The world I love:my novels, my favorite themes

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΗΝΟΣ
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Το οδοιπορικό στην Τήνο τελειώνει εδώ, αν και υπάρχει πολύ υλικό ακόμη, με ένα αφιέρωμα ψυχής στον μοναδικό γλύπτη που γέννησε η Τηνιακή γη, ο πιο δυστυχισμένος από όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες του νησιού του (Νικηφόρος Λύτρας, Δημήτριος Φιλιππότης, Γιάνης Γαϊτης), αφού η ζωή στάθηκε πολύ σκληρή μαζί του και τον εμπόδισε να κάνει αυτό που έκανε καλύτερα απ’όλα: να δημιουργεί.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1851 στο χωριό Πύργος της Τήνου από πατέρα μαρμαρογλύπτη. Μετά την φοίτηση στο Σχολαρχείο τής Σύρου, κι ενώ ο πατέρας του τον προόριζε για έμπορο «δεν θέλω αυτά τα χεράκια να ταλαιωρούνται όπως τα δικά μου, σκάβοντας τα μάρμαρα», εκείνος σήκωσε τα μάτια του και επέμεινε μέχρι που τον έπεισε, να τον αφήσει να φοιτήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1869-1872).
Ο μαγικός τρόπος που άγγιζε το μάρμαρο και τού έδινε ζωή, τα σχέδιά του, άφησαν κατάπληκτους τους καθηγητές του. Αποφοίτησε με άριστα και μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, κατάφερε να φύγει για περαιτέρω σπουδές, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, στο Μόναχο, καταπλήσσοντας και τους Γερμανούς καθηγητές της Σχολής του.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, χωρίς να καταφέρει να πάρει υποτροφία για τον τελευταίο χρόνο που χρειαζόταν, βυθισμένος στη θλίψη για την αδικία, ανοίγειένα μικρό ισόγειο κατάστημα στο κέντρο της πόλης και το κάνει εργαστήριο, στο οποίο κοιμάται.




Εδώ ολοκληρώνει το έργο του «ο σάτυρος παίζει με τον έρωτα» και την υπέροχη «κοιμωμένη», η οποία βρίσκεται στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών, στολίζοντας από τότε τον τάφο της νεαρής κόρης που άφησε τα εγκόσμια πολύ νωρίς.
Το 1878 παθαίνει νευρικό κλονισμό, εξ αιτίας μιας αισθηματικής απογοήτευσης, ένα κακόβουλο παιγνίδι που έπαιξαν εις βάρος του κάποιοι συντοπίτες του(Πυργιώτες) επί δύο συναπτά καλοκαίρια, που ο Γιαννούλης ξεκουραζόταν στον τόπο του.
Είναι η αρχή ενός ατελείωτου γολγοθά: καταστρέφει με μανία πολλά έργα του, κάνει απόπειρες αυτοκτονίας, πέφτει σε κατάθλιψη.
Ο πατέρας του αποφασίζει να τον κλείσει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, μακριά απ’ όλους και όλα. Και εκεί, μέσα στην ηρεμία και τη γαλήνη του περιβάλοντος, το λογικό του βρίσκει κάποιο δρόμο να επιστρέψει. Αρχίζει να σχεδιάζει και να πλάθει με ό,τι υλικό βρίσκει, γυρεύει με την δημιουργία να βρει τον εαυτό του. Και το μαρτύριο ξεκινά. Οι γιατροί, ανίκανοι να αντιληφθούν τον ψυχικό του κόσμο, καταστρέφουν τα έργα του, καταστρέφοντας – έστω και άθελά τους- τον δημιουργό.  Η καταστροφή των έργων του λειτουργεί ανάποδα και επιδεινώνει την κατάστασή του.
Τα χρόνια περνούν μέχρι που ο πατέρας του πεθαίνει. Η μητέρα του αποφασίζει να τον βγάλει από το ψυχιατρείο και να τον πάρει μαζί της, στο σπίτι τους στον Πύργο. Αλλά οι γιατροί της επισημαίνουν τι πρέπει να κάνει: να καταστρέφει ό,τι προσπαθεί ο Γιαννούλης να κάνει. Κι εκείνη η άμοιρη μάνα, η αμόρφωτη, δεν έχει άλλη οδό, παρά να υπακούσει στους γιατρούς, σ’ αυτούς που «ξέρουν».
Ψηλά στον Πύργο, ο Γιαννούλης ανασαίνει τον μυρωμένο αέρα της γενέτειράς του, βόσκει τα λιγοστά πρόβατα της οικογένειας και μένει στο υπόγειο του σπιτιού, όπου πασχίζει, καθώς ηρεμεί σταδιακά, να δημιουργήσει και πάλι.
Όμως, το μαρτύριό του συνεχίζεται. Η μητέρα του καταστρέφει ο,τι φτιάχνουν τα μαγικά χέρια του. Κι εκείνος, συγχισμένος και προβληματισμένος ξανά, καταφεύγει στην ύπαιθρο και μαζεύει πέτρες. Πέτρες που προσπαθεί να τις κάνει να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν, αν μη τι άλλο, μαζί του.
Περνούν κι άλλα χρόνια, μέχρι που το 1916 πεθαίνει η μητέρα του. Ο Γιαννούλης είναι για πρώτη φορά ελεύθερος, αλλά ο νους του είναι μπερδεμένος. Ο μεγάλος γλύπτης φαίνεται να έχει χαθεί για πάντα. Η καθημερινότητά του είναι η καθημερινότητα ενός βοσκού, μα επιπλέον αντιμετωπίζει τη λοιδωρία των συγχωριανών του, που τον θεωρούν τρελό.
Κανείς δεν τον περιποιείται, κανείς δεν τον βοηθά. Είναι μόνος. Κι όμως, το θαύμα συντελείται: αρχίζει να δημιουργεί και πάλι, νέες φόρμες, πιο αφηρημένες, πιο στοχασικές, πιο βαθύνοες. Τα έργα αυτά γίνονται από γύψο και απλό πηλό, γιατί δεν έχει τον τρόπο να βρει άλλα υλικά. Είναι, όμως, αρκετά, γιατί σημασία έχει η σύνθεσή τους, η σκέψη που γυρίζει γύρω τους. Το πνεύμα του ισορροπεί.
Κάποιοι άνθρωποι της τέχνης θορυβούνται, προβληματίζονται, τον ανακαλύπτουν εκεί πάνω στην ερημιά. Τον ντύνουν, του δίνουν υλικά για τις δημιουργίες του  και η Ακαδημία  των Τεχνών τον βραβεύει με το Αριστείο των Τεχνών το 1927. 



Ο ανιψιός του Βασίλης Χαλεπάς με τη γυναίκα του Ειρήνη τον φέρνουν μαζί τους στην Αθήνα γύρω στο 1930, μένει μαζί τους, επιστρέφει με χαρά στην πρωτεύουσα και την ξαναβλέπει, βλέποντας τα αγάλματά της, επισκεπτόμενος εργαστήρια γλυπτών.
Δημιουργεί με μεγαλύτερη άνεση και πλάθει τον Οιδίποδα με την Αντιγόνη. Η Ειρήνη τον ρωτά τι είναι αυτό το έργο κι εκείνος της απαντά: «ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη». Η γυναίκα δεν ξέρει τον μύθο, την τραγωδία και επιμένει: «θείε μου, ποιός είναι ο Οιδίποδας, ποιά είναι η Αντιγόνη;» Κι εκείνος αποκρίνεται με τα μάτια της ψυχής του ορθάνοιχτα και λαμπερά: «Εγώ είμαι ο Οιδίποδας κι εσύ η Αντιγόνη», δείχνοντας με τον δικό του μοναδικό τρόπο την ευγνωμοσύνη του για όσα του προσφέρει.
Η ψυχή του θα ανέβει στον ουρανό το 1938, ανήμερα της Παναγίας (15 Αυγούστου). Οι ειδικοί επί της γλυπτικής θεωρούν τα έργα αυτής της τελευταίας περιόδου «κατώτερα της τέχνης» του, αλλά εγώ, που δεν είμαι ειδικός, αλλά απλά φιλότεχνη, εγώ που τα είδα από κοντά, δίπλα στον εξωφρενικά ομηρικό χώρο που ζούσε εγκαταλειμένος, τα θεωρώ σπαράγματα ψυχής. Και τα σπαράγματα της ψυχής ποτέ δεν είναι κατώτερα.



 



Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΤΗΝ
Μέρος γ΄
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Ξυπνήσαμε αργά, έχοντας μείνει αρκετές ώρες στο γλέντι του γάμου, όπου απολαύσαμε-εκτός από το φαγητό- νησιώτικους χορούς, εκτελεσμένους από πολλούς νέους φίλους των νεόνυμφων, αλλά η έκπληξη ήρθε από λίγα ηλικιωμένα ζευγάρια... τι φιγούρες, τι κίνηση, τι σκέρτσο κι εκείνες οι λάμψεις στα μάτια, στο τρεμουλιαστό πιάσιμο των χεριών. Και ο ένας μπάλος να διαδέχεται έναν ικαριώτικο, ένα συρτό και ξανά ένας διαφορετικός μπάλος. Και τα ηλικιωμένα ζευγάρια όρθια, στητά και χαμογελαστά, να αντέχουν, να χορεύουν, να διδάσκουν χωρίς να μιλούν.
Βγαίνουμε για μεσημεριανό, μια Κυριακή χωρίς εφημερίδες, συντροφιά μόνο με τον ασίγαστο αέρα, που ακούραστος συνεχίζει να μας δροσίζει και να μας χαρίζει μια απρόσκοπτη ορατότητα στα γύρω νησιά.
Η σύσταση για φαγητό αφορά το ελάχιστα γνωστό χωριό Αρνάδος. Μια άλλη τεράστια έκπληξη, όχι μόνο γευστική. Η ταβέρνα «Καστανάς» μέσα στο χωριό, και όχι πάνω στον κύριο δρόμο, προσφέρει γρήγορη εξυπηρέτηση, φιλική, ειλικρινή αντιμετώπιση και απόλυτα ευχάριστη για τα στομάχια μας. Πίτες, ντοματοσαλάτα του παλιού καιρού, κοτόπουλο με σάλτσα τυριού, φρέσκιες τηγανητές πατάτες, σε απογειώνουν και δεν πιστεύεις ότι όλα αυτά σού συμβαίνουν σ’ ένα σχεδόν ερημωμένο χωριό (11 κάτοικοι το χειμώνα!)




Ένα χωριό χτισμένο με την πιο αντιπροσωπευτική παραδοσιακή κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, μεσαιωνικές στοές και καμάρες, στενά, ανήλιαγα, πλακόστρωτα καλντερίμια, ένα μέρος που αξίζει τον κόπο να προσεχθεί από την πολιτεία και να μη μείνουν οι προσπάθειες αναστήλωσης στα λόγια.
Το χωριό κρύβει κι άλλον ένα θησαυρό: μια μικροσκοπική εκκλησίτσα, αφιερωμένη στην Παναγία, το Παναϊδάκι, όπως την αποκαλούν, λόγω του μεγέθους της, που κι αυτή μένει αθέατη αν δεν επιμείνεις να την ψάξεις. Από ένστικτο και πείσμα την ανακάλυψα εγώ, ενώ, αν είχαν τοποθετηθεί 2 μικρές, αλλά απαραίτητες ταμπέλες, θα μπορούσαν να την επισκέπτονται πολλοί. Ο τοπικός θρύλος λέει ότι κάτω από τον Ναό λειτουργούσε κρυφό σχολειό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ένας λιλιπούτειος, ονειρικός χώρος, με ένα μοναδικό μικρό κερί να φωτίζει, χωρίς να μπορείς ν’ αφήσεις λίγα ευρώ, χωρίς να μπορείς ν’ ανάψεις κι εσύ ένα κερί.
Ένας χώρος που σ’ αφήνει άναυδο με την μοναδική ατμόσφαιρα δέους που σού προκαλεί.




Αφήσαμε το Αρνάδος με τις καλύτερες εντυπώσεις και πήραμε το δρόμο για τον Πύργο της Κόρης, ή Κόρης Πύργος. Ένας τόπος εγκαταλειμένος, θεόξερος, όπου κατά την αρχαιότητα υπήρχε Ναός της Περσεφόνης, της Κόρης της θεάς Δήμητρας. Η θέα στο τοπίο της Χαλακιάς με τις λιγοστές πέτρινες αγροικίες, χτισμένες κι αυτές πάνω σε ερείπια αρχαίου οικισμού, είναι άγρια, όπως και οι μυτερές πέτρες της.
Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε να δεις- όλα ερείπια, πέτρες πεσμένες και ανεμοδαρμένες. Κάποιες όρθιες σου ψιθυρίζουν ότι εδώ ήταν ο Πύργος, κοιτώντας και ένα γύρω προσεκτικά, εστιάζοντας στις γραπτές πληροφορίες του ταξιδιωτικού μας οδηγού.
Υπάρχει και μια παράδοση, όμως. Σύμφωνα μ’ αυτήν, στον πεσμένο σήμερα Πύργο ζούσε εξόριστη μια βασιλοπούλα, κόρη του αφέντη του τόπου. Περνούσε τις μέρες της υφαίνοντας στον αργαλειό της και κοιτώντας τον ουρανό από το μικρό της παράθυρο.
Μια μέρα πήγε ένας φρουρός να της αναγγείλει ότι ο πατέρας της, ο άρχοντας του Ξώμπουργκου, πέθανε κι ότι έπρεπε να πάει μαζί του, να παρακολουθήσει την κηδεία του δυνάστη της.
Η βασιλοπούλα ντύθηκε, χωρίς να βιάζεται, στα μαύρα, καβαλίκεψε το μαύρο της άλογο και χάθηκε από τα μάτια του φρουρού και όλων των άλλων, για πάντα. Ο πύργος, έπεσε μόνος του και ο φρουρός μεταμορφώθηκε σε πέτρα.




Οι υποτακτικοί χρυσοχόοι έφτιαξαν για χάρη της μια χρυσή γουρούνα με δώδεκα γουρουνάκια. Αυτά θα τα ανακαλύψει τυχαία, όταν έρθει η ώρα, μια άλλη γυναίκα που θα γεννηθεί σ’ αυτόν τον οικισμό πολύ αργότερα. Αν σκεφτείτε ότι σήμερα μόνο πέτρες υπάρχουν και δεν μπορούμε να μιλάμε για οικισμό, τότε, καταλαβαίνετε, φίλοι μου, ότι η ώρα της ανακάλυψης απέχει πολύ ακόμη...
 

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Μέρος β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou




Ο Ιάσων δέχτηκε την πρόκληση να φέρει το χρυσόμαλλο δέρας εύκολα, επειδή, σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, τον ενέπνευσε η Ήρα. Η μεγάλη θεά του Ολύμπου τον ευνοούσε ιδιαίτερα, επειδή όταν μεταμορφώθηκε σε γριά και ζήτησε από τον νεαρό Ιάσονα να τη βοηθήσει να περάει ένα ποτάμι, εκείνος αντέδρασε θετικά αμέσως. Τη σήκωσε στα χέρια και πέρασε το ποτάμι, χάνοντας το αριστερό του σανδάλι. Από την άλλη, η Ήρα μισούσε τον Πελία, ο οποίος παρέλειπε να θυσιάζε προς τιμήν της και την περιφρονούσε. Έτσι, η Ήρα στάθηκε πολύτιμη αρωγός του Ιάσονα, μαζί με την Αθηνά και την Αφροδίτη.
Η Αθηνά βοήθησε στη ναυπήγηση της Αργούς, το πλοίο που μετέφερε τους σημαντικούς ήρωες και άνδρες που μάζεψε ο Ιάσονας μέχρι τη μακρινή πολιτεία της Κολχίδας όπου βασίλευε ο Αιήτης. Το όνομα Αργώ δόθηκε από τον ναυπηγό του, που ήταν γιός του Φρίξου, τον Άργο. Η Αθηνά προσάρμοσε στην πλώρη ένα κομμάτι ξύλο, κομμένο από μια δρυ του ιερού δάσους της Δωδώνης, που είχε δύο ιδιαίτερες ιδιότητες: μιλούσε και προέλεγε το μέλλον.
Το πλοίο ξεκίνησε να φτιάχνεται στις Παγασές, ένα λιμάνι που απείχε περίπου είκοσι στάδια από την Ιωλκό.

Την πρόσκληση του Ιάσονα, που ταξίδεψε σ’ όλες τις πόλεις της Ελλάδας καλώντας τους δοξασμένους για τα κατορθώματά τους ήρωες, δέχτηκαν πολλοί, ο αριθμός τους ποικίλλει, όμως, από συγγραφέα σε συγγραφέα. Ο Πίνδαρος αναφέρει δέκα, ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος σαράντα οκτώ, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος πενήντα πέντε κλπ.
Η Αργώ κατασκευάστηκε για πενήντα κωπηλάτες, σε όλα, πάντως τα κείμενα αναφέρονται σταθερά είκοσι οκτώ ονόματα.
Πρώτοι αναφέρονται οι γιοί των θεών: Ηρακλής, Κάστωρ, Πολυδεύκης (του Δία), Εχίων, Εύρυτος, Αιθαλίδης(του Ερμή), Αλκαίος, Εύφημος(του Ποσειδώνα), Ασκάλεφος, Ιάλμενος(του Άρη), ο Ορφέας(του Απόλλωνα), Φλίας, Ευμέδων(του Διόνυσου), Κάλαϊς, Ζήτης(του Βορρά).
Οι θνητοί που αναφέρονται είναι: Αμφιάραος, Μόψος, Μελέαγρος, Περικλύμενος, Τελαμών, Πηλεύς, Ίδμων, Τίφυς και ο Άκαστος, που ήταν ο κυβερνήτης της Αργούς και γιός του Πελία.

Όταν μαζεύτηκαν όλοι, ο Ιάσων τους ζήτησε να εκλέξουν αρχηγό. Όλοι έστρεψαν τα βλέμματά τους στον Ηρακλή, αλλά εκείνος αρνήθηκε.
«Μη μού κάνετε αυτή την τιμή, δεν μπορώ να δεχτώ, όπως δεν θα μού ήταν ανεκτό να τη δεχθεί κάποιος άλλος από εμάς. Μόνον εκείνος που μας συγκέντρωσε εδώ, εξ αιτίας των κινδύνων που διατρέχει, πρέπει να είναι αρχηγός μας».
Μετά έρριξαν κλήρο για τις θέσεις που θα έπαιρναν στην Αργώ. Κάθε πάγκος ήταν για δύο άνδρες, ο μεσαίος, όμως, δόθηκε με τη συγκατάθεση όλων στον Ηρακλή και στον Αγκαίο. Στο τιμόνι θα ήταν ο Τίφυς και μπροστά στην πλώρη θα έστεκε ο Λυγκεύς, που ήταν ονομστός για τη δύναμη των ματιών του.

Η ώρα είχε έλθει. Τα τρόφιμα και τα ποτά φορτώθηκαν, η Αργώ ρίχτηκε στο νερό. Οι αργοναύτες προσέφεραν θυσία στον Απόλλωνα και τους υπόλοιπους θεούς και μετά γλέντησαν μέχρι αργά.
Με την αυγή να προβάλλει, ο Τίφυς τους ξύπνησε. Πήραν όλοι τις θέσεις τους και κωπηλατώντας, το γρήγορο σκαρί ανοίχτηκε στο πέλαγος. Λευκά πανιά υψώθηκαν, φούσκωσαν από τον ούριο άνεμο. Ο Ορφέας πήρε τη λύρα του και η θεία μουσική του ταξίδεψε σ’ όλη τη θάλασσα. Δελφίνια ξεπροβάλλουν και παίζουν δίπλα στην Αργώ, συντροφεύοντας τους ήρωες, μαγεμένα κι αυτά από τη λύρα του Ορφέα.
Το ταξίδι στο άγνωστο είχε αρχίσει.

 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΜΛΕΤ του Σαίξπηρ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου




Συνεχίζοντας τις μηνιαίες αφιερώσεις στο έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, επέλεξα το πολύ γνωστό του δράμα, Άμλετ ή όπως αρχικά ήταν ο τίτλος του: Η τραγική ιστορία του Άμλετ, πρίγκιπα της Δανίας.
Η ιστορία του Δανού πρίγκιπα είναι αρκετά παλιότερη, προερχόμενη από τον μεσαιωνικό μύθο που καταγράφεται στο έργο Gesta Danorum, γραμμένο από τον Σάξονα τον γραμματικό γύρω στα 1200. Σ’ αυτό το έργο βασίστηκε ο Φρανσουά Ντε Μπελφορέ στα 1570-’76 και έγραψε τις «Τραγικές Ιστορίες», όπως και ο Τόμας Κίντ την «Ισπανική Τραγωδία», με τον Σαίξπηρ να έρχεται τρίτος, αλλά ενδοξότερος.

Κεντρικός ήρωας είναι ο νεαρός πρίγκιπας Άμλετ, γιός του βασιλιά της Δανίας Άμλετ, ο οποίος πεθαίνει ξαφνικά.
Ο αδελφός του βασιλιά, ο Κλαύδιος, ανεβαίνει στον θρόνο και συγχρόνως παντρεύεται τη χήρα βασίλισσα, την Γερτρούδη. Ο πρίγκιπας Άμλετ, που ταξιδεύει από τη Γερμανία, όπου σπουδάζει για να παρακολουθήσει την κηδεία του πατέρα του, σοκάρεται μαθαίνοντα αυτά τα δύο γεγονότα.
Ένα βράδυ, οι νυχτοφύλακες του Κάστρου βλέπουν ένα φάντασμα, που μοιάζει με τον νεκρό βασιλιά, αλλά εξαφανίζεται πριν εκείνοι ακούσουν τα λόγια του. Σπεύδουν να ενημερώσουν τον πρίγκιπα, στον οποίο εμφανίζεται αυτή τη φορά το φάντασμα και τού αποκαλύπτει ότι δολοφονήθηκε από τα χέρια του αδελφού του, ο οποίος έχυσε δηλητήριο στο αυτί του την ώρα που κοιμόταν. Το πνεύμα του δεν είναι δυνατόν να αναπαυθεί και ζητά από τον γιό του να εκδικηθεί μόνο τον αδελφό του, όχι την γυναίκα του. Για εκείνη ας αποφασίσει ο Θεός, λέει το φάντασμα.
Ο πρίγκιπας αποφασίζει να αποκαλύψει την ενοχή του θείου του Κλαύδιου, παριστάνοντας τον τρελό, για να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα τι συμβαίνει γύρω του. Συγκλονίζεται, όμως, από αμφιβολίες για την ορθότητα της απόφασής του, για την πραγματική προέλευση του φαντάσματος, περιπλέκοντας τα πράγματα και χάνοντας τη νηφαλιότητά του.




Η τρέλα του νεαρού Άμλετ τραβά την προσοχή του βασιλικού ζεύγους, το οποίο βάζει τους παλιούς συμφοιτητές του Άμλετ, Ρόζενγκραντζ και Γκίλντεστερν, να τον παρατηρήσουν και να βρουν την αιτία που την προκάλεσε.
Ο Πολώνιος, βασιλικός σύμβουλος, υποπτεύεται την αγάπη του Άμλετ προς την Οφηλία, την κόρη του, αλλά όταν παρακολουθεί μια συνάντησή τους, αντιλαμβάνεται ότι ο Άμλετ δεν την αγαπά, αφού την συμβουλεύει να κλειστεί σε μοναστήρι.
Για να ξεσκεπάσει τον δολοφόνο θείο του, ο Άμλετ σκοπεύει να ανεβάσει ένα θεατρικό, στο οποίο θα παρουσιάζεται ο φόνος του βασιλιά. Το έργο λέγεται Η δολοφονία του Γκονζάγκο, ο πρίγκιπας το αλλάζει σε Ποντικοπαγίδα και προσθέτει σκηνές, σαν εκείνες που τού απεκάλυψε το φάντασμα.
Ο Κλαύδιος φεύγει πριν τελειώσει η παράσταση, επειδή δεν μπορεί να αναπνεύσει, κάτω από το βλέμμα του Οράτιου, του έμπιστου φίλου του πρίγκιπα.
Ο Άμλετ, βέβαιος για την ενοχή του, σκέπτεται τώρα να τον σκοτώσει ο ίδιος και ορμά να τον βρει. Τον βρίσκει γονατιστό να προσεύχεται και δεν πραγματοποιεί το σχέδιό του, σκεπτόμενος ότι αν τον σκοτώσει εκείνη τη στιγμή, ο δολοφόνος θα πάει στον Παράδεισο. Αλλά ο Κλαύδιος δεν προσευχόταν με ευλάβεια για κάτι.
Ο Άμλετ, αλλάζοντας σχέδιο, πηγαίνει να βρει και να αντιμετωπίσει την μητέρα του. Ακούει έναν θόρυβο πίσω από μια χοντρή κουρτίνα, τείνει το σπαθί του και ανακαλύπτει ότι σκότωσε τον Πολώνιο, που είχε κρυφτεί για να κρυφακούσει.
Ο βασιλιάς Κλαύδιος φοβάται και στέλνει τον Άμλετ στην Αγγλία, με συνοδούς τους Ρόζενγκραντζ και Γκίλντεστερν, δίνοντάς τους εντολή να τον παραδώσουν στον βασιλιά της Αγγλίας για να δολοφονηθεί. Ο πρίγκιπας, όμως, καταφέρνει να αντιστρέψει τους όρους και σκοτώνει εκείνος τους δύο επίδοξους δολοφόνους του. Στη συνέχεια, το πλοίο τους πέφτει σε πειρατικά χέρια, αλλά ο Άμλετ τους πληρώνει και τον αφήνουν ελεύθερο.

