The world I love:my novels, my favorite themes

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

ΑΒΡΑΑΜ ΛΙΝΚΟΛΝ (1809-1865)
Ο Πρόεδρος της Ελευθερίας
Μέρος Α΄
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Διαλέγω τον συγκεκριμένον από όλους τους Προέδρους της Αμερικής, επειδή είναι εκείνος που έθεσε τα θεμέλια να σταματήσει η εκμετάλλευση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο στο βαθμό της σκλαβιάς- της εξουσίας πάνω στην ίδια του την υπόσταση και τη ζωή.

Ο Αβραάμ Λίνκολν γεννήθηκε σε μια καλύβα του χωριού Χότζβιλ του Κεντάκυ. Ο πατέρας του Τόμας ήταν μικροκαλλιεργητής και η βαθύτατα θρησκευόμενη μητέρα του Νάνσυ πέθανε όταν ο Αβραάμ, τρίτο κατά σειρά παιδί της οικογένειας, και το μόνο που επέζησε, ήταν 8 ετών. Ο θάνατος της μητέρας του σημαδεύει για πάντα τον Αβραάμ, αλλά στέκεται τυχερός. Ο πατέρας του, έχοντας μετακινηθεί στην Ιντιάνα, όπου κατέλαβε μια λωρίδα γόνιμης γης- μια πολύ συνηθισμένη πρακτική εκείνων των χρόνων- και χρίζοντας τον μοναδικό του γιό βοηθό, ξαναπαντρεύεται την χήρα Σάρα Μπους Τζόνστον, η οποία είχε τρία παιδιά.
Η Σάρα, αυτή η αγράμματη γυναίκα, είναι εκείνη που θα γίνει φάρος ζωής για τον Αβραάμ, ο οποίος θαυμάζει τον ντόμπρο χαρακτήρα της. Η Σάρα πιέζει τον Αβραάμ «να μάθει να γράφει, να διαβάζει και να μετρά», πιέσεις εντελώς έξω από τα συνηθισμένα της εποχής. Κι εκείνος μαγεύεται, όπως δηλώνει πολύ αργότερα.
Η Βίβλος, ο «Ροβινσών Κρούσος» και οι «Μύθοι του Αισώπου» θα γίνουν «τα τρία πρώτα από τα πιο πολυαγαπημένα βιβλία» που διάβασε. Για να τα αποκτήσει, έπρεπε να βαδίζει κάθε φορά περίπου οκτώ ώρες, μέχρι να φτάσει σε κάποιον ταχυδρομικό σταθμό, όπου υπήρχαν εφημερίδες, έντυπα και βιβλία, φερμένα από τις μεγάλες πόλεις.
Τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του περνούν σε απόλυτη μοναξιά. Γίνεται πανύψηλος και σκελετώδης, η φωνή του είναι βροντερή και η ματιά του σκληρή και υποψιασμένη. Αποκτά προσωπική αντίληψη για την κοινωνία και τους ανθρώπους, καθώς μετακομίζει στο Νιού Σάλεμ. Θα εργαστεί για να ζήσει ως ταχυδρόμος, νυχτοφύλακας σε αποθήκη, για να ανοίξει τελικά ένα δικό του χώρο όπου «ο καθένας μπορεί να βρεί το κάθε τι». Έτσι έγραφε η ταμπέλα του μαγαζιού. Του μαγαζιού που έδωσε άλλου είδους μαθήματα στον νεαρό Αβραάμ: μαθήματα επικοινωνίας με τον κόσμο, παρακολούθηση της ζωής και των προβλημάτων τους που είχε ως επακόλουθο να δίνει συμβουλές για την επίλυσή τους και να φτάσει στο σημείο να χωρίζει διαδίκους, έτοιμους να σκοτωθούν για ένα κομμάτι στέρφας γης.
Το 1830, εγκατεστημένος στην Νέα Ορλεάνη, κατατάσσεται στον στρατό και φθάνει μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Στα 1832 βρίσκεται επι κεφαλής ενός ψευτοπολέμου με μια τοπική φυλή Ινδιάνων, σπρωγμένος από τον κόσμο. Ήταν αφορμή να κάνει κάποιες γνωριμίες με πρόσωπα οικονομικής και πολιτικής επιρροής. Είναι αυτοί που τον προτρέπουν να στραφεί στην πολιτική, αν και ορισμένοι θα το μετανιώσουν πικρά στη συνέχεια.
Ο Αβραάμ Λίνκολν γίνεται μέλος του συντηρητικού κόμματος των Γουϊγκς και ερχόμενος σε επαφή με την άρχουσα τάξη της Πολιτείας, αρχίζει να διαμορφώνει σκέψεις για τους μαύρους και το καθεστώς δουλείας. Η ματιά του είναι περισσότερο οικονομική, παρά ηθική (πιστεύει ότι ένας ελεύθερος εργάτης αποδίδει καλύτερα από έναν σκλάβο). Ωστόσο, όταν αποφασίζει να εκφράσει τις σκέψεις του στο κόμμα, αντιμετωπίζει εχθρότητα.
Είναι η ώρα της απόφασης να μελετήσει νομικά, ώστε να καταφέρει να παρουσιάσει στα δικαστήρια «το απάνθρωπο πρόβλημα της δουλείας».
Το 1834 καταφέρνει και εκλέγεται μέλος της Βουλής του Ιλλινόϊς- μια θέση που θα την κρατήσει για έξι χρόνια.
Το 1837 εμφανίζεται σε επιτροπή δικαστών, πολιτευτών και μεγαλοκτηματιών- έχοντας αποκτήσει νομικές γνώσεις μελετώντας επί ενάμιση χρόνο δώδεκα ώρε ημερησίως νομικά βιβλία και δικαστικά πρακτικά, για να λάβει άδεια άσκησης επαγγέλματος ως νομικός. Όλοι στρέφονται εναντίον του, αλλά είναι αδύνατον να αγνοήσουν την ευφράδεια, τις γνώσεις και την φιλοσοφημένη σκέψη του. Το αποτέλεσμα είναι να αποκτήσει την άδεια και να προσληφθεί σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο του Ιλλινόϊς. Νιώθει υπέροχα, ερωτευμένος όπως είναι με την Άνι Τάτλεντζ. Η ευτυχία κρατά λίγο, αφού η Άνι πεθαίνει από τύφο.
Ο Αβραάμ δίνει πλέον όλη του την ενέργεια στην πολιτική και το 1844 γίνεται αρχηγός του κόμματος των Γουϊγκς, αν και δεν είναι ικανοποιημένος με την γενικότερη στάση που κρατά το κόμμα.  Στο μεταξύ έχει παντρευτεί (1842) την Μαίρη Τόντ, μια νεαρή με δυνατό ταπεραμέντο, υψηλές ιδέες και κοινωνικά ενδιαφέροντα, που τον σπρώχνει ακόμη περισσότερο στην πολιτική και την απόκτηση υψηλών κρατικών αξιωμάτων.
Έτσι, το 1846 κάνει ένα τεράστιο βήμα: εκλέγεται στο Κογκρέσο, αν και δεν καταφέρνει να διακριθεί. Εκείνη τη χρονιά τάσσεται εναντίον του Μεξικανο-Αμερικανικού Πολέμου, δημιουργεί πολλούς εχθρούς, υποστηρίζει έναν αντίπαλο του κόμματός του για Πρόεδρο, ενώ είναι πια ο μόνιμος συνήγορος υπεράσπισης των μικροαγροτών, που τους έσερναν στα δικαστήρια οι μεγαλοκτηματίες, κατηγορώντας τους για καταπάτηση της γης τους.
Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται βουλευτής, αλλά το χάσμα με το κόμμα του μεγαλώνει.

Το 1854 λαμβάνει χώρα ένας συμβιβασμός μεταξύ των πολιτειών Κάνσας και Νεμπράσκα. Από εκείνη τη στιγμή η κα΄θε μια πολιτεία θα είχε την δυνατότητα να επιτρέπει τη δουλεία. Στο Ιλινόϊς προκλήθηκε αναταραχή, το κόμμα των Γουϊγκς διασπάστηκε και ένα νέο κόμμα έκανε την εμφάνισή του- αυτό των Ρεμπουμπλικανών. Ο Λίνκολν γίνεται αμέσως μέλος του, κόβοντας μια για πάντα τους δεσμούς με το κόμμα που είχε ηγηθεί. Δριμύτατος, εκφωνεί πύρινους λόγους κατά της δουλείας, προσελκύοντας τα πλήθη και αναδεικνύεται ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. 
Ήδη από το 1852 έχει εκδοθεί το βιβλίο της Χάριετ Μπίτσερ Στόου «Η καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά», ασκώντας τεράστια επίδραση στην διαμόρφωση της αμερικανικής κοινής γνώμης. Ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάζονταν οι μαύροι σκλάβοι ως άνθρωποι με βαθιά αισθήματα, έντιμοι και καλοί οικογενιάρχες. Μια πραγματική γροθιά στο στομάχι, με πωλήσεις εξωπραγματικές για τα δεδομένα εκείνων των χρόνων.
Το 1857, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι Αφροαμερικανοί δεν είναι πολίτες και δεν έχουν κληρονομικά δικαιώματα, ο Λίνκολν δεν δίστασε να το αντικρούσει. Υποστήριξε ότι, ναι μεν οι μαύροι δεν ήταν ίσοι με τους λευκούς, αλλά τόνιζε το γεγονός ότι οι Πατέρες του Έθνους είχαν διακηρύξει πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με κάποια αναφαίρετα δικαιώματα και κατέβηκε ως υποψήφιος για την έδρα της Πολιτείας στην Γερουσία, έχοντας αντίπαλο τον Στήβ Ντάγκλας.
Ήταν ένας αγώνας χωρίς προηγούμενο. Μέχρι τότε, οι προεκλογικοί τόνοι στο Ιλινόϊς ήταν ήπιοι. Ο Λίνκολν τους παραβίασε ορμητικά και επιτέθηκε στον Ντάγκλας, στο Ανώτατο Δικαστήριο και στον ίδιο τον Πρόεδρο Μπιουκάναν, κατηγορώντας τους ότι «προάγουν τη δουλεία». Στο κατηγορώ του εκείνο, πρόσθεσε και μια φράση που έμεινε ως σύμβολο τόσο για τους έγχρωμους όσο και για τους λευκούς: «Σπίτι διχασμένο δεν μπορεί να επιβιώσει. Μαύροι και λευκοί πρέπει να συμβιώσουν, αλλιώς η Αμερική δεν θα επιζήσει».
Η πρώτη πρόταση έκανε το γύρο της Αμερικής και ο Λίνκολν, αναπτερωμένος πρόσθετε συνεχώς κι άλλο λάδι: «εκείνοι που αρνούνται την ελευθερία στους άλλους δεν την δικαιούνται οι ίδιοι», «όταν ακούω κάποιον να συμπαθεί τη δουλεία, έχω μεγάλη διάθεση να δω πώς θα περνούσε εκείνος ως δούλος».
Έγινε τόσο γνωστός, ώστε παρακίνησε μια ομάδα επιχειρηματιών να τον προωθήσει για υποψήφιο των Ρεμπουμπλκανών στην Προεδρία στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1860. Και εθριάμβευσε, παρά το γεγονός ότι κανείς Νότιος δεν τον ψήφισε.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου