The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019


ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ ( 1867-1936)
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ένας πολύ σημαντικός Ιταλός δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, υπήρξε πρωτοπόρος όχι μόνο της ιταλικής, αλλά και της διεθνούς θεατρικής συγγραφής. Ανθρωποκεντρικός και ρεαλιστής, καταξιώθηκε με τα διαχρονικά του έργα, τα οποία εξακολουθούν να γοητεύουν ως σήμερα.
Προσωπικά, κάθε φορά που διαβάζω ένα δικό του έργο, ανακαλύπτω διαφορετικά πράγματα!

Γεννήθηκε στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, τον αρχαίο Ακράγαντα, από αστική οικογένεια, ιδιοκτήτες κτημάτων και ορυχείων θείου. Το όνειρο του πατέρα του να τον δει διάδοχο στις κερδοφόρες επιχειρήσεις του ναυαγεί γρήγορα, αφού ο νεαρός Λουϊζτι δείχνει μεγάλη φιλομάθεια και κλίση στα γράμματα.
Αρχικά σκόπευε να γίνει φιλόλογος και διαλεκτολόγος, γι’ αυτό πήγε στο Παρίσι και μετά στη Βόννη, αλλά από το 1889 αρχίζει να δημοσιεύει σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της Ρώμης μικρά λυρικά ποιήματα, ρομαντικά και ευαίσθητα, εμπνευσμένα από τα Ρωμαϊκά ελεγεία του Γκαίτε, τα οποία μετέφρασε στα ιταλικά, αλλά και τα πρώτα του πεζογραφήματα. Το μυθιστόρημά του «Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ» το 1904 τον έκανε γνωστό, αλλά η παγκόσμια φήμη του προήλθε από τα θεατρικά του έργα.
Ο γάμος του με την Αντονιέττα Πορτουλάνο, κόρη πλούσιου εμπόρου, κανονίζεται από τον πατέρα του. Ωστόσο, η οικονομική κατάρρευση του ορυχείου θείου λίγα χρόνια αργότερα (είχαν επενδύσει σ’ αυτό ο πατέρας, ο πεθερός και η γυναίκα του), έφερε τον Λουίτζι στα όρια της φτώχειας, αναγκάζοντάς τον να γράφει για να ζει. Ταυτόχρονα δέχτηκε τη θέση δασκάλου Ιταλικών σε ένα κολλέγιο της Ρώμης για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του, αλλά η μανία καταδίωξης και η υστερική ζήλεια της συζύγου του, η οποία θα έμενε τα επόμενα σαράντα χρόνια έγκλειστη σε ειδικό θεραπευτήριο, μαύρισαν στην κυριολεξία τη ζωή του. Μόνο φως η συγγραφή.
Ο Μεγάλος Πόλεμος ξεσπά, ο γιος του αιχμαλωτίζεται και ο δημιουργικός νους του Λουϊτζι στρέφεται στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων, στη μελέτη κειμένων από ψυχολόγους και στην συγγραφή δοκιμιακών μελετών. Τα θεατρικά έργα γεννήθηκαν σύντομα και εντελώς διαφορετικά από τα συνηθισμένα. Ο Πιραντέλλο εισάγει το «μετά-θέατρο» ή «θέατρο εν θεάτρω», έργα σκληρά και ρεαλιστικά, περίπλοκα και απόλυτα αληθινά, κείμενα που εμφανίζονται σαν καθρέφτες και αντιπαρατίθενται με τους θεατές, ταυτίζονται μαζί του. Πρόκειται για μια θαυμάσιας έμπνευσης τεχνική από την εποχή του Σαίξπηρ, που ο Πιραντέλλο την ζωντανεύει μοναδικά(αντιπροσωπευτικό έργο το «Έξι πρόσωπα αναζητούν συγγραφέα» το 1921).
Διευθύνει το δικό του θέατρο (Teatro d’ Arte), αλλά ο φασισμός εισβάλλει στην Ιταλία και ο Πιραντέλλο σαν πνεύμα αδάμαστο και «άνθρωπος του κόσμου» θεωρείται επικίνδυνο στοιχείο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται μόνιμα ελεγχόμενος και παρακολουθούμενος από την αστυνομία του Μουσολίνι. Επτά χρόνια μετά, αδυνατεί να το λειτουργήσει.
Ωστόσο, εξακολουθεί να δημιουργεί. Δύο χρόνια αργότερα (1930) ανεβάζει το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε!» και καταπλήσσει, αφού καταφέρνει να κάνει τους ηθοποιούς να φθάσουν σε έξι ή επτά επίπεδα ρόλων, και θεάτρων εν μέσω άλλων θεάτρων. Η επιτυχία οδηγεί στο βραβείο Νόμπελ το 1934.
Όπως μόνος πάλεψε, μόνος έσβησε στη Ρώμη το 1936 σε ηλικία εξήντα εννέα ετών.




Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019


ΖΑΚ ΛΑΚΑΡΙΕΡ(1925-2005)
Ένας μεγάλος φιλέλληνας
Της Dimitra Papanastasopoulou




Ο Ζακ Λακαριέρ υπήρξε ένας ένθερμος φιλέλληνας με όλη τη σημασία της λέξης, από τους κυριότερους συντελεστές της προβολής της ελληνικής λογοτεχνίας στην Γαλλία. Λάτρης της αρχαίας, αλλά και της σύγχρονης Ελλάδας, την ανέδειξε στο εξωτερικό με τον καλύτερο τρόπο. Στα έργα του εισχώρησε βαθιά στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής από πολλαπλές πλευρές (ιστορικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές). Η Γαλλική Ακαδημία τον βράβευσε για το σύνολο του έργου του.

Γεννήθηκε στην Λιμόζ της Γαλλίας και σπούδασε ηθική φιλοσοφία, κλασσική λογοτεχνία, ινδική φιλοσοφία, νομικά και φιλολογία.
Το 1947, ενώ ήταν φοιτητής της κλασσικής φιλολογίας, επισκέφθηκε την Ελλάδα ως συμμετέχων στην παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου στο θέατρο της Επιδαύρου. Επηρεάζεται βαθιά από αυτή την εμπειρία, η ελληνική φιλοξενία τού μένει αλησμόντη και αποκαλεί την πατρίδα μας «αποκάλυψη» της ζωής του.
Τρία χρόνια αργότερα θα ξεκινήσει με τα πόδια από την Γαλλία με προορισμό την Ινδία. Ωστόσο, τελικά θα τον κερδίσει η Ελλάδα μας, στην οποία θα ζήσει επί πολλά χρόνια, περισσότερο στην Κρήτη, στην Ύδρα και στην Πάτμο.
Επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, διάβασε Πρεβελάκη και μετέφρασε τον Ηρόδοτο, ενώ συγχρόνως εξέδωσε μυθιστορήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, βιβλία τέχνης. Είναι πολυγραφότατος.
Θα επιστρέψει στην Γαλλία το 1967, όταν στην Ελλάδα επικρατεί η Χούντα.
Το 1976 εκδόθηκε στη Γαλλία «Το ελληνικό καλοκαίρι», ένα οδοιπορικό στην αρχαία και νεότερη Ελλάδα, με περιπλανήσεις στον μύθο, στην ιστορία και στις ελληνκές παραδόσεις.
Στο βιβλίο του «Ερωτικό Λεξικό της Ελλάδας» ο Λακαριέρ μιλάει για όσα αγάπησε στην Ελλάδα (Σολωμό, Ελύτη, Σεφέρη, Γκάτσο, Καζαντζάκη, μέχρι για γλυκά κουταλιού!), ενώ μετέφρασε στην γαλλική γλώσσα πλειάδα Ελλήνων συγγραφέων, όπως τους Πρεβελάκη, Αλεξάνδρου, Τσίρκα,Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Λαμπαδαρίδου-Πόθου και άλλους.

(ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ:
Παλαιά ελληνική παράδοση που ελπίζω να μην έχει τελείως χαθεί: προσφέρουν στον επισκέπτη, είτε τον περίμεναν είτε όχι, τόσο στα καλά σπίτια όσο και στα πιο ταπεινά καλυβάκια, ένα γλυκό, ένα γλύκισμα φτιαγμένο από την κυρία του σπιτιού, συνήθως από σταφύλι, σύκο ή περγαμόντο. Το σερβίρουν πάνω σ’ ένα δίσκο μαζί με ένα μεγάλο ποτήρι νερό και ένα κουταλάκι, απ’ όπου πήρε και τ’ όνομά του: γλυκό του κουταλιού. Τίποτα το ιδιαίτερο ή το εξωτικό σ’ αυτό, έξω από το γεγονός ότι αυτό το τυπικό του καλωσορίσματος συνοδεύεται πάντα από ένα πλατύ χαμόγελο της οικοδέσποινας. Ζακ Λακαρριέρ: "Ερωτικό Λεξικό της Ελλάδας")

Συγκλονισμένος από τους ήχους της ελληνικής γλώσσας, δήλωσε:
«...Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα πού ήταν για μένα αρμονική αλλά ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα -μητέρα των εννοιών μας- μου απεκάλυπτε έναν αγνώριστο πρόγονο που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα ‘χω χαμένα όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ, ότι αληθινός μου πατέρας, αληθινή μάννα μου, δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».
Η τελευταία επίσκεψη του Ζακ Λακαριέρ στην Ελλάδα έγινε στην Τήνο, για μια τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του.
Η ζωή του τέλειωσε ξαφνικά στο Παρίσι, μετά από επιπλοκές μιας χειρουργικής επέμβασης στο γόνατο τον Σεπτέμβριο του 2005. Η σορός του αποτεφρώθηκε και η στάχτη του σκορπίστηκε στο αγαπημένο του Αιγαίο Πέλαγος, ανοιχτά των Σπετσών, τον Νοέμβριο του 2005.






Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019


Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΒΕΡΣΑΛΛΙΩΝ
Μέρος γ΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Η αναφορά στην συνθήκη των Βερσαλλιών τελειώνει με τη διαμάχη σχετικά με τις αποζημιώσεις και την καταστρατήγησή της, πράγματα που θεωρώ πιο σημαντικά για την εξέλιξη της Ευρώπης.

Τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας, λόγω της αποπληρωμής των αποζημιώσεων οδήγησαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στην άνοδο του Χίτλερ και τελικά στην έκρηξη του Β΄Π.Π. Ανάμεσα στους ιστορικούς και τους διανοούμενους που υποστήριξαν αυτή την άποψη ήταν ο Τζων Κέϋνς και ο Μπέρτλαντ Ράσελ.
Η Μάργκαρετ Μακ Μίλλαν έγραφε: «: «...από την αρχή, η Γαλλία και το Βέλγιο επιχειρηματολογούσαν ότι τα αιτήματα για την αποκατάσταση των άμεσων ζημιών θα έπρεπε να λάβουν προτεραιότητα έναντι της διανομής των λοιπών αποζημιώσεων. Το Βέλγιο είχε λεηλατηθεί πλήρως. Στο βιομηχανοποιημένο Βορρά της Γαλλίας, οι Γερμανοί έπαιρναν ό,τι επιθυμούσαν και κατέστρεφαν τα υπόλοιπα. Ακόμα και όταν υποχωρούσαν, το 1918, οι γερμανικές δυνάμεις βρήκαν τον χρόνο να ανατινάξουν μερικά από τα πιο σημαντικά ορυχεία άνθρακα της Γαλλίας».
Φυσικά, υπήρξαν και αντίθετες φωνές που έκριναν ότι τα 269 εκ. χρυσά μάρκα (περίπου 6.6 δις.αγγλικές λίρες ή 32 δις. Αμερικανικά δολλάρια) ήταν υπερβολικά, μιας και η Γερμανία θα πλήρωνε ως το 1984. Οι φωνές αυτές ήταν ηχηρές, αφού μέσα στην ίδια χρονιά (1921) η αποζημίωση περιορίστηκε σημαντικά.
Ο Γερμανός Καρλ Μέλχιορ, στρατιωτικός, μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας και επενδυτής της M.M. Warburg & Co., θεώρησε σκόπιμο να αποδεχθεί η Γερμανία το βάρος των αποζημιώσεων, λέγοντας: «Μπορούμε να τα καταφέρουμε τα δύο-τρία πρώτα χρόνια με δάνεια από το εξωτερικό. Μετά από αυτό το διάστημα, τα ξένα κράτη θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι αποζημιώσεις μπορούν να πληρωθούν μόνο με τεράστιες γερμανικές εξαγωγές και ότι αυτές οι εξαγωγές θα καταστρέψουν το εμπόριο στην Αγγλία και την Αμερική, οπότε οι ίδιοι οι πιστωτές θα πιέσουν για μετατροπή των όρων».
Πράγματι, τρία χρόνια μετά (1924) το σχέδιο Ντέϊους επέφερε τις πρώτες αλλαγές, το 1929 το σχέδιο Γιάνγκ περιόρισε τις αποζημιώσεις στα 26,3 δις. Δολλάρια και ποπληρωμή ως το 1988, ενώ διήρεσε την ετήσια πληρωμή (473 εκ. δολλάρια) σε δύο σκέλη. Ένα «απαραβίαστο» που ισοδυναμούσε με το 1/3 και ένα που επιδεχόταν αναβολή και αφορούσε τα υπόλοιπα 2/3.
Το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1929 και η μεγάλη οικονομική κρίση που ακολούθησε, ανάγκασαν τους Συμμάχους να θέσουν μορατόριουμ για τις χρονιές 1931-1932, κατά τη διάρκεια του οποίου η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης ψήφισε υπέρ της κατάργησης των αποζημιώσεων. Η Γερμανία ως τότε είχε πληρώσει το 1/8 των οφειλών της. Η Αμερική διαφώνησε, αλλά η Γερμανία σταμάτησε να πληρώνει.

Καμία άλλη συνθήκη στον κόσμο δεν υπέστη σε τόσο μικρό διάστημα τοσες μεταβολές, αναθεωρήσεις και αλλοιώσεις. Ένα πρώτο μέρος της μεταβλήθηκε προκειμένου η Γερμανία να γίνει μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, και αμέσως μετά, ως μέλος, κατήργησε μονομερώς το V μέρος της συνθήκης- το σχετικό με την απαγόρευση του εξοπλισμού της( από την στιγμή της ανάληψης του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 η στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας αυξανόταν συνεχώ, χωρίς καμία διαμαρτυρία από τους συμμάχους στα πλαίσια της «Πολιτικής Κατευνασμού»).
Οι σύμμαχοι στη συνέχεια εγκατέλειψαν πρώτα τα σχετικά με τις επανορθώσεις και μετά όσα αφορούσαν αρκετούς οικονομικούς όρους και την αεροπλοϊα, ενώ το XIV μέρος περί εγγυήσεων εγκαταλείφθηκε εξ αρχής, προς εξασφάλιση του εμπορίου.
Όταν το 1939 η Γερμανία κατέλαβε την Μοραβία και την Βοημία, καθώς και το Μέμελ, η πολιτική κατάσταση και η σύνθεση της κεντικής ανατολικής Ευρώπης είχαν ανατραπεί πλήρως. Τελευταίο βήμα στάθηκε η κήρυξη του πολέμου εναντίον της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου 1939- η έναρξη του Β΄Π.Π., κι αυτή τη φορά από το ίδιο κράτος- την Γερμανία.







Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019


Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΒΕΡΣΑΛΛΙΩΝ
Μέρος β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou





Οι συνομιλίες στις Βερσαλλίες κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν. Οι επιδιώξεις των διαφόρων χωρών έρχονταν σε σύγκρουση και το αποτέλεσμα ήταν ένας «δυσχερής συμβιβασμός» όπως ειπώθηκε.

Η ηττημένη Γερμανία έχασε τα κάτωθι εδάφη:
-Αλσατία- Λωραίνη: Αυτά τα εδάφη είχαν περιέλθει στην κατοχή της Γερμανίας το 1871 (σύμφωνα με την τότε προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης στις Βερσαλλίες την 26 Φεβρουαρίου και την συνθήκη της Φραγκφούρτης την 10η Μαϊου εκείνου του έτους). Οι δύο περιοχές επανήλθαν στην Γαλλία χωρίς δημοψήφισμα από την ημέρα της ανακωχής (11 Νοεμβρίου 1918).
-Βόρειο Σλέσβιγκ, Τόντερν, Απενράντε, Ζόντερμπουργκ, Χάντερσλέμπεν και Λύγκουμ. Οι περιοχές ενσωματώθηκαν στη Δανία μετά από δημοψήφισμα.
-Επαρχίες Πόζεν (σήμερα Πόζναν): είχαν προσαρτηθεί στην Δυτική Πρωσία μετά τον διαμελισμό της Πολωνίας(1772-1795). Μετά και την εξέγερση των Πολωνών (1918-1919) επεστράφησαν στην νεοδημιουργηθείσα Πολωνία. Το σκεπτικό της απόδοσης της Δυτικής Πρωσίας στην Πολωνία ήταν να υπάρξει διέξοδος στη θάλασσα. Έτσι, δημιουργήθηκε ο καλούμενος «Πολωνικός Διάδρομος» ή Διάδρομος του Ντάντσιχ.
-Περιοχή Χλουτσίνσκο Χούλτσιν της Άνω Σιλεσίας. Παραχωρήθηκε στην Τσεχοσλοβακία, ενώ το ανατολικό της τμήμα δόθηκε στην Πολωνία.
-Πόλεις Όϊπεν και Μαλμεντύ με τις γύρω τους περιοχές. Δόθηκαν στο Βέλγιο.
-Περιοχή Ζόλνταου της Ανατολικής Πρωσίας. Δόθηκε στην Πολωνία.
-Το βόρειο τμήμα της Ανατολικής Πρωσίας που περιλαμβάνει την πόλη Μέμελ πέρασε στον γαλλικό έλεγχο και αργότερα, με δημοφήφισμα, παραχωρήθηκε στην Λιθουανία.
-Βάρμα και Μαζουρία. Δόθηκαν στην Πολωνία.
-Περιοχή Σάαρ. Για 15 έτη πέρασε στην επικυριαρχία της Κοινωνίας των Εθνών. Μετά θα γινόταν δημοψήφισμα και η περιοχή θα πήγαινε ή στη Γαλλία ή στη Γερμανία.
-Λιμάνι Ντάντσιχ και το δέλτα του ποταμού Βιστούλα στη Βαλτική Θάλασσα. Δημιουργήθηκε η Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών.

Οι γερμανικές αποικίες αποδόθηκαν υπό την επικυριαρχία της Κοινωνίας των Εθνών ως εξής: Γερμανική Ανατολική Αφρική στην Βρετανία, Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική στην Νότιο Αφρική, Καμερούν και Τόγκο στη Βρετανία και τη Γαλλία, Γερμανική Σαμόα στη Νέα Ζηλανδία, Γερμανική Νέα Γουινέα στην Αυστραλία, νησία Μάρσαλ και νησιά του Ειρηνικού βόρεια του Ισημερινού στην Ιαπωνία.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 156, οι γερμανικές κτήσεις στο Σανντόνγκ της Κίνας μεταβιβάζονταν στην Ιαπωνία, ενώ αναμενόταν να επιστραφούν στην Κίνα. Οι Κινέζοι οργίστηκαν και προέβησαν σε διαδηλώσεις( κίνημα της 4ης Μαρτίου) με αποτέλεσμα η Κίνα να αρνηθεί να υπογράψει την συνθήκη. Αντ’ αυτής έκανε χωριστή συνθήκη με την Γερμανία το 1921.

Δηλαδή, συνολικά η Γερμανία έχασε το ένα όγδοο των εδαφών της και πάνω από πέντε εκατομμύρια Γερμανούς κατοίκους.
Ωστόσο, η συνθήκη όριζε επι πλέον:
-Να χάσουν οι Γερμανοί τα προνόμια των εμπορικών τους δικαιωμάτων στην Κίνα, Αίγυπτο και Μέση Ανατολή.
-Την αποστρατικοποίηση της Ρηνανίας και της νήσου Ελικολάνδης.
-Τον περιορισμό του γερμανικού στρατού στις 100.000 άνδρες, χωρίς την δυνατότητα υποβρύχιων και εναέριων δυνάμεων, όπως και την απαγόρευση χρήσης βαρέως πυροβολικού και θωρακισμένων αρμάτων, ναυπήγηση πολεμικών σκαφών άνω των 10.000 κόρων και, φυσικά, απαγόρευση χρήσης χημικών όπλων. Υποχρεώθηκε επίσης να ναυπηγεί για τα 5 επόμενα χρόνια και για λογαριασμό των Συμμάχων εμπορικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος 200.000 τόνων ετησίως.
-Η Γερμανία υποχρεώθηκε να εφοδιάζει τη Γαλλία με 140 εκ. τόνους άνθρακα ετησίως, το Βέλγιο με 80 εκ, τόνους και την Ιταλία με 77 εκ. τόνους.
-Υπήρξε κατοχή των Συμμάχων στη δυτική όχθη του Ρήνου, στην Κολωνία, στο Κόμπλεντς και στο Μάϊντς από τον Ιανουάριο του 1920.

Η Γερμανία αποδέχτηκε το άρθρο της «πολεμικής ενοχής», την πληρωμή αποζημιώσεων και την υπευθυνότητα της έναρξης του Πολέμου.



Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019


Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΒΕΡΣΑΛΛΙΩΝ
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou






Ο λόγος για την συνθήκη ειρήνης που έβαλε επίσημα τέλος τον Μεγάλο Πόλεμο, δηλαδή τον Α΄Π.Π. ανάμεσα στην Entente (Αντάντ) και  την ηττημένη Γερμανική Αυτοκρατορία.
Μετά από έξι ολόκληρους μήνες διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα στο Παρίσι, η συνθήκη υπεγράφη ως συνέχεια της ανακωχής της 11ης Νοεμβρίου 1918 στο δάσος της Κομπιέν. Μια σημαντική διάταξη της συνθήκης όριζε ότι η Γερμανία αποδεχόταν την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και την πληρωμή πολεμικών αποζημιώσεων σε διάφορες χώρες( άρθρα 231-248).
Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 18 Ιανουαρίου 1919 στην φαντασμαγορική Αίθουσα των Κατόπτρων των ανακτόρων των Βερσαλλιών- εξ ού και η ονομασία της συνθήκης, παρουσία εβδομήντα αντιπροσώπων από είκοσι εξι χώρες. Τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξαν αρχικά οι «Δέκα Μεγάλοι» που περιελάμβαναν τους επτά κύριους νικητές (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). Αργότερα, η Ρωσία και άλλες πέντε χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις και έμειναν οι «Τέσσερις Μεγάλοι», για να καταλήξουν, μετά την αποχώρηση της Ιταλίας στους «Τρεις Μεγάλους» (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) που καθόρισαν τους τελικούς όρους με τις ηγετικές μορφές των Woodrow Wilson, Georges Clemenceau και  Lloyd George αντίστοιχα.

Η γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών  Ulrich Graf von Brockdorff- Rantzau έμαθε τους ταπεινωτικούς όρους της ειρήνης την 29η Απριλίου 1919. Περιελάμβαναν απώλειες εδαφών, την ολοκληρωτική απώλεια των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της απομεινάσης Γερμανίας. Επειδή η γερμανική αντιπροσωπεία δεν επιτρεπόταν να είναι παρούσα στις διαπραγματεύσεις, η γερμανική κυβέρνηση δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους άδικους-από την πλευρά της- όρους. Την 20η Ιουνίου 1919 δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Καγκελάριο Gustav Bauer και τελικά η Γερμανία συμφώνησε με τους όρους της συνθήκης την 23η Ιουνίου 1919 (με 237 ψήφους υπέρ και 138 κατά).
Την 28η Ιουνίου 1919 ο Herman Muller,  ο νέος Υπουργός Εξωτερικών, και ο Johannes Bell, ο Υπουργός Μεταφορών, συμφώνησαν να υπογράψουν τη συνθήκη η οποία επικυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών την 10η Ιανουαρίου 1920.
Η συνθήκη όριζε την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, ως διαιτητή των διεθνών διαφορών προς αποφυγήν μελλοντικών πολεμικών συρράξεων. Ήταν ένας όρος μεγάλης σημασίας για τον Αμερικανό Πρόεδρο, ο οποίος για να το πετύχει υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί με τους άλλους δύο συνομιλητές του.
Η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Κλεμανσώ διεκδικούσε με περισσότερη εμπάθεια την εκδίκηση εναντίον της Γερμανίας, επειδή ένα τεράστιο μέρος του πολέμου διαδραματίστηκε στην βορειοανατολική Γαλλία με καταστροφικές συνέπειες.
Στην Γερμανία η συνθήκη προκάλεσε έντονα αισθήματα ταπείνωσης, με πλειάδα πολιτών να θεωρεί άδικο να επωμιστί μόνον η δική τους χώρα(και οι σύμμαχοί τους) την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου.

Φίλες και φίλοι, τους όρους της συνθήκης θα τους δούμε την επόμενη εβδομάδα. Ως τότε, να είστε όλοι καλά!



Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019


ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ
Μέρος β΄
Της Dimitra Papanastasopoulou


Το 1938 βρίσκει την Φρίντα και τον Ριβέρα στο Μεξικό. Ο Αντρέ Μπρετόν ταξιδεύει εκεί, τους γνωρίζει, εντυπωσιάζεται από τους πίνακε της Φρίντας και την καλεί να λάβει μέρος σε μια έκθεση σουρρεαλιστών στο Παρίσι- την μία από τις τρεις της ζωής της. Οι έντονα χρωματισμένοι πίνακές της, επηρεασμένοι από τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στο Μεξικό,και ανακλώντας τον προσωπικό της πόνο  με ένα απόλυτα ιδιαίτερο στύλ, την κάνουν γνωστή για πρώτη φορά εκτός συνόρων και τα μακριά φουστάνια της που κρύβουν το πρόβλημα του ποδιού της γίνονται σύμβολά της.
Η σχέση με τον Ριβέρα σκοντάφτει ξανά, η παρουσία και  παράλληλη σχέση με τον Νίκολας Μάρεη που γνώρισε στη Νέα Υόρκη οδηγούν στο διαζύγιο,ένα γεγονός που την κάνει να αμφιταλαντεύται για καιρό  και που το εμφανίζει στο έργο της «οι δύο Φρίντες». Τελικά, μόλις το 1940 θα χωρίσει και με τον Μάρεη και θα ξαναπαντρευτεί τον Ριβέρα.

«Το πληγωμένο ελάφι» είναι ένας αριστουργηματικός πίνακας που δημιουργήθηκε μετά από μια αποτυχημένη επέμβαση στη σπονδυλική στήλη της Φρίντας το 1946. Οι πόνοι στη μέση της ήταν αφόρητοι κι έτσι αποφάσισε να μπει άλλη μια φορά στο χειρουργείο( συνολικά χειρουργήθηκε πάνω από τριάντα φορές). Η παταγώδης αποτυχία την καθήλωσε στο κρεβάτι για έναν ολόκληρο χρόνο και ετούτος ο πίνακας αποτελεί την προσωπική της κάθαρση τόσο από τον ψυχολογικό όσο και από τον σωματικό πόνο που αισθάνεται.
Η Φρίντα Κάλο απεικονίζει τον εαυτό της σαν βαριά τραυματισμένο από βέλη ελάφι. Από τις πληγές ρέει αίμα. Τα βέλη συμβολίζουν τις επεμβάσεις που άφησαν ανοιχτές πληγές στο σώμα της. Η επιλογή του ζώου οφείλεται στο αγαπημένο της κατοικίδιο, τον Γκρανίτζο, ένα πραγματικό ελάφι.
Κάτω αριστερά έγραψε τη λέξη «Κάρμα», εκφράζοντας τη βαθιά της λύπη για το ότι δεν μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα της.
Ωστόσο, δν κρατά τον πίνακα, αλλά τον χαρίζει την ίδια χρονιά στους φιλους της Λίνα και Αρκάντι Μπόϊτλερ ως γαμήλιο δώρο, σημειώνοντας :
«Σας χαρίζω ένα πορτρέτο μου για να με έχετε κοντά σας τις μέρες και τις νύχτες που δν θα είμαι εκεί».
Λίγο αργότερα θα χάσει το δεξί της πόδι ως το γόνατο, λόγω γάγγραινας.

Το 1954 αρρωσταίνει με πνευμονία, αγνοεί τους γιατρούς και κατεβαίνει με το αναπηρικό καροτσάκι της σε διαδήλωση εναντίον της ανατροπής του Προέδρου της Γουατεμάλας από τη ΣΙΑ.
Έκλεισε για πάντα τα μάτια της στις 13 Ιουλίου 1954.
Έγραψε :
«Συνήθιζα να πιστεύω ότι ήμουν ο πιο παράξενος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά ύστερα σκέφτηκα ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι στον κόσμο, πρέπει να υπάρχει κάποιος σαν κι εμένα που να νιώθει περίεργος και ατελής με τους ίδιους τρόπους που το νιώθω κι εγώ. Φανταζόμουν εκείνη τη γυναίκα και φαντάζομαι ότι πρέπει να είναι εκεί έξω, σκεπτόμενη εμένα επίσης. Ελπίζω αν είσαι εκεί έξω και διαβάζεις αυτό, να ξέρεις ότι, ναι, είναι αλήθεια πως είμαι εδώ και είμαι το ίδιο περίεργη με εσένα».




ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ (1907-1954)
(Μαγκνταλένα Κάρμεν Φρίδα Κάλο  Καλδερόν)
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ο λόγος για μια απόλυτα ιδιαίτερη και εμβληματική γυναικεία περσόνα, γνωστή τόσο για τη δύναμη της ζωγραφικής της, όσο και την αντίστοιχη απεριόριστη της ψυχής της.
Γεννήθηκε από πατέρα Γερμανοεβραίο φωτογράφο και μητέρα Ισπανομεξικάνα στο Κογιοακάν της πόλης του Μεξικού. Μόλις εξάχρονο παιδάκι προσεβλήθη από πολυομελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο και ημιπαράλυτο. Τα παιδιά της γειτονιάς τη φώναζαν «κουτσοφρίντα».
Παρακολούθησε την Escola Preparatoria όπου είδε για πρώτη φορά τον μετέπειτα σύζυγό της, τον τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα που ζωγράφιζε τότε τους τοίχους της σχολής.
Στα δεκαοχτώ της χρόνια, ενώ επέβαινε σε ένα λεωφορείο, εκείνο συγκρούστηκε με ένα τραμ και η ζωή της άλλαξε για πάντα. Υποχρεώθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων, ο αφόρητος πόνος έγινε μόνιμος σύντροφος και στερήθηκε την δυνατότητα να φέρει στον κόσμο παιδιά.
Αναρρώνοντας από το ατύχημα, ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Με τους γονείς της να αδυνατούν να τη στηρίξουν οικονομικά στις σπουδές της, άρχισε να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής. Τρία χρόνια αργότερα(1929) έδειξε κάποια έργα της στον Ντιέγκο Ριβέρα. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν.
Τα έργα του ζευγαριού ήταν απόλυτα αντίθετα. Ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, ενώ η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην mexicanidad, την μεξικάνικη κουλτούρα που γνώριζε άνθιση εκείνη την εποχή. Πολλοί πίνακές της είναι αφιερωμένοι στην Παναγία, σαν ευχαριστία για την πραγματοποίηση μιας ευχής.
Με τον Ριβέρα να είναι ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος και με ζήτηση στην Αμερική, το ζευγάρι μετακόμισε πρώτα στο Σαν Φρανσίσκο και μετά στο Ντιτρόϊτ. Εκεί η Φρίντα απέβαλε και η θλίψη της αποτυπώνεται έντονα στους πίνακες «Αποβολή στο Ντιτρόϊτ» και «Νοσοκομείο Χένρι Φορντ».
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Φρίντα ήταν κυρίως γνωστή ως σύζυγος του Ριβερα και όχι ως ζωγράφος. Η σχέση του ζευγαριού διαταράσσεται σοβαρά με τον ερχομό του 1937, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι στη Νέα Υόρκη και την επάνοδό τους στο Μεξικό. Και τότε, ο εξόριστος και κυνηγημένος επί δέκα χρόνια από τον Στάλιν Λέον Τρότσκι φθάνει με τη σύζυγό του στο Μεξικό και γίνεται δεκτός από τον Ριβέρα και άλλους τροτσκιστές. Τον φιλοξενούν στο «Γαλάζιο Σπίτι» και οι ζωές τους αναστατώνονται.
Ανάμεσα στη Φρίντα και στον Λέοντα αναπτύσσεται ένας θυελλώδης έρωτας, ένα πάθος ασύλληπτης δύναμης. Ο Λέων δίνει μυστικά ραντεβού στη Φρίντα, κρύβεται μαζί της πίσω από έναν θάμνο, βάζει ραβασάκια στο βιβλίο που εκείνη διαβάζει. Ζουν πυρετικά, αδιαφορώντας για τον περίγυρο και τις φήμες που τους αποκαλούν «εραστές του Κογιοακάν». Τέλος στον έρωτά τους βάζει μετά από έξι μήνες η δολοφονία του Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ.
Όλο αυτό το διάστημα, με κυρίαρχο τον έρωτα, η Φρίντα ζωγραφίζει, περνά μια γόνιμη και σημαντική για την τέχνη και τη ζωή της περίοδο. Μετά τις ατελείωτες εγχειρήσεις και τους αφόρητους πόνους, η νέα γυναικα διψά για ζωή, δημιουργία και έρωτα, και η ζωή της τα παρέχει όλα μαζί.
Ο Λεονάρδο Παδούρα στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», περιγράφει υπέροχα τον έρωτά του με τη Φρίντα Κάλο:
«Η δίνη των αισθήσεων, στην οποία είχε πέσει, απαιτούσε μια διέξοδο την οποία άρχισε να κυνηγάει με σφοδρότητα. Αν και η σωματική κατάσταση της ζωγράφου επέβαλλε τον φραγμό της παραμόρφωσης που απαιτούσε από αυτήν να χρησιμοποιεί ορθοπεδικούς κορσέδες κι ένα μπαστούνι για να βοηθάει το πιο προβληματικό από τα πόδια της, ίσως ακριβώς εξαιτίας εκείνων των περιορισμών η γυναίκα αυτή βίωνε το σεξ και την αισθησιακότητα με τρόπο επιθετικό, εκρηκτικό, και, όταν ο Λίεφ Νταβίντοβιτς έμαθε ότι η ελεύθερη ηθική της τής είχε επιτρέψει να ικανοποιήσει τον πόθο της ακόμα και σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το διαστραμμένο ζιζάνιο του ανδρισμού είχε ξεχυθεί σε ωμές σκέψεις και σε μια λαχτάρα πιο ασυγκράτητη από όσες είχε νιώσει στα νιάτα του ή την εποχή που ήταν ο παντοδύναμος κομισάριος, όταν τόσες συντρόφισσές τους στον αγώνα του είχαν προσφέρει μια αλληλέγγυα διέξοδο στις συσσωρευμένες εντάσεις και θέρμες του.
Μέσα από τα ερωτικά ποιήματα και γράμματα που έκρυβε στις σελίδες των βιβλίων που συνήθιζε να συστήνει στη Φρίντα, οι εκκλήσεις του Λίεφ Νταβίντοβιτς απαιτούσαν ήδη την κορύφωση σε κάτι συγκεκριμένο. Η φωτιά που τον έσπρωχνε έκαιγε με τόσο ένταση που είχε καταφέρει να τον κάνει να ξεπεράσει τον φόβο ότι η Ναταλία θα υποπτευόταν τις ερωτοτροπίες του. 
Κι εκείνη τη νύχτα του γλεντιού, όταν ο Ντιέγκο, η Ναταλία, οι φίλοι που είχαν ακολουθήσει στον περίπατο και οι γραμματείς μπήκαν στο κτίριο όπου βρισκόταν κάποια από τις τοιχογραφίες του Ριβέρα, αυτός έκανε πως έμεινε λίγο πίσω και, χωρίς να μεσολαβήσουν λόγια, έσπρωξε τη Φρίντα πάνω στον τοίχο της πρόσοψης και τη φίλησε στα χείλη, ενώ ταυτόχρονα από ανάσα σε ανάσα της επαναλάμβανε πόσο την ήθελε.
Εκείνη τη στιγμή ο Λίεφ Νταβίντοβιτς ριχνόταν με πλήρη επίγνωση στο πηγάδι της τρέλας και έθετε σε κίνδυνο ό,τι ήταν σημαντικό στη ζωή του: όμως το έπραξε ευτυχισμένος, περήφανος, παράτολμος και χωρίς το παραμικρό αίσθημα ενοχής, θα έλεγε στον εαυτό του μετά, πεισμένος ότι στο κάτω κάτω άξιζε τον κόπο να ξοδέψει σε εκείνο το όργιο των αισθήσεων τα καλύτερα φυσίγγια των τελευταίων πυρομαχικών του ανδρισμού του».

Η Φρίντα θεωρήθηκε ύποπτη για τη δολοφονία του Τρότσκι και ανακρίθηκε επί διήμερον. Ο Τρότσκι τής είχε ζητήσει όλα του τα γράμματα και τα σημειώματα, και τα έκαψε, εξαφανίζοντας κάθε πειστήριο του έρωτά τους.


Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019


Η ΣΜΥΡΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
1.  Αρχαιότητα
Της Dimitra Papanastasopoulou





Αιολείς άποικοι εγκαταστάθηκαν περίπου στα τέλη της 2ης ή στα τέλη της 1ης χιλιετίας π.Χ. σε έναν χαμηλό λόφο (το σημερινό Tepekule), μια χερσόνησο που προσέφερε ένα ασφαλές λιμάνι. Και αυτός ο πρώτος οικισμός βρίσκεται στην σημερινή συνοικία Bayrakli, περίπου 4 χλμ βόρεια από το κέντρο της συγχρονης πόλης της Σμύρνης (Izmir).

Ο αιολικός της χαρακτήρας χάθηκε γύρω στα 700 π.Χ. Ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Αιολείς φιλοξένησαν εξόριστους πολίτες από την Κολοφώνα, οι οποίοι κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής γιορτής προς τιμήν του Διονύσου, τελούμενη από τους Σμυρνιούς έξω από τα τίχη της πόλης, κατέλαβαν την εξουσία. Οι κάτοικοι αναγκ΄στηκαν να καταφύγουν στις γειτονικές αιολικές πόλεις, ενώ η Σμύρνη μεταβλήθηκε σε ιωνική και εντάχθηκε στην Ιωνική Δωδεκάπολη.
Η ακμή της προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Λυδών βασιλέων. Ο Γύγης (716-678 π.Χ.) απέτυχε να την καταλάβει, δεν συνέβη ωστόσο το ίδιο με τον Αλυάτη Β΄(610-560 π.Χ.) που την κατέστρεψε ολοσχερώς περί το 600 π.Χ.
Εκείνον τον ίδιο αιώνα η Σμύρνη υπέστη άλλη μία καταστροφή από τους Πέρσες. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να διασκορπισθούν και η πόλη έζησε την ερήμωση και τη σιωπή στην κλασική περίοδο.

Το πέρασμα του Μ. Αλεξάνδρου από την περιοχή το 334 π.Χ. έγινε αιτία επανίδρυσης. Ο Παυσανίας διηγείται ότι ο Αλέξανδρος κοιμήθηκε κάτω από έναν πλάτανο στο ιερό των Νεμέσεων, στο όρος Πάγος και είδε ένα όραμα: οι Νεμέσεις, αγαπητές και λατρευόμενες σπό τους Σμυρνιούς θεότητες, τού έδωσαν οδηγίες να χτίσει εκεί μια νέα πόλη. Οι κάτοικοι συμβουλεύτηκαν το Μαντείο της Κλάρου και ίδρυσαν την νέα πόλη στους πρόποδες του όρους Πάγος (σημερινό Kadifekale) πάνω στον ποταμό Μέλητα. Ο Στράβωνας μας πληροφορεί ότι εκείνη η νέα πόλη απείχε από την παλιά περίπου είκοσι στάδια.
Στην ουσία, η πόλη ολοκληρώθηκε από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου Αντίγονο τον Μονόφθαλμο(316-301 π.Χ.) και Λυσίμαχο (301-281 π.Χ.). Ο Λυσίμαχος την ονόμασε Ευριδίκεια- το όνομα της κόρης του- μια ονομασία που άντεξε όσο η ζωή του.

Κατά την Ελληνιστική περίοδο, η Σμύρνη ήταν ελεύθερη πόλη, υπαγόμενη αρχικά στους Σελευκίδες, μετά στους Ατταλίδες και στη συνέχεια στους Ρωμαίους. Μετά την Ειρήνη της Απαμειας το 188 π.Χ. η Σμύρνη αποτέλεσε τμήμα του βασιλείου της Περγάμου. Συντάχθηκε με τον Μυθριδάτη το 88 π.Χ., χάνοντας το καθεστώς της ελευθερίας της μετά την ήττα του βασιλιά.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η πόλη γνώρισε μεγάλη άνθηση. Τον 2ο αιώνα, χάρη στις αυτοκρατορικές δωρεές και τις ευεργεσίες της τοπικής αριστοκρατίας, κατάφερε να ανταγωνίζεται την Έφεσσο και την Πέργαμο, κερδίζοντας τον τίτλο της καλλίστης των πασών, δηλαδή της πιο όμορφης πόλης της Ιωνίας.
Εξαιρετική ρυμοτομία συνοδευόμενη από πολυτελείς δρόμους, λαμπρά δημόσια κτήρια(γυμνάσια, θέατρο, λουτρά, βιβλιοθήκες, μνημειακοί ναοί, ωδείο, αγορά) έδιναν την εντύπωση μιας επιβλητικής και κυρίαρχης πόλης.
Ένας καταστροφικός σεισμός το 178 μ.Χ. την κατέστρεψε, αλλά ο Μάρκος Αυρήλιος και η τοπική αριστοκρατία την ανοικοδόμησε και πάλι.

Η Σμύρνη υπήρξε κέντρο άνθησης της ρητορικής και της Δεύτερης Σοφιστικής, ενός κινήματος που συνδύαζε την φιλοσοφία, τη ρητορική, την εγκυκοπαιδική ευρυμάθεια  και την ηθική διδασκαλία.

Στην επόμενη συνάντησή μας θα βρεθούμε στα βυζαντινά χρόνια. Ως τότε, να είστε όλες και όλοι καλά!

Υ.Γ. Η εικόνα απεικονίζει τα ερείπια της Ρωμαϊκής Αγοράς.


Σάββατο 4 Μαΐου 2019


Η ΜΕΛΑΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΑ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ο Παυσανίας περιγράφει το ιερό σπήλαιο της «Μαύρης Δήμητρας», της Δήμητρος Μελαίνης, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τη Φιγάλεια της Αρκαδίας.Μιλά για ένα ημιανθρώπινο λατρευτικό άγαλμα, μια αλογοκέφαλη Δήμητρα, χαμένη πια από την μνήμη των κατοίκων της περιοχής. Ο Παυσανίας, έχοντας διαβάσει τον Αρμόδιο Λεπρεάτη, μας διηγείται τον σχετικό μύθο: εκεί κρύφτηκε η θεά γεμάτη οργή, είτε επειδή βιάστηκε από τον Ποσειδώνα είτε επειδή εξαφανίστηκε η κόρη της, με συνέπεια να μη φυτρώνει τίποτε στη γη και να καταστρέφεται ό,τι υπήρχε πάνω της. Η ανθρωπότητα πέθαινε από πείνα.
Κανένας θεός δεν γνώριζε πού κρυβόταν η Δήμητρα, η ύπαρξή τους διακυβευόταν. Τελικά, ο Παν, ο κατσικοπόδαρος αρκαδικός θεός την επεσήμανε μέσα στη σπηλιά και ενημέρωσε τον Δία. Εκείνος έστειλε την Ίριδα, την επίσημη αγγελιαφόρο, αλλά δεν έφερε αποτέλεσμα∙ οι επισκέψεις των θεών που ακολούθησαν, το ίδιο. Μετά έστειλε τις Μοίρες, τις θεές του πεπρωμένου, κι εκείνες κατόρθωσαν να πείσουν τη θεά της γης ν’ αφήσει κατά μέρος τον θυμό της, να επιστρέψει στη θέση της και να επιτρέψει τη γη να καρποφορήσει ξανά.
Μια παραλλαγή θέλει τον Ερμή να φέρνει πίσω την Περσεφόνη και τη Ρέα να οδηγεί την Δήμητρα στον Όλυμπο.
Οι άνθρωποι «ανανέωσαν», γράφει ο Παυσανίας, τη λατρεία της θεάς σ’ εκείνο το σπήλαιο με αφορμή έναν καταστροφικό λιμό του 5ου αιώνα που απείλησε την ύπαρξη ζωής στην Αρκαδία και έφερε τους κατοίκους σε άγρια κατάσταση. Αυτό σηματοδότησε την ανεύρεση της προσβεβλημένης θεάς, της λατρείας που παραμελήθηκε, μετά από καθοδήγηση του μαντείου των Δελφών.
Ο Παυσανίας συνεχίζει περιγράφοντας την ειδική μορφή θυσίας που όρισε η Μαύρη Δήμητρα: πάνω στον βωμό μέσα σε ένα άλσος, μπροστά από τη σπηλιά, έπρεπε να τοποθετηθούν καρποί από διάφορα δέντρα, σταφύλια, κερήθρες, άξεστο μαλλί και να χυθεί λάδι από πάνω τους, την ίδια ώρα που προσφωνούσαν μια προσευχή. Ένας ιερέας και μια ιέρεια εκτελούν τα καθήκοντα.
Δεν απαιτείται θυσία ζώου ούτε βωμός με φωτιά. Αντίθετα, αυτή η «τράπεζα προσφορών» θυμίζει πρακτική της Εποχής του Χαλκού, είτε μινωική είτε μυκηναϊκή ή ακόμη και μικρασιατική.
Ο Παυσανίας δηλώνει ότι ο μύθος για την οργή της θεάς Δήμητρας ήταν γνωστός και στην Θέλπουσα, μια άλλη αρκαδική πόλη, όχι πολύ μακριά από την Φιγαλεία. Ωστόσο, στην Θέλπουσα δινόταν έμφαση στην γέννηση του πρώτου αλόγου, του Αρίωνα ή Ερίωνα. Ο Ποσειδώνας έγινε ο πατέρας του αλόγου, μεταμορφωμένος σε κήλωνα(επιβήτορα) όταν η θεά έφυγε μακριά του, μεταμορφωμένη σε φοράδα για να ξεφύγει. Έτσι, το άλογο γεννήθηκε από μια εξαγριωμένη, οργισμένη μητέρα. Η Θέλπουσα τιμούσα την Δήμητρα Ερινύν, την «θυμωμένη».
Επίσης, κάτι παρεμφερές γινόταν και στην Τιλφούσα της Βοιωτίας, μια πηγή κοντά στην Αλίαρτο, μια πηγή γεμάτη σκαθάρια (τίλφη= σκαθάρι), όπου υπήρχε ιερό του Απόλλωνα.  
Η περιπέτεια της Δήμητρας με τη μορφή της φοράδας έφερε στον κόσμο και μια «μυστική» κόρη, η οποία σχετιζόταν με την Δέσποινα της Λυκόσουρας.

Η Δέσποινα της Λυκόσουρας ήταν μία από τις αρχέγονες χθόνιες θεότητες της Αρκαδίας, προς τιμήν της οποίας γίνονταν μυστηριακές λατρευτικές τελετές.Τόσο τις τελετές όσο και το όνομά της γνώριζαν μόνο οι μυημένοι.
"Δέσποινα" δεν ήταν το κύριο όνομα της θεάς αλλά ο τρόπος προσαγόρευσής της. Τελικά όμως η Δέσποινα θα πρέπει να ήταν η Περσεφόνη, κόρη του Ποσειδώνα και της Δήμητρας:
"ταύτην μάλιστα θεών σέβουσιν οι Αρκάδες την Δέσποιναν, θυγατέρα δε αυτήν Ποσειδώνος φασίν είναι και Δήμητρος. Επίκλησις ες τους πολλούς εστιν αυτή Δέσποινα, καθάπερ και την εκ Διός Κόρην επονομάζουσιν, ιδία δε εστίν όνομα Περσεφόνη, καθά Όμηρος και έτι πρότερον Πάμφως εποίησαν. Της δε Δεσποίνης το όνομα έδεισα ες τους ατελέστους γραφείν."
("Οι Αρκάδες σέβονται και τιμούν αυτή τη Δέσποινα περισσότερο από τους άλλους θεούς, γιατί τη θεωρούν θυγατέρα του Ποσειδώνα και της Δήμητρας. Οι περισσότεροι ονομάζουν αυτή τη θεά Δέσποινα όπως και αυτή που εγεννήθη από το Δία ονομάζουν Κόρη, όμως το όνομά της είναι Περσεφόνη, όπως έγραψαν ο Όμηρος και ακόμη παλιότερα ο Πάμφως στα ποιήματά τους. Το όνομα της Δέσποινας φοβήθηκα να το γνωστοποιήσω στους αμύητους.")
Η Δέσποινα ήταν άρρηκτα δεμένη με την Αρκαδική λατρεία. Κατείχε ξεχωριστή θέση μεταξύ των αρκάδων θεών και για το λόγο αυτό και υπήρχε συνέχεια από τη μια εποχή στην άλλη.


Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019



ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ (1932-2016)
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου






«Δεν υπήρξα ποτέ από εκείνους τους θεωρητικούς που λαχταρούν μια ζωή να γράψουν κάτι λογοτεχνικό. Εγώ αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μου ως πιο προχωρημένο από τους λογοτέχνες, επειδή ακριβώς έγραφα θεωρητικά δοκίμια. Κι όταν στα 48 μου έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, κι έπειτα τα υπόλοιπα, δεν άλλαξα. Εξακολουθώ να αισθάνομαι όπως ένας αθλητής ποδηλάτης, ο οποίος κάπου-κάπου οδηγεί αυτοκίνητο».

Με πρόφαση την επέτειο του θανάτου του, προβαίνω σε ένα χορταστικό αφιέρωμα στον μεγάλο σημειολόγο, όπως χορταστικά ήταν όλα τα βιβλία που μας χάρισε. Αρχής γενομένης το 1985, οταν κυκλοφόρησε «Το όνομα του Ρόδου» στα ελληνικά, περίμενα με ανυπομονησία το επόμενο. Δεν ήταν ποτέ «απλή λογοτεχνία». Ήταν μάθημα ιστορίας, τέχνης, φυσικής, θεοσοφίας, λαογραφίας- ήταν μια αποκάλυψη.
Πώς να μην τον λατρέψω; Πώς να μην ζηλέψω την απέραντη βιβλιοθήκη του; Πώς να μην ψάξω να μάθω κι άλλα, από όσα ανέφερε, ανέλυε και μου προξενούσε το ενδιαφέρον; Πώς να μη θεωρώ μεγάλη έλλειψη την απουσία της φθαρτής του ύπαρξης και ευλογία όσα πρόλαβε να μας κληροδοτήσει;

Θα ξεκινήσω με γενικές βιογραφικές και συγγραφικές πληροφορίες:
Ο Ουμπέρτο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932, αλλά με την έναρξη του Β΄Π.Π. μετακόμισε με τη μητέρα του σ’ ένα χωριό στα βόρεια της χώρας ( ο πατέρας του είχε στρατευθεί). Στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών έγινε αυτόπτης μάρτυρας μαχών ανάμεσα σε παρτιζάνους και φασίστες, «ένα γουέστερν», όπως το χαρακτήρισε χρόνια μετά.
Ξεκίνησε να σπουδάσει Νομική, αλλά τον συνεπήρε η Μεσαιωνική Φιλοσοφία και Λογοτεχνία, καταλήγοντας να γίνει διδάκτωρ Φιλοσοφίας το 1964. Το θέμα της διατριβής του έγινε και πρώτο του βιβλίο: «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη».
Η δημοσιογραφία τον έθελγε επίσης και έγινε Διευθυντής του Πολιτιστικού Προγράμματος στο κανάλι της Ιταλικής Κρατικής Τηλεόρασης, μια σπάνια ευκαιρία να γνωρίσει την κοινωνία μέσα από τα ΜΜΕ- τότε ελεγχόμενα από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Το δεύτερο βιβλίο του, «Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα» προανήγγειλε τα επόμενα.
Η μικρή του στήλη στην εφημερίδα Verri με θέματα γλωσσιολογίας και καθημερινής πραγματικότητας τον έκανε γνωστό στη μεγάλη μάζα των Ιταλών. Ήταν αυτή η στήλη που έστρεψε το ενδιαφέρον του στην σημειολογία και είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση δεκάδων δοκιμίων («Μεταξύ ψεύδους και ειρωνίας», «Κήνσορες και θεράποντες», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η αποκάλυψη του Ιωάννη» κλπ).
Το πλήθος και η ευρύτητα των θεμάτων του ήταν τόσο μεγάλα, ώστε τον αποκαλούσαν παντογράφο (tuttografo).
Το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο παίρνοντας την έδρα της Σημειολογίας στο εκεί Πολυτεχνείο. Το ενδιαφέρον του στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες, τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη γλώσσα και στη λογοτεχνία. Το 1974 οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
Η έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος το 1980 («Το όνομα του Ρόδου») τού χάρισε την παγκόσμια αναγνώριση.
Άλλα γνωστά μυθιστορήματά του είναι:
«Το εκκρεμές του Φουκώ» (1988), «Το νησί της προηγούμενης μέρας» (1994), «Ο Κάντ και ο Ορνιθόρυγχος»(1997), «Μπαουντολίνο» (2001), «Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα» (2006), «Το κοιμητήριο της Πράγας» (2010), «Το φύλλο μηδέν»(2015).

Θεωρώ ότι η ανάγνωση/μελέτη των έργων του είναι μια πραγματική πρόκληση μάθησης, σου δίνει την αίσθηση ότι παρακολουθείς το ανάλογο μάθημα στο πανεπιστήμιο, ενώ συγχρόνως απολαμβάνεις την τέχνη της λογοτεχνίας.
Είπε- και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη- ότι: «μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ήδη ξέρεις».

Ο Έκο αναφέρει ότι δεν θα ήταν δυνατόν να γράψει «Το όνομα του Ρόδου» χωρίς να έχει διαβάσει τους Λαβυρίνθους του Μπόρχες, «Το εκκρεμές του Φουκώ» χωρίς το Μπουβάρ και Πεσυκέ του Φλωμπέρ.
Αναζητούσε πάντα ένα παλιότερο βιβλίο για να το ενσωματώσει σ’ ένα δικό του.Ίσως γι’ αυτό είναι όλα τους τόσο υπέροχα.
Ο μεγάλος στοχαστής υποστήριζε ότι «το βιβλίο ανήκει σ’ εκείνα τα θαύματα της τεχνολογίας, της οποίας μέρος αποτελούν ο τροχός, το μαχαίρι, το κουτάλι, το σφυρί, το τσουκάλι, το ποδήλατο. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, αυτά δεν αντικαταστάθηκαν ποτέ. Το βιβλίο είναι μια επιβεβαίωση της ζωής, μια μικρή γεύση αθανασίας- αλίμονο, προς τα πίσω».

Το απόσπασμα το διαλέγω από το βιβλίο « ο Κάντ και ο ορνιθόρυγχος» που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το 1999 από τον εκδοτικό οίκο Ελληνικά Γράμματα.
«Ένα πολυσυζητημένο βιβλίο που έχει προδιαγράψει την πορεία του στο χώρο των φανατικών (και μη) της Σημειωτικής, πυκνό από τα νοήματα του πολυγραφόρατου φιλοσόφου και στοχαστή, όσο και την έκδηλη πρόθεσή του να συνδυάσει το εύρος και το βάθος της μελέτης του με μια διάθεση αυτοσαρκασμού και ανατρεπτικού χιούμορ, ώστε να κάνει το έργο πιο εύληπτο και πιο ευχάριστο και στον λιγότερα μυημένο αναγνώστη», σημειώνεται στο οπισθόφυλλο.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

  
   Συχνά, μπροστά στο άγνωστο φαινόμενο, αντιδρούμε κατά προσέγγιση: αναζητούμε τη λεπτομέρεια του περιεχομένου, που ήδη είναι παρούσα στην εγκυκλοπαίδειά μας, που καλώς είτε κακώςς φαίνεται να εξηγεί το νέο γεγονός. Ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας βρίσκουμε στον Μάρκο Πόλο, που βλέπει στην Ιάβα (τώα το καταλαβαίνουμε εμείς) ρινόκερους. Ωστόσο, πρόκειται για ζώα που εκείνος δεν έχει ξαναδεί ποτέ του, με τη διαφορά ότι, κατ’ αναλογία προς άλλα γνωστά ζώα, διακρίνει το σώμα τους, τα τέσσερα πόδια και το κέρατο. Επειδή η κουλτούρα που είχε του παρείχε την έννοια του μονόκερου, με άλλα λόγια του τετράποδου που είχε στη μουσούδα του ένα κέρατο, χαρακτηρίζει τα ζώα εκείνα μονόκερους. Στη συνέχεια, επειδή είναι χρονικογράφος έντιμος και λεπτολόγος, σπεύδει να μας πει ότι τούτοι οι μονόκεροι είναι πολύ παράξενοι, ωστόσο, λίγο εξειδικευμένοι θα λέγαμε, δεδομένου ότι δεν είναι λευκοί και λεπτοί,αλλά έχουν «τρίχωμα βούβαλου και πόδια σαν του ελέφαντα», το κέρατό τους είναι μαύρο και άγαρμπο, η γλώσσα αγκαθωτή, το κεφάλι σαν του αγριογούρουνου: «Είναι πολύ άσχημο στην όψη τούτο το ζωντανό. Δεν είναι, όπως λέγεται στα μέρη μας, καμιά κούκλα για τη βιτρίνα, ίσα ίσα».
   Ο Μάρκο Πόλο φαίνεται να παίρνει μια απόφαση: αντί να ανατμήσει το περιεχομενο προσθέτοντας ένα νέο ζώο στο σύμπαν των ζώων, διορθώνει την ισχύουσα πριγραφή των μονόκερων που, αν βέβαια υπάρχουν, είναι όπως εκείνος τους είδε και όχι όπως διηγείται ο μύθος. Τροποποιεί την ένταση αφήνοντας σε εκκρεμότητα την έκταση. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται ότι είχε πρόθεση να κάνει στην πραγματικότητα, χωρίς πολλές ταξινομητικές ανησυχίες.