Η Οφηλία, γεμάτη θλίψη, από τον θάνατο του πατέρα της και την αδιαφορία του άμλετ, τρελαίνεται και πνίγεται σε ένα ποτάμι, τραγουδώντας θλιμμένα ερωτικά τραγούδια, ενώ επιστρέφει από τη Γαλλία, οργισμένος, ο αδελφός της Λαέρτης.
Ο Κλαύδιος σπεύδει να πείσει τον απληροφόρητο νέο ότι κύριος υπεύθυνος των θανάτων τού πατέρα και της αδελφής του  είναι ο Άμλετ. Ο Λαέρτης με τον Άμλετ συζητούν μετά την κηδεία της Οφήλια για το ποιός την από τους δύο την αγαπούσε περισσότερο, αλλά ο Λαέρτης ορκίζεται να τον εκδικηθεί.
Η δολοφονία του Άμλετ στήνεται αριστοτεχνικά από τον Κλαύδιο: το κρασί στο ποτήρι που θα πιεί ο Άμλετ έχει δηλητήριο, όπως και το σπαθί του Λαέρτη...




Όμως..., καθώς οι δύο νέοι μάχονται, ο Λαέρτης καταφέρνει να τραυματίσει  τον Άμλετ, αλλά τού πέφτει το σπαθί. Ο Άμλετ το σηκώνει και το βυθίζει  θανάσιμα στα σπλάχνα του Λαέρτη. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, αποκαλύπτει το δολοφονικό σχέδιο στον Άμλετ, ο οποίος μαθαίνει ότι θα πεθάνει κι εκείνος από το ίδιο δηλητήριο. Ο Οράτιος τον αποσπά προς στιγμήν από τις σκέψεις του λέγοντας  «η βασίλισσα πέφτει». Η Γερτρούδη, που παρακολουθούσε την ξιφομαχία, πιστεύοντας ότι ο Άμλετ γλύτωσε, ήπιε το κρασί που προοριζόταν για εκείνον και πέθανε, πέφτοντας στο πάτωμα.
Και ο Άμλετ, ποτισμένος με το δηλητήριο, βρίσκει το κουράγιο και σκοτώνει τον Κλαύδιο με το ίδιο δηλητηριασμένο ξίφος, ρίχνοντας στο στόμα του Κλαύδιου με μανία το υπόλοιπο δηλητηριασμένο κρασί. Οι τελευταίες του λέξεις είναι : «τα υπόλοιπα είναι σιωπή».
Ο εχθρός, με τη μορφή του Νορβηγού πρίγκιπα Φόρτινμπρας, εισβάλλει στο κάστρο, μαθαίνει τι συνέβη και δίνει εντολή να αποδοθούν βασιλικές τιμές στον νεκρό Άμλετ.


https://r.turn.com/r/beacon?b2=qr1bMkhsW_aBbGrzlpyCp-qiq2Ewrpxm2GFvOTx_x4oHisZGqPZTqPnIFPr-4m2sXOWTtDBEblP9oCF2WX2IFg&cid=