέτρεψε στους Μυκηναίους – όπως και στους Μινωίτες- να συμμετέχουν σε ένα δίκτυο ναυτκού εμπορίου, από καιρό θεμελιωμένο κατά μήκος των ακτών της ανατολικής Μεσογείου, ανάμεσα στην είσοδο του Νείλου, τις ακτές του σημερινού Ισραήλ, του Λιβάνου, της Συρίας, της Κύπρου και των νοτίων ακτών της Ανατολίας- πατρίδας των Χετταίων κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Από εδώ οι έμποροι διαφορετικών εθνικοτήτων, που είναι καταγεγραμμένοι στα αρχεία εκείνων των εθνών της Εγγύς Ανατολής, παρείχαν χερσαία σύνδεση με πιο μακρινά μέρη- για παράδειγμα, την Άνω Αίγυπτο ή την Μεσοποταμία.
Το ίδιο ναυτκό εμπόριο επέτρεψε στους Μυκηναίους να απλωθούν ακόμη περισσότερο για να εξερευνήσουν τις πηγές της κεντρικής Μεσογείου μέχρι την Σαρδηνία και ακόμη, μέχρι την κορυφή της Αδριατικής θάλασσας.

Η μυκηναϊκή κεραμοποιία λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για το εύρος αυτού του εμπορίου, ενός εύρους που ανακλά απευθείας την ευημερία του μυκηναϊκού πολιτισμού.     

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τεχνική τοιχογραφιών, χέρια και καλλτέχνες
Της Dimitra Papanastasopoulou




Συνήθως οι τοιχογραφίες δημιουργούνται πάνω σε μια επιφάνεια, ένα υπόστρωμα λεπτού στρώματος λευκού ασβεστοκονιάματος που βρίσκεται πάνω σ’ ένα χοντρότερο, πιο τραχύ ενισχυτικό στρώμα.
Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής γινόταν πάνω σε φρέσκο, υγρό ασβεστοκονίαμα και διατηρείται καλά, ορισμένες λεπτομέρειες προστέθηκαν αργότερα, όταν το ασβεστοκονίαμα είχε στεγνώσει και, κατά συνέπεια, έχουν σβήσει τελείως  ή είναι εξαιρετικά αμυδρές.
Περιστασιακά, το σχέδιο σε απόχρωση κίτρινης ώχρας διακρίνεται κάτω από την τελειωμένη ζωγραφική ή τα αποτυπώματα των γραμμών περιγράμματος διατηρούνται στο ασβεστοκονίαμα. Κανένα ίχνος από συνδετικά υλικά οργανικής φύσης, όπως το ασπράδι του αυγού που χρησιμοποιείται στην τέμπερα, δεν έχει εντοπιστεί μετά τη σχετική ανάλυση.
Μια κλασική μυκηναϊκή παλέτα αποτελείται από μια ευρεία γκάμα χρωμάτων γαιώδους σύστασης τα οποία προέρχονται από φυσικά ορυκτά. Η ώχρα και ο αιματίτης –ορισμένες φορές σε ακατέργαστη και άλλες φορές σε καμένη κατάσταση- χρησιμοποιούνταν για όλες τις αποχρώσεις από το κόκκινο στο κίτρινο, ο άνθρακας για το μαύρο και ο ασβέστης  ή ο άργιλος για το λευκό, όπου το φόντο δεν επαρκούσε.
Σπάνια, δημιουργούνταν εντυπωσιακές λεπτομέρειες με το «κόψιμο» του χρώματος πάνω στο υπόστρωμα ασβεστοκονιάματος. Στη φύση υπάρχει ένα ορυκτό μπλέ, αλλά οι Μυκηναίοι προτιμούσαν το αιγυπτιακό μπλέ, μια σύνθεση από οξείδιο του χαλκού που κατασκευαζόταν ειδικά γι’ αυτή τη χρήση. Στη λάρνακα της Αγίας Τριάδος είχε χρησιμοποιηθεί κονιορτοποιημένο λάπις λάζουλι.
Το πράσινο το έπαιρναν είτε από ανάμιξη μπλέ με ώχρα είτε κονιορτοποιώντας μαλαχίτη. Άλλες αποχρώσεις που χρειάζονταν τις αποκτούσαν μέσω ανάμιξης.

Δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη τα «χέρια» κάποιου συγκεκριμένου καλλιτέχνη, αλλά είναι προφανές – και μόνον από το Ακρωτήρι της Θήρας- ότι πολλά διαφορετικά «χέρια» συνέβαλλαν στο συνολικό έργο.
Οι καλλιτέχνες της περιοχής του Αιγαίου ήταν γενικά ικανοί και ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν μοναδικοί. Όλοι τους μοιράζονταν ένα παρόμοιο σύνολο προτύπων, όπως το κόκκινο χρώμα του δέρματος για τους άνδρες και το λευκό για τις γυναίκες, το κίτρινο για τα λιοντάρια , το λευκό για τις σφίγγες, και το μπλέ για τις μαϊμούδες.
Τα μάτια απεικονίζονταν μετωπικά στην κατατομή ενός προσώπου, στις ώριμες γυναίκες εμφανιζόταν το διπλοσάγονο και τα ξυρισμένα κεφάλια ήταν μπλέ.

Μερικές φορές επιχειρούσαν μια στάση τριών τετάρτων, όπως στην Πύλο και στη Θήρα, αλλά η προσπάθεια δεν είχε πάντοτε επιτυχία. Πάντως, ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις το κεφάλι εξακολουθούσε να απεικονίζεται στο προφίλ του. Συχνά υποδηλωνόταν μια αίσθηση βάθους με φιγούρες ή αντικείμενα  που αλληλοκαλύπτονταν. Περιστασιακά είναι πιθανόν να φανεί το σημείο όπου ένα έργο είχε δουλευτεί ξανά, όπως για παράδειγμα η σκηνή των ταυροκαθαψίων από την Τίρυνθα, όπου μπορούν να εντοπιστούν τρεις ουρές.  

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τοιχογραφίες
Της Dimitra Papanastasopoulou




Νέος χρόνος, νέα – και μάλιστα πολύ ενδιαφέρουσα- ενότητα στο μεγάλο μας θέμα του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Το εσωτερικό των μυκηναϊκών κτιρίων ήταν ιδιαίτερα ποικιλόχρωμο. Οι τοίχοι, τα ταβάνια, οι κίονες, οι εστίες, ακόμη και τα δάπεδα ήταν ζωγραφισμένα με γεωμετρικά θέματα ή αντιπροσωπευτικές σκηνές.
Αυτά μας δίνουν μια ιδέα σχετικά με το πώς ήθελαν οι Μυκηναίοι να «φτιάχνουν» τα σπίτια τους.  Από όσα έχουν έρθει μέχρι τώρα στο φως, η πιο περίτεχνη διακόσμηση βρίσκεται στα ανάκτορα και στις μεγαλύτερες οικίες.Ωστόσο, αφού οι αργιλώδεις πλίνθοι που χρησιμοποιούνταν σχεδόν σε όλα τα κτίσματα απαιτούσαν προστατευτικό επίχρισμα με ασβεστοκονίαμα, ακόμη και οι μικρότερες οικίες , είχαν συχνά βαμμένους τοίχους. Περιστασιακά, το χρωματιστό κονίαμα χρησιμοποιούνταν για τον εξωραϊσμό θαλαμωτών τάφων, σμιλεμένων σε βράχους, για ταφικές στήλες ή για την φημισμένη πέτρινη λάρνακα από την Αγία Τριάδα της Κρήτης. Η ίδια τεχνική χρησιμοποιούνταν και σε μικρότερα αντικείμενα, όπως οι αναθηματικές τράπεζες.
Στα υπηρεσιακά κτίρια, τα δωμάτια, τόσο των επάνω ορόφων όσο και των ισογείων εξυπηρετούσαν μια δημόσια λειτουργία και πολλά από αυτά ήταν πλούσια διακοσμημένα.
Στα οικιακά κτίρια, οι τοιχογραφίες περιορίζονταν στους χώρους διαβίωσης που βρίσκονταν στους ανώτερους ορόφους. Οι τοίχοι των ισογείων παρέμεναν άβαφοι, αφού τα δωμάτια αυτού του επιπέδου είχαν χρήση αποθηκών. Σε περίπτωση καταστροφής, η κατασκευή του επάνω ορόφου κατέρεε, οι τοιχογραφίες «γλιστρούσαν» στο ισόγειο και θρυμματίζονταν.
Αινιγματικά θραύσματα αυτών των τοιχογραφιών έχουν βρεθεί σε πολλές μυκηναϊκές αρχαιολογικές θέσεις. Στην ελληνική ενδοχώρα, όπως στην Κρήτη,οι περισσότερες τοιχογραφίες που υπάρχουν είναι μικρά αποκομμένα θραύσματα, τα οποία σπάνια –αντίθετα με την κεραμοποιϊα- ενώνονται για να σχηματίσουν μια ολόκληρη, κατανοητή σύνθεση.
Για να διατηρηθεί ανέπαφη η διακόσμηση ενός ολόκληρου δωματίου, πρέπει να συμβεί ένα ιδιαίτερο είδος καταστροφής, όπως η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης που «έπνιξε» το Ακρωτήρι. Ο εκπληκτικός βαθμός διατήρησης των τοιχογραφιών αυτών – ήρθαν στο φως το 1971- έχει βοηθήσει πολύ στην κατανόηση της θέσης πολλών μικρών τμημάτων από τοιχογραφίες που βρέθηκαν στην Κρήτη σε προγενέστερες ανασκαφές.


Στην φωτογραφία βλέπουμε τοιχογραφία από την Τίρυνθα. Προσέξτε τις ομοιότητες με τις τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου. 

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οικοδομηματα και έργα
Ανάκτορα
Της Dimitra Papanastasopoulou




Τα κτίσματα των Μυκηναϊκών ανακτόρων πρέπει να ήταν αρκούντως εντυπωσιακά. Προαύλια και κιονοστοιχίες οδηγούσαν στη μεγάλη αίθουσα στο κέντρο τους, γνωστή ως μέγαρον κατά τον ομηρικό όρο για την αίθουσα του βασιλιά.
Ήταν μικρότερα από τα Μινωικά προγενέστερά τους και το επίκεντρό τους ήταν διαφορετικό – το μέγαρο διέθετε μια κεντρική εστία αντί για ένα ανοιχτό προαύλιο.
Το καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα είναι αυτό του Ανακτόρου του Νέστορα στην Πύλοαπό τον 13ο αιώνα π.Χ.  Εδώ ένα συγκρότημα κτισμάτων διαφορετικών χρονολογιών περιβάλλει το ανακτορικό τετράγωνο με την επίσημη είσοδό του, το εσωτερικό προαύλιο και το μέγαρο που έχει μεγάλους διαδρόμους στις δύο πλευρές του. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν αποθηκευτικές αίθουσες και κελάρια.
Όπως το Ανάκτορο του Οδυσσέα- όπως το περιγράφει ο Όμηρος (ραψ. κβ), διέθετε έναν επάνω όροφο, όπου ίσως, βρίσκονταν τα διαμερίσματα του βασιλιά και της ακολουθίας του.
Δεν είναι τίποτε γνωστό για τα ανακτορικά κτίσματα της Πρώιμης Μυκηναϊκής Περιόδου, αν και είναι πιθανόν οι πλούσιοι ηγεμόνες, όπως εκείνοι που βρέθηκαν θαμμένοι στους λακκοειδείς τάφους, να ζούσαν σε μεγάλες κατοικίες.
Μια σειρά κτισμάτων του 14ου αιώνα π.Χ. με πλευρικούς διαδρόμους, τα οποία βρέθηκαν κοντά στο Μενελάειο, κοντά στη Σπάρτη, ίσως αποτελούσαν πρώιμες εκδοχές της αρχιτεκτονικής που συναντούμε στην Πύλο. Κομμάτια από τις τοιχογραφίες τόσο από τις Μυκήνες όσο και από την Τίρυνθα, υποδηλώνουν την παρουσία σημαντικών κτισμάτων εκεί την ίδια περίοδο.
Κατά τον 13ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν ανάκτορα στις Μυκήνες και στην Τίρυνθα όπως και άλλα σημαντικά στον Γλά. Ευρήματα κοσμημάτων και πινακίδων Γραμμικής Β στη Θήβα προσδιορίζουν τα σημεία των ανακτόρων τους. Στην Ακρόπολη της Αθήνας εκσκαφές κάτω από το Ερέχθειο ίσως αποτελούν ίχνη ενός μυκηναϊκού ανακτόρου.   


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οικοδομήματα και έργα
Οχυρά
Της Dimitra Papanastasopoulou




Τα μεγάλα οχυρά πυ χτίστηκαν από τους Μυκηναίους συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον ανθεκτικών  μνημείων. Αποτελούσαν ένα πρότυπο άξιο θαυμασμού για τους Έλληνες της Κλασικής Περιόδου και για τους ταξιδιώτες στο πέρασμα των αιώνων. Με την πρόοδο της αρχαιολογικής έρευνας έχουν αναγνωριστεί πολλά άλλα παραδείγματα επιτευγμάτων τους σχετικά με την οικοδόμηση και την μηχανική.
Οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τα οχυρωματικά τείχη κυκλώπεια, κατά τον μύθο αναφορικά με τους Κύκλωπες που βοήθησαν τον Περσέα στο κτίσιμο των τειχών των Μυκηνών. Οι ογκώδεις, ακανόνιστου σχήματος ασβεστόλιθοι, που στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον με αρμούς για την επακριβή συναρμογή τους, έμοιαζαν με υπερβολικό κατόρθωμα για τους θνητούς.
Γνωρίζουμε ότι οι Μυκηναίοι δεν ήταν υπεράνθρωποι- απλά εξαιρετικά πολυμήχανοι και επίμονοι. Τα οχυρά των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Αθήνας ήταν χτισμένα πάνω σε κορυφές δύσβατων λόφων, από τους οποίους μπορούσαν να αποσπαστούν κομμάτια ασβεστόλιθων και να μετακινηθούν σε μικρές αποστάσεις, μέχρι να τοποθετηθούν πάνω σε τείχη πάχους πέντε μέτρων. Πολλά κομμάτια κυλούσαν από ψηλά, ενώ άλλα υψώνονταν για να τοποθετηθούν στη θέση τους με τη βοήθεια μιας ειδικής ράμπας.
Τα χάλκινα εργαλεία ήταν ανεπαρκή για την κοπή του σκληρού ασβεστόλιθου, ενώ η διακοσμητική τοιχοποιϊα χρησιμοποιούνταν μόνο  για αισθητική εντύπωση, όπως π.χ. γύρω από την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες, όπου σφυρηλατούσαν ή έκοβαν και τελειοποιούσαν το σχήμα ενός διαφορετικού είδους κροκαλοπαγούς πετρώματος με χρονικό και εργασιακό κόστος.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η διάνυση είχε τεράστιο μήκος- π.χ. στην Μιδέα(νότια των Μυκηνών) και στον Γλα (βόρεια της Θήβας), υπάρχουν τείχη μήκους σχεδόν τριών χιλιομέτρων. Τα τείχη αποφεύγουν τις δυσκολίες που δημιουργεί η αλαγή της πλαγιάς ή το πέρασμα ενός ποταμού ακολουθώντας το περίγραμμα του επιλεγμένου λόφου.
Μερικές φορές οι αρμοί είναι ορατοί στα σημεία όπου μια ομάδα εργατών τελείωνε το έργο της και ξεκινούσε μια άλλη. Η κατασκευή των τειχών, όπως αυτά, απαιτούσε μεγάλους αριθμούς εργατών και η κατεδάφισή τους ήταν το ίδιο δύσκολη. Παρ’ όλο ότι οι είσοδοι έχουν υποστεί ζημιές και έχουν γίνει μερικά ρήγματα στα τείχη του οχυρού στη διάρκεια των καταστροφών του 1200 π.Χ. τα ανοίγματα γέμισαν αμέσως και πολλά από τα τείχη παρείχαν προστασία για τις επόμενες γενιές. Αυτό είναι προφανές στην Αθήνα, όπου τα μυκηναϊκά τείχη διασώθηκαν σαν άμυνα της Ακροπόλεως μέχρι την εκτεταμένη καταστροφή τους από  τους Πέρσες κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της πόλης και των ναών της το 480 π.Χ. Κομμάτια από την κυκλώπεια τοιχοποιία φαίνονται ακόμη σε διάφορα σημεία, καθώς περιβλήθηκαν από τα κλασικά τείχη.

Μέσα στην ακρόπολη της Τίρυνθας αφέθηκαν θάλαμοι μεταξύ των χονδρών τειχών και, στη νότια άκρη, σχηματίστηκαν δύο σειρές στοών με την ένωση μιας σειράς ανάλογων θαλάμων με σκεπαστές διόδους. Οι σκεπές αυτών των στοών σχηματίστηκαν απλώς με την πλάγια τοποθέτηση ογκόλιθων που ακουμπούσαν και στήριζαν ο ένας τον άλλον. Η κυκλώπεια τοιχοποιία σε μικρότερη κλίμακα χρησιμοποιούνταν επίσης για να στηρίζει εξώστες κάτω από μεγάλα σπίτια μέσα κι έξω από τα τείχη των Μυκηνών, και για τη δημιουργία σηράγγων που οδηγούσαν σε προστατευμένες πηγές ύδρευσης τόσο στις Μυκήνες όσο και στην Τίρυνθα.  

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οικοδομήματα και έργα
Θόλοι
Της Dimitra Papanastasopoulou




Στις αρχές της Μυκηναϊκής Περιόδου οι μεγαλύτερες προσπάθειες των τεχνιτών και των μηχανικών αφιερώνονταν στους μνημειώδεις θολωτούς τάφους. Στις Μυκήνες υπήρχαν εννέα θόλοι, ο καθένας κτισμένος με μεγάλη δεξιοτεχνία.
Χρειαζόταν σημαντική πείρα για να σηκωθούν οι αψιδοειδείς σκεπές πάνω από τους κυκλικούς θαλάμους, που κατ΄αρχήν ήταν κατασκευασμένοι με τραχιά τοιχοποιία. Καθώς εξελισσόταν η δεξιοτεχνία και αποκτόταν εμπειρία, οι θόλοι έγιναν μεγαλύτεροι και περισσότερο φιλόδοξοι. Η διακοσμημένη τοιχοποιία χρησιμοποιείτο συχνά για το χτίσιμο νεκρικών θαλάμων και για μεγάλου μήκους δρόμους. Οι τύμβοι αυτού του τύπου εξυπηρετούσαν τους τοπικούς άρχοντες σε όλη την νότια Ελλάδα και λίγο πιο βόρεια, μέχρι το Διμήνι της Θεσσαλίας.
Η δημιουργία του θόλου πραγματοποιούνταν με την τχνική του ανακουφιστικού τριγώνου, κατά την οποία δημιουργείται μια κατασκευή με ξύλινες δοκούς υποστήριξης, πάνω στις οποίες κάθε πλάκα ογκόλιθου εξέχει από την αμέσως κάτω της, με στόχο να μειώσει το άνοιγμα της αψιδοειδούς οροφής που θα τοποθετηθεί στη συνέχεια. Καθώς το κέντρο βαρύτητας όλου του κτίσματος επρόκειτο να μετακινηθεί πέρα από τη βάση του με την προσθήκη κάθε τμήματος, τοποθετούσαν αντίβαρα στοιβάζοντας μεγάλο, αυξανόμενο πάχος από πέτρες και χώμα γύρω από την εξωτερική πλευρά του κτίσματος.
Έτσι, σχηματιζόταν ένας γήλοφος πάνω από τον τύμβο. Μελέτες της εσωτερικής καμπύλης των θόλων, όπου διατηρείτο ένα επαρκές ύψος, δείχνουν ότι, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια πρότυπη σχέση ανάμεσα στην πρωτογενή αψίδα και στο επακόλουθο ύψος.
Με αλγεβρικούς όρους, για κάθε τύμβο ο κύβος της αψίδας έχει ευθεία σχέση με το τετράγωνο του ύψους. Ωστόσο, οι μηχανικοί πρέπει να είχαν εξελίξει απλούς κανόνες  «του αντίχειρα» για να επιτύχουν αυτή την αμετάβλητη καμπύλη που διασφαλίζει τη σταθερότητα όλου του οικοδομήματος.Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στον θησαυρό του Ατρέα,οι θόλοι έχουν αντισταθεί σε αναρίθμητους μεγάλους σεισμούς στο πέρασμα των αιώνων. Η χρήση μιας σταθερής αναλογίας αποτελεί σαφή ένδειξη μιας οικοδομικής παράδοσης, ίσως και μιας συγκεκριμένης ομάδας αρχιτεκτόνων μηχανικών, οι οποίοι καλούνταν, όποτε χρειαζόταν. Οι μεγαλύτεροι θόλοι, όπως αυτός του θησαυρού του Ατρέα ή του Ορχομενού που χτίστηκαν μεταξύ 1350 και 1300 π.Χ., απαιτούσαν τεράστιες ποσότητες εργατικού δυναμικού και εργασίας για τη λατόμευση και το πελέκημα ογκόλιθων , συνήθως μάκρους τριών μέτρων, και για να τους σύρουν στην κατάλληλη θέση με τη βοήθεια ράμπας και κυλίνδρων. Η οκτώ μέτρων μήκους εξωτερική πλάκα του υπερθύρου υπολογίζεται ότι έφθανε τους εκατό τόνους βάρος.
Μόλις χτίζονταν αυτοί οι μεγάλοι θόλοι διακοσμούνταν πολυτελώς. Η πρόσοψη του θησαυρού του Ατρέα εξωραϊστηκε με μισές κολώνες και με λαξευμένα σπειροειδή σχήματα, ροζέτες και μαιάνδρους. Η πέτρα γι’ αυτά τα διακοσμητικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των κιόνων στήριξης οκτώμιση μέτρων, ερχόταν από λατομεία που βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά. Πιθανόν κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης από τη θάλασσα, ίσως σέρνοντας τα υλικά για δεκαπέντε χιλιόμετρα από την ακτή, διασχίζοντας τον Αργείο κάμπο μέχρι τις Μυκήνες. Ανάλογη δεξιοτεχνία υπάρχει και στο ταβάνι του πλαϊνού θαλάμου στον κατεστραμμένο θόλο του Ορχομενού στα βόρεια της Θήβας.
Όλοι αυτοί οι θόλοι πρέπει να χρειάστηκαν μήνες, αν όχι χρόνια, για να κατασκευαστούν. Υποθέτουμε ότι οι περισσότεροι χτίστηκαν ενώ οι «ιδιοκτήτες» τους ήταν ακόμη εν ζωή και αφέθηκαν ανοιχτοί για να επιδεικνύουν την δύναμη, τον πλούτο και τη σπουδαιότητά τους.
Εξίσου περίτεχνα παραδείγματα παρουσιάζονται στους μεντεσέδες και το μάνταλο των θυρών των εισόδων.
Είναι πολύ πιθανό, οι δρόμοι των ταπεινότερων θαλαμωτών τάφων να έκλειναν μετά την ταφή και η πόρτα να σφραγιζόταν με έναν πέτρινο τοίχο. Οι πλαϊνοί θάλαμοι στις Μυκήνες και στον Ορχομενό ίσως χρησίμευαν για την ίδια την ταφή, ενώ ο κύριος θάλαμος μπορούσε να λειτουργεί σαν ένας νεκρικός προθάλαμος.


Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Υλικά και Τεχνολογία
Χαλκός και ορείχαλκος
Της Dimitra Papanastasopoulou




Ο χαλκός και ο  ορείχαλκος(κράμα χαλκού και κασσίτερου με αναλογία 9/1) ήταν τα κυρίαρχα μέταλλα σε χρήση, αλλά δεν μπορούν να διαχωριστούν χωρίς χημική ανάλυση και ο όρος μπρούντζος χρησιμοποιείται  γενικά και αδιάκριτα.
Ο χαλκός είναι πιο εύκαμπτος, ελατός και επομένως καταλληλότερος για αντικείμενα που χρειάζονται ένα φύλλο μετάλλου (αγγεία, πανοπλίες), ενώ ο ορείχαλκος, με χαμηλότερο σημείο τήξης, είναι ευκολότερο να διαμορφωθεί σε διάφορα περίπλοκα σχήματα (σπαθιά και δόρατα, πελέκεις, χειρολαβές, γυαλισμένους καθρέφτες). Είναι τόσο σκληρότερος όσο και πιο εύθραυστος.
Τον χαλκό τον προμηθεύονταν από το Λαύριο, την Κύπρο και την Σαρδηνία, ενώ η προέλευση του κασσίτερου παραμένει αβέβαιη, καθώς δεν υπάρχουν γνωστές πηγές στο Αιγαίο και η αναζήτηση των Μυκηναίων για κασσίτερο παρείχε άλλο ένα αίτιο για την επέκταση του εμπορίου. Εφ’ όσον, όμως, το μέταλλο αυτό μπορεί να ανακυκλωθεί τόσο εύκολα, μεγάλη προσότητα μπρούντζου έχει χαθεί, ιδίως σε ό,τι αφορά τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που δεν τοποθετούνταν μέσα στους τάφους.
Κομμάτια λιωμένου μπρούντζου από τις καταστροφές των ανακτόρων, υποδηλώνουν ότι οι ξύλινες πόρτες και άλλα αντικείμενα κοσμούνταν με μπρούντζινα κομμάτια (μεταλλικά εξαρτήματα, καρφιά, συνενώσεις). Οι μεντεσέδες σε ορισμένες πόρτες προστατεύονταν από τη φθορά με βαριά μπρούντζινα καλύμματα, τοποθετημένα μέσα σε υποδοχές πέτρινων δοκαριών, οριζοντίων και καθέτων. Μπρούντζινα σπαθιά και δόρατα, εγχειρίδια, μαχαίρια και τσεκούρια, συχνά αποτελούσαν ταφικά ευρήματα.
Άλλα κομμάτια στρατιωτικού εξοπλισμού συμπεριλάμβαναν ασπίδες και εξαρτήματα αρμάτων, καθώς επίσης και πανοπλίες. Τα οικιακά σκεύη περιλαμβάνουν κύπελα, αμφορείς, μαγκάλια, καζάνια, τηγάνια, κουτάλες και λάμπες.
Παρ’ όλο που ο μπρούντζος χρησιμοποιούνταν για προσωπικά αντικείμενα, όπως οι καθρέφτες, οι περόνες και τα ξυράφια, από πλευράς κοσμημάτων έχει βρεθεί μπρούντζος μόνο με τη μορφή καρφίτσας ή πόρπης, δαχτυλιδιών και βραχιολιών- μόδα στα χρόνια της οικονομικής παρακμής στο τέλος της Μυκηναϊκής Περιόδου.
Πολλά εργαλεία (καλέμια, τσεκούρια, σφυριά, πριόνια, τρυπάνια, αμόνια) ήταν σίγουρα κατασκευασμένα από μπρούντζο, αλλά σπανίως έμπαιναν στους τάφους.
Το ίδιο ισχύει για τα γεωργικά εργαλεία (σκαλιστήρια, τσάπες, δρεπάνια, μαχαίρια κλαδέματος).
Η μεγαλύτερη συλλογή όλων αυτών, καθώς και άλλων μεταλλικών εργαλείων, που προορίζονταν να δουλευτούν ξανά, βρέθηκαν στο ναυάγιο της Γκελιντόνια, στη νότια ακτή της Τουρκίας. Μια μεγάλη ποικιλία άλλων μπρούντζινων αντικειμένων περιλαμβάνει στομίδες αλόγων, αγκίστρια ψαρέματος, καμάκια για χταπόδια, δοχεία για το ξελέπισμα και βελόνες.
Ένα μεγάλο σύνολο γραπτών στην Πύλο μας προσφέρει μια εντυπωσιακή εικόνα ως προς τον αριθμό των μεταλλουργών που ασχολούνταν με τον μπρούντζο για λογαριασμό των ανακτόρων. Παρά το γεγονός ότι το αρχείο αυτό είναι ατελές, αναφέρονται τριακόσιοι μεταλλουργοί που εργάζονταν σε διαφορετικούς τομείς- μερικοί σε ομάδες είκοσι έξι ατόμων. Φαίνεται επίσης, ότι κανείς δεν διέθετε μεγάλες ποσότητες μπρούντζου ( τρία με τέσσερα κιλά ήταν το σύνηθες, με μέγιστο τα δώδεκα).
Μια μοναδική πινακίδα ζητά από τους τοπικούς αξιωματούχους να συγκεντρώσουν μέταλλο για την κατασκευή όπλων. Μια σειρά πινακίδων από την Κνωσό αφορά τη συλλογή εξήντα ρ’αβδων, μορφή με την οποία γινόταν η εμπορεία του μετάλλου, με ένα συνολικό βάρος περίπου ενάμισι τόνου!