The world I love:my novels, my favorite themes

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016


ΤΑΜΟΥΖ Ή Ο ΘΕΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou






Φίλες και φίλοι,

Ο αρχαιότερος, ίσως ο πρώτος από εκείνους τους θεούς που παραδόθηκαν στα ερέβη του Κάτω Κόσμου και ανακλήθηκαν αργότερα στη ζωή  είναι ο θεός Ταμούζ, τον θάνατο του οποίου θρηνούσαν κάθε χρόνο οι γυναίκες της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της Μεσοποταμίας.
«Τότε μ’ έφερε στην είσοδο της βορεινής πύλης του ναού του Κυρίου, όπου κάθονταν οι γυναίκες και θρηνολογούσαν τον θάνατο του Ταμούζ...» θα γράψει ο προφήτης Ιεζεκιήλ.
Αυτός ο θεός που τον κλαίνε οι γυναίκες των Σημιτών (απόγονοι του Σημ), στα σουμερικά ονομάζεται Ντουμμουζί και τού άρεσε να τον αναπαριστούν ως βοσκό, με χέρια και μέτωπο να τρέχουν γάλα. Ήταν ο θεός της γονιμότητας, σύζυγος της μεγάλης θεάς Ιναννά-Ιστάρ. Η Ιστάρ, πότε πλανεύτρα και πότε αδίστακτη, ικανή να εμπνέει φόβο ακόμη και στον Γκιλγκαμές, είχε στο ενεργητικό της πάμπολους εραστές ή συζύγους, με κοινά σημεία το κακό τους τέλος (διαμελισμένοι, δολοφονημένοι, κατασπαραγμένοι) και την ανεύρεση τους στον Κάτω Κόσμο.

Ένα ακκαδικό κείμενο, «Η Κάθοδος της Ιστάρ στον Άδη», εξιστορεί αυτές τις αδυσώπητες ενώσεις/σχέσεις και προέρχεται από μια προγενέστερη σουμερική εκδοχή που είχε τίτλο «Η Κάθοδος της Ιναννά στον Άδη».
Η Ιναννά-Ιστάρ κυβερνούσε τους ζωνατνούς, έκανε τα σπαρτά να καρπίζουν και τους ανθρώπους να λυγίζουν κάτω από το δεσποτικό ζυγό της, αλλά όλα αυτά τα σπουδαία δεν τής αρκούσαν. Ήθελε να κυβερνήσει και τους νεκρούς και να γίνει η Κυρά του κόσμου. Όμως, ο κάτω κόσμος ανήκε στην αδελφή της και βασίλισσα Ερεσκιγκάλ, που, φυσικά, δεν είχε καμία διάθεση να παραχωρήσει το βασίλειό της σε κανέναν.
Έτσι, η Ιναννά-Ιστάρ κατέβηκε μέχρι την είσοδο του Κάτω Κόσμου και, σύμφωνα πάντα με την σουμερική εκδοχή, παρουσιάστηκε στην Πρώτη Πύλη.

«Άνοιξε, πυλωρέ, τον οίκο τούτο, άνοιξε τον οίκο τούτο κι ολομόναχη θα μπώ!»
Ο Νέτι, ο πρώτος πυλωρός του Άδη, αποκρίθηκε στην θεϊκή Ιναννά:
«Ποιά είσαι εσύ, παρακαλώ;»
«Είμαι η άνασσα του ουρανού, απ’ όπου ανατέλλει ο ήλιος».
«Αν είσαι η άνασσα του ουρανού,απ’ όπου ανατέλλει ο ήλιος, τι γυρεύεις στη Χώρα που δεν έχει γυρισμό; Γιατί σε οδήγησε η καρδιά σου στο δρόμο από όπου ο ταξιδιώτης ποτέ πίσω δεν γυρίζει;»
(από το βιβλίο του Σ.Ν. Κράμερ, Η ιστορία ξεκινά στη Σουμερία)




Η Ιναννά-Ιστάρ βρίσκει ένα πρόσχημα: είναι απόλυτη ανάγκη να δει την αδελφή της, τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου. Η είσοδος ανοίγει, αλλά ο κόσμος των νεκρών φυλάγεται άγρυπνα. Επτά θεόρατα τείχη την περιβάλλουν και η Ιναννά υποχρεώνεται σε κάθε Πύλη να αφήνει ένα κομμάτι από την αμφίεσή της.
Στην πρώτη της παίρνουν το στέμμα, στη δεύτερη το μαγικό ραβδί, στην τρίτη τα πετράδια του λαζουρίτη, στην τέταρτη τα κοσμήματα-φυλαχτά, στην Πέμπτη το χρυσό δαχτυλίδι, στην έκτη το εγκόλπιο και στην έβδομη την εσθήτα της. Έτσι γυμνή, βρέθηκε μπροστά στην τρομερή αδελφή της.

«Σκυμμένη ως κάτω οδηγήθηκε γυμνή μπρός στην Ερεσκιγκάλ. Η θεϊκή Ερεσκιγκάλ πήρε θέση στο θρόνο της. Οι Ανουνάκι, οι επτά δικαστές,απήγγειλαν την ετυμηγορία τους ενώπιόν της. Εκείνη κάρφωσε το βλέμμα της στην Ιναννά, βλέμμα θανάτου. Πρόφερε λόγο εναντίον της, κραυγή καταδίκης:
Η αδύναμη γυναίκα έγινε τότε πτώμα και το πτώμα το κρέμασαν σε ένα καρφί».
(από το παραπάνω βιβλίο)





Και να, λοιπόν, η Ιναννά νεκρή και κρεμασμένη ατιμωτικά σ’ ένα καρφί στα άδυτα του βασιλείου του σκότους...
Πάνω στη γη όλα μαραίνονται και πεθαίνουν. Τα φυτά αργοσβήνουν, νερό δεν υπάρχει, η ζωή λίγο-λίγο χάνεται από τον Πάνω Κόσμο και οι θεοί θορυβούνται.
Τι θα απογίνουν αν τα χωράφια δεν παράξουν τίποτε, αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να θυσιάζουν ζώα προς τιμήν τους;
Ο Ένκι, ο βασιλιάς των θεών, πλάθει δύο πήλινα όντα και τα στέλνει ταχύτατα στον Κάτω Κόσμο, εφοδιασμένα με την τροφή και το ποτό της ζωής. Τα πήλινα όντα φθάνουν μέχρι την κρεμασμένη, νεκρή θεά και τη ραντίζουν με το μαγικό ποτό. Η Ιναννά συνέρχεται, αλλά ο νόμος του Κάτω Κόσμου είναι σκληρός: αν η θεά ξανανέβει στον κόσμο του φωτός, κάποιος άλλος πρέπει να πάρει τη θέση της στο σκοτάδι.
Η Ιναννά, μετά από αυτά, άρχισε να περιφέρεται στον κόσμο, ακολουθούμενη πάντα από μικρούς και μεγάλους καταχθόνιους δαίμονες,αναζητώντας εκείνον που θα έπαιρνε τη θέση της στον άδη. Όλοι φρόντιζαν να εξαφανίζονται και μόνον ένας δε φοβήθηκε, μόνο ευτυχία ένοιωσε που ξαναείδε την Ιναννά. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον θεό-σύζυγό της Ντουμμουζί που έτρεξε να την προϋπαντήσει και να την αγκαλίασει, τελείως ανυποψίαστος.

«Η Ιναννά κάρφωσε πάνω του το βλέμμα της, βλέμμα θανάτου. Πρόφερε λόγο εναντίον του, λόγο οργής, άφησε μια κραυγή εναντίον του, κραυγή καταδίκης:
Αυτός είναι, πάρτε τον!
Έτσι, η θεϊκή Ιναννά παρέδωσε στα χέρια των δαιμόνων τον ποιμένα Ντουμμουζί»
(από το παραπάνω βιβλίο)

Εκείνος, του κάκου έκλαψε, του κάκου παρακάλεσε, του κάκου απευθύνθηκε στους άλλους θεούς. Φυλακίστηκε για πάντα στο σκοτεινό βασίλειο, ενώ η Ιναννά καλοπερνούσε στη γη, μέσα στις ηδονές και τις απολαύσεις της επίγειας ζωής.

  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου