The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944
ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



(Απόσπασμα από το βιβλίο μου ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ ΠΑΘΟΣ)


«Σαν να τη βλέπω μπροστά μου. Τα λόγια της έχουν καρφωθεί στο μυαλό μου, θυμάμαι μέχρι και σε ποιά σημεία σταματούσε, ανίκανη να συνεχίσει... Χώριζαν παιδιά και  άντρες  σε πεντάδες και τους έβαζαν να γονατίζουν με τα χέρια και τα κεφάλια σηκωμένα ψηλά, με κενά μεταξύ τους.  Οι γυναίκες, οι αδελφές  και οι μάνες  συνωστίζονταν λίγα μέτρα πιο πέρα,σφίγγοντας τα δόντια και τρώγοντας τα χέρια τους, ψάχνοντας με το βλέμμα να διακρίνουν τους δικούς τους ανάμεσα σε χιλιάδες άτομα.
   »Εμφανίστηκαν οι κουκουλοφόροι και άρχισαν να κοιτάζουν κρυμένοι τα σφιγμένα πρόσωπα. Ο εφιάλτης άρχισε. Οι σατανάδες διάλεγαν και απομάκρυναν από το πλήθος τους άτυχους. Απομάκρυναν όσους είχαν διαλέξει και τους έστηναν λίγο πιο πέρα, αντίκρυ από την εκκλησία, στη μάντρα του παλιού υφαντουργείου.Ο στριγγός ήχος των πυροβολισμών μαρτυρούσε σε όσους δεν έβλεπαν τι συνέβαινε. Ζητούσαν τις ταυτότητες και, όταν επρόκειτο για εκείνους που δούλευαν για τους Γερμανούς, τους έδιωχναν, τους ανέβαζαν σε καμιόνια και γλύτωναν.
   »Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, η ζέστη μεγάλωσε μαζί με την αγωνία και τονν φόβο. Κάποια στιγμή είδαν τον Μιχάλη. Ο προδότης στάθηκε από πάνω του και ζήτησε την ταυτότητά του. Δεν έχω. Η μάνα, στο άκουσμα της δυνατής φωνής, πόνεσε, κρατήθηκε για να μην ουρλιάξει και πλησίασε όσο μπορούσε.
   »Αφήστε με να περάσω, το παιδί μου είναι, παρακαλούσε και ο δρόμος άνοιγε βαριά και σιωπηλά με σεβασμό και φόβο.
   »Ο κουκουλοφόρος θύμωσε και άρχισε να τον χτυπά άνανδρα και να τον προστάζει να πει το όνομά του. Ο Μιχάλης δε μιλούσε. Ένας άλλος κουκουλοφόρος πλησίασε, γιατί του φάνηκε γνωστή η φυσιογνωμία του.
   »Μη ρωτάς και πάρ’ τον. Καπετάνιος των ανταρτών είναι, τον ξέρω.
   »Τον οδήγησαν στη μάντρα και η μάνα πλησίασε, όσο επιτρεπόταν, τρεκλίζοντας και κρατώντας με τα δυό της χέρια σφαλιστό το στόμα που ήθελε να ουρλιάξει, να εξαπολύσει κεραυνούς.
   »Η καρδιά της δεν άντεχε αυτό που ζούσε∙ τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Το μυαλό της τρελαμένο, έκανε χίλιες σκέψεις. Γιατί μου έδωσε τη βέρα; Ποιός από τους δύο είναι και ποιόν προσπαθεί να γλυτώσει; Για όλα ήταν ικανοί οι γιοί της, το ήξερε καλά. Λίγα λεπτά αργότερα, όποιος από τους δύο κι αν ήταν, έπεσε νεκρός, στοιβαγμένος πάνω σε άλλους νεκρούς, ένας αποτρόπαιος λόφος πτωμάτων που έβαφαν και πότιζαν το χώμα της Κοκκινιάς με το αίμα της ανυπότακτης καρδιάς τους.
   »Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και όλες οι γυναίκες έμειναν να περιμένουν μέχρι να έρθει η ώρα για να πάρουν τους νεκρούς τους. Νωρίς το απόγευμα, οι Γερμανοί τους φόρτωσαν σε καμιόνια, τους πήγαν στο νεκροταφείο και, αφού τους έριξαν όλους μαζί σε μεγάλους λάκκους, έφυγαν. Αυτό που έκαναν οι γυναίκες μετά, ξεπερνά τα όρια της ψυχικής αντοχής. Άρχισαν να ψάχνουν με σεβασμό, να μετακινούν με πόνο, να γυρεύουν τον δικό τους νεκρό, ώρες ολόκληρες... Όμως οι νεκροί ήταν πολλοί, το ίδιο και οι λάκκοι, και οι τυχερές λίγες».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου