The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020


ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ (1856-1950)
Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou






Εβδομήντα χρόνια μας λείπει το οξύ ιρλανδικό του πνεύμα. Υπήρξε κριτικός, δραματουργός και θεατρικός συγγραφέας, τιμημένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1925. Το επετειακό αυτό αφιέρωμα είναι ένας προσωπικός φόρος τιμής στο έργο του.

«Δεν ξέρω αν γεννήθηκα τρελός ή ελαφρόμυαλος, η αλήθεια είναι ότι η βασιλεία μου, δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ένοιωθα απόλυτα κύριος και αυτεξούσιος μόνο στο βασίλειο της φαντασίας μου και μόνο κοντά στους μεγάλους νεκρούς γνώρισα αληθινή φιλική ατμόσφαιρα» είπε κάποτε αυτοχαρακτηριζόμενος.
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο από τους προτεστάντες μικροαστούς Τζώρτζ Καρρ Σω, έναν αποτυχημένο έμπορο και αλκοολικό, και Λουσίντα Ελισσάβετ(Μπέσσυ) Γκάρλυ, τραγουδίστρια και δασκάλα φωνητικής.
Ο πατέρας του χαρακτηριζόταν από πηγαίο χιούμορ, κάτι που τον βοηθούσε στις πολλές αντιξοότητες της ζωής του. Όταν η μικρή του επιχείρηση σιτηρών χρεωκόπησε, ο Καρρ βρήκε την ευκαιρία να γελάσει με την καταστροφή, λες και είχε συμβεί κάτι άξιο να διασκεδάσει κανείς. Γενικώς αντιμετώπιζε τα πάντα με σατυρικό τρόπο, ακόμη και τα πλέον σοβαρά. Ίσως, λοιπόν, η κληρονομικότητα προίκισε τον δραματογράφο μας με το ιδιαίτερα οξύ και σαρκαστικό πνεύμα του...
Η μητέρα του πάντα τον αγνοούσε, αφήνοντας για πάντα μια βαθιά πληγή στην καρδιά του. Οι ασχολίες της στον κόσμο της μουσικής, ωστόσο, τον βοήθησαν πολύ, αφού η μουσική έγινε το καταφύγιό του. Από τότε που ήρθε στον κόσμο, η μητέρα του είχε σχέσεις με έναν διάσημο καθηγητή μουσικής, τον Τζωρτζ Τζων Λη, τόσο στενές, ώστε ο μικρός Μπέρναρντ πίστευε ότι εκείνος ήταν ο βιολογικός του πατέρας.
Ο Μπέρναρντ αντιλήφθηκε γρήγορα τα πλεονεκτήματα της μοναξιάς και τα χρησιμοποίησε για την διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η περιορισμένη ζωή, τα οικογενειακά προβλήματα και η παντελής έλλειψη ψυχαγωγίας, αντί να τον πτοήσουν, τον χαλύβδωναν. Η αντιμετώπιση των δυσκολιών με τον τρόπο του πατέρα του έγινε οδηγός, μαθαίνοντας ότι είναι δυνατό να βρει κανείς μια κωμική ή θετική πλευρά ακόμη και σε ένα τραγικό γεγονός και να κρατηθεί μακριά από το βάρος της απογοήτευσης.
Κάτω από αυτό το πρίσμα θα δει αργότερα τους ήρωες των αρχαίων Ελλήνων τραγικών και εκείνους του Σαίξπηρ, και θα αποφύγει το τραγικό βάρος στα δικά του πονήματα.
Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας (είχε δύο μεγαλύτερες αδελφές) και η αρχική του εκπαίδευση δόθηκε από τον θείο του. Με την καθοδήγηση της μητέρας του διερεύνησε τους κόσμους της μουσικής, της τέχνης και της λογοτεχνίας.
Ήταν πέντε εντών όταν διάβασε την πρώτη του εφημερίδα και ήρθε σε επαφή με τον κόσμο πέραν της οικογένειας. Συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία και να παρακολουθεί τα Κυριακάτικα μαθήματα, αλλά γρήγορα το σταμάτησε. Αργότερα θα έγραφε:
«Αν οι εκκλησίες ήθελαν να εκτελούν το προορισμό τους, έπρεπε χωρίς άλλο να μετατραπούν αυτόματα σε κέντρα ψυχαγωγίας των εργαζομένων, που θα προσέφεραν σε κατάλληλες ώρες μουσική, κλασσική ή χορευτική, θα οργάνωναν ακόμα και θεατρικές παραστάσεις και θα είχαν και ευχάριστα παιχνίδια από αυτά που αγαπούν οι νέοι τις ώρες της σχόλης τους. Τώρα, ίσως ο επίσκοπος του Λονδίνου με αφορίσει, είμαι όμως βέβαιος πως αν εφαρμοζόταν το σύστημα που προτείνω, ο μισθός του θα ήταν πάλι ο ίδιος, όπως και τώρα. Δεν θα είχε λοιπόν να πάθει καμία ζημιά».

Στα 1862, οι γονείς του αποφάσισαν να μείνουν σ’ ένα σπίτι μαζί με τον Λή και να μοιράζονται συγχρόνως κι ένα εξοχικό στο Κίλινευ Μπέη. Στο εξοχικό ο μικρός και ευαίσθητος Μπέρναρντ αισθανόταν ευτυχισμένος. Οι μαθητές του Λη τού έδιναν πολύ συχνά βιβλία, τα οποία κυριολεκτικά ρουφούσε.
Τον Ιούνιο του 1873 ο Λη έφυγε για το Λονδίνο και δεν επέστρεψε στο Δουβλίνο ποτέ. Λίγο αργότερα τον ακολούθησε η μητέρα, παίρνοντας μαζί της τις δύο αδελφές του, αφήνοντας τον μοναχογιό της με τον πατέρα του. Το σπίτι μένει σιωπηλό και καταθλιπτικό. Ο Μπέρναρντ αρχίζει να μαθαίνει να παίζει πιάνο μόνος του, αναζητώντας τους αγαπημένους του ήχους.
Τέλειωσε το σχολείο στο Δουβλίνο, καθ’ όλα δυστυχής, πήγε για ένα μικρό διάστημα στο Wesleyan Connexional School που ανήκε στη Methodist New Connexion, μετά σ' ένα ιδιωτικό κοντά στο Dalkey, για να μεταφερθεί κατόπιν στο Dublin's Central Model School και να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Dublin English Scientific & Commercial Day School.
Τα σχολεία, ο τρόπος εκμάθησης και οι καθηγητές τον πίκραναν πολλές φορές, όπως φαίνεται από τα λόγια του: «τα σχολεία δεν είναι οίκοι μόρφωσης τόσο, όσο φυλακές με κλειδοκράτορες τους δασκάλους, αλλά και τους ίδιους τους γονείς, με σκοπό να φυλάξουν εκεί τα βλαστάρια τους».

Τέσσερα χρόνια αργότερα ένα θλιβερό καθήκον τον στέλνει στο Λονδίνο.Έχει μόλις μάθει ότι η αδελφή του Αγνή πέθανε από φυματίωση και ταξιδεύει για να παραστεί στην κηδεία της. Τα επόμενα είκοσι εννέα χρόνια δεν θα πατήσει το πόδι του στην Ιρλανδία.
Μένει στο σπίτι της μητέρας του στο Νότιο Κένσιγκτον και ξεκινά να εργάζεται ως δημοσιογράφος, ενώ ξοδεύει ατελείωτες ώρες στο αναγνωστήριο του βρετανικού μουσείου(προάγγελο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης) και σε άλλες βιβλιοθήκες. Διαβάζει μανιωδώς. Αργότερα (1879-80) θα εργασθεί στην Τηλεφωνική Εταιρία Έντισον.
Στα 1881 αποφασίζει να αφήσει μια μκρή γενειάδα για να κρύψει ένα σημάδι από ευλογιά. Και αρχίζει να γράφει, ανακαλύπτοντας τον προορισμό του.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου