The world I love:my novels, my favorite themes

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου






Φεβρουάριος, φίλες και φίλοι, και συνεχίζω το μεγάλο αφιέρωμα στον Καζαντζάκη ξεφυλλίζοντας το μυθιστόρημά του : Αδερφοφάδες. Απολαύστε μια εξαίσια περιγραφή των αναστεναριών!



   Το πρωί πού ξυπνούσε κι άνοιγε το σταυρωτό παραθυράκι του κελιού του κι έβλεπε κατάστηθά του το κακοκτράχαλο βουνό, την Αϊτοράχη,χωρίς νερά, χωρίς δεντρά, χωρίς πουλιά, όλο πέτρα, αναστέναζε∙ο νους του έφευγε και γύριζε πίσω στο αρχοντοχώρι όπου τώρα κι εβδομήντα χρόνια εόχε γεννηθεί, στον Άι-Κωσνταντίνο, πέρα, μακριά πολύ, σ’ ένα αμμουδερό ακρογιάλι της Μαύρης Θάλασσας. Τι ησυχία, τι ευτυχία, πόσο το φρόντιζε ο Θεός! Σίγουρα ό,τι στορούσε το μεγάλο κόνισμα, ζερβά του Χριστού, στο τέμπλο της εκκλησιάς του χωριού, δεν ήταν θεοπαρμένη φαντασία του ζωγράφου, ήταν αήθινό: ο προστάτης του χωριού, ο ισαπόστολος Κωνσταντίνος, κρατούσε στην απαλάμη του, σα μια φωλιά αυγά, το χωριό και το απίθωνε στα πόδια του Θεού. Κι όταν έμπαινε ο Μάης κι έφτανε η γιορτή του Αγίου, τι μεθύσι ιερό χωρίς κρασί, τι θεοκατάνυξη κυρίευε το χωριό! Πώς όλοι ξεχνούσαν τις καθημερινές έγνοιες, ξεχνούσαν πώς ήταν ανθρώπινα σκουλήκια, και πετούσαν πολύχρωμες, μεγάλες ίσαμε τον ουρανό, φτέρουγες! Μπορεί το λοιπόν ο άνθρωπος να ξεπεράσει τον άνθρωπο; Αναρωτόταν ο παπα-Γιάνναρος∙ μπορεί, μπορεί, αποκρίνουνταν ο ίδιος, μα μονάχα για μιάν ώρα, για δυό ώρες, μπορεί και για μια μέρα ολάκερη, μα φτάνει∙ αυτό θα πει αιωνιότητα, αυτό θα πει Πυρκαγιά του Θεού, που οι απλοί ανθρώποι το λένε Παράδεισο.
   Πολλές φορές είχε μπεί στον Παράδεισο ετούτον ο παπα-Γιάνναρος, το αναθυμόταν στο άγριο πετροχώρι ετούτο κάθε πρωί, κι ο νους του έφευγε και ταξιδεύουνταν πέρα, ξαναγύριζε στη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν ένα ιερό αδελφάτο μέσα στο χωριό, εφτά νομάτοι,οι Αναστενάρηδες, αυτό ήταν το ιερατικό τους τ’ όνομα, κι αυτός, ο παπα-Γιάνναρος, ήταν ο αρχηγός,ο Αρχιαναστενάρης. Παλιά, παμπάλαιη τελετή,που μπορεί να ξεπερνούσε τα χρόνια της χριαστιανοσύνηςκαι ν’αποκρατούσε από την παμπάλαιη ειδωλολατρεία. ‘Αναβαν μεγάλη φωτιά στη μέση του χωριού, μαζεύουνταν ψαλμουδώντας τριγύρα ο λαός, έρχουνταν οι μουζικάντες με τη λύρα και με τη γκάϊδα, άνοιγε η πόρτα της εκκλησιάς και πρόβαιναν γυμνοπόδαροι οι Αναστενάρηδες, σφίγγοντας στην αγκαλιά τους τους «παππούδες»- τα παλιά κονίσματα του Αγίου Κωνσταντίνου και της μάνας του της Αγίας Ελένης. Δεν ήταν οι άγιοι αυτοί ζωγραφισμένοι, όπως συνηθίζεται πάντα,σε ιερατική ακινησία∙είχαν ανασηκωμένα τα πόδια τους, ανασκούμπωναν τα χρυσά ρούχα τους και πηδούσαν στον αέρα χορεύοντας.

   Ως να τους δούν, αγρίευαν η λύρα κι η γκάϊδα,πηδούσε ξεφρενιασμένος ο αχός, έσερνε φωνές ο λαός,πολλές γυναίκες έπεφταν κάτω και σπάραζαν∙ κι οι Αναστενάρηδες προχωρούσαν γοργά, ο ένας πίσω από τον άλλο, και τραβούσε μπροστά ο παπα-Γιάνναρος, βιαστικός, με σηκωμένο το λαιμό, και τραγουδούσε άγρια ερωτικά τραγούδια στο Θάνατο το θυμοκράτη, που μας ανοίγει-ας είναι καλά!- τη θύρα και μπαίνουμε στην αιωνιότητα. Οι φλόγες είχαν κατακάψει τ’ αγιασμένα ξύλα, τριζοκοπούσε η θρακιά, και μ’ ένα πήδο σάλτερνε μέσα ο παπα-Γιάνναρος και πίσω του το αδελφάτο όλο, οι πυροβάτες, λαχπατούσαν τ’ αναμμένα κάρβουνα κι άρχιζαν το χορό∙ κι ο παπα-Γιάνναρος έσκυβε,φούχτωνε αναμμένα κάρβουνα και τα πετούσε, τραγουδώντας, στο λαό∙ σα να κρατούσε αγιαστούρα και ράντιζε τους πιστούς με αγιασμένο νερό. Τι θα πεί Παράδεισο κι αιώνια ζωή και Θεός; Να, ετούτη η φωτιά είναι η Παράδεισο, ετούτος ο χορός είναι ο Θεός και δε βαστούσε μια μονάχα στιγμή, μα στους αιώνες των αιώνων!   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου