The world I love:my novels, my favorite themes

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες επικρατούσε η γνώμη ότι η λατρεία του θεού Διόνυσου – ενός θεού με προέλευση θρακική ή μικρασιατική- είχε εισαχθεί στη  χώρα μας   ελάχιστα πριν τους ιστορικούς χρόνους. Οι ανασκεφές στην Πύλο, όμως, στα 1953 έφεραν στο φως δύο επιγραφές, γραμμένες στην Γραμμική Γραφή Β, χρονολογημένες στον 12ο π.Χ. αιώνα.
Ο Διόνυσος για τους Έλληνες αντιπροσωπεύει τον θεό της βλάστησης (εκτός των δημητριακών καρπών), του κρασιού και κατ’ επέκτασιν της χαράς και της γονιμότητας.
Ο Όμηρος αναφέρει ότι είναι ο μυστικά μεγαλωμένος γιός του Δία και της Σεμέλης, αλλά χωρίς παλάτι στον Όλυμπο. Ούτε για θεό τον λογαριάζει ο τυφλός ποιητής, αφού μας τον παρουσιάζει τρέμοντα μπροστά στην οργή και τις απειλές του βασιλιά της Θράκης Λυκούργου και καταφεύγοντα στην παρήγορη θαλάσσια αγκαλιά της Θέτιδας.
Αντίθετα, ο Ησίοδος τον θεωρεί θεό, μαζί και την μητέρα του που είχε γίνει αθάνατη, ενώ υπάρχει και η μαρτυρία ότι ο Διόνυσος μετονόμασε τη μητέρα του Διώνη ή Θυώνη και την ανέβασε μαζί του στο θεϊκό βουνό.
Το γνώρισμα που χαρακτηρίζει από την αρχή την διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, να «βγαίνει» κανείς και να ξεπερνά τον εαυτό του, όχι μόνο μέσω του κρασιού, αλλά και μέσω του παράφορου χορού. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Όμηρος, πρεσβευτής της ολυμπιακής θρησκείας και αντίθετος με τα όποια μυστικυστικά κηρύγματα, σχεδόν τον αγνοεί. Ο απλός λαός, όμως, τον ακολουθεί με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, τον βαφτίζει Λύσιο (αυτός που λυτρώνει από τις έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινότητας) και τον λατρεύει στην κυριολεξία.

Όταν αργότερα, αλλά εντός της αρχαϊκής περιόδου, το οργιαστικό στοιχείο μετριάστηκε ως ένα βαθμό, ο Διόνυσος πέρασε επίσημα την είσοδο στους Δελφούς για να αντικαταστήσει τον Απόλλωνα τους τρεις χειμωνιάτικους μήνες, που ο θεός του φωτός βρισκόταν στην Υπερβόρεια χώρα. Και στη διάρκεια του χειμώνα δεν αντιχούσε στον ιερό χώρο του μαντείου ο παιάνας του Απόλλωνα, αλλά ο διθύραμβος, το λατρευτικό τραγούδι του Διονύσου.
Τα όργια του Διόνυσου γορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκεμβρίου στον Παρνασσό- όργια που δεν είχαν την μειωτική έννοια και σημασία που αποδίδουμε εμείς  σήμερα στην συγκεκριμένη λέξη. Εκείνη την εποχή σήμαινε ιερά έργα, τελετουργίες θρησκευτικές.
Μόνον γυναίκες – κι αυτές οργανωμένες σε θιάσους- έπαιρναν μέρος σ’ αυτά, με καταγωγή από τις γύρω περιοχές, αλλά και από την Αθήνα. Ήταν οι Μαινάδες ή Βάκχες ή Θυιάδες που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμένο δαυλό και στο άλλο τον θύρσο(ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό, με ένα κουκουνάρι στην άκρη) και οι οποίες εβάκχευαν, δηλαδή, καταλαμβάνονταν από θρησκευτική υστερία: ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και την παγωνιά του χειμώνα στις δασωμένες πλαγιές του πανύψηλου όρους, ενώ τα τύμπανα και ο ήχος του αυλού συνόδευαν τους έξαλους χορούς τους, μέχρι που κοβόταν η ανάσα τους κι έπεφταν στο παγωμένο χώμα αναίσθητες.
Μέσα στην αλλοφροσύνη τους «έβλεπαν» να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια άπό τα οποία,  αντί για νερό έρρεε μέλι, γάλα και κρασί. Πίστευαν ότι ο Διόνυσος μεταμορφωνόταν σε ζώο, σε  όποιο  ζώο συναντούσαν στο τρελό διάβα τους. Κατεχόμενες από την ανεξέλεγκτη επθυμία να ενωθούν με τον θεό, κατασπάραζαν το ζώο με γυμνά χέρια και έτρωγαν τη σάρκα του ωμή.
Ανάλογες ήταν οι τελετές και στα άλλα βουνά της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, πολύ δε περισσότερο σ’ εκείνα της Μακεδονίας, η οποία συνόρευε με τη Θράκη- την περιοχή από την οποία είχαν πρωτοξεκινήσει τα λατρευτικά όργια.

Ο Πίνδαρος ετυμολογώντας το όνομα Διόνυσος, μας λέει ότι προέρχεται από τις λέξεις Δίας και Νύση, το βουνό δηλαδή πάνω στο οποίο γεννήθηκε ο θεός. Σήμερα οι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι η λέξη Νύση μπορεί να προέρχεται από το Υιός, δηλαδή, υιός Δία. 

Ο πίνακας του Καραβάτζιο αποτυπώνει με μοναδικό νατουραλιστικό τρόπο τον Έφηβο Βάκχο-Διόνυσο τυλιγμένον σε ένα λευκό σεντόνι και λουσμένον σε ένα αστραφτερό φως που αναδεικνύει τα σκούρα των κληματόφυλλων και των τσαμπιών με τα ώριμα σταφύλια, τα οποία στολίζουν το κεφάλι του. Το ύφος, νυσταλέο ή ζαλισμένο από το κρασί που έχει κιόλας καταναλώσει, δίνει την αίσθηση της ανεμελιάς.
Ο Καραβάτζιο, όπως έδειξαν οι αναλύσεις με ακτίνες Χ, παρενέβαινε συνεχώς στο αριστούργημά του, μέχρι να πετύχει την μέγιστη δυνατή πληρότητα και αρμονία στην μορφοπλασία.
Πρόκειται για την πρώτη από μια σειρά  προσωπογραφιών, που ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε με τη χρήση καθρέφτη, σύμφωνα με τον Μπαλιόνε (1642). Ίσως είναι αυτός ο λόγος που ο έφηβος κρατά το ποτήρι με το κρασί με το αριστερό χέρι     (... ή ίσως δηλώνοντας την αρχή ενός μεθυσιού που αμβλύνει τις αισθήσεις).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου