The world I love:my novels, my favorite themes

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Σάββατο σήμερα και το αφιέρωμα στον συγγραφέα της χρονιάς συνεχίζεται.
Σειρά έχει ένα απόσπασμα από την Αναφορά, ένα βιβλίο-σταθμό, ένα βιβλίο που θεωρείται από πολλούς «δύσκολο». Δύσκολη είναι πάντα η εξομολόγηση, όμως, και όπως λέει ο ίδιος «αναγνώστη,στις σελίδες ετούτες θα βρεις την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες».
Η Αναφορά θα μας συντροφέψει και τα υπόλοιπα Σάββατα του Ιανουαρίου- έτσι, για να λυθούν τα μάγια και να απολαύσουμε την ομορφιά της γραφής και της σκέψης του συγγραφέα.

Να το πορτραίτο του πατέρα του στην ακόμη τουρκοκρατούμενη Κρήτη, με μικρή επικεφαλίδα ο κύρης. Πίσω από τη σκαιά περιγραφή, διακρίνεται ένας τεράστιος σεβασμός και θαυμασμός σ’ εκείνο το αγρίμι, που όταν αναφερόταν στον δικό του πατέρα έλεγε: «τον κύρη μου έπρεπε να δεις,όχι εμένα∙ δράκος σωστός∙ εγώ μπροστά του τι ‘μαι; ξεφυσίδι»

«Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε∙ κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει κανένα πικραμύγδαλο, έστριβε τα δάχτυλά του και τόκανε σκόνη.
Ένα μεσημέρι που γύριζε σπίτι να φάει, άκουσε, σ’ ένα στενό που περνούσε, γυναίκες να σκληρίζουν και πόρτες να σφαλνούν κι ένας μεθυσμένος τουρκαλάς είχε βγάλει το γιαταγάνι του και κηνυγούσε τους χριστιανούς. Ως να δεί τον πατέρα μου, χύθηκε καταπάνω του∙ κάψα, κουρασμένος από τη δουλειά, δεν είχε κέφι ο πατέρας μου για καυγάδες∙ μια στιγμή τού πέρασε από το νού να στρίψει από το στενό να φύγει, κανένας δεν τον έβλεπε∙μα ντράπηκε.
Ξεζώστηκε την ποδιά που φορούσε, τύλιξε τη γροθιά του, και την ώρα που σήκωνε ο τουρκαλάς απάνω από το κεφάλι του το γιαταγάνι, τού ‘δωκε μια γροθιά στην κοιλιά και τον έστρωσε χάμω∙έσκυψε, τού ξεγάντζωσε το γιαταγάνι από τη φούχτα και τράβηξε κατά το σπίτι. Η μητέρα μου τού ‘φερε πουκάμισο ν’ αλλάξει, είχε γίνει μουσκίδι στον ιδρώτα, κι εγώ, θα ‘μουν ως τριών χρονών, κάθομουν στον καναπέ και τον κοίταζα∙όλο τρίχες ήταν το απανωκόρμι του, άχνιζε∙ κι άμα άλλαξε και δροσέρεψε, πέταξε το γιαταγάνι στον καναπέ, δίπλα μου∙ στράφηκε στη γυναίκα του:
-Σα μεγαλώσει ο γιός σου, τής είπε, και πάει στο σκολειό, δώσ’ του το να ξύνει το μολύβι του.
 Ποτέ δε θυμούμαι να μού ‘πε τρυφερό λόγο∙μια φορά μονάχα∙ ήμασταν στη Νάξο, την επανασταση, και πήγαινα στη φράγκικη Σχολή, στους φραγκοπαπάδες∙είχαμε δώσει εξετάσεις κι είχα πάρει κάμποσα βραβεία, μεγάλα, χρυσοδεμένα βιβλία∙ δεν μπορούσα μόνος μου να τα σηκώσω, πήρε ο πατέρας μου τα μισά και γυρίσαμε σπίτι. Σε όλο το δρόμο δεν άνοιξε το στόμα∙προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά του που ο γιός του δεν τον ντρόπιασε∙ και μονάχα όταν μπήκαμε στο σπίτι, χωρίς να με κοιτάξει:
-Δεν ντρόπιασες την Κρήτη, είπε με κάποια τρυφεράδα.
 Μα ευτύς θύμωσε με τον εαυτό του που προδόθηκε κι έδειξε πώς ήταν συγκινημένος, κι όλη η βραδιά απέφυγε να με κοιτάξει κι ήταν κατσουφιασμένος.
 Βαρύσκιωτος,αβάσταχτος. Όταν τύχαινε να’ ναι βίζιτες σπίτι, συγγενείς μας ή γειτόνοι, κι είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα και γελούσαν, αν άνοιγε ξαφνικά η πόρτα κι έμπαινε, κόβουνταν η κουβέντα και το γέλιο, κι ένας ίσκιος πλάκωνε το σπίτι. Χαιρετούσε με μισό χείλι, κάθουνταν στη συνηθισμένη θέση του στη γωνιά του καναπέ, πλάι στο παράθυρο της αυλής, χαμήλωνε τα μάτια, άνοιγε την ταμπακιέρα κι έστριβε ένα τσιγάρο, αμίλητος. Ξερόβηχαν οι βίζιτες, κλεφτοκοιτάζονταν ανήσυχα, και με τρόπο, ύστερα από λίγη ώρα, σηκώνουνταν, πατούσαν στις άκρες των ποδιών τους κι έφευγαν.
 Μισούσε τους παπάδες∙ σα συναντούσε κανένα στο δρόμο, έκανε το σταυρό του, να ξορκίσει το κακό συναπάντημα, κι όταν ο παπάς φοβισμένος τον χαιρετούσε: «Καλημέρα, καπετάν-Μιχάλη!», αυτός τού αποκρίνονταν: «Την κατάρα σου νά’ χω!» Δεν πήγαινε ποτέ να λειτουργηθεί, για να μη δει παπάδες∙μονάχα μετά τη λειτουργία, κάθε Κυριακή,όταν έφευγαν όλοι, έμπαινε στην εκκλησιά κι άναβε ένα κερί ομπρός στο θαματουργό κόνισμα του Άη-Μηνά. Πάνω από Χριστούς και Παναγίες προσκυνούσε τον Αη-Μηνά, γιατί αυτός ήταν ο καπετάνιος του Μεγάλου Κάστρου.
 Όμως η καρδιά του δεν αλάφρωνε. «Γιατί ποτέ δε γελάει το χείλι σου καπετάν-Μιχάλη;» αποκότησε μια μέρα να τον ρωτήσει ο καπετάν Ελιάς από τη Μεσαρά. «Γιατί ο κόρακας είναι μαύρος, καπετάν Ελιά;» τού απολογήθηκε ο πατέρας μου κι έφτυσε το αποτσίγαρο που δάγκανε».
 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου