The world I love:my novels, my favorite themes

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

ΜΟΝΗ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
Μια επίσκεψη-προσκύνημα
Της Dimitra Papanastasopoulou






Με λιακάδα και ένα δροσερό αεράκι να φυσά,  μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με προορισμό το φημισμένο μοναστήρι της Καισαριανής- τώρα αρχαιολογικό χώρο, με μόνη εξαίρεση, όπως μας είπαν οι φύλακες, την Μεγάλη Παρασκευή που λαμβάνει χώρα ολόκληρη η λειτουργία της ημέρας, με τεράστιο πλήθος να κατακλύζει τον φιλικό και, σήμερα ξανά καταπράσινο Υμηττό.

Ανεβαίνοντας στην δυτική πλευρά τού Υμηττού, με τη φωτογραφική μηχανή να αναπαύεται ακόμη μέσα στην τσάντα μου, άφησα τον εαυτό μου να απολαύσει το πραγματικά ειδυλλιακό περιβάλον: πουρνάρια, πεύκα και ένα ολόκληρο τείχος από ψηλά κυπαρίσια μας υποδέχονταν, όλο και πυκνότερα, όσο πλησιάζαμε στο παλιό μοναστήρι. Τοπίο ελβερικό, γεμάτο οξυγόνο, με τους τολμηρούς να τρέχουν ή να περπατούν στον φιδογυριστό δρόμο.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τα κυπαρίσια τα έχω συνδέσει με ωραίες τοποθεσίες, αν και τα τελευταία χρόνια έχουν υποσκελιστεί από άλλα δέντρα. Η φύση, όμως, εκεί, ψηλά στον Υμηττό με τα μυστικά και τα βάσανά του, δεν έπαψε να τα θέλει παρόντα, υπερήφανα και καταπράσινα, ψηλότερα από τα πεύκα.
Τα παλιά χρόνια η περιοχή ήταν γεμάτη ελιές, και κοντά στο μοναστήρι ανέβλυζε πηγή με άφθονο, κρύο νερό, και ταυτίζεται με εκείνη των αρχαίων χρόνων που οι ποιητές ονόμαζαν Καλλία. Η περιοχή που βρίσκεται λίγο πιο πάνω ήταν αφιερωμένη στην θεά Αφροδίτη και λεγόταν Κυλλού Πήρα(η σημερινή Καλλοπούλα).

Το μοναστήρι, αφιερωμένο στην Παναγία, είναι αναστηλωμένο, καθαρό, κουκλίστικο σε μέγεθος, σχεδόν άδειο. Από όλα τα κελιά, μόνο σε ένα έχουν τοποθετηθεί τα ελάχιστα έπιπλα που είχε στη διάθεσή του ο μοναχός. Ο μικρός ναός, με μία εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου και τις σωζόμενες τοιχογραφίες, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηριακή, έξω από τη συνηθισμένη ενός εκκλησιαστικού, ζωντανού χώρου.
Έχοντας επισκεφθεί πολλές φορές το υπόγειο του Ναού του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη, τον χώρο όπου μαρτύρησε ο πολιούχος της συμπρωτεύουσας, μπορώ να πω ότι τελικά, η έλλειψη των πολλών εικόνων, των αναμένων κεριών και της μυρωδιάς του θυμιάματος, δεν στέκονται ικανά να άρουν την θρησκευτικότητα του χώρου. Το κενό του χώρου σε αγκαλιάζει, σε ηρεμεί.

Δεν είναι κτισμένο πολύ ψηλά, το υψόμετρο είναι περίπου 350 μ., αλλά το δάσος το περιβάλλει και το δροσίζει. Οι εκδοχές για την ονομασία του είναι αρκετές:
-ή από κάποιον ηγούμενο που ονομαζόταν Καισάριος και ήταν ο ιδρυτής του μοναστηριού,
-ή από την εικόνα των Εισδίων της Θεοτόκου, η οποία λέγεται ότι μεταφέρθηκε από την Κιασάρεια της Μ.Ασίας,
-ή από κάποιον  Καίσαρα που ανακαίνισε την εκκλησία στα βυζαντινά χρόνια,
-ή από την Συριανή/Σαισάρια, κόρη του αρχαίου βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και ιέρεια στους αρχαίους ναούς του Υμηττού προς τιμήν της Σελασφόρου Αρτέμιδος, 
-ή από το σεργιάνισμα(περπάτημα) του κόσμου στην περιοχή, που λίγο-λίγο μετεβλήθη από Σεργιανή σε Συριανή και τελικά Καισαριανή,
-ή από τον Ιούλιο Καίσαρα, ο οποίος είχε έπαυλη στην ευρύτερη περιοχή,
-ή επειδή η δωρήτια του ναού ονομαζόταν Καισαριανή,
-ή, τέλος, από τα άνομα έργα της Αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας. Η Ειρήνη, αφού δηλητηρίασε τον σύζυγό της Λέοντα Δ΄, ακρωτηρίασε και δολοφόνησε αρκετούς στρατιωτικούς, τους 6 γιούς του Κωνσταντίνου Ε΄, τύφλωσε το μοναχογιό της και συμβασιλέα Κωσνταντίνο ΣΤ΄, εξόρισε δύο ετεροθαλή αδέλφια του γιού της σε ένα μοναστήρι του Υμηττού. Οι εξόριστοι είχαν τον τίτλο του Καίσαρα και το μοναστήρι ονομάστηκε από τον τίτλο τους Καισαριανή.
Διαλέγετε και παίρνετε...

Το 1208 ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, σε επιστολή του προς τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Αθηνών Βεράρδο, αναφέρει το μοναστήρι ως Sancta Syriani, μια ονομασία ιδιαίτερα αποδεκτή από τον λαό, αφού εξακολουθεί να αναφέρει την περιοχή ως Συριανή και σε γραπτά κείμενα του 13ου αιώνα και σε λαϊκά δίστιχα («στη Συριανή σεργιάνι και στην Πεντέλη μέλι, και στο Δαφνί κρύο νερό που πίνουν οι αγγγέλοι»).
Ως Καισαριανή την αναφέρει πρώτος ο Μητροπολίτης Αθηνών και Αιγίνης Μιχαήλ Χωνιάτης ( ήταν Μητροπολίτης από το 1182 έως το 1204, όταν οι Φράγκοι υπό τον Βονιφάτιο Μομφερατικό κατέλαβαν την Αθήνα), σε επιστολή του προς τον ηγούμενο της μονής, εν όσω βρισκόταν πλέον αυτοεξόριστος στην Κέα (πέθανε στο νησί το 1222).





Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ιδρύθηκε ένας χριστιανικός ναός κοντά στην Καλλία πηγή, τα δομικά υλικά του οποίου χρησιμοποιήθηκαν μεταγενέστερα για να κατασκευαστούν τα γύρω κτίρια.
Ο κύριος ναός ανάγεται στις αρχές του 12ου αιώνα και είναι σταυροειδής μετά τρούλου (ένας τρούλος μικρός και ψηλός, εντελώς διαφορετικός από τους συνηθισμένους κυκλικούς, με τοιχογραφία του Παντοκράτορα). Ο νάρθηκας προστέθηκε αρκετά αργότερα, όπως και το διπλανό και κολλητό παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου, στη νότια πλευρά της εκκλησίας.
Μετά το 1204 και την ερήμωση της Αθήνας, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ενέταξε τη μονή στην πλήρη δικαιοδοσία του Λατίνου αρχιεπισκόπου Αθηνών. Ο ηγούμενος, όμως, έκανε δήλωση υποταγής στον πάπα και κατάφερε να παραμείνει το μοναστήρι αφορολόγητο.
Στα 1458, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αττική και έφτασε στο μοναστήρι ο Μωάμεθ ο Πολιορκητής, ο τότε ηγούμενος τον υποδέχτηκε και τού παρέδωσε τα κλειδιά, εξασφαλίζοντας μ΄αυτόν τον τρόπο πλήρη φορολογική ατέλεια.
Η μονή ακολούθησε φθίνουσα πορεία στο τέλος του 18ου αιώνα, λόγω της κακοδιαχείρησης των ηγουμένων και έφθασε να χάσει την αυτονομία της. Στα 1790, τα υπέρογκα χρέη της κόντεψε να χάσει όλη την ακίνητη πειουσία της, που την εποφθαλμιούσε ο Χασεκής. Η Κοινότητα των Αθηναίων παρενέβη και πήρε απόφαση να παραχωρηθεί η μονή στον εκάστοτε Μητοπολίτη Αθηνών, με τον όρο να μη μπορεί εκείνος να εκποιεί την ακίνητη περιουσία της. Έτσι, και μόνον έτσι η μονή διέφυγε τον κίνδυνο, αλλά η υπαγωγή της στην Μητρόπολη των Αθηνών δεν την ωφέλησε.
Ο Μητροπολίτης Βενέδικτος (1782-1785 και 1787-1796) έκανε κάποιες προσπάθειες να διορθώσει τα αδιόρθωτα, αλλά βρέθηκε κατηγορούμενος ότι «κατέτρωγεν τα εισοδήματά της». Οι διάδοχοί του χειροτέρεψαν την κατάσταση και η μονή οδηγήθηκε με γρήγορα βήματα στην πλήρη παρακμή.
Στους αιώνες που είχαν προηγηθεί, η μονή είχε δημιουργήσει μια αξιόλογη βιβλιοθήκη που, κατ ενώ απετέλεσε κέντρο φιλοσοφίας, με φημισμένους διδασκάλους, που θεωρείται ότι διέθετε αρχεία βιβλιοθηκών της αρχαιότητας, ενώ δίδαξε εκεί μεταξύ άλλων και ο νεωτεριστής Πλήθων Γεμιστός. Λόγω παρακμής και για λόγους ασφαλείας, στις αρχές της Επανάστασης του 1821, η βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στην κατοικία του τότε Μητροπολίτη Διονυσίου Β΄, ανηψιό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄.





Όταν η Αθήνα καταλήφθηκε από τον Ομέρ Βρυώνη, ο χώρος λεηλατήθηκε και ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης καταστράφηκε. Ό,τι διασώθηκε, μαζί και με τις βιβλιοθήκες της Μονής Πεντέλης και της Σχολής Ντέκα, μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη και εκεί αποτελειώθηκε η καταστροφή.
Από το 1824 και έπειτα, η μονή «υπεβλήθη σε άθλια μεταχείριση. Ό,τι είχε στο παρελθόν σημαντικό ρόλο στο διαφωτισμό της ανθρωπότητας και στην ασφάλεια των ψυχών, ήταν τώρα ένα παλάτι για αγελάδες, πουλερικά και άλογα».
Σύμφωνα με τους Δημογέροντες της εποχής, «τα χειρόγραφα πωλήθηκαν σε Άγγλους ως μεμβράνες, ενώ τα υπόλοιπα αρχεία χρησιμοποιήθηκαν στις κουζίνες της Μητρόπολης».
Τέλος στη λειτουργία του μοναστηριού- και όσων άλλων είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς- έθεσε μια απόφαση του βασιλιά Όθωνα το 1833.
Από το 1922 χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικό μνημείο και περιήλθε στην δικαιοδοσία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Η μονή αναπτύσσεται μέσα σε ένα τετράπλευρο, καταπράσινο περίβολο, κλεισμένη μέσα σε τείχος, με ένα σωρό αρχαίους κίονες και σπασμένες αρχαίες κολώνες, πολλές από τις οποίες φέρουν εγχάρακτους σταυρούς.
Γύρω-γύρω υψώνονται τα κτίσματα του καθολικού, της τράπεζας, του λουτρώνα (κατά την Τουρκοκρατία λειτούργησε ως ελαιοτριβείο), ο ναός, τα κελιά και ο Πύργος των Μπενιζέλων. Ο λόγιος Μπενιζέλος, μαζί με τις αδελφές και τη συνοδεία του, είχε καταφύγει στο μοναστήρι για να προστατευθούν από την επιδημία που έπληττε την Αθήνα. Από ευγνωμοσύνη για τη χάρη και την προστασία της Παναγίας, έδωσε τα απαιτούμενα χρήματα για να γίνει η εικονογράφηση του νάρθηκα  από τον Πελοποννήσιο ζωγράφο Ιωάννη Ύπατο.
Οι τοιχογραφίες είναι του 18ου αιώνα, με πολύ ωραία χρώματα και συνθέσεις, και είναι κρίμα που οι περισσότερες έχουν καταστραφεί εντελώς. Η Πλατυτέρα, που απεικονίζεται ενθρονισμένη με τους αγγέλους στα πλαϊνά της και στολίζει τον φεγγίτη του παρεκκλησίου, βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση.

Όταν φύγαμε, ανεβήκαμε αρκετά ψηλότερα, στα παρατηρητήρια, και παρ’ όλη τη θολή ατμόσφαιρα του απομεσήμερου, η θέα της Αθήνας και του Πειραιά ήταν μοναδική!







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου