The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΗΛΙΟΣ
Ο βασιλιάς των θεών
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Με την ημέρα να μεγαλώνει και τον ήλιο να γίνεται θερμότερος, θεώρησα ότι  θα σας άρεσε μια αναφορά σ’ αυτόν τον μεγάλο ευεργέτη της ζωής μας.
Ήταν η ανελιπής εμφάνιση και η ταυτόχρονη εξαφάνισή του, ο ζωτικός του ρόλος στην ζωή και την ανάπτυξη της ζωής εν γένει  που έκαναν τον πρωτόγονο άνθρωπο να τον λατρέψει πρώτον απ’ όλους και να του δώσει την υψηλότερη θέση στο  αναρίθμητο  πάνθεο των θεοτήτων που χρειάστηκε να λατρέψει και  να καλοπιάσει, για να κερδίσει μια ευκολότερη ζωή.
Οι αρχαίοι Έλληνες φαντάστηκαν τον ηλιακό δίσκο σαν μάτι του ουρανού που επιβλέπει από ψηλά την κάθε μορφή ζωής ή σαν πρόσωπο με πλούσια χρυσόξανθα μαλλιά να το περιβάλλουν ή σαν στέμμα. Η ανελιπής ημερήσια διαδρομή του πρόσθεσε φτερά, ένα άρμα από φτερωτά άλογα και ένα τόξο με βέλη- τις ακτίνες που πέφτουν στη γη.
Να πώς τον παρουσιάζει ο Όμηρος:

Τον ήλιο τον ακάματο κι όμοιο με τους αθάνατους
που φέγγει και για τους θνητούς και τους αθάνατους θεούς
καβάλα στ’ άλογά του∙ τον που με μάτια τρομερά
πίσω από’ το κράνος το χρυσό βλέπει
και που απ’ αυτό λαμπρές ακτίνες όλο φως γυαλίζουν,
κι απ’ τους κροτάφους μάγουλα που λάμπουν
και που κρατούν σ’ όλο το πρόσωπο το φεγγοβόλο
τη χάρη απλωμένη∙
κι όμορφο γύρω απ’ το κορμί λεπτουργημένο
το υφάδι λάμπει στων ανέμων την πνοή
και κάτωθέ του τ’ άλογα τ’ αρσενικά,
που ζεύει με χρυσά λουριά άρμα και άλογα μαζί,
θεσπέσιος και τα πάει μεσ’ απ’ τον ουρανό κι ως τον ωκεανό.

Όσο για τα ονόματα που τού αποδόθηκαν, πολλά: Ερυθραίος, Ξάνθος, Πυρόεις, Φλέγων, Στεροπή, Φαέθων, Αίθων, Αιθίοψ, Λάμπος, Ήωος, Ακταίων, Χρόνος, Φιλόγαιος...
Τα αθάνατα άλογά του ο Ήλιος τα έτρεφε μ’ ένα μαγικό βοτάνι που φύτρωνε την άνοιξη στα Νησιά των Μακάρων, κάτι σαν την αμβροσία των θεών.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ο Ήλιος ξεκινούσε το πρωί από την πλευρά του Μεγάλου Ωκεανού, ο οποίος περιέβρεχε όλη τη γη, άφηνε πίσω του την Αία- την δική του χώρα- την Ερυθρά θάλασσα και την χώρα των Αιθιόπων, όπου κατά τη διάρκεια του χειμώνα παρέμενε περισσότερο, για να υψωθεί στο κέντρο του ουράνιου θόλου και να κατηφορίσει μετά προς τα βουνά και την άλλη πλευρά του Ωκεανού, στην Ερύθεια, την χώρα των δυτικών Αιθιόπων, των μαύρων γενικότερα του δυτικού κόσμου- εκεί όπου βοσκούσαν τα ιερά κοπάδια του και τα κατακόκκινα βόδια του. Στο ξεκίνημα και στην επιστροφή του τον χαιρετούσαν και τον παράστεκαν οι Ώρες και οι Νηρηίδες. Η Θέτις κάθε πρωί άνοιγε την πόρτα του αμαξοστασίου για να ξεκινήσει το χρυσό άρμα, ενώ το βράδυ τον περίμενε ο Ποσειδώνας με τον Φωσφόρο, που  παραλάβαινε τα άλογα για να τα καθαρίσει και να τα ξεκουράσει.
Να πώς περιγράφει ο Στησίχορος την δύση, παρομοιάζοντας τον ήλιο με καλό οικογενειάρχη:

Κι ο ήλιος εκατέβαινε σε χρυσαφένιο τάσι,
ο γιός του Υπερίωνα, τον Ωκεανό περνώντας,
να φτάσει μέσα στης νυχτός της ιερής τα βάθη
στη μάνα, στη γυναίκα του, στ’ αγαπητά παιδιά του.

Και ο Αισχύλος:

Το ιερό της θάλασσας της κόκκινης το ρεύμα,
τον πορφυρένιο το βυθό, την παντοτρόφο λίμνη
των Αιθιόπων τη λαμπρή, στου Ωκεανού την άκρη,
όπου τ’ αθάνατο κορμί ο παντεπόπτης Ήλιος
και των ατιών τον κάματο πάντα σ’ αυτόν τον τόπο
χύνοντας απ’ το μαλακό θερμό νερό αναπαύει.

Φυσικά, οι αρχαίοι που δεν γνώριζαν ότι η γη είναι σφαιρική και είναι εκείνη που στρέφεται γύρω από τον ήλιο, είχαν μεγάλη απορία πώς κατάφερνε ο Ήλιος να πηγαίνει από τη Δύση στην Ανατολή. Έτσι, ο Μίμνερμος περιγράφει ένα χρυσό, φτερωτό κρεβάτι που μεταφέρει τον κοιμισμένο θεό στην ανατολή και ο Στησίχορος μιλά για ένα χρυσό τάσι, όμοιο με σχεδία που επίσης ταξιδεύει τον κοιμώμενο θεό. Ήταν αυτό το τάσι που έδωσε στον Ηρακλή για να φτάσει στις εσχατιές της Ερύθειας και να πάρει τα βόδια του Γηρυόνη. Κι αυτό έγινε, επειδή ο Ηρακλης, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, όταν οι ακτίνες του ήλιου έκαιγαν τη σάρκα του, τόλμησε να σηκώσει το τόξο του, με σκοπό να τον λαβώσει. Κι ο Ήλιος τον εθαύμασε και του έδωσε το τάσι του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου