The world I love:my novels, my favorite themes

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Ξεκινώ το μηνιαίο αφιέρωμα στα έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ με το  «Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ». Πιστεύεται ότι γράφηκε μεταξύ 1596 και 1598. Αν και αρχικά  χαρακτηρίστηκε ως «κωμωδία», έμεινε γνωστό για τις δραματικές σκηνές του και τον χαρακτήρα του άκαρδου Σάϋλωκ. Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο αντισημιτισμός βρισκόταν στα ύψη, πολύ περισσότερο στην Βενετία, όπου οι Εβραίοι ήταν αναγκασμένοι να ζουν σε ένα γκέτο και να μη βγαίνουν ποτέ από εκεί, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για συγκεκριμένες ώρες.

Να περί τίνος πρόκειται:

Ο Μπασσάνιο, ένας νεαρός Βενετσιάνος ευγενικής καταγωγής, επιθυμεί να κερδίσει την όμορφη και πλούσια κληρονόμο Πόρσια του Μπέλμοντ. Για να το πετύχει χρειάζεται 3.000 δουκάτα και πλησιάζει τον φίλο του Αντόνιο, έναν πλούσιο έμπορο της Βενετίας, ο οποίος τον έχει βοηθήσει πολλές φορές.
Ο Αντόνιο έχει τη διάθεση να τον βοηθήσει κι αυτή τη φορά, αλλά δεν έχει ρευστό. Τα πλοία του βρίσκονται ακόμη στη θάλασσα. Δείχνοντας τη φιλία του, λέει στον Μπασσάνιο ότι αν βρει χρηματοδότη, εκείνος θα μπει εγγυητής. Ο Μπασσάνιο στρέφεται στον Εβραίο τοκογλύφο Σάυλωκ, αναφέροντας το όνομα του Αντόνιο ως εγγυητή.
Ο Αντόνιο είναι αντισημίτης και συνήθως δανείζει χωρίς τόκο. Ο Σάϋλωκ τον αντιπαθεί, και  σκεπτόμενος ότι θα πρέπει να βάλει χαμηλότερο τόκο, αρνείται. Τελικά, όμως, αποφασίζει να δανείσει τον Μπασσάνιο υπό έναν όρο: Αν δεν μπορέσει να τον εξοφλήσει τη συγκεκριμένη ημερομηνία που συμφωνούν, ο Σάυλωκ θα αφαιρέσει  ένα λίτρο κρέατος από το σώμα του Αντόνιο...
Ο Μπασσάνιο τρομάζει, αλλά ο Αντόνιο, έκπληκτος που ο Εβραίος δεν θέλει τόκο, υπογράφει ως εγγυητής.
Χαρούμενος ο Μπασσάνιο, με τα χρήματα στα χέρια του, αναχωρεί για το Μπέλμοντ. Τον συνοδεύει ο φίλος του Γκρατιάνο, ένας ευχάριστος μεν, επιπόλαιος νέος που δεν κρατά τη γλώσσα του και δεν γνωρίζει τι σημαίνει τάκτ και διακριτικότητα.

Στο Μπέλμοντ, η Πόρσια δέχεται τους επίδοξους μνηστήρες, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση να περάσουν μια δοκιμασία.
Ο πατέρας της Πόρσια πριν πεθάνει όρισε στην διαθήκη του ότι κάθε υποψήφιος θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε τρία κουτιά: ένα χρυσό, ένα ασημένιο και ένα από μολύβι. Όποιος διαλέξει το σωστό, θα παντρευτεί την Πόρσια.
Ο πρώτος υποψήφιος, πρίγκιπας του Μαρόκο, διαβάζοντας το κείμενο που είναι γραμμένο στην επάνω πλευρά του χρυσού κουτιού: «όποιος με διαλέξει θα κερδίσει αυτό που πολλοί άνδρες επιθυμούν», το επιλέγει, πιστεύοντας ότι υποννοείται η Πόρσια.
Ο δεύτερος υποψήφιος, πρίγκιπας της Αραγώνας, επιλέγει το ασημένιο, πάνω στο οποίο διαβάζει: «όποιος με διαλέξει θα κερδίσει αυτό που τού αξίζει».
Φεύγουν και οι δύο χαμένοι, αφού αγνόησαν το μολυβένιο κουτί.  Ήταν πολύ φθηνό υλικό και έγραφε «όποιος με διαλέξει πρέπει να δώσει και να διακινδυνέψει όλα όσα έχει».
Ο Μπασσάνιο φθάνει τρίτος, ενώ οι προηγούμενοι έχουν κιόλας φύγει. Η Πόρσια που τον βλέπει, επιθυμεί να είναι ο νικητής. Την ώρα που στέκεται μπροστά στα τρία κουτιά, ακούει ένα σιγανό τραγούδι, που τραγουδά κρυμένη η προσωπική καμαριέρα της Πόρσια, η οποία γνωρίζει την προτίμηση της κυρίας της:  « η εξωτερική εμφάνιση θαμπώνει τα μάτια και θολώνει την κρίση». Ο Μπασσάνιο διαλέγει το μολυβένιο κουτί και κερδίζει την Πόρσια.

Η φήμη στην Βενετία ότι τα πλοία του Αντόνιο χάθηκαν στις θάλασσες, και επομένως ανίκανο να πληρώσει το χρέος, τον κάνει έρμαιο των άγριων διαθέσεων του Σάυλωκ, που είναι λάβρος εναντίον των Χριστιανών, αυτή τη φορά από προσωπικό λόγο: η κόρη του Τζέσσικα έφυγε με κάποιον χριστιανό, τον Λορέντζο, κλέβοντας πολλά χρήματα και ένα δαχτυλίδι με τυρκουάζ πέτρα, ένα δώρο της μητέρας της στον Σάυλωκ. Και το χειρότερο, έγινε Χριστιανή.
Ο Αντόνιο οδηγείται στα δικαστήρια από τον Σάυλωκ.

Τα θλιβερά νέα φτάνουν με μια επιστολή στο Μπέλμοντ, όπου απολαμβάνεουν τη ζωή παντρεμένοι η Πόρσια με τον Μπασσάνιο και ο Γκρατιάνο με την καμαριέρα της Πόρσια, την Νερίσα. Οι δύο φίλοι φεύγουν για τη Βενετία, με τα χρήματα που χρειάζονται, να σώσουν τον Αντόνιο απο τα νύχια του Σάυλωκ, ενώ χωρίς να το γνωρίζουν, η Πόρσια στέλνει τον υπηρέτη της Μπαλτάσαρ να βρει ένα εξάδελφό της και δικηγόρο στην Πάδουα, τον Μπελλάριο.

Μεταφερόμαστε στην αίθουσα του δικαστηρίου με τον Σάυλωκ να αρνείται όχι μόνο την εξόφληση του χρέους, αλλά το διπλάσιο( 6.000 δουκάτα!) απαιτώντας να λάβει την πληρωμή που του οφείλει ο Αντόνιο: ένα λίτρο από τη σάρκα του.
Ο Δούκας, αν και επιθυμεί να βοηθήσει τον Αντόνιο, δεν βρίσκει τον τρόπο να τον γλυτώσει. Ένας νέος παρουσιάζεται δηλώνοντας ότι λέγεται Μπαλτάσαρ και είναι νομικός, δίνοντας στον Δούκα μια συστατική επιστολή από τον γνωστό και διακεκρμένπ νομικό Μπελλάριο. Ο νέος είναι η Πόρσια μεταμφιεσμένη και ο βοηθός που τη συνοδεύει είναι η Νερίσα.
Η Πόρσια βγάζει έναν φλογερό λόγο, ζητώντας από τον Σάυλωκ να δείξει έλεος, γιατί: «αυτός που δείχνει έλεος είναι διπλά ευλογημένος από το έλεος που δείχνει και από εκείνο που λαμβάνει». Τίποτε δεν φαίνεται ικανό να πείσει τον Σάυλωκ που επιμένει να θέλει ένα λίτρο σάρκας χριστιανικής.
Το δικαστήριο αδυνατεί να βρει λύση και ο Αντόνιο ετοιμάζεται για να δεχτεί το μαχαίρι του Σάυλωκ. Η Πόρσια διαλέγει εκείνη τη στιγμή για να θυμίσει στον ανάλγητο τοκογλύφο τι λέει το συμφωνητικό: πρέπει να αφαιρέσει σάρκα, όχι αίμα! Γιατί, αν χυθεί έστω και μια σταγόνα αίμα του Αντόνιο, ο Σάυλωκ θα χάσει όλη του την περιουσία, σύμφωνα με τους νόμους της Βενετίας. Του λέει ακόμη ότι πρέπει να αφαιρέσει ακριβώς ένα λίτρο, ούτε μιας τρίχας βάρος παραπάνω, αλλιώς είναι καταδισκασμένος να πεθάνει.
Νικημένος ο Σάυλωκ συμφωνεί να δεχτεί τα χρήματα. Η Πόρσια, όμως, έχει να προσθέσει και κάτι ακόμη. Ο Σάυλωκ, ένας ξένος, προσπάθησε μέσα στο δικαστήριο της Βενετίας να αφαιρέσει τη ζωή ενός πολίτη της χώρας. Τα μισά του υπάρχοντα πηγαίνουν-πάντα σύμφωνα με τους νόμους- στο κράτος και τα άλλα μισά στον Αντόνιο. Όσο για τη ζωή του, είναι στα χέρια του Δούκα.
Πριν σταματήσει να χτυπά η καρδιά του Σάυλωκ, ο Δούκας τού χαρίζει τη ζωή. Ο Αντόνιο δηλώνει ότι θα κρατήσει την περιουσία του Σάυλωκ μέχρι τον θάνατό του(του Σάυλωκ) και μετά θα την χαρίσει στην κόρη του Τζέσσικα και ζητά από το δικαστήριο να δώσει στον Σάυλωκ την άλλη μισή. Ο Δούκας δέχεται, υπό έναν όρο: ο Σάυλωκ θα γίνει Χριστιανός και όλη η περιουσία θα πάει στην Τζέσσικα...

Ο Μπασσάνιο δεν αναγνωρίζει τη γυναίκα του, αλλά προτίθεται να κάνει ένα δώρο στον υποτιθέμενο ικανότατο δικηγόρο. Η Πόρσια αρνείται, αλλά μετά από σκέψη λέει ότι μπορεί να δεχτεί το δαχτυλίδι του και τα γάντια του Αντόνιο. Ο Αντόνιο προσφέρει τα γάντια του χωρίς δεύτερη κουβέντα, αλλά ο Μπασσάνιο βασανίζεται. Έχει υποσχεθεί στην Πόρσια να μη δώσει, να μην πουλήσει και να μη χάσει αυτό το συγκεκριμένο δαχτυλίδι. Ο Αντόνιο γνωρίζει την υπόσχεση, αλλά τον πείθει να το κάνει. Με κάποιον παρεμφερή τρόπο, η Νερίσα αποσπά το δαχτυλίδι από τον Γκρατιάνο, που ούτε εκείνος αναγνωρίζει τη γυναίκα του.

Οι δύο γυναίκες φεύγουν γρήγορα και φτάνουν πρώτες στο Μπέλμοντ. Όταν οι σύζυγοι φτάνουν μαζί με τον Αντόνιο, παριστάνουν τις θιγμένες και τις θυμωμένες που και οι δύο αποχωρίστηκαν τα δώρα τους, στο τέλος, όμως, αποκαλύπτουν το τέχνασμά τους.
Είναι από τα χείλη της Πόρσια που ο Αντόνιο θα μάθει την τύχη τριών από τα πλοία του, που γλύτωσαν από την θαλασσοταραχή και έχουν  επιστρέψει με ασφάλεια στο λιμάνι. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου