The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

 

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘30

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ (27 Αυγούστου 1906- 30 Οκτωβρίου 1966)

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou


 


Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε για δύο χρόνια στην Σχολή Ζαμαρία και κατόπιν στο Ελληνογαλλικό Λύκειο. Ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν δικηγόρος και η μητέρα του Ανδρονίκη Νομικού είχε καταγωγή από τα Νένητα της Χίου.

Εκδήλωσε νωρίς την έφεσή του στα Γράμματα και, μαθητής ακόμα, έδωσε διαλέξεις σχετικές με την ιστορία του δημοτικισμού και το έργο του Διονυσίου Σολωμού.

Η καταστροφή του 1922 έφερε την οικογένεια Θεοτοκά στην Αθήνα. Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφηκε στην Νομική του Πανεπιστημίου των Αθηνών το ίδιο έτος. Δείχνοντας ήδη έφεση στα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα, εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της δημοτικιστικής οργάνωσης Φοιτητική Συντροφιά το 1925, παραμένοντας πιστός υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας σε όλη του τη ζωή. Από εκείνα τα χρόνια εξέφρασε την αμφισβήτησή του για τις πνευματικές αξίες της εποχής του και πρόταξε την ανάγκη για αλλαγή και αναγέννηση της νεοελληνικής νοοτροπίας και κουλτούρας. Στα τέλη Αυγούστου 1925 δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα Νέα Χίος με τίτλο Η κοινωνική σημασία του έργου του Ψυχάρη.

Με το ίδιο περιεχόμενο έδωσε διάλεξη και προσφώνησε τον Ψυχάρη σε τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του στην αίθουσα της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Παράλληλα αρθρογραφούσε στην ομώνυμη εφημερίδα της Φοιτητικής Συντροφιάς με θέματα από το γλωσσικό ζήτημα και τη λογοτεχνία, έως το οκογενειακό δίκαιο. Αυτή η τόσο έντονη δράση- επαναστατική και ανατρεπτική για τα τότε δεδομένα- παρ’ ολίγον να του κοστίσει αποβολή από το Πανεπιστήμιο των Αθηνών.

Αποφοίτησε στο τέλος του 1926 και αμέσως μετά (Ιανουάριος 1927) αναχώρησε για το Παρίσι, με σκοπό να κάνει ελεύθερες σπουδές πάνω στα νομικά, την ιστορία και την φιλοσοφία. Έναν χρόνο αργότερα μετακόμισε στο Λονδίνο. Εκεί μελέτησε το αγγλικό δίκαιο, την αγγλική φιλολογία και παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας και πολιτισμού. Τότε, έχοντας διαμορφώσει τις ιδέες του, έγραψε το πρώτο του δοκίμιο, το Ελεύθερο Πνεύμα, το οποίο έμελε να θεωρηθεί αργότερα ως το μανιφέστο της Γενιάς του Τριάντα.

Επέστρεψε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1929, δημοσίευσε το βιβλίο του με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής και άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα δημοσίευε κείμενά του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της πόλης( εφημερίδα Πρωϊα, Εργασία, περιοδικά Νέα Εστία, Κύκλος).

Το 1931 εξέδωσε το Ώρες Αργίας, το 1932 το δοκίμιο Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα και το 1933 το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ.

Μετά την εγκαθίδρυση της Μεταξικής δικτατορίας (Αύγουστος 1936) διέκοψε τη συνεργασία του με τα Νέα Γράμματα και άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, ενώ κυκλοφόρησε το δεύτερο μέρος τού Αργώ. Το 1937 εξέδωσε τα διήγηματα Ευριπίδης Πεντοζάλης και άλλες Ιστορίες, το 1938 το μυθιστόρημα Το Δαιμόνιο (την επόμενη χρονιά η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το Βραβείο Πεζογραφίας γι’ αυτό) και το 1940 το Λεωνής.

Το πνευματικό του έργο διακόπηκε λόγω της έναρξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (Οκτώβριος 1940). Ο Γιώργος Θεοτοκάς κατατάχτηκε εθελοντικά και πολέμησε στην Αλβανία. Επιστρέφοντας από τον πόλεμο έγραψε τα θεατρικά Πέφτει το βράδυ (1941), Αντάρα στ’ Ανάπλι (1942), Το Γεφύρι της Άρτας (1942) και Το κάστρο της Ωριάς (1944)

 

Τον Οκτώβριο του 1944 συνάντησε τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος του ζήτησε να αναλάβει όποια δημόσια θέση επιθυμούσε. Ο Θεοτοκάς αρκέστηκε να συντάξει ένα Υπομνημα για την κατάσταση των πνευμάτων στην Αθήνα το Φθινόπωρο του 1944 και αρνήθηκε την πρόταση.

Λίγους μόνο μήνες αργότερα, με την ολιγόμηνη Κυβέρνηση Πλαστήρα ( Ιανουάριος- Απρίλιος 1945) να παίρνει την αιματοβαμένη σκυτάλη μετά τα Δεκεμβριανά, ο Γιώργος Θεοτοκάς δέχτηκε την πρόταση του Καθηγητή και Υφυπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Άμαντου, να αναλάβει την Διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου που βρισκόταν υπό διάλυση.

Σημειώνει ο ίδιος: «Η τιμητική πρόταση έπαιρνε το χαρακτήρα μιας, ας πούμε, πνευματικής στρατολογίας, σε ώρες εθνικής κρίσης. Σωστό βέβαια θα ήταν να αρνηθεί κανείς. Μα η κατάσταση εκείνη εξασκούσε επάνω μου μια ιδιαίτερη έλξη. Μου φάνηκε πως ήταν μια στιγμή εξαιρετικά επικίνδυνη, όμως δημιουργική, μια στιγμή όπου δεν θα έπρεπε να περιοριστεί κανείς σε μια ομαλή διοικητική ανασυγκρότηση μα να προσπαθήσει να φέρει μέσα στο Ίδρυμα ένα πνεύμα πιο νέο, πιο ζωηρό, πιο εναρμονισμένο με τις πνευματικές ανάγκες και επιταγές του αιώνα. Με τέτοια διάθεση δέχθηκα την πρόταση του Κωνσταντίνου Άμαντου, ξέροντας βέβαια καλά πως οι προσπάθειες του είδους αυτού απαιτούν μεγάλες προθεσμίες, πως μια διετία θα ήταν το ελάχιστο χρονικό όριο για να “χτιστούνε μονάχα τα θεμέλια”».

Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο που ανέλαβε υπηρεσία στις 16 Φεβρουαρίου του 1945 είχε ως εξής:

Πρόεδρος Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος, αντιπρόεδρος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μέλη Κλ. Καρθαίος, Θ. Συναδινός, Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Κατσίμπαλης, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας και, αυτεπαγγέλτως, Π. Εξαρχάκης, Γ. Διευθυντής του Δημ. Λογιστικού, Κυβερνητικός Επίτροπος Μιχ. Μαντούδης, διευθυντής Γραμμάτων και Θεάτρου του υπουργείου Παιδείας, και γενικός διευθυντής Γιώργος Θεοτοκάς.

Την καλλιτεχνική επιτροπή αποτελούσαν ο διευθυντής του δραματολογίου Άγγελος Τερζάκης, οι δυο σκηνοθέτες του θεάτρου Σωκράτης Καραντινός και Πέλος Κατσέλης, τρεις λόγιοι λαμβανόμενοι έξωθεν (Λέων Κουκούλας, Πέτρος Χάρης και Μιχ. Ροδάς).

Να σημειωθεί ότι η διοίκηση αυτή, με τα πολλά χαρισματικά άτομα, χαρακτηρίστηκε από υπεύθυνα χείλη Εαμοκομμουνιστική και αντεθνική και πολεμήθηκε άγρια!

Δίνεται εδώ κάποια έμφαση γιατί όσες(όσοι) δεν έζησαν την ταραγμένη εκείνη εποχή, είναι αδύνατο να φαντασθούν τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου τον Φεβρουάριο του 1945. Σε ένα κτήριο τρυπημένο από οβίδες, με τον πέλεκυ της διακοπής πληρωμών αν καθυστερούσαν ν’ ανεβάσουν κάποια παράσταση, στην ατμόσφαιρα του Εθνικού Θεάτρου επικρατούσε η ευερέθιστη περιπάθεια που διακρίνει τους ανθρώπους του θεάτρου σε όλες τις εκδηλώσεις τους.

 

«Πώς θα έβαζε κανείς τους ανθρώπους αυτούς να συνεργαστούν πάλι αρμονικά για έναν κοινό πνευματικό σκοπό;» αναρωτιέται ο Γιώργος Θεοτοκάς στις σημειώσεις του για την πρώτη μεταπολεμική περίοδο του Εθνικού Θεάτρου. «Από την αρχή της προσπάθειάς μας βρεθήκαμε ριγμένοι σε μια πυρετική εργασία, που δεν σταμάτησε ποτέ και που την προσδιόριζε, κατά πρώτο λόγο η αδυσώπητη οικονομική ανάγκη. Νομίζω, όμως πως δεν χάσαμε τον πνευματικό προσανατολισμό μας».

Ανάμεσα στα θύματα των Δεκεμβριανών ήταν και η μεγάλη ηθοποιός και τραγωδός Ελένη Παπαδάκη. Ο Γιώργος Θεοτοκάς θα γράψει το μυθιστόρημα Ασθενείς και Οδοιπόροι το 1950, ζωγραφίζοντας με τον δικό του τρόπο τον θάνατό της.

Εκείνη τη χρονιά (1945) προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά δεν το κέρδισε.

Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη την βυζαντινολόγο Ναυσικά Στεργίου.

Στην δεύτερη θητεία του στο Εθνικό Θέατρο (1952-1953) ταξίδεψε στις ΗΠΑ με πρόσκληση του State Department, στα πλαίσια τού προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών Smith-Mundt που στόχευε στην βελτίωση της εικόνας της Αμερικής εν μέσω Ψυχρού Πολέμου.

Το 1960 επισκέφθηκε την Αίγυπτο, το Όρος Σινά και το Άγιον Όρος. Την επόμενη χρονιά ταξίδεψε στον Λίβανο και τη Συρία, το 1962 στην Ρουμανία, τη Σοβιετική Ένωση (σήμερα Ρωσία) και στην Περσία (σήμερα Ιράν).

Τον Σεπτέμβριο του 1963 συμμετείχε μαζί με τον Ευάγγελο Παπανούτσο στην Υποεπιτροπή Παιδείας του κόμματος της Ενώσεως Κέντρου, η οποία συνέταξε ένα πλήρες σχέδιο για το εκπαιδευτικό σύστημα σε περίπτωση που το κόμμα κέρδιζε τις εκλογές.

Το 1964 διορίστηκε Πρόεδρος του Δ.Σ. του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

Θα χάσει την σύζυγό του από καρκίνο το 1959 και θα στραφεί στη θρησκεία. Το 1966 θα ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με την ποιήτρια Κοραλία Ανδρεάδη, αλλά θα υποκύψει την ίδια χρονιά από καρκίνο στο συκώτι.

Ένα ελεύθερο πνεύμα είχε εκκλείψει.

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου