The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΖΩΗ
(απόσπασμα από το τελευταίο μέρος του ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΗΡΩΩΝ ΑΙΜΑ)
Της Dimitra Papanastasopoulou




Επιλέγω αυτό το κείμενο, σαν το τελευταίο για το αφιέρωμα στον Ίωνα Δραγούμη. 
Μια λυρικότατη γραφή, απόλυτα ποιητική, δείχνει πώς ο πόνος της απώλειας ενός αγαπημένου ανθρώπου μπορεί να μετουσιωθεί σε λογοτεχνικό μεγαλείο.

  

   Όλη τη ζωή του πάλευαν μέσα του ο κόσμος ο μέτριος και οι πόθοι οι δικοί του και ο πόλεμος αυτός τού έφερνε βαριά στενοχώρια. Ποτέ δεν μπόρεσε να τού φανή αρκετή η γύρω μετριότητα και, είτε ξέροντάς το είτε μή, γύρευε πάντα κάτι περισσότερο ή κάτι άλλο. Νίκησε τέλος η ψυχή του, μα τού πήρε, προτού γεράσεη, τη ζωή. Με το θάνατό του νίκησε τη μετριότητα.
   Ο θάνατός του είνε ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο θάνατός του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τους μαργωμένους, δυναμόνει τους αδύνατους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου, ο θάνατος του Αντρείου.
   Στα βουνά όμως της Μακεδονία βρέθηκε μόνος, αβοήθητος. Και σηκώθηκε τότε, για την αγάπη της πατρίδας, που μόνη του απόμενε και τον εβαστούσε ακομη, πόλεμος άγριος μέσα του, και οι μέρες περνούσαν άγλυκες και το έμορφο στόμα του έδειχνε την πίκρα που κατέβαζε στα σωθικά του. Τόση ήταν η κούρασή του κάποτε, που τα φαρμάκια που πότιζε την ψυχή του, γίνουνταν δαίμονες μιας ανίκητης αηδίας. Και πρόβαινε ίσιος, αλύγιστος στο δρόμο που ήταν ο δυσκολώτερος της ζωής του. Η ερημία του είχε γίνη λάβρα και τον έκαιε, και η ορφάνια του, πληγή και τον εσπάραζε∙ και όταν τον έπνιξε ο πόνος, έκλαιε μυστικά σε βάθη άγνωστα η ψυχή του. Ν’ ακουμπήση; Πού ν’ακουμπήση; Πού να πλαγιάση να κοιμηθή παντοτεινά; Μακρειά, σε κόσμον άλο, πολύ μακρειά, σε κόσμο περασμένο και αγύριστον, είνε μια φωλιά ζεστή και ήσυχη και γνώριμη, και στη φωτιά κοντά, τα μόνα που στη γη απόμειναν πολύτιμα. Ω τον πόνον, ώ!
   Παντέρημη η ψυχή του βογγούσε μέσα και μέσα στα σκοτάδια της βουτηγμένη.
   Άλλοτε όμως ο πόνος ήταν τόσο βάρβαρος, τόσο αφύσικος που γίνουνταν η ψυχή του σιδερένια και απέραντη απονιά- γεφύρι που τού φανέρονε το δρόμο τον αγύριστο τού θανάτου. Και αυτός ο δρόμος τότε τού φαίνονταν ανούσιος.
   Τρεις μήνες πάλεψε με την ψυχή του το Παλληκάρι- άγριο πάλεμα- και δεν μπόρεσε να βαστάξη περισσότερο∙ τέλος η αγωνία πέρασε, αλλά μαζύ της έφυγε και η πνοή.
   Την ώρα την ύστατη, που ήρθαν οι Τούρκοι, βράδυ κ’ έζωσαν το χωριό, άναψε η ψυχή του και δε βάσταξε, μόνο χύθηκε κατεπάνω τους και σαν τον πλήγωσαν τα γλυκά βόλια που τα πρόσμενε, κατακάηκε η ορφανεμένη του ψυχή, και έσβυσε στον πόνο το φυσικό μέσα και μέσα βουτηγμένη.
   Ω φριχτή, φριχτή και άφραστη μονομαχία του Παλληκαριού με την ψυχή του! Ω τρίσβαθη μυριόπικρη αγωνία! Ω κατάψυχρη θανατερή ορφάνια! Την κεφαλή γυρίζω, τα μάτια κλείνω, να μη βλέπω. Και τώρα που τον πήρε ο Θάνατος, από τον πόνο μου τα δόντια σφίγγω, να μην τρέμω.
   Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκειά, πενταπάρθενη, που ερωτεύθηκες τον Θάνατο, δίδαξέ μας, ω, μάθε μας να μην πονή και να μην καίη το αντίκρυσμα της αγωνίας του, ψυχή ωραία πενταπάρθενη.
   Νύχτα καλή, Νύχτα μεγάλη, που χαϊδεύεις βάνοντας βάλσαμο στις πληγές, πώς αγγίζεις απαλά, Νύχτα λεπτή και δροσερή, γλυκειά και μεγάλη. Τ’ άστρα σου, διαμάντια πύρινα σκορπισμένα σαν επάνω σε βελούδο φεγγερό, κυττάζουν ήσυχα και όμως δυνατά, άλλα πράσινα, άλλα κίτρινα και άλλα άσπτα.
   Νύχτα βαθειά, η μόνη γλυκειά σήμερα, η μόνη καλή, ξεκουράζεις και ξετεντόνεις και ζωντανεύεις και παίρνεις τη θέρμη την ανυπόφορη και ξεφορτόνεις από αβάρη, ξελευθερόνεις. Σκορπίζεις τη θέρμη που βαστά τον άνθρωπο∙ μόλις πρωτοπάτησε τα μονοπάτια σου, τον άγγιξαν τα σκοτεινά σου χάδια και ανάσανε.
   Είνε πάλι ελεύθερος ο άνθρωπος, ο κόσμος του δεν είνε πια σκοταδιασμένος ή ξερός και άδειος, αλλά πλούσιος και γεμάτος και ζουμερός, ατελείωτος, απέραντος, αθάνατος κι αιώνιος, και τα βάσανα τα ανθρώπινα μικραίνουν, μικραίνουν τόσο που κατεβαίνουν στην αληθινή τους θέση ανάμεσα στα πράγματα του κόσμου. Σύ είσαι η μόνη αληθινή, σύ είσαι η μόνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου