The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

ΚΑΘΩΣ ΨΥΧΟΡΡΑΓΩ, του Ουίλλιαμ Φώκνερ
Της Dimitra Papanastasopoulou






Σκέφτηκα να κάνω μια μικρή αφιέρωση στον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα Ουίλλιαμ Φώκνερ επ’ ευκαιρία της επετείου της γέννησής του σαν σήμερα (25 Σεπτεμεβρίου 1897) και να αντιγράψω ένα απόσπασμα από το παραπάνω έργο του.
Το συγκεκριμένο βιβλίο, που το διάβασα στα νιάτα μου σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, είναι ένα κατ’ εξοχήν «δικό» του βιβλίο, αφού περικλείει τον λογοτεχνικό του  κόσμο σε όλο του το μεγαλείο.
Λένε ότι ο Φώκνερ το έγραψε μέσα σε έξι εβδομάδες, ξενυχτώντας ενώ δούλευε σκληρά σ’ έναν σταθμό ηλεκτρικού ρεύματος.

Ο Μένης Κουμανταρέας γράφει στον μικρό του πρόλογο- απολογούμενος για την απόδοση της γλώσσας του αμερικάνικου νότου που χρησιμοποιεί ο Φώκνερ - ότι «άφησα τη γλώσσα να εξελιχτεί καταπώς θα μιλιόταν από έναν απλό μέσο άνθρωπο στις κωμοπόλεις και στα χωριά μας,χωρίς να ξεχνώ πάντα πως βασικά πρόκειται για μια οικογένεια αγροτών...δε θέλησα να απομακρυνθώ από ένα ύφος απλοϊκό και συνάμα λόγιο που χαρακτηρίζει τον πεζό λόγο του Φώκνερ, καθώς η παντρειά των δύο αυτών στοιχείων μοιάζει αμετάθετη για το κείμενο και που δίχως αυτήν το ίδιο το κείμενο δεν θα μπορούσε να υπάρξει.

---

  
Όταν  ήμουν μικρό παιδί πρωτόμαθα πόσο γευστικότερο γίνεται το νερό σαν έχει μείνει κομμάτι μέσα σε κουβά από κέδρο. Χλιαρό προς δροσερό, μ’ ανεπαίσθητη γεύση- ίδιο το άρωμα ζεστού αέρα τον Ιούλη μεσ’ από κέδρους. Πρέπει να μείνει έξι ώρες τουλάχιστον και να πιωθεί από φλασκί. Το νερό δεν πρέπει να πίνεται ποτέ από μέταλλο.
   Κι ακόμα καλύτερα τις νύχτες. Ξάπλωνα σ’ αχυρένιο στρώμα στο δάδρομο περιμένοντάς τους ωσότου κοιμηθούν όλοι, έπειτα σηκωνόμουν και ξαναγύριζα στο μαστέλο. Μαύρος ο κάδος, το σανίδι μαύρο, η ακύμαντη επιφάνεια του νερού ένα στρόγγυλο χάσμα στην ανυπαρξία, όπου προτού την αναταράξω ξυπνώντας την μες στο κανάτι μπόραγα ίσως να δω κανένα αστέρι ή δυο μές στο μαστέλο και ίσως μες στο κανάτι κανένα αστέρι ή δυο προτού το πιω. Ύστερα, έριξα μπόι, αντρώθηκα. Τότες περίμενα μέχρι να πλαγιάσουν όλοι, για να μπορώ να μένω ξαπλωμένος, με την άκρια της πουκαμ΄σας μου ανασηκωμένη, ακούοντάς τους βυθισμένους σε ύπνο, νιώθοντας εμένα τον ίδιο χωρίς ν’ άγγίζομαι,νιώθοντας τη δροσερή σιωπή να φυσάει πάνω στα μεριά μου και βασανίζοντας το μυαλό μου να βρω αν πέρα εκεί μες στο σκοτάδι ο Κας έκανε κι αυτός το ίδιο,κι αν είχε αρχίσει να το κάνει τα τελευταία δύο χρόνια, προτού θελήσω είτε μπορέσω να το κάνω εγώ.

   Οι πατούσες του πατέρα είναι ισοπεδωμένες, τα δάχτυλα στραβά, καμπούρικα, παραμορφωμένα, χωρίς καθόλου νύχι πάνω στα μικρά του δέχτυλα, κι αυτά όλα για να εργάζεται έτσι σκληρά μέσα στην υγρασία και μέσα σε παπούτσια χειροποίητα από παιδί. Δίπλα στην καρέκλα του κάθονται οι αρβύλες του. Μοιάζουν σάμπως να τις έχουν πετσοκόψει με αμβλύ πελέκι περασμένο πρώτα απ’ τη φωτιά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου