The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

 

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘30

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ

Μέρος β΄

Της Dimitra Papanastasopoulou


 


Ανήσυχο πνεύμα ο Γιώργος Θεοτοκάς, βρέθηκε στο κέντρο των αναζητήσεων της γενιάς του '30 και του διαλόγου περί «ελληνικότητας». Οι δραματικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις σε ελληνικό και διεθνές πεδίο (μεταξική δικτατορία, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική περίοδος) σφράγισαν την πνευματική του πορεία και καθόρισαν τις θέσεις και τις απόψεις του. Πολέμιος κάθε ολοκληρωτισμού, προέβαλλε πάντα τις ακλόνητες θέσεις του περί προσωπικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ υποστήριξε σθεναρά τον κεντρώο πολιτικό χώρο.

Με τα δοκίμιά του ο συγγραφέας κατάφερε να διαμορφώσει ένα ευλύγιστο, εναργές και απλό γράψιμο, με όργανο μια εκπληκτικά στρωτή δημοτική. Όμως, ο ίδιος προτιμούσε τα μυθιστορήματα. Μιλάμε για το αστικό μυθιστόρημα εποχής, το βασισμένο στη θεματική διάρθρωση του υλικού, στη δημιουργία χαρακτήρων και στην αιτιατή πλοκή. Επηρεάστηκε από τους Σταντάλ, Μπαλζάκ, Φλομπέρ και Τολστόι, αλλά όχι από τους συγχρόνους του Προυστ, Τζόις, Γουλφ, Κάφκα και Μούζιλ, όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Αράγης στα έργα του «Γιώργος Θεοτοκάς. Παρουσίαση-Ανθολόγηση» και Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)

 

Διαπιστώνοντας το τέλμα στα ελληνικά πνευματικά δρώμενα και την δεσποτεία της παλιάς γενιάς των διανοουμένων δυσφορεί αφάνταστα. Είναι ο κατ΄ εξοχήν εκφραστής της νέας γενιάς που ασφυκτιά από τον θανατηφόρο δεσποτισμό των παλιών. Γι’ αυτό, συγκεντρώνει γύρω του τα πιο ευπρεπή και μορφωμένα στρώματα της ελληνικής νεότητας και τίθεται με την πολυεπίπεδη πνευματική παρουσία του, ηγέτης της προσπάθειας για την αναγέννηση του τόπου.

Διακήρυξε, όπως εύστοχα επισημαίνει ο μεγάλος μας κριτικός Αντρέας Καραντώνης, ότι ο νεοελληνικός χαρακτήρας, σαν χαρακτήρας έθνους ζωντανού, δεν μπορεί να είναι μονόπλευρος και σταματημένος σε πάγια χαρακτηριστικά, αλλά μια πολύχρωμη σύνθεση από πολλές διαφορετικές τάσεις, παραδόσεις και προσωπικότητες. Σε κάθε του βήμα ήταν έκδηλη η διαύγεια του ύφους, η καθαρότητα των συλλογισμών και η κριτική ματιά του.

Τη συγγραφική του τεχνοτροπία και την πνευματική του οξυδέρκεια αποτυπώνει με ξεχωριστή ενάργεια στο πρωτοποριακό για την εποχή του έργο «Αργώ». Είναι μια σπουδαία πεζογραφική σύλληψη από τις πιο εμπνευσμένες της γενιάς του’30, μέσα από την οποία, όπως σχολιάζει ο Σπύρος Πλασκοβίτης: «Ο Θεoτοκάς θέλησε να αγκαλιάσει ολάκερη την ιδεολογική και ηθική μετάβαση του νεοελληνικού αστισμού, από τη μονοκρατορία της Μεγάλης Ιδέας, ως την παροπλισμένη δημοκρατία του μεσοπολέμου».

Ο Γιώργος Θεοτοκάς επιχειρεί για πρώτη φορά μια συστηματική προσπάθεια ψυχολογικής αποτύπωσης όλων των τύπων που εκφράζουν την νεοελληνική πραγματικότητα και έτσι προσφέρει μια εξαιρετική τοιχογραφία της Ελλάδας του μεσοπολέμου. Με τις άχραντες ηθικά μορφές στην «Αργώ», δημιουργεί ένα μυθιστόρημα υψηλής πνευματικής και πολιτισμικής αγωγής. Μέσα από την «Αργώ» ο αναγνώστης, όπως σημειώνει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «ανασαίνει σε μια πνευματική ατμόσφαιρα».

Κι επειδή η «Αργώ» είναι τόσο σημαντική, κι επειδή επιθυμώ να γνωρίσετε και μια άλλη πλευρά του Γιώργου Θεοτοκά, σας μεταφέρω ένα μικρό κομμάτι, γραμμένο από την μικρότερη αδελφή του.

 

«Στον λόφο του Χριστού, στην Πρίγκιπο, σ’ ένα πευκόφυτο δάσος, υπήρχε ένα μοναστήρι που, στον 20ό αιώνα, είχε ξεφύγει από τον αρχικό προορισμό του. Μαζί με τρία-τέσσερα νεότερα κτίσματα, είχε γίνει τόπος παραθερισμού. Δίπλα στην εκκλησία ήταν ένα νεκροταφείο, παρατημένο από καιρό. Σ’ ένα από τα «παιδικά» διηγήματά του ο Γιώργος περιγράφει τα τρελά παιχνίδια της παρέας του ανάμεσα στους τάφους: “Ξέραμε απ’ έξω την τοποθεσία όλων σχεδόν των τάφων και τους νεκρούς τούς λέγαμε με τα μικρά τους ονόματα. Σε κείνην τη γωνιά καθότανε η Μελπομένη, δίπλα της η Ευγενία, παρακάτω ήταν ο Αναστάσιος, στην αντικρινή γωνιά ο Γεράσιμος. Ξέραμε απάνω-κάτω και την ηλικία του καθενός. Πηδούσαμε απάνω από τα μνήματα, σκαρφαλώναμε στους τοίχους και στους κορμούς των κυπαρισσιών, κυλιόμασταν στα χορτάρια, αναστατώναμε τον κόσμο των νεκρών με τα τρεξίματα, τις φωνές μας, τα γέλια μας και καμιά φορά τα κλάματά μας, όταν γινότανε καβγάς”(Ο κήπος με τα κυπαρίσσια,1937).

Σ’ εκείνη την ηλικία, η διαφορά ανάμεσα στον Γιώργο και σε εμένα ήταν μεγάλη, έξι ολόκληρα χρόνια. Ετσι, τα αγόρια δεν με καταδέχονταν. Οπως έγραφε ο Γιώργος, “υπήρχαν κάτι πολύ μικρά κοριτσάκια που μας ακολουθούσαν με πολύ κόπο… και που δεν τα θεωρούσαμε μέλη της συντροφιάς”.

Παρότι οι αναμνήσεις μου από κείνα τα χρόνια είναι αμυδρές, θυμάμαι θα ήταν το 1917, τον Γιώργο στη Χάλκη, να πηδά από τα κεραμίδια της εκκλησιάς της μικρής μονής του Αρσενίου, να με αρπάζει από το χέρι και να με τραβολογά στο δάσος, για να μην τον μαρτυρήσω στον πατέρα Κωνστάντιο, που τον είχε αντιληφθεί. Ο τελευταίος επρόκειτο να εμπνεύσει στον Γιώργο τον Παπασίδερο της Αργώς, τον πιο δυνατό, όπως πίστευε, τύπο του μυθιστορήματος».

 

Βασικό μέλημα σε όλα τα έργα του Γιώργου Θεοτοκά που παρουσιάζουν μια αδιαίρετη ενότητα είναι η ελληνική διάρκεια, το μέλλον και η πορεία του ελληνισμού, ως σπουδαίας πνευματικής και πολιτισμικής δομής της ανθρωπότητας.

Πρέσβευε ότι «το γνήσιο ελληνικό πνεύμα, που παραδόθηκε ναρκωμένο και καταχωνιασμένο κάτω από τις στοίβες νεκρού δασκαλισμού, μπορούσε να απελευθερωθεί και να συμβάλλει σε μια άνθηση της ελληνικής σκέψης και των ελληνικών γραμμάτων».

Όπως σημειώνει και ο ίδιος στα πρωτοπόρα δοκίμιά του «Αναζητώ ένα ορισμένο είδος ανθρωπιάς, όχι στατικό, αλλά δυναμικό, ικανό να ανανεώνεται, να αναπροσαρμόζεται και να δημιουργεί χωρίς τελειωμό». Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και έχοντας δεχθεί επηρεασμούς από τα πιο πρωτοπόρα αισθητικά ρεύματα της Ευρώπης, κόμιζε πάντα στα πνευματικά του βήματα τη φρεσκάδα της πρωτοπορίας, χωρίς όμως ποτέ να αλλοτριώσει την ελληνικότητά του, για την οποία πάσχιζε μια ζωή.

Κατάφερε να μπολιάσει την νεοελληνική πνευματική πραγματικότητα με νοοτροπία ευρωπαϊκή και οραματίστηκε την αναγέννηση του ελληνισμού, ως μελλοντικού καθοδηγητή της Ευρώπης. Μέσα από αυτή τη στάση του, όπως σημείωσε ο Χρήστος Λαμπράκης, «εξέφρασε το πρότυπο του ευρωπαίου διανοουμένου, που γνώριζε την αλληλεξάρτηση όλων των φαινομένων και γι’ αυτό ζητούσε να αποκτήσει γενική καλλιέργεια».

Οι ρηξικέλευθες θέσεις που πήρε για τον ρόλο και την ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων επέφεραν σωρεία άδικων και κακόβουλων επιθέσεων, εκείνος όμως κράτησε μια αξιοπρεπή στάση και δεν στράφηκε εναντίον κανενός.

Υπήρξε αναμφίβολα μία από τις λαμπρότερες και πολυεπίπεδες φυσιογνωμίες των ελληνικών γραμμάτων την περίοδο του μεσοπολέμου. Διάνοιξε νέους ορίζοντες στη νεοελληνική γραμματεία και αναδείχτηκε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.

Ο Π. Σπανδωνίδης δίνοντας επιγραμματικά το πνευματικό στίγμα του Θεοτοκά γράφει: «Η όλη παρουσία του Θεοτοκά στη διασκεπτική περιοχή, μας δίνει ένα μυαλό οπλισμένο με βαθιά καλλιέργεια και φανερωμένο σε γεωμετρικές αναλογίες, μεγάλης στερεότητας. Παρουσιάζει ένα πνεύμα φωτεινό και διαυγές, αλλά ακόμη συνθετικό και βαθύ, όχι διάχυτο και αυθόρμητο, αλλά δημοσιογραφικό».

 

Τα τέλη της δεκαετίας του 1950 σηματοδότησαν μια ουσιαστική καμπή στην πνευματική του πορεία, που είχε να κάνει με τη στροφή του προς το χριστιανισμό και, κυρίως, την ορθοδοξία, στροφή που ίσως ήταν σχετική με τον θάνατο της γυναίκας του το 1959. Αυτή πάντως η στροφή δεν αλλοίωσε την εικόνα της συνολικής πνευματικής του πορείας. Κατηγορώντας τη Δύση ότι έχει απολέσει το αξιακό της υπόβαθρο, υποστήριξε την επιστροφή στις αξίες μέσω της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, επικρίνοντας ταυτόχρονα και την ελληνική κοινωνία για την αντίστοιχη απώλεια αξιών, και την Εκκλησία για την αδυναμία της να εκσυγχρονίσει την ορθόδοξη παράδοση.)

 

Πολυγραφότατος, εκτός από τα έργα που αναφέρθηκαν στο α΄ μέρος του αφιερώματος, έγραψε και τα παρακάτω:

Οι Καμπάνες, Προβλήματα του καιρού μας, Πνευματική Πορεία,

Εθνική κρίση, Αναζητώντας τη διαύγεια (Δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία), Στοχασμοί και θέσεις (Πολιτικά κείμενα, 2 τόμοι)

Επίσης τα θεατρικά: Το γεφύρι της Άρτας,Όνειρο του Δωδεκάμερου, Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας, Συναπάντημα στην Πεντέλη, Το τίμημα της λευτεριάς, Αλκιβιάδης, Ο τελευταίος πόλεμος, Λάκκαινα, Σκληρές ρίζες, Η άκρη του δρόμου.

Τα ταξιδιωτικά (από τα πολλά ταξίδια του): Δοκίμιο για την Αμερική, Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, Ταξίδια: Περσία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση (σημ. Ρωδία), Βουλγαρία.

Έγραψε ακόμη: Ώρες Αργίας, Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου», Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά Κείμενα:1925-1949 και 1950-1966, 2 τόμοι, Η Ορθοδοξία στον Καιρό Μας, Μια Αλληλογραφία.

 

 

 

 

 

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘30

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ (27 Αυγούστου 1906- 30 Οκτωβρίου 1966)

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou


 


Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε για δύο χρόνια στην Σχολή Ζαμαρία και κατόπιν στο Ελληνογαλλικό Λύκειο. Ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν δικηγόρος και η μητέρα του Ανδρονίκη Νομικού είχε καταγωγή από τα Νένητα της Χίου.

Εκδήλωσε νωρίς την έφεσή του στα Γράμματα και, μαθητής ακόμα, έδωσε διαλέξεις σχετικές με την ιστορία του δημοτικισμού και το έργο του Διονυσίου Σολωμού.

Η καταστροφή του 1922 έφερε την οικογένεια Θεοτοκά στην Αθήνα. Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφηκε στην Νομική του Πανεπιστημίου των Αθηνών το ίδιο έτος. Δείχνοντας ήδη έφεση στα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα, εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της δημοτικιστικής οργάνωσης Φοιτητική Συντροφιά το 1925, παραμένοντας πιστός υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας σε όλη του τη ζωή. Από εκείνα τα χρόνια εξέφρασε την αμφισβήτησή του για τις πνευματικές αξίες της εποχής του και πρόταξε την ανάγκη για αλλαγή και αναγέννηση της νεοελληνικής νοοτροπίας και κουλτούρας. Στα τέλη Αυγούστου 1925 δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα Νέα Χίος με τίτλο Η κοινωνική σημασία του έργου του Ψυχάρη.

Με το ίδιο περιεχόμενο έδωσε διάλεξη και προσφώνησε τον Ψυχάρη σε τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του στην αίθουσα της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Παράλληλα αρθρογραφούσε στην ομώνυμη εφημερίδα της Φοιτητικής Συντροφιάς με θέματα από το γλωσσικό ζήτημα και τη λογοτεχνία, έως το οκογενειακό δίκαιο. Αυτή η τόσο έντονη δράση- επαναστατική και ανατρεπτική για τα τότε δεδομένα- παρ’ ολίγον να του κοστίσει αποβολή από το Πανεπιστήμιο των Αθηνών.

Αποφοίτησε στο τέλος του 1926 και αμέσως μετά (Ιανουάριος 1927) αναχώρησε για το Παρίσι, με σκοπό να κάνει ελεύθερες σπουδές πάνω στα νομικά, την ιστορία και την φιλοσοφία. Έναν χρόνο αργότερα μετακόμισε στο Λονδίνο. Εκεί μελέτησε το αγγλικό δίκαιο, την αγγλική φιλολογία και παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας και πολιτισμού. Τότε, έχοντας διαμορφώσει τις ιδέες του, έγραψε το πρώτο του δοκίμιο, το Ελεύθερο Πνεύμα, το οποίο έμελε να θεωρηθεί αργότερα ως το μανιφέστο της Γενιάς του Τριάντα.

Επέστρεψε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1929, δημοσίευσε το βιβλίο του με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής και άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα δημοσίευε κείμενά του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της πόλης( εφημερίδα Πρωϊα, Εργασία, περιοδικά Νέα Εστία, Κύκλος).

Το 1931 εξέδωσε το Ώρες Αργίας, το 1932 το δοκίμιο Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα και το 1933 το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ.

Μετά την εγκαθίδρυση της Μεταξικής δικτατορίας (Αύγουστος 1936) διέκοψε τη συνεργασία του με τα Νέα Γράμματα και άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, ενώ κυκλοφόρησε το δεύτερο μέρος τού Αργώ. Το 1937 εξέδωσε τα διήγηματα Ευριπίδης Πεντοζάλης και άλλες Ιστορίες, το 1938 το μυθιστόρημα Το Δαιμόνιο (την επόμενη χρονιά η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το Βραβείο Πεζογραφίας γι’ αυτό) και το 1940 το Λεωνής.

Το πνευματικό του έργο διακόπηκε λόγω της έναρξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (Οκτώβριος 1940). Ο Γιώργος Θεοτοκάς κατατάχτηκε εθελοντικά και πολέμησε στην Αλβανία. Επιστρέφοντας από τον πόλεμο έγραψε τα θεατρικά Πέφτει το βράδυ (1941), Αντάρα στ’ Ανάπλι (1942), Το Γεφύρι της Άρτας (1942) και Το κάστρο της Ωριάς (1944)

 

Τον Οκτώβριο του 1944 συνάντησε τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος του ζήτησε να αναλάβει όποια δημόσια θέση επιθυμούσε. Ο Θεοτοκάς αρκέστηκε να συντάξει ένα Υπομνημα για την κατάσταση των πνευμάτων στην Αθήνα το Φθινόπωρο του 1944 και αρνήθηκε την πρόταση.

Λίγους μόνο μήνες αργότερα, με την ολιγόμηνη Κυβέρνηση Πλαστήρα ( Ιανουάριος- Απρίλιος 1945) να παίρνει την αιματοβαμένη σκυτάλη μετά τα Δεκεμβριανά, ο Γιώργος Θεοτοκάς δέχτηκε την πρόταση του Καθηγητή και Υφυπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Άμαντου, να αναλάβει την Διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου που βρισκόταν υπό διάλυση.

Σημειώνει ο ίδιος: «Η τιμητική πρόταση έπαιρνε το χαρακτήρα μιας, ας πούμε, πνευματικής στρατολογίας, σε ώρες εθνικής κρίσης. Σωστό βέβαια θα ήταν να αρνηθεί κανείς. Μα η κατάσταση εκείνη εξασκούσε επάνω μου μια ιδιαίτερη έλξη. Μου φάνηκε πως ήταν μια στιγμή εξαιρετικά επικίνδυνη, όμως δημιουργική, μια στιγμή όπου δεν θα έπρεπε να περιοριστεί κανείς σε μια ομαλή διοικητική ανασυγκρότηση μα να προσπαθήσει να φέρει μέσα στο Ίδρυμα ένα πνεύμα πιο νέο, πιο ζωηρό, πιο εναρμονισμένο με τις πνευματικές ανάγκες και επιταγές του αιώνα. Με τέτοια διάθεση δέχθηκα την πρόταση του Κωνσταντίνου Άμαντου, ξέροντας βέβαια καλά πως οι προσπάθειες του είδους αυτού απαιτούν μεγάλες προθεσμίες, πως μια διετία θα ήταν το ελάχιστο χρονικό όριο για να “χτιστούνε μονάχα τα θεμέλια”».

Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο που ανέλαβε υπηρεσία στις 16 Φεβρουαρίου του 1945 είχε ως εξής:

Πρόεδρος Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος, αντιπρόεδρος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μέλη Κλ. Καρθαίος, Θ. Συναδινός, Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Κατσίμπαλης, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας και, αυτεπαγγέλτως, Π. Εξαρχάκης, Γ. Διευθυντής του Δημ. Λογιστικού, Κυβερνητικός Επίτροπος Μιχ. Μαντούδης, διευθυντής Γραμμάτων και Θεάτρου του υπουργείου Παιδείας, και γενικός διευθυντής Γιώργος Θεοτοκάς.

Την καλλιτεχνική επιτροπή αποτελούσαν ο διευθυντής του δραματολογίου Άγγελος Τερζάκης, οι δυο σκηνοθέτες του θεάτρου Σωκράτης Καραντινός και Πέλος Κατσέλης, τρεις λόγιοι λαμβανόμενοι έξωθεν (Λέων Κουκούλας, Πέτρος Χάρης και Μιχ. Ροδάς).

Να σημειωθεί ότι η διοίκηση αυτή, με τα πολλά χαρισματικά άτομα, χαρακτηρίστηκε από υπεύθυνα χείλη Εαμοκομμουνιστική και αντεθνική και πολεμήθηκε άγρια!

Δίνεται εδώ κάποια έμφαση γιατί όσες(όσοι) δεν έζησαν την ταραγμένη εκείνη εποχή, είναι αδύνατο να φαντασθούν τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου τον Φεβρουάριο του 1945. Σε ένα κτήριο τρυπημένο από οβίδες, με τον πέλεκυ της διακοπής πληρωμών αν καθυστερούσαν ν’ ανεβάσουν κάποια παράσταση, στην ατμόσφαιρα του Εθνικού Θεάτρου επικρατούσε η ευερέθιστη περιπάθεια που διακρίνει τους ανθρώπους του θεάτρου σε όλες τις εκδηλώσεις τους.

 

«Πώς θα έβαζε κανείς τους ανθρώπους αυτούς να συνεργαστούν πάλι αρμονικά για έναν κοινό πνευματικό σκοπό;» αναρωτιέται ο Γιώργος Θεοτοκάς στις σημειώσεις του για την πρώτη μεταπολεμική περίοδο του Εθνικού Θεάτρου. «Από την αρχή της προσπάθειάς μας βρεθήκαμε ριγμένοι σε μια πυρετική εργασία, που δεν σταμάτησε ποτέ και που την προσδιόριζε, κατά πρώτο λόγο η αδυσώπητη οικονομική ανάγκη. Νομίζω, όμως πως δεν χάσαμε τον πνευματικό προσανατολισμό μας».

Ανάμεσα στα θύματα των Δεκεμβριανών ήταν και η μεγάλη ηθοποιός και τραγωδός Ελένη Παπαδάκη. Ο Γιώργος Θεοτοκάς θα γράψει το μυθιστόρημα Ασθενείς και Οδοιπόροι το 1950, ζωγραφίζοντας με τον δικό του τρόπο τον θάνατό της.

Εκείνη τη χρονιά (1945) προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά δεν το κέρδισε.

Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη την βυζαντινολόγο Ναυσικά Στεργίου.

Στην δεύτερη θητεία του στο Εθνικό Θέατρο (1952-1953) ταξίδεψε στις ΗΠΑ με πρόσκληση του State Department, στα πλαίσια τού προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών Smith-Mundt που στόχευε στην βελτίωση της εικόνας της Αμερικής εν μέσω Ψυχρού Πολέμου.

Το 1960 επισκέφθηκε την Αίγυπτο, το Όρος Σινά και το Άγιον Όρος. Την επόμενη χρονιά ταξίδεψε στον Λίβανο και τη Συρία, το 1962 στην Ρουμανία, τη Σοβιετική Ένωση (σήμερα Ρωσία) και στην Περσία (σήμερα Ιράν).

Τον Σεπτέμβριο του 1963 συμμετείχε μαζί με τον Ευάγγελο Παπανούτσο στην Υποεπιτροπή Παιδείας του κόμματος της Ενώσεως Κέντρου, η οποία συνέταξε ένα πλήρες σχέδιο για το εκπαιδευτικό σύστημα σε περίπτωση που το κόμμα κέρδιζε τις εκλογές.

Το 1964 διορίστηκε Πρόεδρος του Δ.Σ. του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

Θα χάσει την σύζυγό του από καρκίνο το 1959 και θα στραφεί στη θρησκεία. Το 1966 θα ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με την ποιήτρια Κοραλία Ανδρεάδη, αλλά θα υποκύψει την ίδια χρονιά από καρκίνο στο συκώτι.

Ένα ελεύθερο πνεύμα είχε εκκλείψει.