The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

 

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μέρος δ΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Μέσα στη σύγχυση των γεγονότων που περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο, το φθινόπωρο του 1829 η αγγλική ηγεσία πίστεψε ότι η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη. Γι’ αυτό πρότεινε την εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Οι Ρώσοι υιοθέτησαν αυτή τη στάση, επειδή η όποια αντίρρηση ή επιφύλαξη θα υποβάθμιζε τον ρόλο τους στον καταναγκασμό των Τούρκων να δεχθούν τους όρους της Τριμερούς.

(Σ’ αυτό το σημείο προκύπτουν κάποια ερωτήματα: Γιατί δεν αξίωσαν οι Ρώσοι να περιληφθεί στο νέο κράτος η Κρήτη, που από το 1821 βρισκόταν σε αδιάκοπο πόλεμο με Τούρκους και Άραβες και είχε υποστεί τόσες συμφορές; Γιατί δεν αξίωσαν να περιληφθεί η Σάμος που είχε μείνει ελεύθερο και απάτητο κάστρο; Μια λογική απάντηση είναι ότι είχε πάψει να ενδιαφέρεται για την ελληνική υπόθεση, στρέφοντας την προσοχή της στην Κωνσταντινούπολη, επιζητώντας, μετά τον πόλεμο, συμφιλίωση με τους Τούρκους και ανάπτυξη στενών σχέσεων. Ο διοικητής των τουρκικών στρατευμάτων, Χαλήλ Πασάς, ορίστηκε έκτακτος απεσταλμένος στην Αγία Πετρούπολη και στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ο κόμης Ορλώφ. Στόχος των Ρώσων ήταν να υποκαταστήσουν τους Αγγλογάλλους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να αναλάβουν εκείνοι την κηδεμονία της Πύλης).

Οι Γάλλοι συμφώνησαν πρόθυμα επειδή αυτή η λύση ευνοούσε τα δικά τους συμφέροντα, ενώ συγχρόνως μπορούσαν να φανούν ευχάριστοι στους Άγγλους, εξασφαλίζοντας την ανοχή τους στην επιχείρηση για την κατάκτηση της Αλγερίας. (Το πρόσχημα ήταν η δράση των Αλγερινών πειρατών στη δυτική Μεσόγειο, γεγονός που ζημίωνε τη γαλλική ναυσιπλοϊα. Ο γαλλικός στόλος είχε αποκλείσει τις ακτές της Αλγερίας από το 1827). Ταυτόχρονα είχαν πετύχει την υπόσχεση των Άγγλων να ανατεθεί στη Γαλλία η προστασία των Κθολικών στην Ελλάδα, δηλαδή την ανανέωση των παλιών προνομίων των Γάλλων βασιλέων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Γαλλία θα αποκτούσε νόμιμο πολιτικό προγεφύρωμα στην Ελλάδα και δικαίωμα επεμβάσεων στα εσωτερικά του νέου κράτους.

Όσο για τους Τούρκους, προσπαθούσαν να χάσουν το δυνατό λιγότερο έδαφος. Πάντως, όλοι τους, δρούσαν ερήμην των Ελλήνων…

Με το Πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουαρίου 1830 οριστικοποιήθηαν τα σύνορα του νέου κράτους(βόρεια σύνορα από τιςεκβολές του Αχελώου ως τις εκβολές του Σπερχειού). Ακολούθησε μια διετία κρίσεων, αναστατώσεων και ανακατατάξεων- στην Ελλάδα δολοφονία Καποδίστρια και επιλογή του Όθωνα, στην Ευρώπη κατάληψη της Αλγερίας από τους Γάλλους, επανάσταση του Ιουλίου, εξεγέρσεις στο Βέλγιο και την Πολωνία. Στην Αγγλία ο φιλελεύθερος Λόρδος Palmerston διαδέχτηκε τον Wellington, στη Γαλλία ο Talleyrand τον La Ferronnays.

Όλα είχαν ωριμάσει για μια νέα τριμερή συμφωνία. Στις 9 Ιουλίου 1832 υπογράφηκε στο Λονδίνο η συνθήκη «οριστικού συμβιβασμού μεταξύ των Τριών Δυνάμεων και της Πύλης για το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Τα ηπειρωτικά σύνορα επανέρχονταν στην παλιά γραμμή (συμφωνημένη από το 1829 στον Πόρο), δηλαδή μεταξύ Αμβρακικού και Παγασητικού. Τα νησιά δεν περιλαμβάνουν τη Σάμο, την Κρήτη και τη Χίο.

Ο ελληνισμός αποκτούσε πλέον μια εθνική εστία, όσο μικρή κι ανίσχυρη κι αν ήταν. Στάθηκε τυχερός και κέρδισε την ανεξαρτησία του λόγω των διεθνών συγκυριών, επειδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή τα συμφέροντα των μεγάλων ταυτίστηκαν. Από εκεί και στο εξής, χρειαζόταν όλη του η υπομονή, η καρτερία και οι θυσίες, τα ποτάμια του αίματος που θα κυλούσαν για να φτάσει στο σήμερα.

 

Με το σημερινό άρθρο τελειώνει το μεγάλο μου αφιέρωμα στην Επανάσταση του 1821. Προσπάθησα να ρίξω λίγο φως σε σπουδαία γεγονότα, τόσο της αρχής, όσο και του τέλους.

Εύχομαι σε όλες και όλους να είστε καλά, με την ευχή να διαφυλάττουμε πάντα την ελευθερία τούτης της μικρής πατρίδας. Αυτή μας έλαχε, όπως λέει ο ποιητής και «σαν αυτή πιο όμορφη δεν είδα».

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

 

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μέρος γ’

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 υπογράφηκε στην Αδριανούπολη η ομώνυμη ρωσοτουρκική Συνθήκη. Με το άρθρο 10 η Τουρκία έκανε δεκτή χωρίς όρους την Συνθήκη του Λονδίνου (1827) και το Πρωτόκολλο (22 Μαρτίου 1829). Μ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την πολεμική νίκη της Ρωσίας, η πολιτική ύπαρξη της Ελλάδας αποκτούσε σάρκα και οστά. Με τον Καποδίστρια στην εξουσία και πιστό στην ορθοδοξία, το νέο κράτος ήταν εξαρτημένο από την Ρωσία.

Δέκα ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης διεξήχθη η τελευταία μάχη του ελληνικού αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας. Στα χέρια των Τούρκων παρέμενε μόνον η Αθήνα. Το Μεσολόγγι είχε ανακαταληφθεί στις αρχές Μαου.

Αυτή η τελευταία φάση του Αγώνα, έφερε εκπλήξεις. Το γεγονός ότι η εφαρμογή των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου οφειλόταν στα ρωσικά όπλα, θεωρήθηκε από τους Άγγλους πλήγμα για τα δικά τους συμφέροντα και κλονισμός του γοήτρου τους. Έβλεπαν από τη μια να ξαναφουντώνει η συμπάθεια των Ελλήνων προς τους Ρώσους, και από την άλλη τους Ρώσους να ελέγχουν την Ελλάδα, όπως ήδη συνέβαινε με τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο τσάρος θα εμφανιζόταν ως προστάτης των ομοδόξων Ορθοδόξων Ελλήνων και θα παρεμπόδιζε τις δικές τους επεμβάσεις, ενώ το ελληνικό εμπορικό ναυτικό θα εκμεταλλευόταν σχεδόν μονοπωλιακά τον Εύξεινο Πόντο και θα κυριαρχούσε στην ανατολική Μεσόγειο. Οι Άγγλοι ανησυχούσαν έντονα για το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας ισχυρής ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας που θα έπαιζε ανταγωνιστικό ρόλο, όχι μόνο στη Μεσόγειο, αλλά και σε διεθνή κλίμακα. Το 1829 υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για την αναγέννηση του ελληνικού ναυτικού, χάρη στην αφθονία του έμψυχου υλικού, την πείρα, την ενεργητικότητα και την τόλμη των πληρωμάτων, την προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες και τις δυνατότητες εκσυγχρονισμού. Και αυτή η ανησυχία βασιζόταν στις ήδη-προ του αγώνα- επιτυχημένες κινήσεις του ελληνικού ναυτικού, ακόμη και στο Λονδίνο.

Να σημειώσουμε εδώ ότι η αγγλική εξωτερική πολιτική είχε χάσει τον δυναμισμό της μετά τον θάνατο του Canning. Τα γεγονότα των 1828-1829 προκάλεσαν σύγχυση, δισταγμούς και παλινδρομήσεις στη νέα συντηρητική ηγεσία, που επέστρεψε στην αντιδραστική και στείρα στρατηγική του Castlereagh. Έτσι, η πρωτοβουλία στο ελληνικό ζέον θέμα, που αποτελούσε το κέντρο του Ανατολικού Ζητήματος, πέρασε στους Ρώσους και τους Γάλλους. Κι ενώ ο τσάρος απειλούσε την Κωνσταντινούπολη και η Γαλλία αύξανε την επιροή της στην Πύλη και στον Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, οι Άγγλοι –για πρώτη φορά- έμειναν ουραγοί στα γεγονότα, διστακτικοί και σαστισμένοι. Η παρουσία των γαλλικών στρατευμάτων στον Μωριά τους ενόχλησε πάρα πολύ, ιδιαίτερα μετά τις εντυπωσιακές νίκες των Ρώσων, με την Συνθήκη της Αδριανουπόλεως να τους ανυσυχεί έντονα. Έτσι, στις 19 Σεπτεμβρίου 1829 ο Βρεταννός πρεσβευτής στο Παρίσι λόεδος Stuart επέδωσε έντονη νότα στην κυβέρνηση Polignac, αξιώνοντας να αποχωρήσει άμεσα το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα από την ελεύθερη Ελλάδα, αλλιώς θα διακόπτονταν οι διπλωματικές τους σχέσεις.

Αυτή η απροσδόκητη τελεσιγραφική αξίωση των Άγγλων μπορούσε να προσφέρει υπηρεσίες στον Τούρκο σουλτάνο, αφού με την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων, θα εξαφανιζόταν κάθε υποψία πιέσεων ή απειλών από την πλευρά των Ελλήνων. Η Γαλλία, όμως, απάντησε ότι ήταν αδύνατο να αποσύρει τις δυνάμεις της πριν τον Δεκέμβριο.

«Εκείνο που μας ενδιαφέρει κυρίως», διευκρίνησε η αγγλική κυβέρνηση, «είναι να αποφύγουν οι Γάλλοι κάθε εχθρική εκδήλωση κατά των Τούρκων στην Ελλάδα, καθώς και την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τους Έλληνες χωρίς την συγκατάθεση ή την συμμετοχή της Μ. Βρεταννίας». Αυτά, επειδή η Γαλλία είχε αναλάβει την παροχή μιας νέας οικονομικής βοήθειας, ύψους 500.000 φράγκων στο νέο ελληνικό κράτος.( Ωστόσο, όταν ο Καποδίστριας απέρριψε την γαλλική αξίωση να τοποθετηθεί επικεφαλής του ελληνικού στρατού ο Φαβιέρος, η Γαλλία διέκοψε την ενίσχυση). (Σπύρος Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνον, 1862).

Οι ρωσικές νίκες προκάλεσαν τέτοια σύγχυση στην αγγλική κυβέρνηση, ώστε άλλαζε συνεχώς εξωτερική πολιτική. Ώσπου αποφάσισαν να κάνουν μια εντυπωσιακή στροφή. Ενώ ως τότε η αγγλική κυβέρνηση έδειχνε απροκάλυπτη έχθρα προς τους Έλληνες, με την επιμονή της να περιορίσει στον Ισθμό της Κορίνθου το νέο κράτος, ασκώντας ανοιχτή βία για την διακοπή της πολιορκίας του Μεσολογγίου και πιέζοντας για την αποχώρηση των ελληνικών τμημάτων που μάχονταν στη Ρούμελη, ξαφνικά εισηγήθηκε τροποποίηση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, προτείνοντας να αναγνωρισθεί η ελεύθερη Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος(και όχι υπόδουλο όπως όριζε η Συνθήκη του Λονδίνου), αλλά με περαιτέρω εδαφική συρρίκνωση, ορίζοντας τα ΒΔ σύνορα στον Αχελώο, στερώντας δηλαδήένα μέρος της Αιτωλίας, ολόκληρη την Ακαρνανία και τα νησιά. Μ’ αυτόν τον τρόπο- εκτός των άλλων-θα εφησύχαζε το ενδεχόμενο ενός απελευθερωτικού κινήματος στα Επτάνησα, και προαλείφοντας την ύπαρξη βάσης στην περίπτωση του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Άγγλος Υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Aberdeen, απευθυνόμενος στον Άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Robert Gordon (10 Νοεμβρίου 1829), δεν θα μπορούσε να διατυπώσει καλύτερα τις θέσεις της Αγγλίας:

«Ο χαρακτήρας του ρωσοτουρκικού πολέμου δεν μπορεί παρά να επηρεάσει την πολιτική μας στην Ανατολή. Και οι πιο δύσπιστοι έχουν πια αντιληφθεί όχι μόνο ότι η Τουρκία ήταν ανίκανη να αναχαιτίσει τις ρωσικές στρατιές αλλά και ότι η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξαρτιόταν από την καλή θέληση του αυτοκράτορα Νικολάου. Είναι αδιαμφισβήτητο πως ο σουλτάνος θα διατηρεί τον θρόνο όσο θα το επιτρέπει η Ρωσία. Η απλή φρόνηση επιβάλλει να είμαστε έτοιμοι για τέτοιο ενδεχόμενο, που κατά τα φαινόμενα δεν θα αργήσει, είτε με εξεγέρσεις χριστιανικών πληθυσμών, υποτελών στην Πύλη, είτε με συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων για μια διανομή, όπως έγινε με την Πολωνία. Ακόμη και η Αυστρία θα προσέλθει, παρά την απέχθειά της. Ποια πρέπει να είναι η πολιτική της Αγγλίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και των συμφερόντων της Ευρώπης; Ως τώρα εγγυόταν την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. Αλλά σήμερα, η εξασθένηση στην οποία έχει περιπέσει η Πύλη, θα καθιστούσε μάταιη κάθε προσπάθεια για αναστήλωσή της. Πρέπει, λοιπόν, να βρούμε το κατάλληλο υποκατάστατο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ειρήνης και του πολιτισμού. Άλλωστε, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στις απεχθείς ακρότητες της τουρκικής τυραννίας. Κάθε μέρα που περνάειγίνεται πιο φανερή η αδυναμία να εξασφαλισθεί και η παραμικρή συμπάθεια σε ένα σύστημα που θεμελιώνεται στην αμάθεια και την αγριότητα, σ’ αυτήν την χονδροειδή μηχανή που παράγει βαρβαρότητα. Επιβάλλεται επομένως να δώσουμε στο ελληνικό κράτος μια ισχυρή υπόσταση για να υποκαταστήσει σιγά-σιγά την Τουρκία. Θα ήταν ένα είδος ευθανασίας».

 

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μέρος β’

Της Dimitra Papanastasopoulou

 

 


 

Η ρωσική εκστρατεία ήταν καταστροφική για τους Τούρκους. Στις 11 Ιουνίου 1829 ο στρατηγός Diebitch νίκησε τον Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή) και δύο μήνες αργότερα βρισκόταν στην Αδριανούπολη, μόλις εξήντα χιλιόμετρα μακριά από την Κωνσταντινούπολη.

Τότε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τους πρεσβευτές της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας σε μυστική συνεδρίαση, αναγγέλλοντας ότι το Διβάνι δέχεται την ίδρυση αυτόνομου, ηγεμονικού τύπου, ελληνικού κράτους, αλλά μόνον στην Πελοπόννησο. Βέβαια, ακόμη κι εκεί οι Τούρκοι θα διατηρούσαν μερικά κάστρα. Στις Κυκλάδες θα ίσχυε το παλιό κοινοτικό σύστημα.

Δέκα ημέρες αργότερα (15 Αυγούστου), υπό την απειλή των Ρώσων στην Αδριανούπολη, υπήρξε μια ακόμη ελάχιστη υποχώρηση των Τούρκων: δέχτηκαν να περιληφθούν στο νέο ελληνικό κράτος και οι Κυκλάδες, με κάποιους όρους: 1) Να μην επιτρέπεται η μετανάστευση Ελλήνων από άλλες μεριές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ελεύθερη Ελλάδα. 2) Να αυξηθεί ο φόρος επικυριαρχίας και να μην επιτραπεί δημιουργία στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων. 3) Να συγκροτηθούν μόνο όσες δυνάμεις κριθούν αναγκαίες για να διατηρηθεί η τάξη και η κοινή ησυχία.

Τα πολεμικά γεγονότα, όμως, εξελίσσονταν ραγδαία. Στις 19 Αυγούστου οι Ρώσοι κατέλαβαν την Αδριανούπολη και το Ερζερούμ, ενώ απειλούσαν και την Τραπεζούντα. Οι Τούρκοι κεραυνοβολήθηκαν. Ο σουλτάνος τρομοκρατήθηκε. Οι Ευρωπαίοι άρχισαν να ετοιμάζονται για πόλεμο. Αγγλικά πλοία έπλεαν προς τα Στενά, με τον Ουέλλιγκτον να αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο εισόδου στη Μαύρη Θάλασσα, οι Γάλλοι ετοίμαζαν τις βάσεις τους, οι Αυστριακοί περίμεναν έτοιμοι.

Οι μυστικές διαπραγματεύσεις για την οριστική λύση του Ανατολικού Ζητήματος, μέσα σε πνεύμα ψυχρού δούναι και λαβείν, είχαν αρχίσει. Η Αγγλία είχε επέμβη στην Πορτογαλία το 1826, οι Γάλλοι στην Ισπανία λίγο νωρίτερα, και τώρα η μάχη θα δινόταν για την Ελλάδα. Και οι Τρεις Δυνάμεις διεκδικούσαν την αποκλειστικότητα της διαδοχής, υποκαθιστώντας τον σουλτάνο ως «προστάτες» των Ελλήνων.

Η από 8 Αυγούστου 1829 νέα γαλλική κυβέρνηση Polignac προτείνει μυστικά στον τσάρο Νικόλαο Α΄ ένα σχέδιο διανομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με παράλληλες ανακατατάξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Δηλαδή, την ίδρυση ενός νέου χριστιανικού κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη που θα περιλάμβανε και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, όλόκληρη την κυρίως Ελλάδα, όλα τα νησιά και τις ακτές της Μ. Ασίας, από τον Εύξεινο Πόντο ως τη θάλασσα της Κύπρου- όλες τις περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς. Οι Ρώσοι θα προσαρτούσαν τη Βλαχία και τη Μολδαβία, και ένα μεγάλο τμήμα των ανατολικών περιοχών της Τουρκίας. Η Πρωσία θα γινόταν μεγάλη Δύναμη με την προσάρτηση της Ολλανδίας και της Σαξωνίας. Το μερίδιο της Αυστρίας θα ήταν η Σερβία και η Βοσνία, και της Γαλλίας το Βέλγιο. Στους Άγγλους θα περιέρχονταν οι ολλανδικές αποικίες.

Το σχέδιο αυτό καταρτίσθηκε από τον διευθυντή των πολιτικών υποθέσεων Debois-le-Comte, εγκρίθηκε από το Ανακτοβούλιο και στάλθηκε στον Γάλλο πρεσβευτή στην Πετρούπολη δούκα de Mortemart για να το γνωστοποιήσει με κάθε μυστικότητα στον τσάρο.

Την ίδια στιγμή ο Μέττερνιχ, ο μέγας προστάτης της Τουρκίας, προτείνει τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποκλείοντας από τις συνεννοήσεις την Γαλλία.

Ο τσάρος απέρριψε το σχέδιο και βεβαίωσε τους Γάλλους ότι θα παραμείνει πιστός τους σύμμαχος.

 

Είναι φανερό ότι το γαλλικό σχέδιο παραμέριζε τους Άγγλους. Με τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Μωχάμεντ Άλι θα γινόταν ανεξάρτητος, και οι παλιές ελπίδες της Γαλλίας για επικράτηση στην Αίγυπτο θα ξαναζωντάνευαν, ενώ θα απέκοπταν και τους δρόμους της Αγγλίας προς την Ινδία.

Αλλά το σχέδιο άργησε να φθάσει στον αποδέκτη του εγκαίρως. Τα μέσα επικοινωνίας της εποχής δεν επέτρεπαν γοργές συνεννοήσεις και δράση. Ο στρατηγός Diebitch βρισκόταν πλέον στην Αδριανούπολη, το ρωσσικό ιππικό έμπαινε στη Ραιδεστό και τον Αίνο- δηλαδή μπροστά στην Κωνσταντινούπολη. Εντούτοις, ο Ρώσος στρατηγός δεν προώθησε τις δυνάμεις του στην Κωνσταντινούπολη. Οι δισταγμοί του είχαν βαθύτερα πολιτικά και όχι στρατιωτικά αίτια. Ο τσάρος αναλογιζόταν τις συνέπειες των θριάμβων του από την πλευρά κυρίως των Άγγλων. Για μια ακόμη φορά εφαρμοζόταν το παλιό δόγμα της ρωσικής πολιτικής: καλύτερα μια παραπαίουσα Τουρκία στα νότια σύνορα, παρά οι Δυτικοί.

Ο ίδιος Ρώσος Υπουργός των Εξωτερικών εξηγεί με ειλικρίνεια για ποιον λόγο τα στρατεύματα του Diebitch σταμάτησαν στην Αδριανούπολη. Υπήρχε φόβος μήπως υποκατασταθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην περιοχή των Στενών, στην νότια βαλκανική και τη Μ. Ασία από ένα ισχυρό ελληνικό και ανταγωνιστικό κράτος. «Η Ρωσία μπορούσε ίσως να καταφέρει το τελευταίο πλήγμα εναντίον της οθωμανικής μοναρχίας. Αλλά αυτή η μοναρχία, αναγκασμένη για την επιβίωσή της να διατελεί υπό ρωσική προστασία, ήταν προτιμότερη για τα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα της Ρωσίας από όλες τις άλλες λύσεις, τη μεγάλη επέκταση με κατακτήσεις ή την υποκατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από κράτη που αργά ή γρήγορα θα συναγωνίζονταν τη Ρωσία σε ό,τι αφορά την ισχύ, τον πολιτισμό, τη βιομηχανία, το εμπόριο» ( E. Driault-M. Lhéritier, Histoire Diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, Paris 1926).

Η στρατηγική του τσάρου δεν περιελάμβανε διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα όπλα. Ήδη από τον Ιούνιο, όταν η εξέλιξη του ρωσοτουρκικού πολέμου ήταν άδηλη, ο τσάρος είχε προτείνει ειρήνη στην Πύλη διαμέσου του βασιλιά της Πρωσίας. Την αποστολή είχε αναλάβει ο Πρώσος στρατηγός Müffling που έφθασε στην Πόλη τη στιγμή που τα ρωσικά στρατεύματα βρίσκονταν μπροστά στην Αδριανούπολη. Φοβισμένος ο σουλτάνος, δέχτηκε την έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία. Αλλά, μόλις έμαθε ότι η Αδριανούπολη έπεσε, κατέρρευσε, και συνένεσε στη συνθήκη του Λονδίνου, δηλαδή στην ίδρυση ελληνικού κράτους ηγεμονικού τύπου.

 

  

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

 

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Πλησιάζοντας στο τέλος της χρονιάς-αφιερώματος στον αγώνα της Ανεξαρτησίας μας, επιλέγω να μιλήσω για το τέλος του Αγώνα και τις καταστάσεις που καθόρισαν την μελλοντική μας πορεία.

Το 1828 κοντεύει να τελειώσει. Ο Καποδίστριας έχει έρθει στον τόπο μας από τις αρχές εκείνης της χρονιάς και αγωνίζεται με υπομνήματα για την επέκταση των βορείων συνόρων μας. Ο σουλτάνος εξακολουθεί να είναι αδιάλλακτος και οι Σύμμαχοι συνηγορούν στην ίδρυση ενός –στην ουσία-υποτελούς στην Πύλη ελληνικού κράτους. Αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους και εξισορροπούσε τις αντιθέσεις τους. (Τόσο οι Άγγλοι όσο και οι Γάλλοι προσπαθούσαν από το 1824 να καταπατήσουν ελληνικά νησιά, και την Πελοπόννησο ακόμη, για να δημιουργήσουν στρατιωτικές βάσεις).

Όλα τα μάτια είναι στραμμένα στην άνοιξη του 1829 και στην εξόρμηση των ρωσικών στρατευμάτων στην Βόρεια Βαλκανική. Θα έφερνε, άραγε, την απελευθέρωση των Ελλήνων; Την κυριαρχία των Ρώσων στην Ανατολή; Έναν παγκόσμιο πόλεμο και τη διανομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Όλα αυτά δημιουργούσαν αβεβαιότητα και αναβλητικότητα.

 

Στις 22 Μαρτίου 1829 υπογράφεται στο Λονδίνο το Πρωτόκολλο των Τριών Δυνάμεων για την «οριστική λύση» του ελληνικού ζητήματος. Αυτή η διπλωματική πράξη δημιουργούσε το νέο, υποτελές ελληνικό κράτος, ερήμην των ενδιαφερομένων. Τα βόρεια σύνορα θα εκτείνονταν μεταξύ Αμβρακικού και Παγασητικού, διαμέσου Αγράφων και Όθρυος. Στο νέο κράτος θα περιλαμβάνονταν οι Κυκλάδες και η Εύβοια. Ο ετήσιος φόρος υποτέλειας στον σουλτάνο οριζόταν σε 1,5 εκ. γρόσια. Όσο για το πολίτευμα, «θα προσεγγίζει, όσο είναι δυνατόν, στους μοναρχικούς θεσμούς και ο θρόνος θα ανατεθεί σε χριστιανό άρχοντα ή ηγεμόνα». Τέλος, με αξίωση των Άγγλων, έπρεπε να αποχωρήσουν από τη Ρούμελη τα ελληνικά στρατεύματα.

Υπόδουλες θα παρέμεναν όλες οι εθνογραφικά ελληνικές περιοχές, ακόμη και εκείνες που πήραν μέρος στην Επανάσταση και εξακολουθούσαν να πολεμούν: Κρήτη, νησιά του ανατολικού Αιγαίου, Θεσσαλία, Ήπειρος. Κατά τις Τρεις Δυνάμεις, και ιδίως τους Άγγλους, ο ακρωτηριασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπρεπε να είναι ανώδυνος και ανεπαίσθητος.

Αυτοί οι όροι ήταν και ασύμφοροι και ταπεινωτικοί για τους Έλληνες. Μετά από οκτώ χρόνια αγώνων και θυσιών, οι Δυνάμεις πρότειναν τη δημιουργία ενός- στην ουσία- μη βιώσιμου κράτους και μάλιστα υπό την οθωμανική επικυριαρχία. Απαράδεκτοι ήταν οι όροι και για τους Τούρκους που συνέχιζαν την αδιαλλαξία τους. Και αυτή ακριβώς η αδιαλλαξία αποτελούσε το μεγάλο πρόβλημα για τους Άγγλους και Γάλλους πρεσβευτές που είχαν επιστρέψει τον Ιούνιο του 1829 στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Άγγλος πρεσβευτής Robert Gordon, αντικαταστάτης του Stratford Canning, επιχείρησε μια βολιδοσκόπηση των διαθέσεων της Πύλης αναθέτοντας στον Αυστριακό συνάδελφό του Βαρώνο Ottenfels να επικοινωνήσει με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών και να του γνωστοποιήσει το περιεχόμενο του Πρωτοκόλλου.

Η απάντηση του Τούρκου Υπουργού ήταν απορριπτική. Θεώρησε ότι οι Τρεις επεδίωκαν να επιβάλουν ένα καθεστώς τύπου Σερβίας, αλλά οι Έλληνες δεν κατοικούν, όπως οι Σέρβοι, σε τόπο κυκλωμένο από εκείνους(τους Τούρκους). Αντίθετα, είναι διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία.

«Αν δεχτούμε τις προτάσεις των τριών Αυλών, τότε διαιωνίζουμε στο εσωτερικό το πνεύμα της ανταρσίας. Θα μπορούσαν και υποτελείς σήμερα ραγιάδες να εξεγερθούν και να αξιώσουν τα ίδια δικαιώματα της ελευθερίας που διεκδικούν οι ομόθρησκοί τους επαναστάτες. Δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε ούτε σπιθαμή», κατέληξε.

Ο Αυστριακός πρεσβευτής, όχι μόνο συμφωνούσε μ’ αυτές τις απόψεις, αλλά και τις υποκινούσε. Η απελευθέρωση των Ελλήνων δεν ανησυχούσε μόνο την Πύλη. Ενοχλούσε το ίδιο και τους Αυστριακούς.

Ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών έγραψε στις 22 Απριλίου 1829 στον πρεσβευτή τους Guilleminot: «Η πείρα μας δίδαξε πως οι Τούρκοι δεν υποχωρούν παρά μονάχα σε μια θέληση που εκφράζεται δυναμικά». Ας σημειωθεί ότι αυτή η πάγια τακτική της τουρκικής διπλωματίας ακολουθείται με συνέπεια ως τις ημέρες μας. Δεν ενδίδουν στις διαπραγματεύσεις, παρά μόνον υπό το κράτος βίας και ανάγκης, αλλά και τότε μόνον διαδοχικά, αντιστεκόμενοι πεισματικά στις υποχωρήσεις τους.

Τα ίδια απάντησαν οι Τούρκοι και στον Gordon, περιμένοντας την έκβαση της ρωσικής επιδρομής. Μόνον αν ηττώντο θα συμφωνούσαν με το Πρωτόκολλο…

Στις 9 Ιουλίου 1829 ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών δέχτηκε επίσημα τους εκπροσώπους των Τριών Δυνάμεων, τους άφησε να περιμένουν μισή ώρα, άκουσε τις προστάσεις τους και απάντησε ότι «το ζήτημα χρειάζεται σκέψη», για να κερδίσει χρόνο.

«Μα, οι Ρώσοι προχωρούν!» είπε ο Άγγλος πρεσβευτής.

«Δεν είναι τόσο φοβερή η κατάσταση. Εκείνο που προέχει είναι η εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας. Είμαστε αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουμε ούτε σπιθαμή από τα εδάφη μας».