The world I love:my novels, my favorite themes

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

ΤΟΝΤΑ ΡΑΜΠΑ του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου




Με το καλοκαίρι προ των πυλών, συνεχίζουμε το αφιέρωμα στον μεγάλο μας συγγραφέα, έστω και ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω...
Σειρά για τον Ιούνιο έχει το μυθιστόρημά του Τόντα Ράμπα, ένας πραγματικός γύρος του κόσμου με ήρωες διαφορετικούς σε κάθε χώρα, αλλά στην ουσία έναν. Κάνουμε στάση στην Μπουχάρα και αναπνέουμε τον δικό της αέρα...
---
Ο νοτιοδυτικός άνεμος του Καρακούμ φυσά στη Μπουχάρα και τα λασπόσπιτα θρίβουνται και ξεχαρβαλώνουνται. Ο αγέρας είναι παραγιομισμένος στυφές μυρουδιές από σαπημένα πεπόνια, από κανέλα και κάτουρο. Δεξά ζερβά στα πεζοδρόμια απλώνουνται φαρδιά ντιβάνια σκεπασμένα με κόκκινα χαλιά και κίτρινες ψάθες. Αμίλητοι, σταυροποδιασμένοι, οι μουσουλμάνοι πίνουν κοκτσάι, πράσινο τσάι, και δροσιστικά σερμπέτια. Όλες οι κεφαλές αστράφτουν, σκεπασμένες με τουμπετέϊκας- φέσια κεντημένα με χρυσό και λούλουδα αστραφτερά. Καμήλες αργοκίνητες με μακρύ ρυθμικό βήμα περνούν τα παζάρια τα γιομάτα ίσκιο.
   Μια κοπελίτσα κάπου εφτά χρόνω περνά. Τα μαλλιά της αλειμμένα με δαφνόλαδο, γυαλοκοπούν στον ήλιο, απλώνουνται σε λιγνές πάμπολες κοτσίδες πάνω στους αδύνατους ώμους, κατεβαίνουν και σιγανοτρέμουν πάνω στα μικρά, καλοζυγιασμένα κιόλας λαγόνια. Κάθε κοτσίδα τελειώνει σ’ ένα μικρό ασημένιο νόμισμα ή σ’ ένα τρύπιο κοχύλι του Σεραφσάν, του ποταμού με το φαρμακερό νερό, ή σ’ ένα μικροσκοπικό μπρούτζινο μισοφέγγαρο. Η κοπελίτσα περνά και τιτινίζει. Από το κορμί της βγαίνει, όπως μικρό ζο που βρίσκεται σε οργασμό, μια πηχτή μυρουδιά από μόσχο. Τα μαύρα μάτια της τα βαμμένα με σουρμά σκορπούν βαριές και φιλήδονες ματιές.
   Η καυτή σκόνη ανεβαίνει στρουφιχτά, χώνεται στα κορμιά και τα κόκαλα. Διψάς, σκάς. Αξάφνου να ο Κόκ- Γκούμπας, ο «πράσινος θόλος» του μεγάλου Τζαμιού, ο μεντρεσές Σίρ-Αράμπ και το τζαμί Μαγκάκ-ι- Αλτάρα! Η καρδιά και τα μάτια δροσίζουνται. Πάνω από τα λάσπινα τούτα χαμόσπιτα κι απ’ αυτή τη βρώμικη ανθρώπινη μάζα, ο Θεός αστράφτει όπως πελώριο λουλούδι κάκτου- νέος, φιλήδονος και άσπλαχνος, ρουφώντας και μετουσιώνοντας τις λάσπινες ρίζες του- ανθρώπους και χαμόσπιτα. Ο άνθρωπος ο διψασμένος, κακομοιριασμένος, που σέρνεται μέσα στη σκόνη, σηκώνει τα μάτια, τον αντικρίζει και χαμογελά. Όχι ο θεός∙ αυτός ο ίδιος ο σκούληκας είναι, που έγινε πεταλούδα.

Και ο Αμίτα σηκώνει κι αυτός τα μάτια και αμογελά. Μπουχάρα! Μπουχάρα! Πόσο λαχτάρησε τη στιγμή τούτη! Ένιωθε σαν αμάρτημα στην ασκητική Μόσχα τη σαρκική τούτη χαρά του. Δεν ορκίστηκε να παραιτηθεί από την τέχνη και την ομορφιά και ν’ αφοσιωθεί ολόκληρος στο αυστηρό χρέος της τωρινής στιγμής; Ναι... ναι... μα, να, γευόταν τώρα ηδονικά το γλυκο τούτο απαγορευμένο καρπό: την Μπουχάρα!
   Περνά γρήγορα το σκοτεινό παζάρι με τις στέγες από δοκάρια μπογιατισμένα και ψάθες. Χώνεται μες στα στενά, βρώμικα δρομάκια: εδώ δουλεύουν τις γυριστές γυναίκειες παντούφλες∙ και τα κόκκινα και πράινα χάμουρα για γαϊδούρια και άλογα. Εκεί σφυροκοπούν το μπακίρι και φτιάχνουν λεπτά καφέμπρικα σε σχήμα πουλιού...
   Ο Αμίτα βιάζεται να φτάξει στο βάθος, στ’ όμορφο περουζένιο τζαμί. Είχε ακούσει, καταμεσίς στο πολύβουο παζάρι, τη φωνή του μουεζίνη, καθαρή, κυριαρχική, να πετιέται στον αγέρα όπως σπαθί γυμνό. Καλούσε απελπισμένα τους πιστούς στη μεσημεριάτικη προσευχή: Λαϊλάχ, ιλ Αλλάχ...
   Σκυλι΄λουφάζουν στη σκιά, χοντροί αγάδες περνούν θρονιασμένοι πάνω σε γαϊδούρια, γυναίκες μουσουλμάνες, το πρόσωπο σκεπασμένο με χοντρό μαύρο πανί, περνούν σέρνοντας τα στραβοπατημένα πέδιλά τους... Αξάφνου, πελώριος πετιέται ο θόλος του τζαμιού, ολόκληρος φτιαγμένος από γαλάζια και σξ πορσελάνη. Αστράφτει κάτω από τον ήλιο, όπως τέντα μυθικού σουλτάνου, στημένη μέσα στη λάσπη, περιχυμένη από μετάξι και σμαράγδια. Νιώθεις ότι ο θεός που κατοικεί κάτω από ένα τέτοιο θόλο αγαπά τη γήινη ζωή και τα θερμά χρώματα και τις σκεπασμένες γυναίκες.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου