The world I love:my novels, my favorite themes

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου






Σήμερα  έμαθα ότι χθες(Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου 2016) ο Έκο πέθανε. Δεν έχω καμία διάθεση να του κάνω μνημόσυνο, εξάρωντας την εκπληκτική, σχεδόν μαγική, ικανότητά του να με ταξιδεύει κάθε φορά που έπαιρνα στα χέρια μου ένα δικό του βιβλίο.
Ήταν μαζί μου από τη στιγμή που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά το «Όνομα του Ρόδου» και έμεινε μέχρι το «Φύλλο μηδέν».
Σκέφτομαι ότι το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ξαναδιαβάσω όλα του τα βιβλία, πιο μεγάλη  τώρα και σίγουρα με διαφορετική ματιά.  Λίγο πριν χάϊδεψα τα εξώφυλα των βιβλίων του, προσπαθώντας να διαλέξω ένα και να αντιγράψω ένα μικρό κομμάτι. Όχι, δεν είναι από το Όνομα του Ρόδου.
Είναι από ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΤΟΥ ΦΟΥΚΩ που παίζει με το χρόνο και το χώρο.


«Μυρωδιά κλεισούρας, παλιών αποτσίγαρων, παντού τασάκια ξέχειλα, ο νεροχύτης της κουζίνας γεμάτος βρώμικα πιάτα, ο σκουπιδοτενεκές δεν έκλεινε από τα ξεκοιλιασμένα κονσερβοκούτια. Σ’ ένα ράφι στο γραφείο, τρία άδεια μπουκάλια ουίσκυ, το τέταρτο είχε ακόμα δυο δ΄χτυλα ποτό. Ήταν το διαμέρισμα ενός ανθρώπου που τις τελευταίες μέρες τις είχε περάσει χωρίς να βγει έξω, έτρωγε ό,τι έβρισκε και δούλευε με τρόπο ξέφρενο, σαν μανιακός.
   Όλο κι όλο είχε δυο δωμάτια, γεμάτα από βιβλία σωριασμένα σε κάθε γωνιά, τα ράφια των βιβλιοθηκών είχαν λυγίσει από το βάρος. Είδα αμέσως το τραπέζι με τον υπολογιστή, τον εκτυπωτή και το αρχείο των δίσκων. Οι πίνακες ήταν ελάχιστοι, μόνο στους μικρούς χώρους που άφηναν ελεύθερους οι βιβλιοθήκες, και ακριβώς μπροστά στο τραπέζι ένα χαρακτικό του 17ου αιώνα, αναπαραγωγή κορνιζαρισμένη με προσοχή, μια αλληγορική παράσταση που δεν την είχα προσέξει τον προηγούμενο μήνα όταν είχα ανέβει να πιω μια μπύρα προτού να φύγω διακοπές.
   Στο τραπέζι μια φωτογραφία της Λορέντσας Πελλεγκρίνι (σημ. Ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε η γυναίκα του Κόμη Καλλιόστρο) με αφιέρωση γραμμένη με γράμματα μικροσκοπικά και λιγάκι παιδικά. Έδειχνε μόνο το πρόσωπό της, μα το βλέμμα της, το βλέμμα της και μόνο, με αναστάτωνε. Με μια ενστικτώδη κίνηση λεπτότητας (ή ζήλειας;) γύρισα τη φωτογραφία ανάποδα χωρίς να διαβάσω την αφιέρωση.
   Είδα μερικές καρτέλες. Έψαξα μήπως περιείχαν κάτι ενδιαφέρον, αλλά ήταν απλώς πίνακες, εκδοτικοί προϋπολογισμοί. Ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτά τα χαρτιά βρήκα το έντυπο ενός file που, αν έκρινα από την ημερομηνία, θα έπρεπε να προέρχεται από τα πρώτα πειράματα με το word processor. Πραγματικά, είχε τον τίτλο «Αμπού». Θυμήθηκα τότε που ο Αμπουλάφια έκανε την εμφάνισή του στον εκδοτικό οίκο, τον σχεδόν παιδιάστικο ενθουσιασμό του Μπέλμπο, τις γκρίνιες της Γκούντρουν, τα ειρωνικά σχόλια του Ντιοταλλέβι.
   Το «Αμπού» ήταν σίγουρα η προσωπική απάντηση του Μπέλμπο στους συκοφάντες του, ένα αστείο φοιτητικό, αστείο νεοφώτιστου, όμως έλεγε πολλά για την συνσυαστική μανία με την οποία ο Μπέλμπο προσέγγισε τη μηχανή. Αυτός που, με το αχνό του χαμόγελο, ανέκαθεν διατεινόταν ότι από τη στιγμή που ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να γίνει πρωταγωνιστής αποφάσισε να γίνει ευφυής θεατής- είναι άσκοπο να γράφεις αν δεν έχεις σοβαρό κίνητρο, καλύτερα να μεταγράφεις τα βιβλία των άλλων, αυτό κάνει ένας καλός επιμελητής εκδόσεων- ανακάλυψε στη μηχανή κάτι σαν παραισθησιογόνο, και βάλθηκε να κινεί τα δάχτυλά του στο πληκτρολόγιο σαν να ‘παιζε παραλλαγές του Petit Montagnard (σημ. Απλή σύνθεση στην οποία εξασκούνται όσοι πρωτομαθαίνουν πιάνο) στο παλιό πιάνο του σπιτιού του, χωρίς να φοβάται τις κρίσεις των άλλων. Δεν θεωρούσε ότι δημιουργεί: αυτός που το γράψιμο τον τρομοκρατούσε τόσο, ήξερε ότι δεν επρόκειτο για δημιουργία αλλά για δοκιμή της ηλεκτρονικής επάρκειας, για γυμναστική εξάσκηση. Ωστόσο, ξεχνώντας τα συνηθισμένα του προσωπικά φαντάσματα, βρήκε στο παιγνίδι εκείνο τον τρόπο ν’ ασκήσει την εφηβεία της επιστροφής που χαρακτηρίζει τους πενηντάρηδες. Όπως και να ‘χει, η φυσική του απαισιοδοξία, η δυσκολία του να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν μετριάστηκαν κάπως στο διάλογο με μια μνήμη μεταλλική, αντικειμενική, υπάκουη, ανεύθυνη, κρυσταλλολυχνιακή,τόσο ανθρώπινα εξωανθρώπινη που τού επέτρεπε να μη συνειδητοποιεί τη συνηθισμένη του δυστυχία».
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου