The world I love:my novels, my favorite themes

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

ΤΟΝΤΑ ΡΑΜΠΑ του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου




Ο Ιούνιος τελειώνει και το καλοκαίρι αρχίζει...
Ένα ακόμη απόσπασμα από το «Τόντα Ράμπα», ένας αποχαιρετισμός στην δροσερή άνοιξη που έδωσε τη σκυτάλη στην εποχή που συμβολίζει την ξεγνοιασιά, τις διακοπές και ίσως έναν εφήμερο έρωτα για τα νιάτα που περνούν σαν αστραπή, συλλέγοντας όσα μπορούν και όσα προλαβαίνουν...
---

 Η Ραχήλ σηκώνεται θυμωμένη, μα ο Γερανός ξεμάκρυνε κιόλας, συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυά του. Κατεβαίνει και κλείνεται στην καμπίνα του.
   Η ψυχή του είναι ανήσυχη. Περνά ένα πονεμένο σταθμό. Όπως συχνά του συνέβηκε μέσα στις κρίσες της νεανικής ηλικίας, όλη η αγωνία του συγκεντρώθηκε μια νύχτα στην πλαστική εικόνα ενούς όνειρου: στρατιωτική παρέλαση. Ο στρατηγός περνά και κοιτάει έναν έναν τους στρατιώτες μέσα στο ασπράδι του ματιού. Διαλέγει, σβήνει τους δειλούς. Λέει: «Είσαι δειλός». Τον πετά έξω από τις γραμμές και πάει στον παρακάτω. Όλοι οι στρατιώτες τρέμουν. Έρχεται η σειρά του Γερανού. Ο στρατηγός, ορθός μπροστά του, τον εξετάζει: τον ξεψαχνίζει ώρες ολόκληρες. Με τη ματιά του περνά αντίπερα την καρδιά του Γερανού. Επιτέλους λέει: «Εσύ δεν μπορείς να πολεμήσεις αριστερά, γιατί βλέπεις και δεξιά. Δεν μπορείς να πολεμήσεις δεξιά, γιατί βλέπεις κι αριστερά.Δεν ξέρω τι να σε κάνω... Μ’ ενοχλείς».
   Τον άρπαξε από τους ώμους και τον τράνταξε. Ο Γερανός ξύπνησε αναπηδώντας. Από τη στιγμή εκείνη ο Γερανός υποφέρει τρομερά. Νιώθει να πετιούνται από τα σπλάχνα του περφάνιες σκληρές και φωνές απελπισμένες... Και ύστερα αυτός ο Αζάντ με τον ορμητικό αισθηματισμό του, και η Ραχήλ με τ’ αμυγδαλάτα μάτια της που ψάχνει για τον πιο δυνατό, και αυτός ο απαίσιος άνθρωπος πού του πέταξε την τρομερή φράση... Ο Αμίτα πάλι τον απελπίζει με τη βουδική μαρτυρική γλυκάδα του και το χαμόγελό του το ευγενικό και τραγικό... Ο Γερανός κοιτάει από το φινιστρίνι τη θάλασσα, παρακολουθεί με μάτια μισόκλειστα το ρυθμικό και γλυκό κυμάτισμα που κάνουν τα φαρδιά κύματα. Ησυχάζει λίγο. Για να νικήσει ολότελα την ανησυχία του, στρέφει τις σκέψεις του κατά την περίφημη χώρα που τα μάτια του αρχίζουν να καταχτούν. Νιώθει μέσα στο κεφάλι, απ’ το ‘να μελίγγι στο άλλο, τα γιγάντια βουνά του Καυκάσου. Μέσα σ’ αυτή την απέραντη εικόνα, ξεκαθαρίζει την πεισματάρικη, βαθιά ύπαρξη, με το κεφάλι παραγιομισμένο χώματα: το χωριάτη. Ο Γερανός, περνώντας τον Καύκασο, τονε σίμωσε πολλές φορές. Ερώτησες, απάντησες, παράπονα και κραυγές χύνουνται μέσα στη μνήμη του. Ο Γερανός θέλει να τα βάλει σε τάξη. Μιλάει ξανά με το γιό του:
   «Ένας χωριάτης είδε πάνω από’ να βαθύ γκρεμό τον Αμιράν δεμένο. Αναστέναζε, μούγκριζε, προσπάθαγε με όλη τη δύναμή του ν’ αρπάξει το σπαθί του που βρισκόταν πλάι του. Ο Αμιράν σσέρνει φωνή, καλέι το χωριάτη σε βοήθεια. Ο χωριάτης σιμώνει: «Λευτέρωσέ με, του λέει, και όλη η ανθρωπότητα θα λευτερωθεί, γιατί εγώ αγαπώ τους φτωχούς και τους πεινασμένους».  Άρπαξε το ψωμί από το δισάκι του χωριάτη και το’ σφιξε στο πελώριο χέρι του. Μονομιάς από το ψωμί έτρεξε αίμα και ίδρωτας.
   »Δυστυχισμένε, φώναξε ο Αμιράν, πώς μπορείς και τρώς τέτοιο ψωμί;
   »Τι θα μπορούσαμε λοιπόν να τρώμε; Ρώτησε ο χωριάτης.
   »Να, κοίταξε, απάντησε ο Αμιράν.
   »Σφίγγει με το χέρι του έν’ άλλο ψωμί, κυλάει γάλα.
   »Αν με λευτερώσεις, λέει, δε θα τρώς πια το ψωμί σου ζυμωμένο μ’ αίμα και ίδρωτα!
   »Άκουγα το Γιωργιανό χωριάτη, ένα απομεσήμερο, να μου ιστορεί τούτο το θρύλο, πέρα στο χωριό Τελάβ της όμορφης Κακετίας. Καθούμασταν πάνω σε μια πέτρα, μπρος στο κάστρο του τελευταίου βασιλιά της Γεωργίας, του γενναίου και άτυχου Ηρακλή. Πλάι μας, καθισμένος κατάχαμα, γριές χωριάτισσες, αμίλητες και χλωμές, άπλωναν μπροστά τους τη φτωχιά πραμάτεια τους:μερικά μισοσαπημένα κυδώνια, χοντρές κόκκινες κολοκύθες, λίγο καλαμπόκι πάνω σ’ ένα μαντίλι, αυγά και ραδίκια. Πλέκανε υπομονετικές και θλιμμένες. Μακριά, κάτω απ’ τον γλυκό ήλιο, άστραφτε η φαρδιά κοίτη του αποξηραμένου Αλατζάν. Πελώριες, πολύ όμορφες, χιονοσκέπαστες, οι κορφές του Καύκασου υψώνουνταν στον ουρανό χωρίζοντας την Ευρώπη από την Ασία. Φωτίζουνταν γαληνεμένες, απρόσιτες, σκληρές και παρθένες όπως διαμάντι. Μα τα θλιμμένα λόγια του χωριάτη είχαν ταράξει την καρδιά μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου