The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΤΕΛΛΟ ΑΓΡΑ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου






Ο Τέλλος Άγρας άφησε την τελευταία του πνοή στις 7 Ιουνίου 1907, γενναίος και περήφανος  ως το τέλος. Ήταν μόλις 27 ετών.
Στο μυθιστόρημά μου ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ που κυκλοφόρησε το 2013, αφιερωμένο στην Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της, διάσημους και άσημους, σημαντικούς και ασήμαντους, αναφέρω και τον ήρωα Τέλλο Άγρα, τον άνδρα που αψήφισε τη ζωή του για την ελευθερία της πατρίδας. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το παραπάνω βιβλίο και μιλά για τις τελευταίες μέρες και ώρες της ζωής του.
---
Τον Απρίλιο ήρθε εντολή από το Προξενείο της Σαλονίκης να εγκαταλείψει τον Αγώνα ο Άγρας- και μαζί του ένα σωρό άλλοι αρχηγοί που είχαν πολύ καιρό εκεί, για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους, ξεκούραστους. Ο Άγρας, όμως, είχε στο μυαλό του τις πληροφορίες που έρχονταν καθημερινά στο σπίτι όπου έμενε. Αυτές έλεγαν ότι το ηθικό των Βουλγάρων ήταν πεσμένο, η υπεροχή των Ελλήνων μεγάλη και ένας σημαντικός αριθμός κομιτατζήδων ήθελε να έρθει στην πλευρά τους. Ο Άγρας ήταν ενθουσιασμένος. Όταν πήρε γράμμα από τον ισχυρό Βούλγαρο βοεβόδα Ζλατάν, που δήλωνε την πρόθεσή του όχι μόνο να προσχωρήσει ο ίδιος στα ελληνικά σώματα, αφού ασπασθεί το Πατριαρχείο, αλλά και να φέρει μαζί του μια πολύ μεγάλη ομάδα κομιτατζήδων, η καρδιά του Άγρα πήρε φωτιά. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν κι άλλοι Βούλγαροι, έτοιμοι κι εκείνοι για συναδέλφωση και κοινούς αγώνες. Ο Άγρας, προσεχτικός στην αρχή, άρχισε να γίνεται όλο και πιο τολμηρός, όταν έπρεπε να συναντηθεί μαζί τους. Μέρα τη μέρα έπεφτε στην παγίδα τους τόσο εύκολα, τόσο ανέλπιστα για εκείνους.
   Η τελική συνάντηση ορίστηκε για τις 3 Ιουνίου. Τα παρακάλια του Πιέρ να πάρει κάποιες προφυλάξεις δεν εισακούστηκαν. Ο Βούλγαρος είχε ορίσει σημείο συνάντησης μέσα στο δάσος, δυτικά της Νάουσας. Ο Άγρας δέχτηκε,αλλά πρόσταξε όλους να μείνουν πίσω, να φυλάνε την περιοχή. Δεν άκουγε κανέναν.
   Ο καιρός ήταν ζεστός και ο πυρετός τον ταλαιπωρούσε πάλι. Ο Πιέρ τον έπεισε να πάρει λίγο φάρμακο, μιας και είχε να κάνει δρόμο. Με χίλια παρακάλια ο Άγρας πήρε ένα τουφέκι και δέχτηκε να τον συνοδέψουν δύο οδηγοί, ο Αντώνης Μίγγας και ο Πιέρ. Όταν έφτασαν στο σημείο της συνάντησης δεν βρήκαν κανέναν. Μετά από λίγο, εμφανίστηκαν δύο Βούλγαροι και πίσω τους ο κοκκινογένης Ζλατάν, οπλισμένος σαν αστακός.
   Ο Άγρας τον περιγέλασε για τα όπλα του και ο πονηρός Βούλγαρος πρότεινε ν’ αφήσουν και οι δύο τα όπλα τους και να συνεχίσουν άοπλοι πιο κάτω, εκεί που τους περίμεναν και οι άλλοι βοεβόδες. Συγχρόνως, ρωτούσε πού είναι οι άντρες του Άγρα. Πήρε την αγέρωχη απάντηση ότι η συμφωνία ήταν να πάει μόνος- να, λοιπόν, μόνο τέσσερις άντρες είχε μαζί του.
   Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν ένα σωρό Βούλγαροι, κύκλωσαν την ελληνική ομάδα κι έπιασαν τον Άγρα. Του έδεσαν τα χέρια πίσω, ενώ εκείνος έβριζε. Ο Ζλατάν, με τα δύο άνισα, περίεργα μάτια του ν’ αστράφτουν, είπε στους υπόλοιπους Έλληνες να φύγουν. Οι οδηγοί έφυγαν. Ο Μίγγας και ο Πιέρ έμειναν.
   «Φύγετε, είπα», έβγαλε φωνή ο Ζλατάν.
   Δεν πήρε απάντηση. Οι δύο άντρες έκαναν ακόμη ένα βήμα προς τον Άγρα. Ο Ζλατάν κατάλαβε.
   «Δέστε τους κι αυτούς και βγάλτε τους τα παπούτσια. Άϊντε, κουνηθείτε!»
   Οι Βούλγαροι, με αλαλαγμούς, όρμησαν στους τρεις άντρες με τα μαχαίρια έτοιμα.
   «Σφάξτε τον, κρεμάστε τον, σκίστε τον!»
   Η άγρια φωνή του Ζλατάν επέβαλε σιωπή.
   «Στα χωριά, να τον δουν τα χωριά μας!»
   Το μαρτύριο άρχισε. Δεμένοι και ξυπόλυτοι άρχισαν να περπατούν, να σκοντάφτουν, να πέφτουν και να ξανασηκώνονται. Οι Βούλγαροι χτυπούσαν με τους υποκοπάνους των όπλων, έφτυναν, έβριζαν και περιγελούσαν τον Άγρα. Εκείνος, με το κεφάλι ψηλά, τους θύμωνε περισσότερο. Τους έσερναν στα γύρω βουλγάρικα χωριά σαν λάφυρα επί τέσσερις ολόκληρες μέρες. Ο Άγρας, κάθε τόσο, γύριζε στους δυο πιστούς φίλους του και τους ενθάρρυνε, τους έλεγε αστεία. Ούτε τα πληγιασμένα πόδια, ούτε η πείνα, ούτε η δίψα τον πτοούσαν.
...
   Ανάμεσα στα χωριά Τέχοβο και Βλάδοβο (σήμερα Καρυδιά και Άγρας) οι Βούλγαροι έστησαν τρεις κρεμάλες στα κλαδιά μιας καρυδιάς. Ο Άγρας, ο Μίγγας και ο Πιέρ άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί, στη χώρα της Μακεδονίας, έξω στη φύση που τους αγκάλιασε στοργικά.
...
   Στο στήθος του Άγρα, ένα καρφιτσωμένο χαρτί έγραφε:
   «Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι αντιστέκονται στη θέληση των Βουλγάρων.
     Κασάπτσε Ζλατάν»

...
   Στ΄αυτιά του ήρθε η μελωδία ενός θρήνου, τραγουδισμένου στο τοπικό ιδίωμα του ζωριού από γυναίκες. Ο Ηλίας δεν καταλάβαινε και ο Γιώργης του το μετέφρασε:
   «Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;
    Δεν έχεις αδελφή, να σε πενθήσει;
    Πώς σε ξεγέλασαν;
    Πώς σ΄έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στην καρυδιά;
    Να σε φέρουν σε ξένη γη,
    ξένες μάνες να σε κλάψουν,
    ξένες αδελφές να σε μοιρολογήσουν...»


(Ο Πιέρ και ο Ηλίας είναι μυθιστορηματικοί ήρωες).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου