The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

ΑΠΟ ΞΥΛΟ ΚΑΙ ΑΣΗΜΙ
(Συνέντευξη στην κ. Κλειώ Τσαλαπάτη, διαχειρίστρια της ιστοσελίδας ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ τον Οκτώβριο 2015)








































Την αγαπητή κυρία Δήμητρα Παπαναστασοπούλου είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω και από κοντά σε μια από τις παρουσιάσεις του τελευταίου, τρίτου βιβλίου της με τίτλο «Από Ξύλο Και Ασήμι», που κυκλοφορεί – όπως και τα προηγούμενά της – από τις εκδόσεις Διόπτρα. Το συγκεκριμένο βιβλίο το αγόρασα με ‘κλειστά τα μάτια’, καθώς αναφέρεται στη γενέτειρά μου, τη Ρόδο. Όταν παρευρέθηκα στην παρουσίασή του είχα την τιμή να γνωρίσω από κοντά τη συγγραφέα και διαπίστωσα με χαρά μου ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο πολύ αξιόλογο, καλλιεργημένο, λάτρη πραγματικό της λογοτεχνίας, προσιτό και ευπροσήγορο που έχει δώσει το δικό του στίγμα στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Τα βιβλία της συγγραφέως χαρακτηρίζονται από τον ευρηματικό συγκερασμό μυθοπλασίας και ιστορίας που εντυπωσιάζει, ενώ το κάθε μυθιστόρημά της διαφέρει από το προηγούμενο σε θεματολογία. 
Την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που αφιέρωσε απαντώντας στις ερωτήσεις αυτής της συνέντευξης – την οποία θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς η συγγραφέας μας εκμυστηρεύεται αρκετές από τις σκέψεις της για τη λογοτεχνία, τη συγγραφή και όχι μόνο – και της εύχομαι ολόψυχα να είναι καλοτάξιδα όλα τα βιβλία της!

1) Αγαπητή κ. Παπαναστασοπούλου, μας έχετε ήδη χαρίσει τρία εξαιρετικά μυθιστορήματα με διαφορετική θεματολογία το καθένα. Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Το έναυσμα ήταν η συνταξιοδότησή μου, απλά επειδή από εκείνη τη στιγμή έγινα κυρίαρχος του χρόνου μου και η δυνατότητα να κάνω ό,τι θέλω, όποτε θέλω και για όσο θέλω, έφερε στην επιφάνεια την ανάγκη της γραφής επιτακτικά.

2) Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και πόσο δύσκολο είναι να  συγκεντρώσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να συνδυάσετε ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία;

Αν εξαιρέσουμε τα πρώτα δύο βιβλία, που αναφέρονται το πρώτο στη Λάρισα και το δεύτερο στη Θεσσαλονίκη, και που ήταν ισχυρή επιθυμία μου να αναφερθώ σ’ αυτές τις δύο πόλεις από προσωπικά βιώματα, γενικότερα, στο μυαλό μου συνωστίζονται ένα σωρό ιδέες, ιστορίες μικρές ή μεγάλες, μέχρι που κάποια βγαίνει με φόρα και «κόβει το νήμα», αφήνοντας τις άλλες πίσω. Από εκείνη τη στιγμή, ψάχνω τον τόπο, διαβάζοντας ιστορία. Όσο για την ευκολία ή τη δυσκολία της συγκέντρωσης των πληροφοριών, για μένα είναι πάντα εύκολο. Ως δια μαγείας ανακαλύπτω την πιο ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία και αρχίζω το κυνήγι των λεπτομερειών, που με εξιτάρει.

3) Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει, ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες τις οποίες περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη, κατά τη γνώμη σας;

Ναι, πιστεύω ότι η/ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει, όχι τόσο για προσωπικά βιώματα, όσο για τις εντυπώσεις, τα χρώματα, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις συνομιλίες με τους ανθρώπους της όποιας χώρας. Όλα αυτά «ανοίγουν» το μυαλό, διευρύνουν τον τρόπο σκέψης (συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους τα ταξίδια, όχι μόνο στους συγγράφοντες). Ωστόσο, είναι πολλές οι φορές που ένας τόπος μας τραβάει, χωρίς να τον έχουμε γνωρίσει και αν διαβάσουμε πολλά γι’ αυτόν, αν δούμε ταινίες και ντοκιμαντέρ, μπορούμε να αισθανθούμε την ατμόσφαιρα, να μυρίσουμε τον αέρα, να περπατήσουμε στους δρόμους του. Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι, ιδιαίτερα σήμερα, τα πράγματα έχουν δυσκολέψει πολύ και ένα πολυήμερο ή πολύμηνο ταξίδι κινείται για τους περισσότερους στη σφαίρα της φαντασίας. Ευτυχώς για τους συγγραφείς, διαθέτουν μεγάλα αποθέματα  φαντασίας...

4) Έχετε συμπεριλάβει ποτέ σε βιβλία σας κάποια προσωπικά σας βιώματα; Πόσο εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή τους, συγγραφικά;

Όχι, δεν το έχω κάνει, δεν νοιώθω την ανάγκη να το κάνω. Ίσως, το κάνω κάποια στιγμή στο απώτατο μέλλον. Για αρκετά χρόνια (ελπίζοντας να έχω σώας τας φρένας μου) θα καταναλώνω τη φαντασία μου σε άλλα, πολύ πιο ενδιαφέροντα  θέματα.

5) Στα βιβλία σας έχετε καταπιαστεί με ποικίλα θέματα κοινωνικού, ιστορικού, δραματικού και ερωτικού περιεχομένου. Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο;

Έχουν υπάρξει συγγραφείς με ελάχιστη μόρφωση που μας κληροδότησαν αριστουργήματα γραφής, επομένως το έμφυτο ταλέντο έχει μεγάλη και πρωταρχική σημασία. Το συμπλήρωμα του ταλέντου δεν έχει καμία σχέση με το όποιο επιστημονικό υπόβαθρο και μάλιστα όταν αυτό το υπόβαθρο είναι θετικής κατεύθυνσης, χωρίς να θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Εγώ πιστεύω ότι το αποτέλεσμα είναι καλύτερο όταν το έμφυτο ταλέντο καλλιεργείται παντί τρόπω.

6) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας «επισκέπτεται» η συγγραφική σας  έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε, ή είναι κάτι που ‘ρέει’ αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;

Ρέει αβίαστα και ορμητικά κι εγώ τρέχω να το προλάβω (να κρατώ σημειώσεις, δηλαδή). Το θεωρώ ευλογία, γιατί, αυτή τη στιγμή π.χ. έχω στο μυαλό μου υποθέσεις για πέντε βιβλία, αλλά μετά από ένα μήνα είναι πολύ πιθανό ο αριθμός να έχει διπλασιαστεί. Κι, όχι τίποτε άλλο, αλλά χρειάζομαι χρόνο και για έρευνα...

7) Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο μυθιστόρημά σας αρκείστε στη δική σας μόνο αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα τη γνώμη κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;

Το τελειώνω,  το αφήνω και το ξαναπιάνω αργότερα, κάνοντας αρκετές διορθώσεις. Όταν είμαι τελικά ευχαριστημένη, το στέλλω στον εκδοτικό οίκο. Εκεί υπάρχει  μια ομάδα αναγνωστών που το διαβάζουν και το αξιολογούν πριν προχωρήσουμε στην συμφωνία της έκδοσης.

8) Από τα τρία μυθιστορήματά σας υπάρχει κάποιο το οποίο ξεχωρίζετε, στο οποίο ίσως έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το καθένα και, γιατί όχι, την ιστορία ‘πίσω από την ιστορία’ του καθενός; Το δικό μου αγαπημένο, νομίζω, δε χρειάζεται να σας το πω… Το ξέρετε, έτσι δεν είναι;

Είναι αδύνατο να τα ξεχωρίσω. Το καθένα έχει τις δικές του ομορφιές και ιδιαιτερότητες. Θα πω, λοιπόν, λίγα λόγια για το καθένα, ξεκινώντας από το πρώτο:
Σαν στάχυα στο χρόνο: Αναφέρεται ως επί το πλείστον στη Λάρισα, την γενέθλια πόλη μου (υπάρχουν και αναφορές στο Βόλο, στα Τρίκαλα, στην Σμύρνη-όχι της καταστροφής- και στην Αμερική)  και είναι η ιστορία δύο οικογενειών, που οι γόνοι τους, ένας άνδρας και μια γυναίκα συναντιούνται και γίνονται ζευγάρι- ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Περνούν δυσκολίες, τόσο προσωπικές (εγκατάλειψη και θάνατος γονέων) όσο και του 20ού αιώνα (πόλεμος, εμφύλιος, εξορία), ανατρέφουν το μοναχογιό τους. Στο τέλος εμφανίζονται κάποια νέα στοιχεία, που δίνουν ιδιαίτερο φως σ’ ένα παλιό ημερολόγιο που περνά από πατέρα σε γιό, φτάνοντας πολύ πίσω.
Στη σκιά των αιώνων: Είναι το δεύτερο βιβλίο μου και μπορώ να πω ότι είναι μια τοιχογραφία της Θεσσαλονίκης- της μεγάλης μου αγαπημένης. Ωστόσο, κι εδώ υπάρχουν αναφορές στην Αγγλία και τη Γαλλία (είπαμε ότι μου αρέσουν τα ταξίδια;) Σ’ αυτό το βιβλίο έχουμε έναν κεντρικό ήρωα που είναι γιατρός, ενώ υπάρχει κι άλλος ένας, πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας, επίσης γιατρός. Πολλά κρυμμένα μυστικά κρατούν το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα, αφήνοντας τον αναγνώστη να αποφασίσει εκείνος πόσα θα φανερωθούν και πόσα θα μείνουν στο σκοτάδι. 
Από ξύλο και ασήμι: Το τελευταίο μου βιβλίο- το δικό σας αγαπημένο, κυρία Τσαλαπάτη. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο που αναφέρεται στη Ρόδο, σε δύο διαφορετικές εποχές: εκείνη της πολιορκίας του 1522 και της Ιταλοκρατίας του 20ού αιώνα(1912-1943). Συνδετικός κρίκος των δύο εποχών, μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, πολύ αγαπητής στους Ροδίτες. Ένα βιβλίο γεμάτο ηρωισμό, έρωτα, κατασκοπεία και θάνατο, με την ελπίδα του αύριο να φέγγει στο τέλος.
Δεν υπάρχει «ιστορία πίσω από την ιστορία» τους, μόνο εκτεταμένη έρευνα και πολύτιμα-για μένα και την πλοκή τους- ευρήματα.

9) Η συγγραφέας Δήμητρα Παπαναστασοπούλου βρίσκει το χρόνο να διαβάζει και για δική της ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της; Όταν συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστρια και γιατί;

Η Δήμητρα διαβάζει συνεχώς, είτε για έρευνα, είτε για ευχαρίστηση, χωρίς να περιορίζεται στην λογοτεχνία (ελληνική και ξένη). Έχει μια τεράστια γκάμα ενδιαφερόντων, από  τέχνες (μουσική, ζωγραφική, γλυπτική), γράμματα (φιλοσοφία, λογική, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, ιστορία, λαογραφία) μέχρι θέατρο, ποίηση και μυθολογία.
Έχω διαβάσει πολλών ειδών λογοτεχνία παλιότερα (ιστορική, κοινωνική, αστυνομική, νουάρ, κατασκοπευτική, μυθολογική, φανταστική κ.α.), αλλά, όπως είναι λογικό, τώρα ψάχνω κάτι ιδιαίτερο, που μπορεί να ανήκει σε οποιαδήποτε κατηγορία, δηλαδή, έργα με πρωτότυπη υπόθεση, ενδιαφέροντες τρόπους έκφρασης με ευρύ και ενδιαφέρον λεξιλόγιο, έργα μέσα από τα οποία πληροφορούμαι για πράγματα άγνωστα (τα οποία ψάχνω περισσότερο μετά), έργα ικανά να με ταξιδέψουν.

10) Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Τα αγαπημένα βιβλία είναι πολλά, ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς- διαβάζω από πέντε ετών... δεν ξέρω σε ποιά να σταματήσω και να τα αναφέρω. Ίσως, να αξίζει να κάνω μια αναφορά στο πρώτο βιβλίο που μού διάβασε ο πατέρας μου- ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ του Βίκτωρα Ουγκώ, και να βάλω δίπλα του τον δικό μας τεράστιο Νίκο Καζαντζάκη, επιλέγοντας την ΑΣΚΗΤΙΚΗ. Μετά από αυτά τα δύο... πέλαγος, ωκεανός. Ξεκίνησα, πάντως, με την λεγόμενη ξένη κλασική λογοτεχνία, πριν προχωρήσω παρακάτω, στους αιρετικούς όλων των εποχών. Η ίδια δυσκολία υπάρχει και με τους αγαπημένους συγγραφείς. Μπορώ, ωστόσο, να αναφέρω τον Τολστόϊ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Κρόνιν της εφηβείας μου, τον Άλντους Χάξλευ, τον Ουμπέρτο Έκο, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Καζαντζάκη, τη Ζυράννα Ζατέλλη, τη Ρέα Γαλανάκη και τη Μάρω Δούκα, σαν πρώτα ονόματα που ξεπήδησαν από τη μνήμη μου, χωρίς να σημαίνει ότι ο κατάλογος σταματά εδώ- το αντίθετο θα έλεγα, αφού γνωρίζω/διαβάζω συνεχώς νέους, ταλαντούχους συγγραφείς.
Επιρροές πρέπει να έχω δεχθεί από όλους, τόσες δεκαετίες που διαβάζω... Λίγο-λίγο, ο κάθε συγγραφέας που μου άρεσε, κάτι άφηνε μέσα μου, όσο διαφορετικά και να έγραφε από κάποιον άλλο. Όμως, επειδή άρχισα να γράφω αρκετά μεγάλη, το στυλ είναι απόλυτα προσωπικό- είναι ο τρόπος που εκφράζομαι και μιλώ, ο τρόπος που διηγούμαι μια μικρή ιστορία ή μια ταινία σε φίλους. Όσο για τη θεματολογία, είναι ό,τι επικρατεί στη σκέψη μου. Η ιστορία με τη λαογραφία και τις πληροφορίες της καθημερινότητας που περιέχονται στα βιβλία μου, είναι θέματα που τα θεωρώ αναπόσπαστα για να δώσουν την ατμόσφαιρα της κάθε εποχής.

11) Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε λατρέψει και το οποίο «ζηλεύετε» ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε να έχετε συγγράψει εσείς;

Α, αυτή είναι πολύ δύσκολη ερώτηση... να καταλήξω να αναφέρω από πολλά αγαπημένα, μόνον ένα, αλλά θα κάνω μια προσπάθεια. Θα ορίσω, λοιπόν, σαν ένα από τα καλύτερα βιβλία το εξάτομο έργο του Ρομαίν Ρολλάν «ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΨΥΧΗ». Κάθε φορά που το διαβάζω βρίσκω κι άλλες κρυμμένες ομορφιές, αισθάνομαι περισσότερο θαυμασμό για τον συγγραφέα (το διάβασα για πρώτη φορά στα 15μου χρόνια και έκτοτε άλλες τρεις φορές). Δεν τίθεται θέμα «ζήλειας», αλλά μιας αίσθησης υπερβολικής τύχης και προνομίου, όχι μόνο που το διάβασα, αλλά και που το έχω στην κατοχή μου. Δεν το σκέφτηκα ποτέ, ούτε και τώρα που με ρωτάτε, να το είχα γράψει εγώ! Το μόνο που θα ήθελα, θα ήταν να ζούσα στην εποχή του και να είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω και να μιλήσω μαζί του.

12) Πιστεύετε πως οι συγγραφείς θα έπρεπε να προβληματίζουν τους αναγνώστες "κεντρίζοντας" τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να ‘περάσετε’ στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Υπάρχουν πολλά λογοτεχνικά είδη, ακριβώς για να καλύπτουν όλες τις ξεχωριστές ανάγκες των ανθρώπων. Άλλα προβληματίζουν, άλλα ευχαριστούν, άλλα ψυχαγωγούν (με τη σημερινή έννοια της λέξης). Δεν υπάρχει, επομένως «πρέπει», αφού ο  αναγνώστης θα επιλέξει ανάλογα με το τι θέλει εκείνη τη στιγμή. Μπορούμε μόνο να μιλήσουμε για ένα προσεγμένο τρόπο γραφής, ανεξάρτητα με το είδος, για ένα σεβασμό πρώτα στον ίδιο μας τον εαυτό και μετά στον αναγνώστη. Εγώ, μέχρι στιγμής, ελπίζω να περνώ στους αναγνώστες μια ανάταση ψυχής, μια εμπιστοσύνη στην ικανότητά μας να ξεπερνούμε κάθε δυσκολία, αρκεί να διατηρούμε τις αρχές και τα πιστεύω μας. Οι καιροί είναι δύσκολοι και πολλοί άνθρωποι νοιώθουν μπερδεμένοι, απελπισμένοι. Εύχομαι και ελπίζω, μέσα από τους ήρωες των βιβλίων μου, μέσα από ιστορικά δύσκολες στιγμές που πέρασε η πατρίδα μας, και στις οποίες αναφέρομαι, να μπορέσουν οι αναγνώστες να ανακαλύψουν την εσωτερική τους δύναμη και να νοιώσουν καλύτερα.

13) Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να πειραματίζεται θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;

Θα αφαιρέσω πάλι το «πρέπει». Ο καθένας γράφει με τον δικό του τρόπο, σύμφωνα με τις προσωπικές του ανάγκες, βουλήσεις και προτιμήσεις. Πώς είναι δυνατόν να πούμε σε κάποιον ότι «πρέπει» να αλλάξει θεματολογία, ξεκινώντας ίσως από την αρχή, ή ότι «πρέπει» να συνεχίσει να ανακυκλώνει το είδος που του έφερε κάποια επιτυχία; Μόνο για μένα μπορώ να μιλήσω. Κι εγώ, υπακούω σ’ αυτή την απαιτητική παρόρμηση που μου υπαγορεύει τι να γράψω. Γιατί δεν ελέγχω τα χέρια μου, ούτε το μυαλό μου την ώρα που γράφω. Όταν το διαβάζω αργότερα, ανακαλύπτω τι έγραψα. Αν, λοιπόν, έρθει μια στιγμή, που αυτή η εσωτερική παρόρμηση με οδηγήσει κάπου αλλού, θα διαβάσετε κάτι διαφορετικό. Αυτό που πραγματικά προσπαθώ και μ’ ενδιαφέρει είναι να γίνομαι όλο και καλύτερη.

14) Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς" όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό;

Είμαι φύση αισιόδοξη. Πολύ αισιόδοξη. Όχι, ήμουν σίγουρη για την αποδοχή, τόσο του εκδοτικού οίκου, όσο και του κοινού. Και έτσι έγινε.

15) Θεωρείτε πως η πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει  πηγή έμπνευσης για ένα συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας, ή πιστεύετε πως η συγγραφή απαιτεί ηρεμία και νηφαλιότητα;

Εξαρτάται από τον χαρακτήρα του συγγραφέα. Έχουν κρατηθεί ημερολόγια κατά τη διάρκεια δύσκολων περιόδων, έχουν γραφεί αριστουργήματα μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, όταν αναψηλάφησαν τις αναμνήσεις τους ή διηγήθηκαν αναμνήσεις άλλων ανθρώπων, όπως, επίσης, έχουν γραφεί αριστουργήματα σε καιρούς ουδέτερους, με τον συγγραφέα απομονωμένο, νηφάλιο και ήρεμο. Σίγουρα, όταν τελειώσουν τα δύσκολα, θα διαβάσουμε βιβλία που θα αναφέρονται σε όσα ζούμε τώρα και που βρίσκονται σε εξέλιξη. Εγώ, προσωπικά, χρειάζομαι ψυχική ηρεμία, διαφορετικά δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.

16) Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
Λέω στους νέους να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, να βάλουν τα δυνατά τους, να είναι αυστηροί κριτές του εαυτού τους, να μη χάσουν το στόχο τους, να κάνουν το στόχο σκοπό της ζωής τους. Η επιτυχία είναι σίγουρη όταν τα παραπάνω συμβαίνουν.

17) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης  αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σας τα βιβλία αλλά, ειδικότερα, στο πιο πρόσφατο εξαιρετικό μυθιστόρημά σας, το «Από Ξύλο Και Ασήμι», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Σας ευχαριστώ κι εγώ θερμά για την εγκάρδια φιλοξενία, την ανοιχτή σας αγκαλιά και τις ευχές σας. Γνωρίζω ότι εσείς έχετε ιδιαίτερη αδυναμία στο τελευταίο μου βιβλίο...
Το επόμενο τοποθετείται ανάμεσα στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, τη Συρία, τον Λίβανο και τη Γαλλία. Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, με κύρια πρωταγωνίστρια μια γυναίκα μοιρασμένη ανάμεσα στην ελληνική της καταγωγή και κουλτούρα, από την πλευρά της μητέρας της, και στην αραβική, από την πλευρά του πατέρα της. Αυτή η γυναίκα θα ζήσει τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, θα χάσει τον αγαπημένο της και θα κινδυνέψει να χάσει τα πάντα- μέχρι και την ψυχική της υγεία. Η επιστροφή στη ζωή θα επιτευχθεί χάρη στην αγάπη ενός άλλου άνδρα.
Θεωρώ ότι είναι πολύ ενδιαφέρον, όχι μόνο λόγω του αληθινού μπακγκράουντ, αλλά και λόγω της γνωριμίας με τον αραβικό, και όχι μόνο, κόσμο του Λεβάντε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου